Χαρακτηρίστηκε ως είρων, ευζωιστής, από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος, ακάματος, αντικομφορμιστής, κατά περίσταση επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογραφικός και ψυχογράφος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής και είναι αλήθεια ότι έδωσε μυθιστορήματα που τα διαβάζουμε ακόμα.
Ποιος ήταν λοιπόν ο συγγραφέας Μ Καραγάτσης, όπως επέλεξε να λέγεται ο Δημήτρης Ροδόπουλος;
Οι κριτικοί της γενιάς του, αντιμετώπισαν με επιφύλαξη ή και απέρριψαν το έργο του. Οι κρυφοί, παθιασμένοι αναγνώστες του «έλκονταν και απωθούνταν» απ’ αυτό. Εξήντα ένα χρόνια μετά το θάνατό του (Σεπτ. 1960) θωρείται ως ο επιφανέστερος πεζογράφος της γενιάς του ’30.
Πολυγραφότατος (πάνω από είκοσι βιβλία), με σαφή «τα γνωρίσματα της πεζογραφικής ιδιοφυίας», άφησε πίσω του «έργο πληθωρικό, μεγάλης εμβέλειας, εικονοκλαστικό, αναθεωρητικό, απροσδόκητης συχνά βιαιότητας, ανοικονόμητο, γιατί δεν χωρούσε στα πλαίσια της οικείας για την εποχή του, στενόχωρης, αναιμικής και καθησυχαστικής ηθογραφίας» (Αρης Μπερλής).
«Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Η μεγάλη χίμαιρα», «Τα στερνά του Γιούγκερμαν» «Το χαμένο νησί», «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Ο κίτρινος φάκελος», «Λειτουργία σε λα ύφεσις», «Νυχτερινή ιστορία», «Ο μεγάλος ύπνος», «Άμρι α Μούγκου», «Τα στερνά του Μίχαλου», «Σέργιος και Βάκχος», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Βασίλης Λάσκος», «Το συναξάρι των αμαρτωλών», «Η λιτανεία των ασεβών», «Το μπουρίνι», «Η μεγάλη λιτανεία», «Το μεγάλο συναξάρι» μου έκλειναν το μάτι για μια ζωή κι απ’ ότι αντιλαμβάνομαι όλο αυτό είναι κοινό βίωμα πολλών, εφόσον πια όλα φαίνεται να κατασταλάζουν και ν’ αλλάζουν.-
Κατά τον Γ.Π.Σαββίδη «πότε ρεαλιστής και πότε λυρικός, πότε ενδοστρεφής και πότε σατιρικός ή και ευτάπελος, αλλά πάντοτε μοραλιστής ( σσ. εννοεί προφανώς ηθικολόγος) στο βάθος, στάθηκε ένας από τους οξύτερους παρατηρητές και ελεγκτές της νεοελληνικής, αστικής ιδίως, κοινωνίας».
Και συμπληρώνει: «Από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος και θαυμαστής κάθε προόδου, από πεποίθηση αντικομφορμιστής και πολέμιος κάθε συμβιβασμού, δέχθηκε με ενθουσιασμό κάθε νέα ιδέα- πλην του μαρξισμού, μολονότι υιοθέτησε πολλά διδάγματα του ιστορικού υλισμού – και έδωσε συχνά οξύτατες μάχες για θέματα κοινωνικού είτε πνευματικού ήθους».
