Στη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική Αριστερά αναπτύσσεται διάλογος το τελευταίο διάστημα σχετικά με την πολιτική παρέμβαση στις μάχες των επερχόμενων εκλογών.
Ο διάλογος αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα αλλιώς αν διεξαγόταν στη βάση της πραγματικότητας, της απόδοσης των απόψεων της κάθε πλευράς όπως αυτές είναι και όχι σε εύκολες απλοποιήσεις και καρικατούρες θέσεων για να δικαιολογηθεί το εκάστοτε προαποφασισμένο πολιτικό σχέδιο.
Θα μπορούσε επίσης να είχε θετική έκβαση στο βαθμό που αποτύπωνε την πραγματικότητα ως έχει και όχι όπως θα θέλαμε να είναι, κοιτάζοντάς την μέσα από παραμορφωτικούς φακούς.
Αλλά αυτό προϋποθέτει να έχεις στο κέντρο των στόχων σου τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.
Τις τελευταίες ημέρες δόθηκε σε δημοσιότητα ανακοίνωση του προεδρείου της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενώ δημοσιεύτηκαν άρθρα και δημόσιες τοποθετήσεις από στελέχη του ΝΑΡ (Π. Μαυροειδής, Παντιέρα και Δ. Δεσύλλας, ΕφΣυν) στα οποία αξίζει να σταθούμε, στο βαθμό που αποτυπώνουν τη λογική που διαπερνά την πλειοψηφία της πρόσφατης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Να δούμε την πραγματικότητα
Στην ανακοίνωση αποτίμησης της συνδιάσκεψης αναφέρεται:
«Ολοκληρώθηκαν με μεγάλη επιτυχία οι διαδικασίες της 5ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την ψήφιση των Θέσεων και της Πολιτικής Απόφασης, καθώς και με την εκλογή της νέας Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής και του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου. Στη Συνδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε το διήμερο 21-22 Ιανουαρίου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, συμμετείχαν εκατοντάδες αντιπρόσωποι, εκλεγμένοι από τις συνελεύσεις 72 Τοπικών και Κλαδικών Επιτροπών σε όλη την Ελλάδα, στις οποίες πήραν μέρος χιλιάδες μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ξεκινούν και οι ανακοινώσεις της 4ης συνδιάσκεψης το 2018 αλλά και της 3ης συνδιάσκεψης το 2016, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα το σοβαρό….
Ικανοποίηση λοιπόν, καθώς «χιλιάδες μέλη πήραν μέρος στις προσυνδιασκεψιακές διαδικασίες» και η συνδιάσκεψη στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία.
Ας δούμε όμως την πραγματικότητα καθώς «μόνο η γνώση της βοηθά πώς την πραγματικότητα να αλλάξουμε».
Συγκριτικά, στην προηγούμενη, 4η συνδιάσκεψη (το 2018) οι αντιπρόσωποι ήταν 919, τώρα περίπου 580.
Μείωση κατά 37%, κατά ένα τρίτο!
Τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών δείχνουν βαθύ διχασμό και έλλειψη πολιτικής ενότητας. Συγκεκριμένα, το 2018, υπέρ της απόφασης της συνδιάσκεψης τάχθηκε το 92%, ενώ τώρα μόνο το 58% υπέρ, το 35% κατά και 7% λευκά.
Η καθοδική πορεία είχε ξεκινήσει βέβαια νωρίτερα, ήδη μετά την 3η συνδιάσκεψη (το 2016) η οποία μετρούσε τότε 1003 αντιπροσώπους.
Αλλά το 2015 είχαν μεσολαβήσει το πραξικόπημα των ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ που είχε μετατρέψει το μεγαλειώδες ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ καθώς και η υποταγή στη ντόπια ολιγαρχία και την γερμανο – ευρωπαϊκή τρόικα.
Από αυτά τα ιστορικού χαρακτήρα γεγονότα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν καρπώθηκε αλλά υποχώρησε. Και υποχώρησε πολύ.
Και δεν υποχώρησε μόνο αριθμητικά αλλά επί της ουσίας, καθώς στο εργατικό κίνημα, στο αντιπολεμικό κίνημα και στο κίνημα της τοπικής αυτοδιοίκησης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μέτωπο έχει επί τοις ουσίας πάψει να υφίσταται.
