Κράτος, κυβέρνηση, εξουσία
Τοποθέτηση στην 2η εκδήλωση του διημέρου «Η εμπειρία του 2010 – 2015, για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα»:
Τα θέματα που συζητάμε είναι κεντρικές έννοιες της πολιτικής. Ο τρόπος που τα αντιμετωπίζει κάθε πολιτικό σχέδιο και συλλογικότητα ορίζει εν πολλοίς και τη θέση τους στο πολιτικό φάσμα, τους στόχους και τις μεθόδους παρέμβασης. Για αυτό, παίζουν κρίσιμο ρόλο στις δυνατότητες και τα όρια της σε μία συγκεκριμένη περίοδο, όπως φάνηκε ανάγλυφα και σε αυτή για την οποία συζητάμε σήμερα όπως και παλιότερα (ποιος δεν θυμάται π.χ. την τραγωδία της Χιλής που μας θυμίζει ότι ο ρεφορμισμός δεν οδηγεί απαραίτητα στην προδοσία, μπορεί να οδηγήσει και σε τεράστιες τραγωδίες λόγω των αυταπατών του).
Από μία σκοπιά που αφορά στην προοπτική και στα εγχειρήματα που στοχεύουν στη ρήξη και δυνητικά την επανάσταση, η ανάγκη να συζητήσουμε βαθύτερα για αυτά προκύπτει και από το ότι η συζήτηση αυτή δεν έχει προχωρήσει και πολύ από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (με χαρακτηριστική στιγμή τον περίφημο διάλογο του – τότε μέλους της LCR – Henri Weber με τον Νίκο Πουλαντζά, που μάλλον δικαιώνει περισσότερο τον πρώτο παρόλο που οι προσωπικές ιδεολογικές αναφορές μου βρίσκονται πιο κοντά στον δεύτερο). Διόλου τυχαία, αυτό συμβαδίζει και σχετίζεται με το ότι εκείνη ήταν η τελευταία περίοδος που το ερώτημα της ρήξης και της επανάστασης τέθηκε με πραγματικούς όρους σε καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (με τον κύκλο που άρχισε από το γαλλικό και τον ιταλικό Μάη του ’68 μέχρι τη διεργασία που ξεκίνησε η Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το ’74 και οδήγησε στην τελευταία επαναστατική κατάσταση και κρίση στη Δύση). Κι αυτό επειδή η θεωρία του επαναστατικού μαρξισμού, ειδικά σε αυτά τα ζητήματα, βαθαίνει πάντα μέσα και μαζί με τα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα. Μετά την Κομμούνα έγραψε ο Μαρξ τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία (στον πρόλογο του οποίου ο Ένγκελς έγραφε «θέλετε, κύριοι, να δείτε τι είναι αυτή η δικτατορία; Παρατηρείστε την Κομμούνα του Παρισιού. Ιδού η δικτατορία του προλεταριάτου»). Λίγο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση έγραψε ο Λένιν το Κράτος και Επανάσταση. Στο έδαφος της υποχώρησης της επανάστασης στη Δύση και τα προβλήματα που αυτή έβαζε αναπτύχθηκε η συζήτηση για το Ενιαίο Μέτωπο και τις εργατικές κυβερνήσεις στη Γ’Διεθνή, αλλά και η πρωτότυπη συνεισφορά του Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής για όλα αυτά. Στο έδαφος της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα βάθυναν συζητήσεις για το κράτος, την εξουσία (ακόμα και μετά την επανάσταση), την ταξική πάλη ακόμα και μέσα στο κόμμα. Αυτό τονίζει τη σημασία αυτής της συζήτησης και φυσικά την επείγουσα ανάγκη να γίνουν βήματα ξανά για την οικοδόμηση με μαζικούς όρους εγχειρημάτων που αναφέρονται στην κομμουνιστική προοπτική.