Και ο Αντρέας Καραντώνης, αποτιμώντας «πεζογράφους και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30» θα γράψει:
«Τα ένστικτα του Καραγάτση είναι κατακτητικά, αρχηγικά- και, από την πλευρά αυτή, είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που μας θυμίζει την θυελλώδη κατακτητική ιδιοσυγκρασία του Μπαλζάκ. Ετσι, ο Γιούργκερμαν είναι περισσότερο μια αλληγορία παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, περισσότερο μια ονειροπόληση και μια συνισταμένη επιδιώξεων παρά μια οντότης…
Ο Καραγάτσης είναι κατά την περίσταση, επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογράφος και ψυχογράφος, κοινωνιολόγος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, σκληρός σατιριστής με πένθιμο πάντα χιούμορ. Μόνο ανάλαφρος, μόνο χαμογελαστός, μόνο χαριτωμένος, μόνο «ιωνικός» δεν είναι ο Καραγάτσης. Βαρύς, αδρός και πρωτόγονος, χωματώδης, πυκνά γήινος, βάρβαρα αθλητικός, είναι μαζί και γεωργός και θαλασσινός…»
Αλλά και ο Τάσος Βουρνάς σημείωνε στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1960:
«Τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής και της λειτουργείας του μυθιστορήματος, ο Καραγάτσης είναι ο γοητευτικότερος αφηγητής, ο προικισμένος μυθοπλάστης. Είχε αντιληφθεί την προσφορά των κλασικών μορφών του μυθιστορήματος και αντιστάθηκε με επιμονή στις νέες τάσεις μιας πεζογραφίας που διάλυσε το μύθο και τη φόρμα για χάρη μιας «βαθύτερης», κατά τους ισχυρισμούς της, ενδοσκόπησης της ανθρώπινης αγωνίας και ενός λυρισμού που εισόρμησε στις σελίδες της από την περιοχή της ποίησης. Άνισος, αλλοπρόσαλλος, πεισματικά καρφωμένος στην ιδέα ότι η libido αποτελεί τον άξονα της ανθρώπινης ψυχολογίας και την κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της κοινωνίας, έδωσε κάποτε σελίδες παλλόμενες από θελκτικό νεύρο και άλλοτε αφόρητα ρηχές, σαρκάζοντας τα πάντα, περιφρονώντας τα πάντα, χωρίς να εξαιρεί – κι εδώ βρίσκεται η τιμιότητα του- ούτε τον ίδιο του τον εαυτό».
Και το μεγαλείο του, θα λέγαμε. Μια ζωή «ας γελάσω!»
Ενώ κατά τον συγγραφέα Κ. Μουρσελά «ο Καραγάτσης, παραμένει εκτός από απολαυστικός παραμυθάς και επίκαιρος και μοντέρνος, γιατί και τότε και τώρα βασιλεύει το κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της μεγάλης επιτυχίας, ο αμοραλισμός, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η ζούγκλα στη ζωή μας, η ιδιοτέλεια, που όλ’ αυτά υπάρχουν και καυτηριάζονται στο έργο του».
Η Μάρω Δούκα γοητευμένη καταφανώς από το αντισυμβατικό και εν τέλει θρασύ θα λέγαμε ύφος του, θα συμπληρώσει:
«Επίμονος, χλευαστικός πάντα, προκλητικός, οξυδερκής, ανηλεής. Αν και μιλούσε και αυτός για χαμένες πατρίδες και για φρικτούς πολέμους , δεν υπήρχε εδώ καμιά συμπόνια που να συγκρατεί, κανείς σκοπός που να ορίζει, μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, ο ηδονισμός, το εύκολο κέρδος, το παιχνίδι της εξουσίας, ο αμοραλισμός, η γελοιοποίηση του αγαθού, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η δολοπλοκία, η αποθέωση της ζούγκλας σε μια Ελλάδα ματωμένη «υπό ανάπτυξιν».
Το 2008 ήταν χρονιά αφιερωμένη στον Μ. Καραγάτση εν όψει των 100 χρόνων από τη γέννησή του και στο πλαίσιο αυτής της επετείου διοργανώθηκε συνέδριο στο Μουσείο Μπενάκη με θέμα τον μεγάλο συγγραφέα και το έργο του.
