28.7 C
Athens
Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Θηριώδης επέκταση του εργοστασίου της Αλουμίνας στην Αντίκυρα

 

«Φερετζές» η παραγωγή γαλλίου

Κριτική αξιολόγηση της ΜΠΕ της METLEN, για την τροποποίηση της υφιστάμενης ΑΕΠΟ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Με το κείμενο αυτό, πολίτες του νομού Βοιωτίας, μέλη περιβαλλοντικών και άλλων συλλογικοτήτων, καταθέτουμε τις παρατηρήσεις μας, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της «METLEN Energy & Metals» (πρώην ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ Α.Ε.), η οποία αφορά «την αξιολόγηση των επιπτώσεων από την κατασκευή και λειτουργία έργων και τροποποιήσεων στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΑτΕ)», όπως τιτλοφορείται.

Η ΜΠΕ ομαδοποιεί τα εξεταζόμενα έργα σε τέσσερις κατηγορίες:

Α. Αύξηση της δυναμικότητας παραγωγής αλουμίνας στους 1.280.000 t/έτος.

  1. Αναθεωρήσεις στην εγκεκριμένη ΜΠΕ (ΑΕΠΟ 89779/2020), λόγω αλλαγών που δεν συνδέονται με επενδύσεις.

Γ. Αποθήκευση diesel και μαζούτ, αποκλειστικά για χρήση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Δ. Νέα επέκταση ερευνητικού τμήματος ΑτΕ με την εγκατάσταση μονάδας παραγωγής γαλλίου (Ga).

Στη ΜΠΕ γίνεται απολύτως σαφές ότι πρόκειται για επένδυση, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο επιχειρηματικό σχέδιο της METLEN (LEADER PHASE 1), το οποίο ικανοποιεί τα κριτήρια χαρακτηρισμού της επένδυσης ως «Στρατηγική κατηγορίας 1», ώστε να μπορεί να χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους[1]. Ως προς αυτό το ζήτημα, η METLEN ανακοίνωσε[2] ότι η Επιτροπή Μεταλλουργίας σε κοινή συνεδρίαση με την Επιτροπή Κατανομής Πόρων για Κεφαλαιουχικές Επενδύσεις (Capital Allocation Committee) της ΕΕ, έλαβαν, στις 16 Ιανουαρίου 2025, την τελική επενδυτική απόφαση (Final Investment Decision) για την υλοποίηση νέας μεγάλης επένδυσης για την παραγωγή βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου. Το ύψος της επένδυσης ανέρχεται σε 295,5 εκ. €. Το κόστος περιλαμβάνει και την ανάπτυξη έρευνας και νέων κοιτασμάτων εξόρυξης βωξίτη.

Α.1 Θηριώδης επέκταση του εργοστασίου της ΑτΕ

Η επικοινωνιακή πολιτική της METLEN, εστιάζει -για ευνόητους λόγους- στην παραγωγή γαλλίου, την οποία επιχειρεί να παρουσιάσει ως επιλογή ύψιστης εθνικής και ευρωπαϊκής σημασίας, που θα απεξαρτήσει την ΕΕ από τρίτες χώρες κ.λπ.. Στην πραγματικότητα το κίνητρο είναι πολύ πιο ταπεινό και σχετίζεται με την επιδίωξη της περαιτέρω εκτόξευσης της κερδοφορίας της εταιρείας, στο βωμό της οποίας η συγκεκριμένη περιοχή έχει μετατραπεί σε έναν από τους πιο συμπαγείς και επιβαρυμένους βιομηχανικούς πόλους της χώρας, με μεταλλουργική και ενεργειακή δραστηριότητα και με φημολογούμενη πρόθεση κατασκευής μονάδας καύσης απορριμμάτων.

Τον παραπάνω ισχυρισμό επιβεβαιώνει η ίδια η ΜΠΕ, τόσο στο τεχνικό της μέρος (περιγραφή δραστηριοτήτων), όσο και στο μέρος της που προσπαθεί να τεκμηριώσει τη σκοπιμότητα της επέκτασης. Αυτό που συνάγεται είναι ότι, αφενός η παραγωγή γαλλίου (50 t/y) δε φαίνεται να κατέχει κεντρική θέση στις προωθούμενες αλλαγές και, αφετέρου, βασικό αντικείμενο της δραστηριότητας είναι η μεγέθυνση της επεξεργασίας βωξίτη, για παραγωγή αλουμίνας και αλουμινίου. Σύμφωνα με τη ΜΠΕ, η παραγωγή αλουμίνας εκτοξεύεται από 900.000, σε 1.280.000 t/έτος, ενώ η παραγωγή αλουμινίου φέρεται να παραμένει ίδια (222.000 t/έτος).

