Η 9η Μάη είναι η ημέρα της αντιφασιστικής νίκης. Η ΕΕ, για να ξεχνιέται η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στη νίκη αυτή, ξαναγράφει την ιστορία και την ανακηρύσσει ημέρα της Ευρώπης. Η γερμανική κυβέρνηση πλαστογραφεί πάνω στην πλαστογραφία και διατάσσει και απαγορεύει στη φετινή επέτειο της κόκκινες σημαίες, τα σύμβολα της Σοβιετικής Ένωσης και κάθε ρωσική παρουσία. Από πέρσι οι Πολωνοί αποκλείουν τους Ρώσους από τις εκδηλώσεις μνήμης στο Άουσβιτς (με βολικό πρόσχημα και τις δυο φορές την εισβολή στην Ουκρανία και την εκμετάλλευση, αλλά και την επανερμηνεία που κάνει ο Πούτιν στην σοβιετική ιστορία). Ο αρμόδιος Άρης Σκέρτσος, εδώ σ’ εμάς, σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί η κυβέρνηση δεν διεκδικεί να επιστραφεί το γερμανικό δάνειο της κατοχής, απαντά πως αυτό αφορά το παρελθόν κι εμείς κοιτάμε μπροστά, στο μέλλον.
Έτσι, ψηφίδα την ψηφίδα, πλαστογραφία πάνω στην πλαστογραφία της ιστορίας με προσχήματα και χωρίς, οικοδομείται το αμνήμον παρόν και υπονομεύεται το μέλλον.
Αυτά δεν είναι μια σειρά από αποσπασματικά ή ασύμπτωτα συμβάντα. Πρόκειται για μια λογική ακολουθία, που οδηγεί στην αναθεώρηση της ιστορίας και επανεγγράφει τα γεγονότα στη μνήμη ως άλλα και με άλλο νόημα.
Κι αν οι ακραίοι εκφραστές του αναθεωρητικού ιστορικού ρεύματος, όπως ο Γερμανός Ερνστ Νόλτε οδηγούν τα πράγματα στα άκρα, θεωρώντας πως ο ναζισμός ήταν η απάντηση (αναγκαία κατά έναν τρόπο), στον μπολσεβικισμό, και η θηριωδία του μια επέκταση των στρατοπέδων στη Σοβιετική Ένωση, η επίσημη, γερμανικής επιρροής, Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί τη μνήμη ενός ενιαίου ολοκληρωτισμού εκμηδενίζοντας τις διαφορές ουσίας, περιεχομένου και στόχων, και μετατρέποντας τον παγκόσμιο πόλεμο σε ένα περιστατικό δεύτερης σημασίας.
Κι έτσι, ξεχνιέται η γερμανική ευθύνη, ξεχνιέται ο Καρλ Γιάσπερς και οι συγκλονιστικές διαλέξεις του μετά τον πόλεμο περί της γερμανικής ευθύνης, και προφανώς οι οφειλόμενες αποζημιώσεις, πνευματικές και οικονομικές. Κι επειδή η ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφεί αλλάζοντας την ιεράρχηση των αξιών και των ευθυνών, ξαναγράφονται τα επιμέρους – με πρώτιστη τη συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης, τον κοινωνικό αστικό χαρακτήρα του φασισμού, το ρόλο του κατευνασμού που ακολούθησαν πριν τον πόλεμο οι μεγάλες δυνάμεις κ.ο.κ. – για να συγκροτήσουν ένα αλλοιωμένο όλο, εντός του οποίου οι Γερμανοί καταγράφονται ως θύματα και όχι ως θύτες.
Για τον Γιάσπερς, τον Μπενεντέτο Κρότσε, τον Τόμας Μαν, ο ναζισμός ήταν ένα ανορθολογικό ρεύμα αποκαθήλωσης του διαφωτισμού. Για τον Ερνστ Κασίσερ και τον Γκεοργκ Λούκατς η «παροξυστική κατάληξη ενός μακροχρόνιου ρεύματος ανορθολογισμού που γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε αντίδραση προς τη Γαλλική Επανάσταση».
Για όλους αυτούς ήταν «το προϊόν μιας συνολικής διαδικασίας ιστορικής οπισθοδρόμησης: μια υποτροπή του πολιτισμού στην αρχέγονη βαρβαρότητα».
Ο Γιάσπερς μιλούσε για τέσσερις μορφές ενοχής: την εγκληματική ενοχή των άμεσων δραστών, την πολιτική ενοχή των θεσμών και των οργανωμένων δυνάμεων που υποστήριξαν την εξουσία του Χίτλερ, την ατομική ενοχή των συνεργών και τη «μεταφυσική» ενοχή όλων των πολιτών που αναγνώριζαν τον εγκληματικό χαρακτήρα του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά το αποδέχονταν αδιαμαρτύρητα.