Τα μηνύματα ότι τα πράγματα κινούνται σε λάθος κατεύθυνση έρχονται ήδη από τα προηγούμενα χρόνια και έρχονταν από την ίδια την πραγματικότητα. Η αντιμετώπιση, όμως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων περιελάμβανε το γνωστό «business as usual» με συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Η πραγματικότητα, όμως, δεν επιδέχεται παραποίησης. Ο εντοπισμός των λαθών που οδηγούν στη σημερινή δύσκολη κατάσταση περιλαμβάνει σαφήνεια στην αποτίμηση, πολιτικό ξεβόλεμα και αλλαγή μιας γραμμής που όσο συνεχίζεται οδηγεί σε υποχώρηση.
Από το 2014
Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τις 30 Οκτώβρη του 2014, τότε που στο Kommon δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο «Για την πολιτική Συμμαχιών»1.
Το άρθρο υπογράμμιζε πως «αυτό που απαιτείται σήμερα, στον παρόντα πολιτικό χρόνο και όχι αργότερα, ή όποτε να ‘ναι, είναι μια «αριστερή πολιτική συμμαχία για την ανατροπή» που θα:
- i) έχει προγραμματικές, αλλά και πρακτικές δεσμεύσεις,
- ii) δρα συμμαχικά διατηρώντας η κάθε πολιτική δύναμη την οργανωτική της αυτοτέλεια και τη δυνατότητα να παλεύει και να προβάλλει αυτοτελώς το δικό της συνολικό πολιτικό πρόγραμμα,
iii) δρα μετωπικά χωρίς ακόμη να είναι μέτωπο.
Το μέτωπο απαιτεί πολύ πιο αναβαθμισμένη προγραμματική συμφωνία και κοινά όργανα από πάνω μέχρι κάτω. Κάτι τέτοιο, τώρα, δεν είναι εφικτό και θα υπονόμευε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Με αυτό το σκεπτικό πρέπει άμεσα να απευθυνθούμε σε όλους τους αγωνιστές που απομακρύνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένοι από την απροκάλυπτη δεξιά μετατόπισή του. Στις δυνάμεις που συνειδητοποιούν την αδιέξοδη πολιτική του ΚΚΕ. Σε κάθε οργανωμένη δύναμη της αριστεράς που, από διαφορετική αφετηρία, προσεγγίζει τη λογική αυτή. Αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προωθήσει μαχητικά και ενιαία αυτή τη γραμμή, θα σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα….»
«Θα σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» …αυτό υπογραμμιζόταν τότε.
Τέτοια πολιτική δεν ακολουθήθηκε από την ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές και καμιά ωραιοποίησή του– κληρονομιά των άσχημων στιγμών της Αριστεράς – δεν μπορεί να το αντιστρέψει.
Πολύ περισσότερο, καμιά πολεμική σε βάρος αυτής της αντικειμενικά αναγκαίας ενωτικής πολιτικής πρότασης, όσο στρεβλή κι αν είναι, δεν μπορεί να αναιρέσει τον αντικειμενικό της χαρακτήρα.
Η ανάγκη όχι μίας ακόμη, αλλά μιας σύγχρονης ενωτικής πολιτικής
Η σημερινή ελληνική κοινωνία, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αντιπροσωπεύει τη φρενίτιδα της εμπορευματοποίησης όλων όσων από κοινού παράγονται και τη μετατόπιση στη φτώχεια και στην ανέχεια μεγάλων τμημάτων της. Μια δύναμη κυριαρχεί και αποθεώνεται: η «θεία δύναμη» του χρήματος που συσσωρεύεται ολοένα σε λίγα χέρια.
Εδώ συμπυκνώνονται οι κυβερνητικές πολιτικές .
Αλλά η «ιδιωτικοποίηση» καθιστά αδύνατη κάθε συλλογική διαχείριση, κάθε συλλογικό ανθρώπινο έλεγχο του πλούτου, των γνώσεων, των παραγόμενων αγαθών.
Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή μεγάλα τμήματα της κοινωνίας απωθούνται προς τον τέταρτο κόσμο της φτώχειας και της μίζερης ζωής, για την απώθηση αυτή, ασκείται η βία, (κρατική οικονομική και εξωοικονομική) και οι γενικευμένες παρακολουθήσεις ως εσωτερικό συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτικής.
Η κοινή πρόταση ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ, ΑΡΑΝ, Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου αλλά και η Πρωτοβουλία για Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (που εκφράστηκε στην εκδήλωση του Studio) επιχειρεί να υπηρετήσει το παρόν και το μέλλον του εργατικού κινήματος.
Άμεσο στόχο έχει την αντιστροφή της φοράς των πολιτικών εξελίξεων υπέρ της εργατικής και σε βάρος της αστικής πολιτικής.
Ώστε να υπάρξουν άμεσες νίκες – φάροι αυτοπεποίθησης και ικανοποίησης άμεσων αναγκών αλλά και να ανοίξουν υλικά, πραγματικά οι ορίζοντες για την κοινωνική απελευθέρωση.