Σκόπιμα, υποθέτουμε, η ΜΠΕ, στην τεχνική περιγραφή του έργου, αποφεύγει να αναφερθεί στην αύξηση των ποσοτήτων του εισερχόμενου βωξίτη. Ωστόσο, σε συγκεκριμένο σημείο της ΜΠΕ (κεφάλαιο 3.3.1, σελίδα 88), όπου γίνεται αναφορά στις προβλεπόμενες ποσότητες των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιούνται, με ενσωματωμένα τα προτεινόμενα έργα, υπάρχει η πρόβλεψη για εισαγόμενες ποσότητες βωξίτη της τάξης των 3.148.000 t/έτος, όταν στην ισχύουσα ΑΕΠΟ αναφέρεται ότι εισέρχονται 2.040.000 t/y βωξίτη.

Το τι σημαίνει αυτή η τεράστια επέκταση του εργοστασίου της ΑτΕ, το δείχνουν και οι μεγάλες αλλαγές που θα επέλθουν στις βασικές υποδομές. Αναφέρουμε, χαρακτηριστικά, τις πιο κραυγαλέες από αυτές:

  • Εμβάθυνση και πολύ μεγάλη επέκταση του λιμανιού (από 405 μέτρα μήκος σε 615 και από 11 μέτρα βάθος σε 16). Θα μπορεί να γίνεται ελλιμενισμός πλοίων χωρητικότητας 64.500 ΜΤ, από 45.000 ΜΤ που μπορούν σήμερα.
  • Επέκταση του χώρου αποθέσεων αφυδατωμένων καταλοίπων (κόκκινης λάσπης), από 410 σε 512 στρέμματα.
  • Διευθέτηση, δηλαδή αλλαγή πορείας, του ρέματος Καλογερικού, λόγω της επέκτασης των αποθέσεων και της εγκατάστασης παραγωγής γαλλίου, σε μήκος 1.220 μέτρων. Αυτό είναι πολύ σοβαρό. Επισημαίνουμε τον κίνδυνο δημιουργίας πλημμυρικών φαινομένων, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
  • Αναδιάταξη χώρων αποθήκευσης βωξίτη, κατασκευή νέας μεταφορικής ταινίας μεγάλου μήκους.
  • Επαναλειτουργία λατομικού χώρου.
  • Πάρα πολλά έργα οδοποιίας, μετατροπή της πρόσβασης στον Ταρσό, λόγω των αποθέσεων.

Α.2 Βασική μεθοδολογική αδυναμία

Προτού περάσουμε σε πιο συγκεκριμένες παρατηρήσεις επί της ΜΠΕ, θα θέλαμε να επισημάνουμε μια βασική μεθοδολογική αδυναμία. Αποφάσεις για τόσο κρίσιμα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν μπορεί να λαμβάνονται μόνο βάσει παρουσιάσεων της εταιρείας και των μελετητών της, χωρίς την ενεργό συνδρομή ανεξάρτητων τεχνικών συμβούλων ή πανεπιστημιακών φορέων. Η νομοθεσία (ν. 4014/2011 και σχετικές υπουργικές αποφάσεις) ορίζει ότι η ΜΠΕ συντάσσεται από το φορέα του έργου, χωρίς αυτό να αποτελεί παρατυπία, ενώ ο Δήμος έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να γνωμοδοτήσει. Αν γνωμοδοτεί χωρίς δική του ανεξάρτητη τεχνική στήριξη, η γνωμοδότησή του στερείται βάρους και ουσίας, κάτι που θεμελιώνεται και νομικά, αφού το άρθρο 24 του Συντάγματος προστατεύει το περιβάλλον και επιβάλλει στη Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις για έργα με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις πρέπει να λαμβάνονται με επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση. Επίσης, σύμφωνα με τους ν. 1650/1986 και ν. 4014/2011, οι οποίοι αποτελούν τη βάση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, προβλέπεται ότι οι ΜΠΕ πρέπει να αξιολογούνται με επιστημονικά κριτήρια και ότι οι αρμόδιοι φορείς οφείλουν να διασφαλίζουν την επάρκεια και ακρίβεια των στοιχείων.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη σύμβαση του Aarhus (ν. 3422/2005), κατοχυρώνεται το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, συμμετοχή και πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Αν οι δήμοι δεν έχουν ανεξάρτητη τεχνική στήριξη, το δικαίωμα συμμετοχής γίνεται τυπικό και όχι ουσιαστικό. Τέλος, βάσει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ (EIA Directive), όπως τροποποιήθηκε με την 2014/52/ΕΕ, απαιτείται ολοκληρωμένη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με βάση «αντικειμενικά και επιστημονικά δεδομένα» και όχι αποκλειστικά στοιχεία που παρέχει ο φορέας του έργου.