Ξεκινώ με κάποια συνοπτικά σχόλια για το κράτος. Τα σύγχρονα αστικά κράτη έχουν εξελιχθεί σημαντικά καταλαμβάνοντας και παρεμβαίνοντας σε πολλά πεδία κοινωνικών λειτουργιών που σε προηγούμενες φάσεις του καπιταλισμού παρέμεναν εκτός του πεδίου παρέμβασής τους. Δεν είναι απλά τα «κράτη-φρούρια» ενός κεντρικού διοικητικού και στρατιωτικού μηχανισμού, που στέκουν σχετικά διακριτά και αποκομμένα από την «κοινωνία των πολιτών» (σύμφωνα με το γνωστό όρο του Γκράμσι) και που μπορούσαν να καταληφθούν «εξ εφόδου» από το δυναμικό μαζικών εξεγέρσεων. Είναι πολύ πιο σύνθετοι απρόσωποι μηχανισμοί που εκφράζουν, εκπροσωπούν και υλοποιούν τα συμφέροντα του κυρίαρχου αστικού συνασπισμού εξουσίας. Δεν αρκεί μία εργαλειακή αντίληψή τους απλά ως κράτη «των αστών» ή «των μονοπωλίων», αφού διαπερνώνται από την ταξική πάλη και την έκβασή της, συμπυκνώνοντας στο εσωτερικό τους τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς δύναμης κάθε περιόδου κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Για αυτό, άλλωστε, τα πρώιμα αστικά κράτη διαφέρουν ουσιαστικά από το μεταπολεμικό «κράτος πρόνοιας», που με τη σειρά του διαφέρει από το κράτος της σημερινής εποχής. Με την ίδια έννοια, στη χώρα μας διαφέρει το μετεμφυλιακό κράτος από το κράτος της μεταπολίτευσης και το σημερινό κράτος, όπως διαμορφώνεται μετά την κρίση του 2008-09.
Η λειτουργία της συμπύκνωσης εντός του κράτους του υπαρκτού συσχετισμού δύναμης γίνεται βέβαια πάντα υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης. Και μπορεί ακόμα και να έρθει σε προσωρινή αντίθεση με κάποιες αστικές μερίδες, αν αυτό εξυπηρετεί το μακροπρόθεσμο κεφαλαιακό συμφέρον. Το κράτος είναι ο «συλλογικός κεφαλαιοκράτης», είναι αστικό κράτος, αφού η αστική κυριαρχία διαπερνά όλες τις κρατικές λειτουργίες και την εξουσία του (που είναι για αυτό μία ευρύτερη λειτουργία από την κυβερνητική εξουσία μόνο) και αναπαράγεται από αυτές. Τα ταξικά συμφέροντα που συμπυκνώνει δεν μπορούν να τροποποιηθούν σταδιακά με «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις», αφού ενυπάρχουν στο σκληρό αστικό δομικό πυρήνα του που μπορεί να ανατραπεί μόνο με όρους επαναστατικού μετασχηματισμού. Το όριο αυτό φάνηκε γλαφυρά και στη χώρα μας τόσο το Δεκέμβρη του ’44, όσο και πρόσφατα στο δημοψήφισμα του 2015 και αυτές οι εμπειρίες πρέπει να είναι οδηγός για κάθε εγχείρημα κοινωνικού μετασχηματισμού.