Ανάμεσα στα πολλά, ενδιαφέροντα και σημαντικά που κατατέθηκαν εκεί (έχουν ήδη δημοσιευτεί τα πρακτικά του συνεδρίου) του ασκήθηκε ιδιαίτερα σκληρή κριτική από τους συμμετέχοντες. Όπως πληροφορούμαστε συνοπτικά από το ρεπορτάζ της Ολγας Σελλά στην «Καθημερινή» της εποχής, ο συγγραφέας ειδώθηκε μέσα από την ιδεολογική του σκευή, ιδίως κατά την πρώτη κατοχική και μετακατοχική περίοδο, και την περίοδο του εμφυλίου. Σταχυολογούμε:
«Γιατί ο Καραγάτσης γράφει το 1952 μια ιστορία που αναφέρεται στο 1870, διερωτάται ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος ο οποίος ανέδειξε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δυναμική που είχαν στην εποχή τους οι Λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών, ένα μυθιστόρημα για τη σφαγή «των λόρδων» στο Δήλεσι, που πρωτοεκδόθηκε το 1999 αλλά είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στη «Βραδυνή» το 1952, όταν ο συγγραφέας του κάλυπτε ως δημοσιογράφος την περιοδεία του Παπάγου στην Πελοπόννησο. Εκκινώντας από τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής των Ληστών, ο Σακελλαρόπουλος έδειξε πώς αυτό το αφήγημα αντιμαχόταν τα μέτρα επιείκειας που είχε εισηγηθεί ο Πλαστήρας απέναντι στους διωκόμενους αριστερούς, και στήριζε την πιο σκληρή γραμμή (που τελικά επικράτησε), του αποκλεισμού των ηττημένων του Εμφυλίου από την όποια διαμόρφωση της μεταπολεμικής καθημερινότητας και κοινωνίας. «Οι ληστές» του Καραγάτση παραπέμπουν στην ιδέα του «συμμορίτη» που εμφορείται όχι από πολιτικά κίνητρα αλλά από ποταπά ένστικτα. Και η αμνηστία που ζητούσαν εκείνοι προκειμένου να απελευθερώσουν τους Άγγλους ομήρους, παραπέμπει στο «συγχωροχάρτι» που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δοθεί στους αριστερούς σε μια εποχή μάλιστα που υπήρχε ρεύμα υπέρ της ΕΔΑ… Όπως το είπε πιο ευγενικά ο καθηγητής Ιστορίας Νίκος Καραπιδάκης, «ο Καραγάτσης έβλεπε τη λογοτεχνία του ως μία ευρύτερη παρέμβαση, ανταγωνιστική ως προς τη μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας και της κοινωνίας».
Ανάλογο ενδιαφέρον είχε και η εισήγηση του Μίλτου Πεχλιβάνου, επ. καθηγητή Συγκριτικής Γραμματολογίας, ο οποίος φέρνοντας στο φως μια αδημοσίευτη διάλεξη του Τσίρκα, επικριτική για τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου (« τον κατηγορούσε ότι στο έργο του υπέβοσκε η χιτλερική κοσμοθεωρία» κ.λπ.), υπογράμμισε τις σιωπές του Καραγάτση. Η Φιλική Εταιρεία λ.χ. απουσιάζει από αυτό το μυθιστόρημα του ΄21 το οποίο γράφεται το 1944, «…οπότε τι να σκεφτεί κανείς για το ΕΑΜ».
Αλλά και η ομότιμη καθηγήτρια Τζίνα Πολίτη υπογράμμισε την ιδεολογική σημασία που έχει στα 1960 η απουσία της εργατικής τάξης από τον λαϊκό πληθυσμό του 10!
