Στην Ελλάδα έχουμε το κακό συνήθειο να «πέφτουμε μονίμως από τα σύννεφα» και δυστυχώς να ξεχνάμε το επίδικο αφού περάσει η «μπόρα», μέχρις ότου ένα νέο εξ ίσου «συγκλονιστικό», καλύψει την ειδησιογραφία και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν έρχονται στη δημοσιότητα σκοτεινά ζητήματα, ευαίσθητα κοινωνικά θέματα, όπως εφηβική παραβατικότητα, ενδοοικογενειακή βία και κυρίως σεξουαλικά εγκλήματα, όπως παιδεραστία, απόπειρα ή και τέλεση βιασμού που μπορεί να φτάσει έως και την ανθρωποκτονία, με τελευταία χαρακτηριστικότερη περίπτωση την υπόθεση Τοπαλούδη.
Παρεμπιπτόντως δεν είναι τραγικό ότι όλοι αναφερόμαστε στο θύμα, την Ελένη Τοπαλούδη αλλά σχεδόν κανείς στους θύτες; Περισσότερο έμεινε στη μνήμη μας ο «Ροδίτης» και ο «Αλβανός» παρά τα ονόματα των καταδικασμένων, ήτοι του Μανώλη Κούκουρα και του Αλέξανδρου Λοτσάι.
Τελευταία η κοινή γνώμη συγκλονίζεται και πάλι «πέφτει από τα σύννεφα» μετά τις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου για τον προ 23 ετών βιασμό της από μεγαλοπαράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοίας, μιας άλλης 20χρονης σήμερα αθλήτριας που υπέστη επίσης βιασμό από τον τότε προπονητή της στην ηλικία των 11 ετών και έπονται πολύ σοβαρές ανάλογες καταγγελίες για τον χώρο της Ομοσπονδίας Πάλης.
Οι αθλητές τονίζουν ότι όλα αυτά τα γεγονότα και πολλά άλλα που χαρακτηρίζουν συμπεριφορές κατάχρησης εξουσίας, αδιαφάνειας, απειλών και εκβιασμών των αθλητών, ακόμα και οικονομικής αδιαφάνειας αν όχι ατασθαλιών (όπως κατέθεσε ο Ν. Κακλαμανάκης), τα γνώριζαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τόσο πολλοί παράγοντες του αθλητισμού, όσο και ο πρώην και νυν Υπουργοί Αθλητισμού, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια.
Έκτοτε οι καταγγελίες από διάφορες επώνυμες κυρίως γυναίκες του αθλητικού και δημοσιογραφικού χώρου, έχουν λάβει την μορφή χιονοστιβάδας και πολλές υποθέσεις έχουν πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης.
Το θάρρος και η γενναιότητα όσων θυμάτων προέβησαν ή πρόκειται να προβούν σε καταγγελίες τέτοιου είδους, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούνται και κάθε άνθρωπος καλής πίστης, δημοκρατικών φρονημάτων έστω και απλής ισορροπημένης ψυχικής συγκρότησης, δεν μπορεί παρά να συμπαραταχθεί μαζί τους και να απαιτήσει «δικαιοσύνη». Διότι περί αυτού πρόκειται.
Ακόμα και εάν είναι το ίδιο το σύστημα που διαχειρίζεται αυτό το «φλέγον ζήτημα», ακόμα και αν πολλοί κατηγορούμενοι για τις παραπάνω πράξεις ανήκουν στο σύστημα «εξουσίας» του κυβερνώντος κόμματος μέσα στους αθλητικούς φορείς, ακόμα και εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το δράμα να χειραγωγηθούν από το ίδιο αυτό το σάπιο και παρακμιακό πολιτικό σύστημα που σήμερα «κραδαίνει τη ρομφαία της κάθαρσης».
Κι αυτό γιατί το πρόβλημα που ανέσυραν από την σχετική αφάνεια είναι τόσο πραγματικό όσο και αποτρόπαιο.
Πολλές φορές οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι και ενίοτε απεικονίζουν την αλήθεια γυμνή και μπορούμε να τους εμπιστευτούμε. Ας τους δούμε λοιπόν:
Τα στοιχεία για τους βιασμούς που έχει φέρει στο φως της δημοσιότητας το GRtimes, βασισμένο στα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο, αλλά και όσα έχουν δημοσιευτεί από επιστήμονες, Πανεπιστήμια κλπ, διαμορφώνουν την εξής εικόνα:
*Το 2014 καταγγέλθηκε στις αστυνομικές αρχές ένας βιασμός κάθε δυόμισι ημέρες και μία απόπειρα κάθε βδομάδα, ήτοι 134 βιασμοί και 64 απόπειρες.