Τα σύγχρονα αστικά κράτη λειτουργούν με όρους «στρατηγείου» καθοδηγώντας και συντονίζοντας ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών λειτουργιών. Η ανάγκη της ολομέτωπης επίθεσης στα εργατικά – λαϊκά κεκτημένα και δικαιώματα για μία καπιταλιστική ανάπτυξη με λιτότητα ώστε να ανορθωθούν τα ποσοστά κέρδους οδηγούν σε ανάλογους κρατικούς μετασχηματισμούς. Τα αστικά κράτη παραχωρούν στο κεφάλαιο ολοένα και περισσότερο χώρο που κατείχαν, διατηρώντας την κεντρική εποπτεία (π.χ. ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών σε υγεία, ενέργεια, νερό, εκπαίδευση με το κράτος να διατηρεί τον έλεγχο των δικτύων και του θεσμικού ρυθμιστικού ρόλου, εκχώρηση εκτελεστικών λειτουργιών σε κατώτερες βαθμίδες του – π.χ. στο «τοπικό» κράτος – διατηρώντας τον κεντρικό επιτελικό ρόλο κλπ.). Οι σημερινές ανάγκες μετασχηματίζουν ανάλογα τους ιδεολογικούς μηχανισμούς τους, έχοντας κάνει πλέον κεντρικό πολιτικοϊδεολογικό αρμό της αστικής κυριαρχίας τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ. Και φυσικά αναβαθμίζουν προληπτικά τους μηχανισμούς επιτήρησης και καταστολής, αξιοποιώντας στο έπακρο τις τεχνικές δυνατότητες που δίνει η ψηφιοποίηση, η big data ανάλυση και η τεχνητή νοημοσύνη. Η αυταρχική σκλήρυνσή τους και η όλο και πιο συχνή λειτουργία ως «κράτος έκτακτης ανάγκης» εντός των πολλαπλών κρίσεων προκύπτει ως ανάγκη του συστήματος σε μία περίοδο που α) εσωτερικά το σύστημα δεν προσφέρει ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο και οργανικές κρίσεις ξεσπούν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, δημιουργώντας το υπόστρωμα για όλο και πιο συχνές πολιτικές κρίσεις και β) εξωτερικά οξύνονται όλο και περισσότερο οι διεθνείς ανταγωνισμοί, ο κόσμος χωρίζεται σε στρατόπεδα και αναβαθμίζονται αντικειμενικά οι πολεμικές προετοιμασίες.
Σε αυτό το τοπίο μετασχηματίζεται και η αστική πολιτική. Το παλιότερο ηγεμονικό αστικό δίπολο φιλελεύθερης – συντηρητικής δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας μετασχηματίζεται στο φόντο της σκλήρυνσης των αστικών κρατών και των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων για τη σύγχρονη αστική διαχείριση. Τείνουν να δημιουργηθούν δύο πόλοι, ο ένας μίας, πιο «προοδευτικής» σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός και ο άλλος μίας πιο «συντηρητικής» κοινωνικά μίξης αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς. Σε αυτό το τοπίο αναδύονται νέα αστικά πολιτικά ρεύματα και μετασχηματίζονται τα υπαρκτά. Η δεξιά γίνεται διεθνώς πιο συντηρητική – αντιδραστική, αλλά και επιθετικά νεοφιλελεύθερη για να υποστηρίξει πιο αποτελεσματικά την κατεύθυνση έντασης της αντιλαϊκής επίθεσης Εμφανίζεται η ακροδεξιά με δυναμική, που αξιοποιείται ευρέως ως αστική συμπληρωματική δύναμη αν και γενικά δεν αποτελεί ακόμα στις περισσότερες χώρες «κόμμα του κράτους». Η δεξιότερη σοσιαλδημοκρατία ρέπει στο «ακραίο κέντρο» για να παραμείνει «κόμμα του κράτους», απεμπολώντας και συμβολικά κάθε αναφορά στον κοινωνικό μετασχηματισμό έστω και με μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει υποτελής ανάδυση νέων αριστερών σοσιαλδημοκρατικών – ρεφορμιστικών ρευμάτων που στέκονται με αντιφάσεις εκτός της κυρίαρχης συναίνεσης και δεν γίνονται αποδεκτά μέχρι στιγμής από το σύστημα ως αστικές εναλλακτικές υπό τον παρόντα συσχετισμό δύναμης.
Για αυτό, τα «κόμματα του κράτους» (κατά τη γνωστή χρήση του όρου από το Νίκο Πουλαντζά) μετασχηματίζονται παντού σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Και αυτό αντικειμενικά πιέζει για ανάλογες προσαρμογές και τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, μετατοπίζοντας τις σε πιο «ρεαλιστικές» θέσεις στην πολιτική διαπάλη. Εδώ είναι η ουσία του πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Σε μία περίοδο κατά την οποία ο αντίπαλος ετοιμάζεται για ακόμα μεγαλύτερη επέλαση για να υπερβεί τα κρισιακά φαινόμενα που αντιμετωπίζει, πολιτικές που επιχειρούν να εκφράσουν τις λαϊκές δυνάμεις δείχνουν να υποτάσσονται περισσότερο στις κυρίαρχες. Χωρίς εύκολους βερμπαλισμούς και υπερφίαλη αντιμετώπιση του πραγματικού συσχετισμού δύναμης οφείλουμε να παλέψουμε για την αντιστροφή αυτής της πορείας.
