Το φαινόμενο της «οπαδικής βίας» δεν είναι ούτε κάτι καινούργιο, ούτε κάτι που αναδύθηκε με την «εμπορευματοποίηση» του αθλήματος. Πριν την θεσμοθέτηση επίσημων κανόνων κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα το ποδόσφαιρο, τα παιχνίδια με την μπάλα ακριβέστερα, ήταν αρκετά βίαια και συνοδεύονταν από συγκρούσεις που άφηναν πίσω τους πολλούς τραυματίες, σε βαθμό που συχνά απαγορεύονταν από τις αρχές. Αλλά και αργότερα όταν το άθλημα ήταν ακόμα ερασιτεχνικό έπεφτε ξύλο μεταξύ των θεατών και των ποδοσφαιριστών, ξύλο πέφτει και έπεφτε στις σχολικές αυλές και στις αλάνες, στα πρωταθλήματα παίδων μεταξύ των γονιών κοκ. Αλλά και στις λεγόμενες «σοσιαλιστικές χώρες» (όπου το ποδόσφαιρο μπορεί να μην ήταν ερασιτεχνικό ήταν όμως πολύ λιγότερο εμπορευματοποιημένο) το φαινόμενο της οπαδικής βίας μόνο περιθωριακό δεν ήταν.
«Αγνός ερασιτεχνισμός» λοιπόν δεν υπάρχει και το φαινόμενο της «βίας» αφορά τόσο την κορυφή όσο και τη «βάση». Όσο πιο δημοφιλής φυσικά είναι μια ομάδα τόσο ευκολότερη είναι και η ανάδυση οργανωμένων οπαδικών ομαδοποιήσεων, που συσπειρώνουν ανθρώπους με λιγότερο ή περισσότερο «αγνά» κίνητρα. Ο έλεγχος αυτών των συλλογικοτήτων χαρίζει δύναμη σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά προσφέρει και τη δυνατότητα για «μεροκάματα» διαφόρων ειδών, λιγότερο ή περισσότερο νόμιμα, όχι μόνο για το «μεγάλο αφεντικό» σε πολλά «απλά μέλη», προσδένοντας τα ακόμα περισσότερο στο σύνδεσμο και την ομάδα (και τις πρακτικές τους).
Ταυτόχρονα πολλοί σύνδεσμοι λειτουργούν και ως εκκολαπτήρια φασιστικών ταγμάτων, κάτι που ευνοείται και από την καλλιέργεια συγκεκριμένων προτύπων «ανδρισμού» στις κερκίδες (που φυσικά δεν γεννιούνται στις κερκίδες αλλά στην κοινωνία). Όσο όμως πολιτικοποιημένη και να είναι μια κερκίδα κύρια αποστολή του οπαδού ήταν και παραμένει είναι η συμβολή στην υπόθεση της «νίκης» της ομάδας του, της επικράτησης επί του «αντιπάλου», συνήθως με οποιονδήποτε τρόπο και κόστος. Και όσο επικίνδυνος και αν είναι ο συνδυασμός νεοναζισμού και οπαδισμού δεν είναι ο μόνος που ευθύνεται για τα επικήδεια και τα μαχαιρώματα. Το ξύλο για το ξύλο, την επιβεβαίωση του ανδρισμού και της σωματικής υπεροχής δεν προϋποθέτει μια ακροδεξιά ιδεολογία για να ασκηθεί.
Η αντιμετώπιση της οπαδικής βίας φυσικά δεν ξεκινά από την στιγμή που ένας οπαδικός στρατός αποφασίζει να βγει στην εθνική ή να περάσει κάποια σύνορα. Ούτε χρειάζεται η εκάστοτε αστυνομία να περιμένει υπουργική εντολή για να τον σταματήσει, όπως δεν την χρειάζεται και για να συλλάβει έναν διαρρήκτη ή έναν δολοφόνο. Φυσικά είναι πολύ πιο εύκολο και ακίνδυνο να διαλύσεις μια πορεία φοιτητών, να τα βάλεις με τις βάρκες των προσφύγων ή να πετάξεις μια οικογένεια έξω από το σπίτι της από το να τα βάλεις με οργανωμένους μαχαιροβγάλτες.
Ειδικά όταν ο απλός αστυνομικός γνωρίζει ότι δεν έχει πίσω του μια οργανωμένη πολιτεία αποφασισμένη να αντιμετωπίσει πραγματικά το φαινόμενο δεν θα βάλει το κορμί του μπροστά σε μαχαιροβγάλτες, όπως δεν θα το βάλει και μπροστά σε νονούς της νύχτας. Θα αφήσει όλους αυτούς να λύσουν μόνοι τους τις διαφορές τους σε προσυμφωνημένα (ή και όχι) ραντεβού και απλά θα πάει να καθαρίσει τα αίματα και να μαζέψει τα στοιχεία. Σε κάποιες περιπτώσεις το πράγμα βέβαια «ξεφεύγει» και η σύγκρουση αφήνει πίσω της νεκρούς, όσο όμως δεν προέρχονται από τις τάξεις της ίδιας της αστυνομίας δεν υπάρχει λόγος αλλαγής αυτής της στρατηγικής.
Απέναντι στο φαινόμενο της οπαδικής βίας η αριστερά συχνά προτάσσει ένα πουριτανικό και ηθικολογικό οπλοστάσιο περί της «καταδικαστέας βίας» του «κακού ποδοσφαίρου», στοχοποιώντας τις ευθύνες της «εμπορευματοποίησης», των κακών προέδρων που θέλουν οπαδικούς στρατούς κλπ. Αν και όλα αυτά έχουν κάποιες δόσεις αλήθειας είναι επίσης γεγονός ότι η «βία» (ένας στην πραγματικότητα πολύ δύσκολα προσδιορίσιμος όρος) είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας, όχι μόνο των καθαρά ταξικών κοινωνιών.
Ειδικά σε μια περίοδο κρίσης, αδιεξόδων και φτωχοποίησης μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων περιστατικά μαζικής άσκησης βίας (είτε οπαδικής είτε άλλης μορφής) θα είναι κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας. Και αν σε κάτι μπορούμε να συμβάλουμε στον περιορισμό της αυτό είναι η προσπάθεια επανασύστασης τέτοιων συλλογικών κοινωνικών πρακτικών (όχι απαραίτητα «αριστερών» με την στενή έννοια) που για ένα κομμάτι της νεολαίας θα αποτελούν θελκτική εναλλακτική στην συλλογικότητα και την ασφάλεια που μοιάζει να προσφέρει η ένταξη σε έναν οπαδικό στρατό ή μια συμμορία.