Στην πράξη, η τοπική αυτοδιοίκηση καλείται να γνωμοδοτήσει σε θέματα που ξεπερνούν τις τεχνικές της δυνατότητες. Χωρίς ανεξάρτητη επιστημονική υποστήριξη, οι αποφάσεις μπορεί να είναι πολιτικά ευάλωτες σε πιέσεις εταιρειών.  Στην πολιτική επιστήμη αναγνωρίζεται ο κίνδυνος της «γνωστικής αιχμαλωσίας» (regulatory capture), όταν οι αρμόδιοι φορείς εξαρτώνται αποκλειστικά από την τεχνική πληροφόρηση που παρέχει ο φορέας του έργου (Stigler, 1971). Αυτό επομένως  υπονομεύει τη διαφάνεια και τη νομιμοποίηση των αποφάσεων. Η έλλειψη δε ανεξάρτητων συμβούλων υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία, κάτι που αποτελεί βασικό πολιτικό ζήτημα δημοκρατίας και κοινωνικής συνοχής (Dryzek, 2000). Η απουσία ανεξάρτητης επιστημονικής υποστήριξης στους δήμους είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε παράκαμψη της ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού (Aarhus), έλλειμμα επιστημονικής τεκμηρίωσης (EIA Directive) και έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Β. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΠΕ

Β.1 Παραγωγική δραστηριότητα και απουσία ισοζυγίου εισερχομένων – εξερχομένων

Στη ΜΠΕ αναφέρεται αύξηση της παραγωγής αλουμίνας από 900.000 t/έτος σε 1.280.000 t/έτος, με την παραγωγή αλουμινίου να παραμένει σταθερή, στους 222.000 t/έτος, χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο ανατρέπεται η ισχύουσα αναλογία μεταξύ παραγόμενης αλουμίνας και αλουμινίου. Παράλληλα, αλλάζει ριζικά η ποσότητα του βωξίτη που θα υπόκειται σε επεξεργασία: από τους 2.040.000 t/έτος, σύμφωνα με την ισχύουσα ΑΕΠΟ, στους 3.148.000 t/έτος, με την υλοποίηση των νέων έργων (ΜΠΕ, κεφ. 3.3.1, σελ. 88). Η αύξηση αυτή μεταφράζεται σε παραγωγή σαφώς μεγαλύτερων ποσοτήτων αποβλήτων, για τις οποίες η ΜΠΕ δεν παρουσιάζει πλήρες, συγκεντρωτικό ισοζύγιο εισροών πρώτων υλών – εκροών προϊόντων και αποβλήτων, όλων των ειδών. Δηλαδή, δεν υπάρχει ενιαίος πίνακας που να συνδέει ποσοτικά την υπέρογκη αύξηση των εισροών πρώτων υλών με:

  • τα παραγόμενα προϊόντα και παραπροϊόντα
  • την παραγόμενη ερυθρά ιλύ και τα λοιπά αφυδατωμένα κατάλοιπα
  • τις ροές υγρών αποβλήτων (διήθημα, βιομηχανικά λύματα) και
  • τις αέριες εκπομπές

Και όχι μόνο αυτό: θα έπρεπε να υπάρχει μια τεκμηριωμένη αναφορά σε μεθόδους επεξεργασίας και στα αποτελέσματά τους (ποσοτικά και ποιοτικά). Αντί γι’ αυτό υπάρχει μια απλή, ελλιπής και αυθαίρετη παράθεση ποσοτήτων (πριν και μετά). Η παράλειψη αυτή καθίσταται ακόμη πιο σοβαρή, όταν έχουμε να κάνουμε με μια τόσο ριζική αλλαγή δεδομένων στην εγκατάσταση, όπως η κατά 50% αύξηση του προς επεξεργασία βωξίτη ή η κατά 34% αύξηση της παραγόμενης αλουμίνας.