Προβληματικό όμως μπορεί να είναι και το σύστημα της σεξουαλικότητας όπως το χρησιμοποιεί ο Καραγάτσης, ιδίως όταν θέλει να αποτυπώσει λογοτεχνικά την παρακμή της «φυλής των Ελλήνων» όπως στο τελευταίο ιστορικό του μυθιστόρημα Σέργιος και Βάκχος (1959). Διότι όπως υποστήριξε ο επ. καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας Γιάννης Παπαθεοδώρου, η προσέγγισή του «εγγράφεται ιδεολογικά στο ρεύμα του φυλετικού νατουραλισμού που απορρέει από τα σχήματα του θεωρητικού ρατσισμού». Η χαριστική βολή στον Καραγάτση ήρθε από την κριτικό Ελισάβετ Κοτζιά, που αναλύοντας τους αντιφατικούς χαρακτήρες του, τη μαγκιά και τον κυνισμό του, αμφισβήτησε την ίδια την ποιότητα της πεζογραφίας του. Και υποστήριξε ότι αναπαράγει την τραγελαφική πραγματικότητα την οποία υποτίθεται πως σατιρίζει, ότι βρίθει υπεραπλουστευτικών ιδεολογικών σχηματοποιήσεων και ότι συνειδητά ερεθίζει το αγοραίο μαζικό γούστο, όπως τα ευτελέστατα προϊόντα του σημερινού πνευματικού λαϊκισμού που γνωρίζουν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε ότι ο Μ. Καραγάτσης , ο κοσμοπολίτης αστός διανοούμενος, αντικομμουνιστής μέχρι τα μπούνια (τη δεκαετία του ‘50 πολιτεύτηκε ανεπιτυχώς με το Μαρκεζίνη, ένα κόμμα αστικό και αντικομμουνιστικό), ανήκει σε κείνη τη γενιά πεζογράφων του ’30 που επηρεασμένοι από τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, αναζητούν διεξόδους ώστε να ξεφύγουν από τα αγροτικά ηθογραφήματα.
Υπήρχε έντονη η επιθυμία για ενεργό και ισότιμη συμμετοχή στην πνευματική ζωή της Ευρώπης και ίσως ήταν το ισχυρότερο κίνητρο για την απόπειρα αφομοίωσης του «μοντέρνου». Το νέο μυθιστόρημα της γενιάς του ’30, επιχειρεί ως επί το πλείστον τη σύνθετη αναπαράσταση της σύγχρονης (κυρίως αστικής) κοινωνικής ζωής και αποδίδει την «εσωτερική» υποκειμενική πραγματικότητα και τις νοητικές διεργασίες που τη συνθέτουν.
Ο Καραγάτσης θα στραφεί στη ζωντανή περιγραφή ανθρώπινων τύπων μιας εποχής που σημάδεψε τον επαναπροσδιορισμό των αξιών της πρώτης μεταπολεμικής εποχής. Αποτυπώνει ανθρώπους που καταρρέουν και άλλους που στέκονται στα πόδια τους με δυσκολία.
Οι τύποι που επιλέγει προέρχονται από την μεγαλοαστική ή και τη μικροαστική ζωή, από το δρόμο, το καταγώγιο, ανθρώπους παραστρατημένους, στερημένους ή αποτυχημένους.
«Ο Καραγάτσης ζωγράφιζε τη φυσιογνωμία της αστικής τάξης. Δεν ήταν ο μόνος μεσοπολεμικός συγγραφέας που την περιέγραψε, ήταν όμως ο μόνος που έμπηξε βαθιά το νυστέρι και έδειξε καλύτερα από όλους το φτιασιδωμένο της πρόσωπο» (Μ. Πολιτάρχης, Πρόσωπα και ιδέες – Το Ελληνικό Βιβλίο 1963, σελ. 113)
Μέσα λοιπόν στις συνθήκες του ανεπτυγμένου «οικονομικού αστισμού», φτιάχνει τους ήρωές του με αντινομική φύση (Α. Καραντώνης).
Επομένως το συγγραφικό του ήθος είναι σαφώς επηρεασμένο από τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του και τους άξονες που ο ίδιος ταξινομεί το πολιτισμικό και κοινωνικό του στίγμα.
Ο Καραγάτσης όχι μόνο δεν έκρυβε αλλά διεκδικούσε δυναμικά να εκπροσωπεί τον μεταπολεμικό αστό διανοούμενο, δημοκρατικό μεν αλλά αντικομουνιστή μέχρις εσχάτων.