*Το 2015 καταγγέλθηκε στις αστυνομικές αρχές ένας βιασμός κάθε τρεις μέρες και μία απόπειρα την εβδομάδα και συνολικά 122 περιπτώσεις βιασμών και 56 απόπειρες.
*Το 2017 καταγγέλθηκαν 133 βιασμοί και 64 απόπειρες και εξιχνιάστηκαν 137 περιπτώσεις.
*Το 2018 καταγγέλθηκαν 139 βιασμοί και 69 απόπειρες και εξιχνιάστηκαν 174 περιπτώσεις πολλές από τις οποίες αφορούσαν υποθέσεις από προηγούμενες χρονιές.
Αυτά τα νούμερα, σύμφωνα με κοινωνιολόγους και εγκληματολόγους είναι μία «μικρή αλήθεια», καθώς αποτελούν μόλις το 6% έως 8% αυτών που διαπράττονται στη χώρα μας.
Επιστήμονες αναφέρουν ότι τα περιστατικά βιασμών στην Ελλάδα ξεπερνούν τους 4.500 τον χρόνο, ενώ από ένα σύνολο 1.000 γυναικών που ρωτήθηκαν, το 11,6% δήλωσαν ότι είχαν πέσει θύμα βιασμού ή σοβαρής απόπειρας.
Από την εταιρεία Prorata, διενεργήθηκε έρευνα στο διάστημα μεταξύ 22 και 24 Ιανουαρίου 2021 σε πανελλαδικό δείγμα 1.115 ατόμων, και κατέδειξε ότι σχεδόν επτά στις δέκα γυναίκες (ποσοστό 65%) έχουν πέσει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης.
Ποσοστό 58% στη δουλειά, ποσοστό 53% στο δρόμο, ποσοστό 35% σε κάποιο σπίτι, ποσοστό 30% σε χώρο διασκέδασης (καφέ, μπαρ κλπ.), ποσοστό 28% στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο και ποσοστό 23% στα social media.
Οι αριθμοί λοιπόν μιλούν από μόνοι τους!!!
Όλοι οι σοβαρά ενασχολούμενοι με το σκοτεινό αυτό θέμα σημειώνουν αλλά και η καθημερινή κοινωνική πείρα επιβεβαιώνει, ότι αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις το θύμα βιασμού στιγματίζεται περισσότερο από το θύτη, κάτι που ωθεί το θύμα να σιωπά, με αποτέλεσμα να μένουν ατιμώρητοι πολλοί δράστες σεξουαλικών επιθέσεων.
Επίσης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, τα περιστατικά βιασμών που αναφέρονται στην Ελλάδα σε αναλογία με τον πληθυσμό της, είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Και δυστυχώς αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε λιγότερα θύματα βιασμών, αλλά λιγότερες καταγγελίες.
Ας μιλήσουμε λοιπόν ξεκάθαρα: Παρότι θεωρούμε ότι η Ελλάδα πέρασε εδώ και πολλές δεκαετίες στα στάδιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού και στο μπλοκ των Δυτικών χωρών με ό,τι αυτό σημαίνει, ήτοι τουλάχιστον την απομάκρυνση από τον κλειστό τύπο κοινωνίας που είχε τη βάση του στις μικρές αγροτικές κοινότητες και την αντίστοιχη πατριαρχική κουλτούρα, τα ήθη, τη θέση της γυναίκα στο χώρο της οικογένειας ως φέρουσα αυτή την «τιμή της» κλπ., δυσανάλογα καθυστερημένη είναι η ανάπτυξη μιας νέας ανθρώπινης κουλτούρας που θα εμπόδιζε «να ψάχνουμε να βρούμε αιτίες για το θύμα και θα κοιτούσαμε κατάματα το θύτη. Πρέπει κάποια στιγμή λοιπόν να δείξουμε το «θύτη» και όχι το «θύμα».
Διότι μόνον αυτό θα βοηθούσε τα «θύματα» να μιλήσουν εγκαίρως.