Η έλλειψη αυτού του ισοζυγίου δεν επιτρέπει να αξιολογηθούν οι πραγματικές σωρευτικές επιπτώσεις της αύξησης της παραγωγής. Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (BAT conclusions for Non-Ferrous Metals, EC, 2016) προβλέπουν ότι το μαζικό ισοζύγιο είναι βασικό εργαλείο για την εκτίμηση ροών υλικών, αποβλήτων και εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών στις αβεβαιότητες και σε μελέτη ευαισθησίας, ώστε να μπορούν να αναθεωρηθούν οι προβλέψεις για τις ποσότητες αποβλήτων και εκπομπών, ειδικά για τις μη σιδηρούχες μεταλλουργίες.

Β.2 Η μονάδα παραγωγής γαλλίου

Η μονάδα παραγωγής γαλλίου, η οποία -υποτίθεται- ότι είναι η προμετωπίδα των νέων έργων, παρουσιάζεται στη ΜΠΕ ως επέκταση του ερευνητικού τμήματος της ΑτΕ. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά για το αν πρόκειται για πραγματική παραγωγική δραστηριότητα ή για κάποιο πιλοτικό πρόγραμμα με απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα εφαρμογής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η «έξωθεν καλή μαρτυρία». Πάντως, στην τεχνική περιγραφή γίνεται λόγος για ερευνητική περίοδο, πριν τη θέση σε εμπορική λειτουργία, με δυναμικότητα παραγωγής έως και 50 t/έτος. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί βασικό λόγο απόρριψης της ΜΠΕ η πρωτοφανής παράλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο είδος και τις ποσότητες των αποβλήτων, τα οποία θα «συνεισφέρει» η συγκεκριμένη μονάδα. Η συγκεκριμένη, λακωνική και κυνική αναφορά της ΜΠΕ είναι: «Προς καθορισμό» σε είδος και ποσότητα παραμένουν τα απόβλητα από την εγκατάσταση παραγωγής γαλλίου.

Η έγκριση περιβαλλοντικής μελέτης χωρίς προσδιορισμό είδους, ποσότητας και τοξικότητας των αποβλήτων δε συνάδει με την Οδηγία 2014/52/ΕΕ, η οποία ορίζει ότι πρέπει να αξιολογούνται πλήρως οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον πριν από την αδειοδότηση (European Commission, 2014). Αν η μονάδα παρουσιάζεται ως «ερευνητική/πιλοτική» με στόχο την παραγωγή έως 50 t/έτος γαλλίου, τότε η ΜΠΕ όφειλε να περιγράψει τις νέες ροές αποβλήτων (είδος, ποσότητες, επικινδυνότητα, διαχείριση), πριν την έγκρισή της. Αυτό προκύπτει από τις κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ για την ΕΙΑ (το EIA Report πρέπει να περιέχει πληροφορίες για απόβλητα, πόρους, εκπομπές). Η «δημιουργική ασάφεια», του τύπου «θα εξειδικευθούν αργότερα», δεν επαρκεί για έγκριση, ειδικά όταν εισάγονται οργανικοί διαλύτες/ρητίνες και όξινα/αλκαλικά ρεύματα από τα στάδια ανάκτησης γαλλίου.

Β.3 Παραλείψεις της ΜΠΕ και υποβάθμιση υπαρχουσών περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Η ΜΠΕ προσεγγίζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αποσπασματικά, χωρίς να εξετάζει τη σωρευτική λειτουργία των έργων. Η αύξηση της παραγωγής αλουμίνας, η εγκατάσταση μονάδας γαλλίου, η σημαντική λιμενική επέκταση, η διαχείριση καταλοίπων και οι θαλάσσιες εκροές δεν αξιολογούνται στο σύνολό τους ως πολλαπλασιαστικές πιέσεις σε έναν ήδη ευαίσθητο αποδέκτη, όπως ο Κορινθιακός κόλπος.