Η συνθετότητα του σημερινού αστικού κράτους επιτάσσει μία εμβάθυνση στους όρους άσκησης της πολιτικής. Ακριβώς επειδή οι μηχανισμοί αστικής κυριαρχίας στις σημερινές συνθήκες είναι διογκωμένοι και ο κοινοβουλευτισμός είναι εδραιωμένος, χρειάζεται μια σύγχρονη και πρωτότυπη στρατηγική που δεν θα φαντασιώνεται την επανάσταση μόνο ως μια αποκαλυπτική «στιγμή» ή «συμβάν». Έχοντας διαρκώς επίγνωση του ορίου που θέτει ο αστικός δομικός πυρήνας του κράτους δεν μπορούμε να παραβλέπουμε την ανάγκη ενός σύγχρονου συνδυασμού «πολέμου θέσεων» και «πολέμου κινήσεων» στις κοινωνίες του σημερινού καπιταλισμού, συναρθρωμένων σε μια μεταβατική τακτική για έναν πολύμορφο αγώνα διαρκείας. «Πολέμου θέσεων» για την προώθηση της εργατικής πολιτικής και των φορέων της σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και στο πεδίο της ιδεολογίας και του πολιτισμού. Και «πολέμου κινήσεων» ακριβώς επειδή στις κρίσιμες περιόδους κρίσεων που ανοίγει το ιστορικό «παράθυρο ευκαιρίας» χρειάζεται βίαιη και μαζική σύγκρουση και ρήξη με το σκληρό δομικό πυρήνα του κράτους για να μπορεί να υλοποιηθεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός με προοπτική τον κομμουνισμό της εποχής μας.
Στα χρόνια της κρίσης μετά το 2008 δεν έλειψε μόνο η γνήσια ενωτική – μετωπική κατεύθυνση. Έλειψε και η κρίσιμη προγραμματική σαφήνεια και αιχμηρότητα, η τακτική παρέμβαση με το αναγκαίο στρατηγικό χνάρι για να δοθεί νικηφόρα η μάχη ενάντια στα μνημόνια, την ΕΕ και το κεφάλαιο μέχρι τέλους. Έλειψε ακόμα η συναίσθηση της οξύτητας με την οποία οι, σύμμαχες της ελληνικής, ξένες αστικές τάξεις θα πίεζαν, με όλους τους δυνατούς τρόπους, την προσπάθεια ενός λαϊκού – αγωνιστικού μπλοκ να «αποδράσει» από τη μέγγενη των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών περιορισμών. Κάτι τέτοιο απαιτούσε και τη διατύπωση ενός εναλλακτικού σχεδίου διεθνών συμμαχιών για να υλοποιηθεί επαρκώς μία σύγκρουση και ρήξη με το δομικό πυρήνα του κράτους και τους διεθνές ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Η ανάγκη αυτή εξακολουθεί να υπάρχει, με την επίγνωση φυσικά της δυσμενούς αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δύναμης. Από αυτή τη σκοπιά θεωρούμε ότι σήμερα απαιτείται η συσπείρωση σε όλα τα επίπεδα των δυνάμεων της ανατρεπτικής Αριστεράς που θέλουν «να πάνε αλλιώς» οι μάχες των επόμενων χρόνων.
Σε αυτό το πλαίσιο, κατανοούμε τον κοινωνικό μετασχηματισμό ως μια διαδικασία ρήξης με διαδοχικά άλματα που περνούν από την κοινωνική και πολιτική κρίση στην επαναστατική κατάσταση και τη δυαδική εξουσία, με επιδίωξη τελικά την ανατροπή του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Η αντίληψή αυτή διαφοροποιείται από την αυταπάτη της σοσιαλδημοκρατικής και ευρωκομμουνιστικής «μακράς μεταρρυθμιστικής περιόδου», στην οποία χρησιμοποιήθηκε η αναγκαία «μακρά διάρκεια» της οικοδόμησης της ηγεμονίας ως άλλοθι για να μην υπάρξει αναμέτρηση με την αστική κυριαρχία. Παραίτηση από την επαναστατική ρήξη σημαίνει στην πράξη παραίτηση τόσο από την πάλη για κατακτήσεις σήμερα, όσο και από την κοινωνική αλλαγή ως ιστορική προοπτική.