Γιατί το δύσκολο κομμάτι για τις γυναίκες – θύματα και όχι μόνο, εφόσον είναι και οι νεαροί έφηβοι πολλές φορές θύματα βιασμού, δεν είναι τόσο εάν και όταν φτάσει η υπόθεση στο Δικαστήριο, αλλά αυτό που συμβαίνει πριν. Στην κοινωνία και στο πώς το υποδέχεται παρότι οι έρευνες δείχνουν ότι το 90% των θυμάτων δεν καταγγέλλει γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα.
Από τη μεριά τους τα ΜΜΕ βλέπουν το «βιασμό» ως μια ξεχωριστή εγκληματική πράξη, ξεκομμένη από ένα υπόλοιπο σύνολο κοινωνικών αποδοχών και εξουσιαστικών ιεραρχήσεων.
Αβίαστα λοιπόν προκύπτει το συμπέρασμα ότι είναι ευθύνη της πολιτείας, των κοινωνικών φορέων, των συνδικάτων, των συλλογικοτήτων να ταχθούν ανοιχτά με το μέρος του θύματος, να το προστατέψουν από το διασυρμό αλλά και το βιασμό της υπερέκθεσης.
Κυρίως όταν δυστυχώς οι βιασμοί, δεν συμβαίνουν μόνον έξω από αγνώστους, αλλά και εντός της οικογένειας την εν στενή αλλά και την εν ευρεία εννοία (το 1% των ερωτώμενων έχει υποπέσει θύμα αιμομιξίας) .
Υπάρχει και ένα ακόμα σοκαριστικό στοιχείο που έφερε στο φως το Ευρωβαρόμετρο σχετικά με τη βία με βάση το φύλο.
Συνολικά το 27% των Ευρωπαίων πιστεύουν πως το σεξ χωρίς συγκατάθεση είναι δικαιολογημένο ή αποδεκτό σε κάποιες περιπτώσεις (μέθη, ναρκωτικά, πάρτι, προκλητικό ντύσιμο, μοναχική έξοδο κατά τις νυχτερινές ώρες, ελεύθερες σχέσεις κλπ). Στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό φτάνει το 32% στην έρευνα της Κομισιόν! Δεν είναι λοιπόν προνόμιο μόνο της χώρας μας αν και προηγούμαστε με διαφορά!!!
Είναι όμως χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη τις τελευταίες μέρες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ όταν ψηφιζόταν η τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα (Ιούνιος 2019). Πέραν όλων των άλλων, μεγάλη αντίδραση τόσο από τους νομικούς όσο και από τις γυναικείες οργανώσεις αλλά και από τη Διεθνή Αμνηστία, προκάλεσε η πρόθεση της τότε κυβέρνησης για την τροποποίηση του άρθρου 336 του ποινικού Κώδικα που αφορά στο βιασμό, όταν διαπιστώθηκε ότι «άνοιγε παράθυρο» για την υποβάθμιση της σημασίας της πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα, με προβλεπόμενες ποινές από 3-5 χρόνια φυλάκισης, χωρίς να τροποποιεί τα στοιχεία που συνιστούν το έγκλημα. Συγκεκριμένα εξακολουθούσε προϋπόθεση της τέλεσης του εγκλήματος να παραμένει «η άσκηση βίας» και όχι «η έλλειψη συναίνεσης».
Μετά δε το θόρυβο που ξέσπασε, τελικά προστέθηκε στο ανωτέρω άρθρο η έννοια της «συναίνεσης» (όποιος επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος τιμωρείται με ποινή κάθειρξης έως 10 έτη).
Επιστήμονες της Εγκληματολογίας επισημαίνουν σχετικά με τη διάπραξη εγκλημάτων με σεξουαλικό κίνητρο, ότι περισσότερο από αυτήν καθ’ εαυτήν την πράξη, ο βιασμός ή η απόπειρα, έχει στόχο την ταπείνωση και τον εξευτελισμό του θύματος. Ακόμα και όταν αυτή καταλήγει σε ανθρωποκτονία, διαφοροποιείται η ένταση της εγκληματικής πράξης και όχι το είδος ή η μορφή της.
Αποτελεί δηλαδή την ακραία έκφανση της φαινομενικής ανδρικής υπεροχής και της δύναμης. Είναι η επίδειξη της ακραίας εξουσίας στο σώμα και την ψυχή του άλλου.
Είναι φανερό λοιπόν πως όσο περισσότερο ιεραρχημένη και εξουσιαζόμενη είναι μια κοινωνία, τόσο περισσότερο διαπαιδαγωγεί τα μέλη της στην άσκηση αυτής της εξουσίας στα πιο αδύναμα, κοινωνικά ή σωματικά μέλη της.
