Ας ακολουθήσουμε μια χαμηλή πτήση. Ανάμεσα στα ανθρώπινα αισθήματα και τους πραγματικούς ανθρώπους. Που πολεμάνε, υποκύπτουν, πονάνε, αδικούν και αδικούνται.
Ο ύπαρχος που σπρώχνει τον Αντώνη από τον καταπέλτη, είναι καθημερινός δικός μας άνθρωπος. Τον ορίζουν τα στερεότυπα της καθημερινής ζωής μας. Μπορεί να είναι λίγο πιο αψύς. Έχει αισθήματα και φίλους. Νοιώθει σίγουρος και άρα έτοιμος να αντιμετωπίσει κάποιον εισβολέα, κάποιον παραβατικό, κάποιον «μη κανονικό». Δε μασάει. Εν ανάγκη γίνεται θύτης. Και έγινε.
Αυτός, δεν το ξέρει αλλά μάλλον δεν τον απασχολούσε, έγινε ο εκφραστής της καθημερινής, υπόγειας βίας που βουλιάζει τις ζωές μας σε έναν απροσδιόριστο φόβο.
Είναι το παιδί που δεν μπορούσε να κάνει άλλη δουλειά, είτε από ανικανότητα, είτε από οκνηρία, είτε από επιλογή, κι έγινε βασανιστής στη χούντα ή ματατζής (και λοιπές κατασταλτικές δυνάμεις μέχρι σήμερα) και σπέρνει τη βία και το φόβο από μια θέση εξουσιαστικής ηδονής.
Έγινε κάποιος.
Εκεί, πάνω στον καταπέλτη ή στη διμοιρία πάνοπλος απέναντι σε διαδηλωτές…
Έγινε ιδιοκτήτης ακινήτου στην Καρδίτσα κι έρχεται ο ρημαγμένος από την πλημμύρα άνθρωπος και του ζητάει να νοικιάσει ένα δωμάτιο, να βγάλει το χειμώνα – το δικό του σπίτι στο χωριό είναι μέσα στα νερά, όπως κι όλο το χωριό – κι εκείνος (ο ιδιοκτήτης) του λέει πως ένα δωμάτιο κοστίζει 300 ευρώ για τον άντρα, κι αν θέλει και τη γυναίκα του μαζί άντε καλύτερη τιμή συν 200, δηλαδή 500 ευρώ το μήνα ενοίκιο για ένα δωμάτιο στην Καρδίτσα!..
Έγινε πλιατσικολόγος και μπαίνει στα πλημμυρισμένα σπίτια αρπάζοντας (εκείνο που οι άλλοι κάνουν νόμιμα).
Έγινε παραγωγός κι έγινε και έμπορος ντομάτας και κηπευτικών, κι επειδή πλημμύρισε ο κάμπος της Θεσσαλίας και υπάρχει έλλειψη κι ανέβηκε και το κόστος μεταφοράς πουλάει 70-75% πάνω – κι ας έρχεται από την Πελοπόννησο αυτός – γιατί έτσι λειτουργεί η αγορά.
Κι έγινε και τι δεν έγινε! Ιδιοκτήτης μπαρ σε παραλία, άντρας που δεν ανέχεται τη γυναίκα να θέλει να τον χωρίσει – γιατί έγινε μπάτσος αν όχι για μια επιβολή; – προϊστάμενος σε υπουργείο και κανονίζει ζωές, στέλεχος σε τράπεζα και εκποιεί σπίτια…
Μια αλυσίδα θυτών και θυμάτων σε εναλλαγή. Που αναπαράγει και πολλαπλασιάζει την αλυσίδα της εξουσίας. Χωρίς αυτόν τον αναπολλαπλασιασμό η εξουσιαστική επιβολή θα έμενε κενό γράμμα.
Κι ανάμεσα σε θύτες και θύματα κείτονται παρατηρητές, άπειροι όσο κι ο κόσμος. Παρακολουθούν ασφαλείς, υποθέτουν, όλα εκείνα τα συμβαίνοντα έξω. Ξέχασαν γρήγορα πως η κρίση τους βρήκε εκεί που ασφάλιζαν τις πόρτες και τα παράθυρα. Και ξέχασαν πως το νερό του Πηνειού περνάει από τις χαραμάδες.
Στο θεατρικό έργο «Τέφρα και Σκιά» του Χάρολντ Πίντερ, ένα ζευγάρι εύπορων αστών στο ατσαλάκωτο σπίτι τους εθελοτυφλεί απέναντι στη βία, αρνείται την ύπαρξή της, διασφαλίζοντας εν τέλει, μέσω μιας διαρκούς άρνησης, τη συνέχειά της, λέει ο Δημ. Καρατζάς, σχολιάζοντας (συνέντευξη στη Lifo) πως αυτό έχει εμπνεύσει τη συγγραφή του δικού του έργου, «Το σπίτι», που θα ανέβει τις επόμενες ημέρες.