Κραυγαλέα παράλειψη αποτελεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις άλλες δύο μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο, πέραν της μονάδας ΣΗΘ, παρότι αποτελούν οργανικό τμήμα της μεταλλουργικής – ενεργειακής εγκατάστασης της METLEN. Αντίστοιχα, επιχειρείται να υποβαθμιστούν υφιστάμενες πιέσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ΧΥΤΕΑ και ΧΔΑΑ, την κατάσταση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, την άντληση θαλάσσιου νερού ψύξης και τις απορρίψεις θερμού νερού στη θάλασσα και, την άντληση γλυκού και υφάλμυρου νερού από γεωτρήσεις.

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι σαφής: η Οδηγία 2014/52/ΕΕ και η Οδηγία-Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ) απαιτούν εκτίμηση σωρευτικών και συνεργιστικών επιπτώσεων. Παρά ταύτα, η ΜΠΕ περιορίζεται σε προβλέψεις βελτίωσης από «νεότερες τεχνολογίες», χωρίς ποσοτική τεκμηρίωση ούτε αναφορά σε worst-case σενάρια (π.χ. αιχμιακές εκφορτίσεις, ακραία καιρικά φαινόμενα).

Το πρόγραμμα παρακολούθησης είναι επίσης ελλιπές: επικεντρώνεται, σχεδόν αποκλειστικά, στα όρια του εργοστασίου, χωρίς πρόβλεψη για μακροπρόθεσμη παρακολούθηση παρακείμενων οικοσυστημάτων (θάλασσα, υπόγεια νερά, έδαφος) και χωρίς χρήση βιοδεικτών σε ιζήματα και βιοκοινότητες. Αυτό δημιουργεί σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας και συνεπάγεται τον κίνδυνο υποεκτίμησης μακροπρόθεσμων επιπτώσεων, όπως έχει αναδείξει η διεθνής βιβλιογραφία (Duinker & Greig, 2012· Gibson et al., 2013).

Β.4 Περιβαλλοντική αξιολόγηση και παρακολούθηση

Το πρόγραμμα παρακολούθησης που προτείνει η ΜΠΕ εστιάζει, σχεδόν αποκλειστικά, εντός του γηπέδου του εργοστασίου, με μέτρηση φυσικοχημικών παραμέτρων (π.χ. pH, TSS). Δεν προβλέπεται συστηματική παρακολούθηση: του θαλάσσιου αποδέκτη (Κορινθιακός Κόλπος) με δείγματα νερού, των ιζημάτων και βιοδεικτών, των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων (κίνδυνος υφαλμύρωσης, ρύπανση από βαρέα μέταλλα), των ατμοσφαιρικών εκπομπών (σωματίδια, φθοριούχα, NOx, SO₂) με μακροχρόνια δειγματοληψία στην ευρύτερη περιοχή, της υγείας των κατοίκων και εργαζομένων με επιδημιολογικούς δείκτες (που δεν έχουν ποτέ μελετηθεί συστηματικά στην περιοχή).

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι χωρίς οικοτοξικολογική παρακολούθηση (σε επίπεδο ιζημάτων και βιοκοινοτήτων), οι πραγματικές επιπτώσεις υποεκτιμώνται και συχνά αποκαλύπτονται μόνο μετά από χρόνια (Duinker & Greig, 2006· Voulvoulis et al., 2017). Ο Κορινθιακός είναι ο τελικός αποδέκτης επεξεργασμένων υγρών. Η ΕΕ απαιτεί επίτευξη καλής χημικής/οικολογικής κατάστασης (WFD & EQS). Η απλή συμμόρφωση στην «πύλη εκροής» δεν επαρκεί, χρειάζεται τεκμηρίωση στον αποδέκτη (βιοδιαθεσιμότητα, βιοσυσσώρευση, τροφική αλυσίδα) (Directive 2008/105/EC; European Commission, 2000).

Β.5 Επιδημιολογικές και υγειονομικές επιπτώσεις

Παρά τη μακρόχρονη λειτουργία της εγκατάστασης στην Αντίκυρα, στη ΜΠΕ δεν περιλαμβάνεται καμία επιδημιολογική μελέτη για την κατάσταση της υγείας των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Αυτό αποτελεί σοβαρή έλλειψη, δεδομένου ότι οι εκπομπές αέριων ρύπων, τα στερεά κατάλοιπα (ερυθρά ιλύς) και οι θαλάσσιες εκροές μπορούν να συνδέονται με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