Η πιο άμεση ιδεολογική του παρέμβαση γίνεται μέσα από τις σελίδες της «Βραδυνής», όπου γράφει θεατρική κριτική από τον Οκτώβριο του 1946 έως το 1960 , που πέθανε.
Μέσω των θεατρικών κριτικών του Καραγάτση παρακολουθούμε τα μεταπολεμικά χρόνια και τα χρόνια του εμφυλίου ως ζωντανό μυθιστόρημα. Αναδεικνύονται όλες οι αντιφάσεις της εποχής και η στάση των φιλελεύθερων αστών διανοουμένων και καλλιτεχνών απέναντι στην πολιτιστική ζωή και την εναγώνια προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν την αριστερή, κομμουνιστική διανόηση που ηγεμονεύει στην κοινωνία, ως νικητές «ηττημένοι». Και εξ αντανακλάσεως παρακολουθούμε τη στάση των αριστερών καλλιτεχνών – και κυρίως των επωνύμων εξ αυτών- απέναντι στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε με το τέλος του εμφυλίου.
Ο Καραγάτσης παρακολουθεί τα πάντα κι έτσι αναδύονται από τα γραπτά του όλες οι αισθητικές, ιδεολογικές και πνευματικές αναζητήσεις της περιόδου. Ακόμα και μέσα από τις αρνητικές του κριτικές απέναντι στο «ιδεολογικό θέατρο» των αριστερών συγγραφέων και καλλιτεχνών της σκηνής, ερχόμαστε σε άμεση επαφή με τον αγώνα τους να συνεχίσουν την καλλιτεχνική τους δημιουργία μέσα στις ζοφερές νέες συνθήκες.
Όμως γι αυτήν του την ενασχόληση ως «ενεργού θεατή του θεάτρου», αξίζει να αναφερθούμε σε ένα επόμενο σημείωμα.
Τα τελευταία χρόνια ο εγγονός του, Δημήτρης Τάρλοου (γιός της κόρης του Μαρίνας Καραγάτση), ίσως κινούμενος και από την προσωπική του ανάγκη να «γνωρίσει» σε βάθος έναν διάσημο αλλά «άγνωστο παππού», ανέβασε στο θέατρο «Πορεία» σε σκηνοθεσία του ίδιου και δραματουργική επεξεργασία του Στρατή Πασχάλη τα έργα του «Γιούγκερμαν» , «Η μεγάλη χίμαιρα», καθώς και το «Ευχαριστημένο» ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα της μητέρας του Μαρίνας Καραγάτση.
Η διασκευή του μυθιστορήματος, που μετατρέπει τους απολογητικούς, απολογιστικούς και συγχωρητικούς μονολόγους σε πλήρες θεατρικό έργο και που υπογράφει η Έρι Κύργια , σε διασκευή Θανάση Τριαρίδη που παίχτηκε στο ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ», μας μεταφέρει στο ίδιο το σπίτι της οικογένειας του συγγραφέα Μ. Καραγάτση.
Την τελευταία σαιζόν εν μέσω πανδημίας και σε live streaming από το ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ», παρακολουθήσαμε τον «Κοτσάμπαση του Καστρόπυργου», μια συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του ίδιου και δραματουργική επεξεργασία – διασκευή Θανάση Τριαρίδη.
Η παράσταση δόθηκε στο πλαίσιο του αφιερώματος για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και θα επανέλθουμε σ’ αυτήν με επόμενο σημείωμα, τόσο για την εξαιρετική καλλιτεχνική απόδοση του έργου όσο και για το γεγονός της αντιηρωικής οπτικής του συγγραφέα γύρω από τους αγωνιστές της επανάστασης, όπου συμπυκνώνεται η προσωπική του υπαρξιακή ιδεολογία .
Το ενδιαφέρον του κοινού για τα παραπάνω έργα συνεχίζεται αμείωτη (πάνω από 100.000 θεατές τα έχουν ήδη παρακολουθήσει), γεγονός που αναμφισβήτητα αυξάνει και το δικό μας ενδιαφέρον για το έργο του ταλαντούχου κυρίου Καραγάτση.