Η δυαδική εξουσία δεν είναι μια διαρκής κατάσταση, ένα είδος σταδίου. Κινείται σε σχετικά σύντομο ιστορικό χρόνο είτε προς τη ρήξη και δυνητικά την επανάσταση είτε προς τη βίαιη αντεπανάσταση. Δεν είναι απλά μια «στιγμή» δυο ανταγωνιστικών πόλων εξουσίας, ούτε όμως κάποια απλή και μακρά στο χρόνο συσσώρευση από υλικές και δημοκρατικές κατακτήσεις ή εγχειρήματα αλληλεγγύης και αυτοδιαχείρισης (θυμίζουμε ότι μία τέτοια οπτική εξέφρασαν απολογητικά δυνάμεις της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σημαντικοί διανοητές, όπως ο Leo Panitch και μετά τη μνημονιακή στροφή του 2015). Είναι μια σχετικά συμπυκνωμένη ιστορική περίοδος, πρωτότυπη και διακυβευόμενη, που οικοδομώντας και φτάνοντας στα όρια τέτοιες κατακτήσεις και εγχειρήματα (τα οποία υπό αυτή την έννοια είναι δυνητικά προπλάσματά της), θέτει επί τάπητος την κατάκτηση της εξουσίας από το μπλοκ των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων. Είναι η περίοδος που μέσα στη δυναμική του ταξικού αγώνα, την κρίση της αστικής ηγεμονίας και τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων αναδύονται στοιχεία μιας νέας κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Και στην οποία οι λαϊκές τάξεις έχουν την αυτοπεποίθηση να οικοδομήσουν δικούς τους εναλλακτικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς θεσμούς και τις πρώτες μορφές μιας διαφορετικής παραγωγικής διαδικασίας. Είναι τα χνάρια του κομμουνισμού σήμερα, η ανάδυση, μέσα στους αγώνες, κοινωνικών και πολιτικών μορφών που παραπέμπουν στην οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας. Για αυτό αποτελεί κεντρική έννοια μιας επαναστατικής εκδοχής του «πολέμου θέσεων» για την οικοδόμηση της εργατικής – λαϊκής αντιηγεμονίας. Είναι η εκδοχή του αγωνιστικού λαϊκού μπλοκ που πρέπει να αναδυθεί αρθρώνοντας τη συμμαχία των υποτελών τάξεων στην σύμφυσή της με ένα μεταβατικό πρόγραμμα και σε μια επαναστατική κατεύθυνση. Είναι η διαδικασία και οι ίδιοι οι θεσμοί εξουσίας αυτού του μπλοκ. Είναι η οικοδόμηση του «άλλου κόσμου» των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων και της πολιτικής «έξω» από το κράτος, αναγκαίου άλλου πόλου της διαρκώς διακυβεύομενης παρουσίας και παρέμβασής μας μέσα στο κράτος και τους θεσμούς του.
Ταυτόχρονα, δείχνει και το περιεχόμενο της επαναστατικής στρατηγικής. Η διεκδίκηση της εξουσίας απαιτείται να συνδυαστεί με εκτεταμένες μορφές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης, δημοκρατικής απόφασης στη βάση, αμφισβήτησης διοικητικών ή επιστημονικών ιεραρχιών, πειραματισμού με νέες μορφές πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης που θα είναι αναγκαίες και στη μεταβατική διαδικασία της εργατικής δημοκρατίας. Αυτό εκ των πραγμάτων θα δημιουργεί όρους έντασης ανάμεσα αφενός στις πρακτικές αυτοδιαχείρισης, πειραματισμού και εργατικού / κοινωνικού ελέγχου και αφετέρου στην επέκταση της κρατικής παρέμβασης και ρύθμισης, αλλά αυτή η ένταση είναι στην πραγματικότητα ο χώρος όπου μπορεί να αναπτύσσεται μια αυθεντική εργατική δημοκρατία, με το πλήρες ξεδίπλωμα των αντιθέσεων και της πρωτοβουλίας των ίδιων των μαζών. Αντίθετα, η λογική «το κράτος – ή το κόμμα – ξέρει καλύτερα» είναι, όπως φάνηκε και ιστορικά, καταστροφική και στερεί από κάθε επαναστατική διαδικασία την ουσιώδη δυναμική της και τη δυνατότητα διαρκούς εξέλιξης και εμβάθυνσής της.
Όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μηχανιστικά, αλλά στη δυναμική τους. Οι μορφές αυτής της ρήξης θα είναι δομικά πρωτότυπες και σχετικά παρατεταμένες, όχι στιγμιαίες. Θα είναι βίαιες, πολιτικά, θεσμικά αλλά και ως υλική σύγκρουση με τους μηχανισμούς καταστολής. Όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη, στο βαθμό που ο αντίπαλος δεν πρόκειται να παραχωρήσει θέσεις ειρηνικά. Με γνώση ότι δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος, ειδικά όταν το παρόν και μέλλον ανοίγουν σοβαρά ενδεχόμενα. Σε κάθε περίπτωση θα είναι αναγκαία η ενεργή συμμετοχή της πλειοψηφίας του κόσμου της εργασίας, αφού η σύγκρουση αυτή δεν είναι σύγκρουση δύο «γυμνών» τάξεων, αλλά ιστορικά διαμορφωμένων κοινωνικών μπλοκ. Οφείλουμε να είμαστε πάντα ανοιχτοί στην πρωτοτυπία των εξελίξεων. Και για αυτό αντιμετωπίζουμε τις ιστορικές στρατηγικές του κομμουνιστικού κινήματος αφενός κριτικά και αφετέρου όχι ως μανιέρες για αντιγραφή, αλλά ως ρυθμιστικές στρατηγικές κατευθύνσεις (κατά την εύστοχη διατύπωση του Daniel Bensaid). Μία ρήξη και δυνητικά επανάσταση μπορεί να προκύψει από μία κοινωνική εξέγερση λόγω εσωτερικών αιτίων ή να πυροδοτηθεί «εξωγενώς» από μία πολεμική εμπλοκή. Δεν αποκλείεται, από θέση αρχής, ακόμα και το οριακό ενδεχόμενο να έχει αφετηρία της, ή «στιγμή» της, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενός εργατικού – λαϊκού μετώπου και την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από δυνάμεις του και αυτό να λειτουργήσει ως στιγμή σύγκρουσης της εργατικής τάξης και του λαού με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και την εγχώρια αστική τάξη. Αυτό θα το κρίνουν οι εξελίξεις της ταξικής πάλης και απαιτούν τακτικές επιλογές που να ανταποκρίνονται σε αυτές. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση για τη συντριβή του αστικού κράτους είναι αναγκαία συνθήκη για να ολοκληρωθεί η κατάληψη της εξουσίας. Όποια τακτική και αν επιλεχθεί, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, γρήγορα θα αντιμετωπίσει τον λυσσαλέο αγώνα των συμφερόντων που θα θίξει και όχι μόνο πολιτικά, αλλά και βίαια και για αυτό πρέπει να προετοιμάζεται.