Η διεθνής βιβλιογραφία τεκμηριώνει ότι η παραγωγή αλουμίνας και αλουμινίου σχετίζεται με αυξημένες εκθέσεις σε σωματίδια, βαρέα μέταλλα και αλκαλικά απόβλητα, τα οποία έχουν επιπτώσεις στο αναπνευστικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα (IARC, 2012· ATSDR, 2008). Παράλληλα, η διαχείριση της ερυθράς ιλύος έχει αναγνωριστεί ως σημαντική περιβαλλοντική και υγειονομική πρόκληση, λόγω της περιεκτικότητας σε μέταλλα όπως αρσενικό, χρώμιο και βανάδιο (Ochsenkühn-Petropulu et al., 1996· Mayes et al., 2016).

Η έλλειψη τοπικής επιδημιολογικής έρευνας καθιστά αδύνατη την τεκμηριωμένη αξιολόγηση της ανθεκτικότητας ή ευαλωτότητας του πληθυσμού σε σωρευτικές πιέσεις (π.χ. ρύπανση αέρα, θάλασσας, θορύβου). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της Οδηγίας 2014/52/ΕΕ, που απαιτεί ενσωμάτωση στην περιβαλλοντική εκτίμηση των επιπτώσεων στη δημόσια υγεία και στη σωρευτική έκθεση.

Β.6 Υδρογεωλογικές και Natech επιπτώσεις

Η ΜΠΕ περιλαμβάνει τεχνικές περιγραφές για την επέκταση των χώρων απόθεσης καταλοίπων και τη διευθέτηση ρεμάτων (π.χ. Καλογερικό), χωρίς όμως να παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη υδρογεωλογική μελέτη της περιοχής. Αυτό δημιουργεί σοβαρά κενά στην εκτίμηση κινδύνων, καθώς η υδρογεωλογική δομή (υδροφορείς, ροές υπόγειων υδάτων, αλληλεπίδραση με θαλάσσια νερά) επηρεάζει άμεσα την πιθανότητα ρύπανσης, την εξάπλωση ρυπαντών και την επάρκεια υδατικών πόρων.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ζήτημα του διηθήματος από τα κατάλοιπα (ερυθρά ιλύς, αφυδατωμένα υπολείμματα). Αν και προβλέπονται συλλεκτήριες και στεγανωτικές διατάξεις, η διεθνής βιβλιογραφία έχει δείξει ότι η μακροπρόθεσμη διαρροή από τέτοιες εγκαταστάσεις μπορεί να οδηγήσει σε διάχυτη ρύπανση υπόγειων και παράκτιων υδάτων (Ruyters et al., 2011· Mayes et al., 2016).

Παράλληλα, η ΜΠΕ δεν εξετάζει επαρκώς τον κίνδυνο Natech (Natural Hazard Triggering Technological Disasters). Η περιοχή της Στερεάς Ελλάδας είναι σεισμικά ενεργή και εκτεθειμένη σε έντονες βροχοπτώσεις/πλημμυρικά επεισόδια, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση αναχωμάτων ή αστοχία δεξαμενών καταλοίπων, με πιθανές συνέπειες αντίστοιχες με γνωστά ατυχήματα (π.χ. Kolontár, Ουγγαρία 2010). Οι διεθνείς κατευθύνσεις (OECD, 2017· Krausmann et al., 2011) επιβάλλουν την ανάλυση τέτοιων κινδύνων στο στάδιο της ΜΠΕ.

Β.7 Σκοπιμότητα έργου και «κοινωνικά οφέλη»

Η ΜΠΕ παρουσιάζει την επένδυση ως στρατηγικής σημασίας («Στρατηγική κατηγορία 1») και εστιάζει κυρίως σε οικονομικά οφέλη, χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους και την ένταξη του βωξίτη, της αλουμίνας και του γαλλίου στη λίστα των κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ. Ωστόσο, η τεκμηρίωση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής σκοπιμότητας παραμένει ανεπαρκής. Καταρχάς, η αύξηση της παραγωγής αλουμίνας και η εισαγωγή νέας παραγωγικής γραμμής γαλλίου συνεπάγονται σημαντικά νέα περιβαλλοντικά φορτία (απόβλητα, εκπομπές, υδατικές εκροές). Η ΜΠΕ δεν παρουσιάζει σαφές ισοζύγιο κόστους – οφέλους που να συνυπολογίζει περιβαλλοντικές και υγειονομικές δαπάνες. Στην πραγματικότητα, οι πιθανές αρνητικές εξωτερικότητες (ρύπανση, απώλεια οικοσυστημικών υπηρεσιών, δημόσια υγεία) δεν αποτιμώνται οικονομικά.