Αντίθετα ο Νόλτε μιλά για «ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο και τοποθετεί τη Γερμανία συνολικά στην πλευρά των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο απειλούνταν πρώτα από την μποσλεβίκικη εξέγερση που καθοδηγούνταν από τη Μόσχα και μετά από έναν πόλεμο εξόντωσης που εξαπέλυσαν οι σοβιετικές και οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο διώκτης μεταμορφώνεται σε θύμα: ο αναθεωρητισμός του Νόλτε βασίζεται σ’ αυτή την αντιστροφή της ιστορικής οπτικής» (Εντσο Τραβέρσο, Ο νέος αντικομμουνισμός: ξαναδιαβάζοντας τον 20ο αιώνα, στο συλλογικό έργο Ιστορία και επανάσταση, εκδόσεις angelus novus ).
Ακροπατώντας σε αυτές τις ακραίες απόψεις οι επίσημοι εκφραστές και διαμορφωτές της πολιτικής στη σύγχρονη Ευρώπη ανασκευάζουν, αποσιωπούν, απαγορεύουν και διαμορφώνουν ένα παρελθόν που να χωράει στο αντιδραστικό παρόν τους.
«Η Γερμανία, σημειώνει ο Εντσο Τραβέρσο (στο βιβλίο του Η ιστορία ως πεδίο μάχης, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), έχει καταναλώσει πολλή ενέργεια για να οικειοποιηθεί τη μνήμη του ναζισμού και της Σοά – και άλλη τόση για να εξαλείψει τη μνήμη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (και, μαζί, του αντιφασισμού)… Στην Ιταλία η μνήμη του Ολοκαυτώματος ήρθε στο προσκήνιο την ίδια στιγμή που μια γενική αναθεώρηση της εθνικής ιστορίας χρέωνε στην Αντίσταση το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το «θάνατο της πατρίδας», ενώ μετέτρεπε τα παιδιά του Σαλό (της φασιστικής κυβέρνησης που δημιουργήθηκε από τον Μουσολίνι και τους Γερμανούς στην Ιταλία το Σεπτέμβριο του 1943, μετά την απόβαση των Αμερικάνων) υπερασπιστές της ενότητας του έθνους».
Την ίδια ώρα οι σοβαροί άνθρωποι προσπαθούν να αμυνθούν.
Ο Τζον Μιρσχάιμερ, ένας από τους πιο έγκυρους μελετητές της πολιτικής ιστορίας των ΗΠΑ, αναλύοντας την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων διαχρονικά (στο βιβλίο του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, εκδόσεις Ποιότητα), σημειώνει τη μεγάλη σημασία τη νίκης της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στο γερμανικό ναζισμό, η οποία επετεύχθη με μόνες τις δυνάμεις της. Αναφέρει μάλιστα με έμφαση πως ο Τσώρτσιλ δεν ήθελε να εισβάλουν οι Σύμμαχοι στη Γαλλία ακόμη και το καλοκαίρι του 1944 προτιμώντας να αφήσει τον Κόκκινο Στρατό να συντρίψει μόνος του τις κύριες δυνάμεις της Βέρμαχτ μεγιστοποιώντας τις ανθρώπινες και υλικές απώλειές του (οι αριθμοί που παραθέτει είναι γνωστοί και χαρακτηριστικοί: 24 εκατομμύρια σοβιετικοί, πολίτες και στρατιώτες νεκροί, το Ηνωμένο βασίλειο και οι ΗΠΑ είχαν απώλεια 650.000 θανάτους).
Επί πλέον ο Μιρσχάϊμερ, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει φιλοκομμουνιστή, γράφει πως η παράδοση της Ιαπωνίας τον Αύγουστο του 1945, δεν ήταν αποτέλεσμα των βομβαρδισμών των νησιών της από τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, που σήμαιναν απώλειες 750.000 αμάχων, αλλά, σε συνδυασμό (και με αυτή τη σειρά), της εισόδου στο πόλεμο κατά της Ιαπωνίας των Σοβιετικών, που έγινε στις 8 Αυγούστου και σάρωσε τη γιαπωνέζικη στρατιά του Κουατούνγκ στη Ματζουρία και της απειλής απόβασης των αμερικανικών δυνάμεων
Όσο κι αν η ιστορία διαβάζεται πάντα με τα μάτια του παρόντος και τις προσδοκίες που γεννά, δεν μπορεί επ’ ουδενί τα γεγονότα να ξαναγραφτούν υπό το πρίσμα των αναθεωρητικών φακών και των σκοπιμοτήτων, των νικητών.
Η υπεράσπισή της είναι υπογραφή και υπόσχεση μέλλοντος και όχι στροφή στο παρελθόν.