Με βάση τη μακρά εμπειρία του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος η γενικότερη στάση απέναντι σε μία αριστερή κυβέρνηση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και συζήτηση μετά και την πρόσφατη εμπειρία. Στην εποχή μας, εκτός ίσως από την κυβέρνηση Τσάβες, οι άλλες εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς σε κυβερνήσεις μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου οδήγησαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε τραγικά αποτελέσματα, με επιπτώσεις που και σήμερα ταλανίζουν το διεθνές ριζοσπαστικό κίνημα. Το ζήτημα της κυβέρνησης έχει σχετική αυτοτέλεια, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, και τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Η κυβέρνηση που επιδιώκουμε και στην οποία θα μπορούσε να συμμετέχει και ένα αριστερό ανατρεπτικό μέτωπο πολιτικών δυνάμεων ή/ και ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να βασίζεται στη συγκρότηση ανεξάρτητων εργατικών – λαϊκών οργάνων, στο πλαίσιο μίας δυαδικής εξουσίας. Αυτό δεν σημαίνει πως το κίνημα θα πρέπει να τηρεί απόλυτα εχθρική στάση απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Όταν επικρατούν συνθήκες όπου «ούτε οι πάνω, ούτε οι κάτω» μπορούν να κυβερνήσουν, τότε μπορεί να δημιουργούνται υβριδικές περιπτώσεις με προοδευτικό προσανατολισμό, των οποίων ο χαρακτήρας και η πορεία κρίνεται από την ταξική πάλη. Απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις μπορεί να υπάρχει κάποια προσωρινή ανοχή, με συγκεκριμένους δημόσιους όρους, χωρίς συμμετοχή σε υπουργεία και κρατικές θέσεις. Χρειάζεται πάντοτε δυσπιστία και κυρίως, ανεξαρτησία του εργατικού – λαϊκού κινήματος και των οργανώσεων του και ενωτική συναγωνιστική δράση με τη λαϊκή βάση αυτής της κυβέρνησης. Ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση από έξω και από τα κάτω. Για να υλοποιηθούν θετικές υποσχέσεις, να επιβληθούν κατακτήσεις, να ακυρωθούν συμβιβασμοί με το κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Για να ανοίξει ο δρόμος για την ουσιαστική ρήξη και δυνητικά επαναστατική κατάσταση και κρίση.
Κωδικοποιώντας κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν για την ανατρεπτική και κομμουνιστική αριστερά:
α) το κράτος όσο και αν διαπερνάται από την ταξική πάλη έχει ένα σκληρό αστικό δομικό πυρήνα που δεν μεταρρυθμίζεται
β) η αστική εξουσία και ηγεμονία είναι κάτι σαφώς ευρύτερο από την κυβέρνηση, και πιο εδραιωμένη από αυτή
γ) οποιαδήποτε διαδικασία ρήξης, δυνητικής επανάστασης και κοινωνικού μετασχηματισμού απαιτεί πρώτα από όλα προγραμματική σαφήνεια και συνέπεια στο πλαίσιο ενός μεταβατικού προγράμματος στην κατεύθυνση της ρήξης με το κεφάλαιο εγχώρια και διεθνώς, δηλαδή με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ
δ) στη βάση αυτή μπορεί να οργανωθεί σοβαρά μία αντι – εξουσία και αντι – ηγεμονία, ανταγωνιστική στην υπάρχουσα αστική και αναγκαστικά εν πολλοίς εκτός του κράτους, δηλαδή μία (όχι μακρόχρονη, αλλά ούτε στιγμιαία) περίοδος δυαδικής εξουσίας όπου θα κριθεί το «ποιος – ποιόν»
ε) στην πορεία αυτή είναι κεντρική η σημασία της αυτοτελούς οργάνωσης του λαϊκού παράγοντα με τα δικά του όργανα πάλης, αυτό είναι η κρίσιμη προϋπόθεση (που έλειψε και ατόνησε στην εμπειρία του 2010-2015)
ζ) η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων μόνο με κρίσιμες προϋποθέσεις και σίγουρα όχι ως αυτοσκοπός ή τέλος μίας διαδικασίας, όχι ως κυβερνητισμός
η) η εμπειρία του 2010-2015 φώτισε δυστυχώς αρνητικά αυτές τις πλευρές, σίγουρα μέσα στο καμίνι των εξελίξεων δεν υπάρχει η πολυτέλεια να συγκροτήσεις επαρκώς όλες τις προϋποθέσεις και «ό,τι λείπει, λείπει», όπως συμπύκνωσε κάποτε ο κομαντάτε Μάρκος, αλλά δεν έχουμε και την πολυτέλεια να μην μαθαίνουμε από την εμπειρία των ηττών και των λαθών μας για να πάμε αλλιώς. Ας μάθουμε λοιπόν και ας πορευτούμε ανάλογα.