Επιπλέον, το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής αντιμετωπίζεται μονοδιάστατα. Η απόφαση των Δήμων εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ενημέρωση που έλαβαν αποκλειστικά από στελέχη και μελετητές της εταιρείας, χωρίς ανεξάρτητη επιστημονική τεκμηρίωση από πανεπιστήμια ή τεχνικούς συμβούλους. Αυτό παραβιάζει τις αρχές της συμμετοχικής διακυβέρνησης και της περιβαλλοντικής δημοκρατίας που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση του Aarhus (1998), η οποία απαιτεί ουσιαστική πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση και στη λήψη αποφάσεων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι έργα μεγάλης κλίμακας που δεν ενσωματώνουν από την αρχή διαφανείς διαδικασίες διαβούλευσης, ανεξάρτητες μελέτες και μέτρα δίκαιης κατανομής κόστους – οφέλους, καταλήγουν να δημιουργούν κοινωνικές αντιδράσεις και ελλείμματα νομιμοποίησης (Fiorino, 2018).

Στο κεφ. 2.6 (ΟΦΕΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ), αναφέρεται, επί λέξει: «Τα νέα έργα που περιγράφονται στη παρούσα μελέτη, ουσιαστικά αποτελούν σημαντικές επενδύσεις επέκτασης και ενίσχυσης ενός από τους κρισιμότερους για την εθνική οικονομία υφιστάμενους βιομηχανικούς πόλους, ενώ εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν την εξωστρέφεια της εθνικής οικονομίας». Στη συνέχεια, απαριθμούνται μια σειρά λόγοι, εκ των οποίων μόνο ένας, αυτός της υπό συζήτηση πρόσθετης απασχόλησης ανθρώπινου δυναμικού από την περιοχή σχετίζεται με την ποιότητα ζωής και την ευημερία της τοπικής κοινωνίας.

Β.8 Ευτελισμός της διαδικασίας εξέτασης εναλλακτικών λύσεων

Για μια ακόμη φορά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον πλήρη ευτελισμό της διαδικασίας εξέτασης των εναλλακτικών λύσεων και ειδικότερα της μηδενικής λύσης. Λίγο – πολύ, θεωρείται αυταπόδεικτη η ανάγκη υλοποίησης των έργων, με αποτέλεσμα η μηδενική λύση να είναι προκαταβολικά απορριπτέα και, μάλιστα, με ψευδείς και ανυπόστατους ισχυρισμούς, του τύπου «Η μηδενική λύση θα οδηγούσε σε στασιμότητα και σταδιακό μαρασμό της αναπτυξιακής πορείας της δραστηριότητας και κατ’ επέκταση της περιοχής, λόγω της αδυναμίας ανταπόκρισης

του εργοστασίου στις αυξανόμενες ανάγκες παραγωγής και άρα στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του» (ποιος ορίζει, άραγε, τις ανάγκες της παραγωγής;) ή «ενδεχόμενη στασιμότητα θα είχε αντίκτυπο σε τοπικό επίπεδο, αφού αφενός θα στερούσε από την τοπική κοινωνία την ευκαιρία άντλησης οικονομικών πόρων από την κατασκευή και λειτουργία μίας επένδυσης ύψους ~295,5 εκατομμυρίων (άρρηκτα συνδεδεμένης με την αύξηση της άμεσης και έμμεσης απασχόλησης) και αφετέρου θα δημιουργούσε συνθήκες για βαθμιαία τοποθέτηση του εργοστασίου σε θέση μη ανταγωνιστική». Κανείς, ωστόσο, μέχρι τώρα δε μίλησε για τέτοιους κινδύνους, των οποίων η αντιμετώπιση οφείλει να γίνει αποκλειστικά με την υλοποίηση της συγκεκριμένης επένδυσης.

Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, θεωρούμε αναγκαίο να απορριφθεί η εξεταζόμενη ΜΠΕ και να εγκαταλειφθεί κάθε νέα προσπάθεια για την υλοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου.

