«Ρέντης, Πέμπτη, πήγα να παραλάβω από μια εταιρεία που έκανε εξαγωγές, λάδια, μέλια, ξύδια, βρήκα δυο πιτσιρικάδες στη ρεσεψιόν, κόκκινοι από τα γέλια, έπαιζε U2 το ραδιόφωνο, θυμήθηκε ο ένας που όταν έκανε Εράσμους στις Βρυξέλλες πήγε να τους δει λάιβ μ’ έναν Λαρισαίο και σε μια φάση ο Μπόνο άρχισε να χτυπάει τα χέρια του και να λέει κάθε φορά που χτυπάω τα χέρια μου πεθαίνει ένα παιδί στην Αφρική, και ο Λαρισαίος από κάτω του φώναξε ε τότε σταμάτα να τα χτυπάς ρε μαλάκα».
Πρόκειται για ένα δείγμα της ανατρεπτικής, σαρκαστικής και ουσιαστικά ανθρώπινης προσέγγισης του συγγραφέα Χρήστου Οικονόμου (που μας έχει προσφέρει τα υπέροχα «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα»), στο καινούργιο του βιβλίο «Πες της» (εκδόσεις Πόλις).
Σ’ αυτό έχει ένα ακόμη εξαιρετικό εύρημα. Παρακολουθεί μια κοπέλα κούριερ (η κούριερ, «και πως να με λέω καπετάνιε μου καλέ και καραβοκύρη – κουριέρα, κουριερίνα, κουριερού; Πως;») στις παραδόσεις της και στα όσα συναντάει εκεί. Φευγάτες γνωριμίες, τα περίεργα όλου του κόσμου, και τ’ ανθρώπινα.
Σε έναν κόσμο που ζει αποσπάσματα, που κάνει ακόμη και τη ζωή του αποσπάσματα, σύντομες εικόνες χωρίς συνέχεια, συνέπεια και ενότητα, ο Οικονόμου ακολουθεί μια αντίστροφη διαδρομή. Παίρνει τα επί μέρους, τα κομμάτια και τα κάνει σύνολο.
Με υπέροχες στιγμές πηγαίου χιούμορ και δραματικές εντάσεις. Γιατί φυσικά τα όσα συμβαίνουν ή όσα ακούει η κούριερ δεν είναι παρά οι όψεις του κόσμου και των παθών του.
Λέει ο άλλος: «Εμάς μας είπανε σήμερα ότι από τον άλλο μήνα θα μας αλλάξουν τις συμβάσεις κι αντί για καθήκοντα θα ’χουμε ρόλους. Πως σου φαίνεται πάλι αυτό; Ρόλοι. Σα να ’μαστε ηθοποιοί, κατάλαβες. Σα να παίζουμε σε ταινία. Έτσι θα πάει τώρα. Δε θα ρωτάς τον άλλον τι δουλειά κάνει αλλά τι ρόλο παίζει. Όλος ο κόσμος μια σκηνή, το ’χε δει το έργο ο βάρδος».
Κι επειδή δεν γίνεται να είναι ο κόσμος μόνος, κομματιασμένος κι αμέτοχος, έχει αξία να διεκδικήσεις το παρελθόν. Κάτι σπουδαίο λέει αυτό για τα σχέδια του μέλλοντος. Οι αμνήμονες χάνουν.
«Να διεκδικήσεις το παρελθόν με δύναμη, χωρίς νοσταλγία, χωρίς ντροπή, να το διεκδικήσεις για να το ελευθερώσεις, να κάνεις το παρελθόν όχι χρόνο αλλά χώρο, μια χώρα πλούσια, πιο παράξενη, πιο ξένη. Αλλά εδώ χρειάζεται σιωπή, είπε ο τρελοκαπελάς, η σιωπή που δεν είναι δειλία αλλά προετοιμασία. Να κουβαλήσεις τη γλώσσα της σιωπής, που όλο σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται, τη γλώσσα που πηγαίνει αργά κάπου, όχι γρήγορα πουθενά. Πως θ’ αλλάξεις το μέλλον αν δεν αλλάξεις πρώτα το παρελθόν. Πως θα δημιουργήσεις αυτό που θες να δεις αν δεν δημιουργήσεις αυτό που ήδη είδες. Πως θα πας εκεί έξω αν δεν πας πρώτα εδώ έξω.»
Μέσα στην τόση φλυαρία του κενού λόγου των ημερών μιας αμήχανης προεκλογικής πραγματικότητας η ευφάνταστη αναστροφή των νοημάτων του Λαρισαίου στον Μπόνο, τα αποσπασματικά συμβάντα που εικονίζουν τον κόσμο ως όλον όταν οι τρέχουσες ειδήσεις των προεκλογικών ανταγωνισμών εικονίζουν τον κόσμο ως αποσπάσματα, η συνενοχή του Οικονόμου σε ένα σχέδιο που θα αλλάζει το παρελθόν για να μπορέσει ν’ αλλάξει το μέλλον, ακούγεται λυτρωτική.
Σαν απάντηση στην διαρκή επιλογή του λιγότερου ανάμεσα σε δυο κακά.
Σα δικαίωση για όσους δεν εγκλωβίζουν τα σχέδια τους σε «εφικτά» αδιέξοδα!