Με την πρόταση της Πρωτοβουλίας μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα ακριβώς γιατί στηρίζεται στην επίγνωση πως η ελαστική εργασία, οι χαμηλοί μισθοί και συντάξεις, η καταρράκωση κάθε δημόσιου αγαθού, η διπλωματία της κυριαρχίας κρατών σε άλλα κράτη είναι κεντρικά ζητήματα του νεοφιλελευθερισμού αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού της νέας εποχής.
Ο αγώνας επομένως για μόνιμη δουλειά, ικανοποιητική αμοιβή, ριζική μείωση του χρόνου εργασίας και δημοκρατία στους χώρους δουλειάς καθώς και το ζήτημα της εργατικής αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής στη βάση του αμοιβαίου οφέλους και της ειρηνικής γειτονίας κρατών έρχονται σε ευθεία ρήξη με τον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού. Γι’ αυτό και απαιτούνται σκληροί μαζικοί αγώνες όλων όσων – και είναι πολυάριθμοι – στρέφονται ενάντια σε αυτή την πολιτική.
Γι’ αυτό εξάλλου αυτή μας η πολιτική πρόταση συνοδεύεται άρρηκτα από μια πολιτική συγκέντρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ικανών, εφόσον συγκεντρωθούν, να αναμετρώνται νικηφόρα με την ευρώ-κυβερνητική λαίλαπα.
Σε πολιτικό επίπεδο, η πολιτική αυτή της συγκέντρωσης δυνάμεων περιλαμβάνει όλη τη μαχόμενη αριστερά – επαναστατική και μεταρρυθμιστική.
Για ένα σύγχρονο μέτωπο επαναστατών – μαχόμενων μεταρρυθμιστών
Ζητούμενο η επαναστατική ηγεμονία
Είναι ιστορικά αναγκαίο να τεθεί με σύγχρονους όρους η σχέση επαναστατών-κομμουνιστών και μαχόμενων μεταρρυθμιστών-ρεφορμιστών. Σχέση που ταλαιπώρησε και ταλαιπωρεί την Αριστερά, σχέση που πλήρωσαν και πληρώνουν οι λαοί.
«Η σοσιαλδημοκρατία είναι το δεξί χέρι του Χίτλερ» έλεγε από το 1924 ως το 1935 η τότε Κομμουνιστική Διεθνής. Και κατέληξε ο φασισμός να επελαύνει στην Ευρώπη καθώς αυτή η προσέγγιση αδυνάτιζε αντί να ενδυναμώνει το μέτωπο ενάντια στο φασισμό.
Το 1935 η χρεοκοπημένη αυτή πολιτική άλλαξε. Με την αλλαγή στη μετωπική πολιτική και την πρόκριση της γραμμής των λαϊκών και αργότερα των αντιφασιστικών μετώπων, η κατάσταση πήρε άλλη τροπή. Και άλλαξε θετικά υπέρ των λαϊκών στρωμάτων.
Ωστόσο, η βέργα έγειρε προς τα δεξιά.
Με τη γραμμή της συγκυβέρνησης με σοσιαλδημοκράτες αλλά και αστούς οδηγηθήκαμε στα γνωστά ιστορικά αποτελέσματα, στη διάλυση και δραστική συρρίκνωση των κομμουνιστικών κομμάτων, στην υποχώρηση του ταξικού εργατικού κινήματος.
Από αυτό το δίπολο: ενσωμάτωση κάτω από διαχειριστικές κυβερνήσεις ή « δεξί χέρι του Χίτλερ» οι σοσιαλδημοκράτες ή αλλιώς το δίπολο οπορτουνισμού – σεχταρισμού, πρέπει να απομακρυνθούμε δια παντός.
Και στη θέση του να τοποθετήσουμε τον έμπρακτα αναγνωριζόμενο πρωτοπόρο ρόλο των επαναστατών, την αυτοτελή οργανωτική και πολιτική δράση τους και την κοινή πολιτική δράση πάνω σε πρόγραμμα και αρχές με τους μαχόμενους μεταρρυθμιστές για κατακτήσεις που θα βελτιώνουν ριζικά τη ζωή των εργατολαϊκών στρωμάτων, για την ανατροπή της επίθεσης και το άνοιγμα του ορίζοντα για τη μεγάλη αναμέτρηση.
Μια τέτοια πολιτική στόχευση, εφόσον επιτευχθεί, θα καταλάβει την «τέταρτη εξουσία», την «εξουσία» του λαϊκού κινήματος.