24.9.2025

Πολίτες – μέλη συλλογικοτήτων νομού Βοιωτίας

Κεφαλάς Τάσος

Κόκκορης Μάκης

Κουρκούτης Σπύρος

Λάμπρου Πάνος

Λιάσκος Αλέξης

Λούκας Γιώργος

Ντουρντουρέκα Βασιλική

Πούλου Ελένη

Σαμουήλ Λουκάς

Σπανούδη Δέσποινα

Στάθης Σεραφείμ

Βιβλιογραφία (APA)

Dryzek, J. S. (2000). Deliberative democracy and beyond: Liberals, critics, contestations. Oxford University Press.

European Commission. (2014). Directive 2014/52/EU of the European Parliament and of the Council. Official Journal of the European Union.

OECD. (2017). Environmental performance reviews: Greece 2017. OECD Publishing.

Stigler, G. J. (1971). The theory of economic regulation. The Bell Journal of Economics and Management Science, 2(1), 3–21.

United Nations Economic Commission for Europe (UNECE). (1998). Convention on Access to Information, Public Participation in Decision-making and Access to Justice in Environmental Matters (Aarhus Convention).

European Commission. (2016). Best Available Techniques (BAT) Reference Document for the Non-Ferrous Metals Industries (BREF NFM). Publications Office of the European Union.

European Commission. (2014). Directive 2014/52/EU of the European Parliament and of the Council of 16 April 2014 amending Directive 2011/92/EU on the assessment of the effects of certain public and private projects on the environment. EUR-Lex.

Duinker, P. N., & Greig, L. A. (2012). The impotence of cumulative effects assessment in Canada: Ailments and ideas for redeployment. Environmental Management, 50(3), 299–316.

European Parliament and Council. (2014). Directive 2014/52/EU amending Directive 2011/92/EU on environmental impact assessment. EUR-Lex.

European Commission. (2000). Directive 2000/60/EC establishing a framework for Community action in the field of water policy (Water Framework Directive). EUR-Lex.

Gibson, R. B., Hassan, S., Holtz, S., Tansey, J., & Whitelaw, G. (2013). Sustainability assessment: Criteria and processes. Routledge.

Fiorino, D. J. (2018). Can democracy handle climate change?. Polity Press.

Krausmann, E., Cruz, A. M., & Salzano, E. (2011). Natech risk assessment and management: Reducing the risk of natural-hazard impact on hazardous installations. Natural Hazards, 59(3), 185–203.

Mayes, W. M., Burke, I. T., Gomes, H. I., Anton, Á. D., Molnár, M., & Feigl, V. (2016). Environmental impacts of bauxite residue: Past, present, and future. Journal of Environmental Management, 182, 299–318.

OECD. (2017). Guidance on Natural Hazard Triggering Technological Accidents (Natech) Risk Management. OECD Publishing.

Ruyters, S., Mertens, J., Vassilieva, E., Dehandschutter, B., Poffijn, A., & Smolders, E. (2011). The red mud accident in Ajka (Hungary): Plant toxicity and trace metal bioavailability in red mud contaminated soil. Environmental Science & Technology, 45(4), 1616–1622.

Agency for Toxic Substances and Disease Registry (ATSDR). (2008). Toxicological profile for aluminum. U.S. Department of Health and Human Services.

International Agency for Research on Cancer (IARC). (2012). Arsenic, metals, fibres, and dusts. IARC Monographs on the Evaluation of Carcinogenic Risks to Humans, 100C. Lyon: WHO.

Mayes, W. M., Burke, I. T., Gomes, H. I., Anton, Á. D., Molnár, M., & Feigl, V. (2016). Environmental impacts of bauxite residue: Past, present, and future. Journal of Environmental Management, 182, 299–318.

Ochsenkühn-Petropulu, M., Parissakis, G., & Kanias, G. (1996). Investigation of the distribution of trace elements in red mud by neutron activation analysis. Journal of Radioanalytical and Nuclear Chemistry, 207(1), 105–113.

 

European Parliament and Council. (2014). Directive 2014/52/EU amending Directive 2011/92/EU on the assessment of the effects of certain public and private projects on the environment. EUR-Lex.

[1] Ο βωξίτης, η αλουμίνα και το γάλλιο περιλαμβάνονται στη λίστα των κρίσιμων υλών της ΕΕ (Critical Raw Materials).

[2] Νέα μεγάλη μεταλλευτική, μεταλλουργική και βιομηχανική επένδυση της METLEN ύψους €295,5 εκατ.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