«Ενώ καίγεται η χώρα, λέει, αφού δεν βλέπουμε τη φλόγα, συνεχίζουμε την οποιαδήποτε συζήτησή μας κανονικά…
Εθιζόμαστε στην αποστέρηση της ελευθερίας με κανόνες φαινομενικά ασήμαντους. Σήμερα θα απαγορευτεί το pride σε ένα μέρος, αύριο θα κάνει μια τηλεπερσόνα exit poll για τη δολοφονία του Zακ Kωστόπουλου και θα ψηφίσουν οι τηλεθεατές κι εμείς θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τέτοια πράγματα μέχρι την οριστική μας κατάρρευση, την άλωση, γιατί είμαστε εκτεθειμένοι μπροστά σε κάθε οθόνη, χωρίς προστατευτικό πλέγμα, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας που χτίζουν οι ιδέες, η πίστη μας σε κάτι που δεν είναι μόνο management και ταξινομήσεις συστημάτων».
Αλλά η γνώση και η πρόβλεψη δεν είναι επιφοίτηση. Είναι συνείδηση με κοινωνικά και ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Το ερώτημα είναι: αν ένοιωθα μεγαλύτερο σεβασμό για τον άλλο, τον μικρό, τον ασήμαντο, τον κάθε άλλον – κι όχι μονάχα για εκείνον που κατεβαίνει από την αμαξάρα -, αν ένοιωθα πιο ευαίσθητος με τους ανθρώπους το μυαλό μου θα συμβούλευε το χέρι μου να μη σπρώξει….
Το ερώτημα είναι αν η κοινωνική συνείδηση και αλληλεγγύη κυριαρχεί απέναντι στην υποταγή και τον ατομισμό, αν μπορούν να πολλαπλασιάζονται εκείνοι που τρέχουν ήδη στον κάμπο και προσφέρουν νερά, τρόφιμα, την ύπαρξή τους στα ρημαγμένα χωριά. Που εξακολουθούν να διεκδικούν στις διαδηλώσεις. Που δεν μοιρολατρούν, μπρος σε 41% που τους εξουθενώνει.
Ο ύπαρχος που έριξε τον Αντώνη στη θάλασσα δηλώνει συντετριμμένος. Προφανώς και είναι. Κι η δική του ζωή ρημάχτηκε. Αν μπορούσε να ξέρει; Αν είχε προβλέψει; Έπρεπε να φτάσει εκεί για να καταλάβει; Αργά πια!..
Ίσως ο συνειρμός να μην είναι πλέον υπερβολικός, καθώς τα μηνύματα ενός φασισμού νεότερης κοπής και καθημερινής έντασης είναι περισσότερο από ορατά, αλλά γυρίζει στο μυαλό μου εκείνο που διάβασα πριν μερικά χρόνια στο βιβλίο του Ζαν Αμερύ (Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, εκδ. Άγρα) : «Θυμάμαι καλά πως όταν δεν έσκαβα αρκετά γρήγορα, ο Βάις, ο Φλαμανδός λακές των Ες Ες, εμψυχωμένος από τους Γερμανούς αφέντες του, με χτυπούσε με το στειλιάρι του φτυαριού στο κεφάλι, νιώθοντας το εργαλείο σαν προέκταση του χεριού του και τον ξυλοδαρμό σαν κυματαγωγή της ψυχοσωματικής του δυναμικής… Οι μνησικακίες μου αξιώνουν από τον εγκληματία να συνειδητοποιήσει την ηθική αλήθεια του εγκλήματος και να βρεθεί αντιμέτωπος με την αλήθεια της κτηνωδίας του… Ο Βάις, ο συνεργάτης των Ες Ες από την Αμβέρσα, κατ’ επανάληψη δολοφόνος και επιτήδειος βασανιστής, έμελλε να πληρώσει με τη ζωή του… Ο Βάις, ο Φλαμανδός συνεργάτης των Ες Ες συνειδητοποίησε την ηθική αλήθεια των εγκλημάτων του όταν στάθηκε ο ίδιος απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μου – κι εγώ δεν ήμουν πια μόνος με το στειλιάρι του φτυαριού. Θέλω να πιστεύω ότι τη στιγμή της εκτέλεσης του ποθούσε, όσο ακριβώς και εγώ, να γυρίσει πίσω το χρόνο, να μην αφήσει να συμβούν όσα είχαν συμβεί.»
Ο Βάις ο Φλαμανδός συνεργάτης των Ες Ες δεν βρίσκεται 80 χρόνια πριν, επιστρέφει κάθε μέρα, ψωνίζει μαζί μας και νοιώθει ασφαλής, υπερηφανεύεται για τη δουλειά που κάνει γιατί επιβιώνει, σε καιρούς δύσκολους. Δεν βλέπει την ανάλωσή του παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.
Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι να φτάσουμε στη θλίψη της κατάληξης. Αλλά να μάθουμε από πριν. Και να μη γεννήσουμε Βάις!