Με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα ξεκίνησε ανάμεσα σε χώρους της αριστεράς, θεωρητικούς του μαρξισμού αλλά και επιστημόνων των σπουδών «φύλου» ή των «γυναικείων σπουδών», μία συζήτηση για τις αιτίες του φαινομένου του «βιασμού» και ιδίως εάν σήμερα μπορούμε το φαινόμενο αυτό να το προσεγγίσουμε στο πλαίσιο του συστήματος της «πατριαρχίας», ως δομικό στοιχείο του καπιταλισμού.
Είναι γνωστή η υλιστική ερμηνεία του Ένγκελς, σύμφωνα με την οποία, η υλική-παραγωγή βάση της κοινωνίας καθώς και οι παραγωγικές σχέσεις ορίζουν στοιχεία του εποικοδομήματος, όπως την κοινωνική ιεραρχία και πως οι αλλαγές στην παραγωγική βάση οδήγησαν και στην ανατροπή της μητριαρχίας από την πατριαρχία.
Η υποδούλωση των γυναικών στους άντρες αποτέλεσε σύμφωνα με τη θεώρηση του Ένγκελς την πρώτη ταξική σχέση καταπίεσης. Με την ανατροπή λοιπόν του καπιταλισμού, ο Ένγκελς οραματίζεται ότι θα ανατραπεί και η πατριαρχία και η καταπίεση των γυναικών, καθώς η ανατροφή των παιδιών θα αποτελεί κοινωνική υπόθεση.
Από τότε πολύ νερό έπεσε στο «ιστορικό αυλάκι» και ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε ακόμα και πλευρές της μαρξιστικής κριτικής στην πατριαρχία, αποδέχτηκε πολλά αιτήματα του γυναικείου κινήματος με τάση μάλιστα να αξιοποιεί και τις ιδιαιτερότητες του γυναικείου φύλου για την ανάπτυξη της αγοράς. Μια ολόκληρη βιομηχανία άνθισε ακριβώς σ’ αυτές τις «ιδιαιτερότητες» ή «ευαισθησίες» με σκοπό το κέρδος.
Τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή ενός εκμεταλλευτικού οικονομικού οργανισμού με στόχο την παραγωγή κέρδους, μετουσιώνονται και στο εποικοδόμημα, και κυρίως, στην διαμόρφωση ιδεολογίας που εδράζεται στα στοιχεία αυτά. Οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις, τα ανθρώπινα σώματα χρωματίζονται από τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατίας, Και, καθόλου τυχαία, είναι κυρίως τα γυναικεία σώματα που αντικειμενικοποιούνται ως εμπορεύματα με στόχο την παραγωγή κέρδους. Πολλές φορές με τρόπο κυριολεκτικό: η διεθνής σωματεμπορία, θύματα της οποίας βρίσκονται κατά κύριο λόγο γυναίκες, οι οποίες διακινούνται ως αντικείμενα για πληθώρα χρήσεων αποτελεί ενδεικτικότερο της σκέψης αυτής (Μελέτη Αθανασίου & Τσιμουρής,2013).
Με το παραπάνω ζήτημα ασχολούνται κάποιες γυναικείες οργανώσεις, αποκαλούμενες «αποικιοφεμινιστικές».
Αξίζει να γίνει έστω μια σύντομη αναφορά στην εμπορευματοποίηση της γυναικείας εμφάνισης και στην δημιουργία πατριαρχικών προτύπων ομορφιάς που εγκαθίστανται στις ζωές των γυναικών και φαίνεται να ορίζουν πολύ περισσότερα από ότι θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι είναι στοιχείο μαρξιστικού φεμινισμού η συσχέτιση τέτοιων φαινομένων που εκχυδαΐζουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε προϊόντα προς πώληση με την ιδεολογία του καπιταλισμού.
Σε κάθε περίπτωση ήταν ο μαρξιστικός φεμινισμός ο οποίος έφερε στο προσκήνιο την σχέση των ταξικών κοινωνιών με την καταπίεση των γυναικών, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η πατριαρχία ωφελεί τον καπιταλισμό.
Εντοπίζεται όμως το παράδοξο, κατά το οποίο ενώ ιστορικά οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια παγκόσμια κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, ο καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζεται ως δομική αιτία αυτής της κρίσης. Ίσως λοιπόν να είναι χρήσιμη μια σύνδεση διάφορων μορφών καταπίεσης με το ευρύτερο κεφαλαιοκρατικό σύστημα τις οποίες αυτό αξιοποιεί για την επιβίωσή του.
«Είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός, όπως άλλωστε περιγράφουν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι Μαρξ και Ενγκελς, δεν είναι ένα σύστημα που συντηρεί τα όρια που δημιουργήθηκαν πριν από αυτόν. Στο τέλος είναι το σύστημα που τα συνθλίβει και τα καταργεί», όπως σημειώνει σωστά ο συγγραφέας Δημήτρης Μπελαντής, συμπληρώνοντας ότι η πλήρης δυναμική του καπιταλισμού αξιοποιεί τις ανδρικές, γυναικείες, ετεροφυλόφιλες, ομοφυλόφιλες, τρανς ή άλλες ποιότητες ως μια πολυμορφία που είναι χρήσιμη για την αξιοποίηση του κεφαλαίου και τη συσσώρευση.
Έτσι θα σημείωνα, ότι εντάσσει, ενσωματώνει και παραλλάσσει στοιχεία της παραδοσιακής πατριαρχίας που στην εξέλιξη των σύγχρονων αστικών κοινωνιών δεν λειτουργούν αντικειμενικά πια, όπως η πυρηνική οικογένεια, οι παραδοσιακοί ρόλοι μεταξύ των φύλων εντός της οικογένειας και στις μεταξύ τους σχέσεις, ζητήματα περί «ηθικής» και σεξουαλικής ελευθερίας, ακόμα και αποδοχής ομοφυλόφιλων αλλά και της γενικότερης ΛΟΑΤ+ κοινότητας και των δικαιωμάτων της {(αγγλικά: LGBT+) είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς}.
Ο μαρξιστικός φεμινισμός ως ρεύμα διαφοροποιείται από άλλα ρεύματα φεμινισμού, από τον φιλελεύθερο, τον ριζοσπαστικό καθώς και τον μεταμοντέρνο φεμινισμό, διατυπώνοντας μια πολύ συγκεκριμένη θεώρηση για τα αίτια της πατριαρχίας.
Η συμβολή της μαρξιστικής ανάλυσης, χωρίς να υποτιμούμε ότι η στενή οικονομικίστικη αντίληψη δεν μπορεί να ερμηνεύσει πολύπλοκα φαινόμενα του επικοδομήματος, είναι πολύ χρήσιμη στην κατανόηση του πώς η απουσία του κράτους στις σύγχρονες κοινωνίες ενισχύει τις έμφυλες ανισότητες, προωθεί την αντικειμενικοποίηση των σωμάτων των γυναικών, και γενικότερα αποτελεί ένα σύστημα που συντηρεί την έμφυλη ανισότητα.
Αξίζει να γίνει έστω μια σύντομη αναφορά στην εμπορευματοποίηση της γυναικείας εμφάνισης και στην δημιουργία πατριαρχικών προτύπων ομορφιάς που επιβιώνουν ακόμα και εγκαθίστανται στις ζωές των γυναικών και φαίνεται να ορίζουν πολύ περισσότερα από ότι θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο φλέγον ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης και βίας όποιας μορφής που βλέπουμε να συνεχίζεται παρ’ όλα και εξ αιτίας των παραπάνω, θεωρώ πως το βλέμμα μας πρέπει να είναι διαρκώς στραμμένο στις σχέσεις εξουσίας που ξεκινάνε από τον οικογενειακό μικρόκοσμο και διαπερνούν όλες τις κοινωνικές σφαίρες και κυρίως τους εργασιακούς χώρους και χώρους αυστηρής ιεράρχησης και χειραγώγησης, ακόμα κι αν πρόκειται για τους αθλητικούς ή καλλιτεχνικούς.
Τέλος σε μία κοινωνία παραδομένη στην επιρροή των ΜΜΕ, των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στη χυδαία εκμετάλλευση των ίδιων των παθογενειών της από το πολιτικό σύστημα και τους οργανικούς του διανοούμενους, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μετατρέπεται κάθε σοβαρή καταγγελία ή περίπτωση κακοποίησης σε reality show και σε έναν χυλό που από τη μια όχι μόνο δεν αλλάζει συνειδήσεις και συμπεριφορές αλλά αποκλείει και οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση, καλύπτοντας ουσιαστικά τα αίτια και τις ευθύνες για την διόγκωση αυτών των φαινομένων.