Ενός κινήματος που θα αποσπά νίκες- φάρους αισιοδοξίας για το σήμερα, θα μπορεί να κάνει πράξη το σύνθημα «νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη», θα καλλιεργεί την αυτοπεποίθηση αντί της μοιρολατρίας και επομένως θα ανοίγει τους ορίζοντες για μια αντιστροφή του βέλους της ιστορίας.
Φυσικά, σε αυτήν την πολιτική δεν έχουν θέση τα αστικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, διεθνώς η οριστικά μεταλλαγμένη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία.
Η ανάγκη συγκρότησης ενός τέτοιου κοινωνικοπολιτικού μετώπου στον παρόντα χρόνο τίθεται από τις ίδιες τις ανάγκες των εργαζόμενων. Το κοινωνικό υποκείμενο είναι πολλαπλά διαιρεμένο, συνεπώς, μία μετωπική πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων για να μπορέσει η πάλη των εργαζομένων να γίνει αποτελεσματική είναι αντικειμενική πολιτική ανάγκη.
Εκεί, η αριστερά της μεγάλης αναμέτρησης μπορεί έμπρακτα να αναγνωριστεί ως ηγεμόνας, όχι a priori και «εκ …θεού».
Μια τέτοια πολιτική είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει, έξω από την καταστροφική ενσωμάτωση του οπορτουνισμού αλλά και από την εσώκλειστη, αυτοεπιβεβαιούμενη και απομονωμένη δήθεν επαναστατική πρωτοπορία του σεχταρισμού.
Αλλά αυτό απαιτεί τολμηρές υπερβάσεις και αρχές.
Αυτή η λογική λείπει από τα άρθρα των Π. Μαυροειδή και Δ. Δεσύλλα.
Αλλά όχι μόνο αυτό.
Οι καταστροφικές εμπειρίες από τις ήττες του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και τις πολιτικές ήττες της τελευταίας δεκαετίας, περιορίζουν δραματικά την οπτική που παρουσιάζεται στα συγκεκριμένα άρθρα. Ταυτόχρονα, λείπει η αυτοπεποίθηση της δυνατότητας ηγεμονίας της επαναστατικής πολιτικής πάνω σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα. Δυνατότητας, δηλαδή, της οποίας η πραγμάτωση επαληθεύει τον πρωτοπόρο ρόλο μιας επαναστατικής δύναμης.
Παρουσιάζουν μια χοντροκομμένη πολιτική που ισοπεδώνει κάθε διαφορά ή αντίθεση, ακυρώνει δηλαδή τη διαλεκτική. Δεν υπάρχουν ακροδεξιοί, ναζί φασίστες, νεοφιλελεύθεροι, δεξιοί σοσιαλδημοκράτες, μαχόμενοι σοσιαλδημοκράτες, στην ουσία όλα αστικά κόμματα είναι. Και καθαρίσαμε.
Αντίστοιχα, δεν υπάρχουν ρεύματα ή οργανώσεις εργατικής λαϊκής αναφοράς τα οποία με ταλαντεύσεις προσεγγίζουν δρόμους ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική και τα οποία μέσα από τακτική συγκέντρωσης δυνάμεων μπορούν να ενταχθούν στον αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης, αλλά και προοπτικά να μετασχηματιστούν τα ίδια ή τμήματά τους.
Προς ιστορικό πισωγύρισμα;
Αυτή η χοντροκομμένη πολιτική απαιτεί και έναν χοντροκομμένο εχθρικό πολιτισμό.
Μπορεί ξαφνικά να χρησιμοποιήσει το κάθε ψέμα. Για παράδειγμα, ακόμη και το πως εμείς προτείναμε να πάμε σε πολιτική συμφωνία με το ΣΥΡΙΖΑ, δεν το καταφέραμε, ύστερα προτείναμε με τη ΛΑΕ, δεν το πετύχαμε και γι’ αυτό – όχι για στρατηγικούς σοβαρούς λόγους – αποχωρήσαμε και συνεχίζουμε από άλλο μετερίζι. Ακριβέστερα όχι εμείς, το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, με δημοσιευμένη την πρόταση στρατηγικής και τακτικής μας, έχοντας δημοσιεύσει πλατφόρμες πριν αναγκαστούμε να ανεξαρτητοποιηθούμε, εκφράζοντας ακόμα και με την αποχώρησή μας έναν άλλο πολιτισμό.
Πώς οι αστοί αποκαλούν το ΝΑΡ «η ομάδα Γράψα που έφυγε από το ΚΚΕ», έτσι και εμείς βρεθήκαμε να αποκαλούμαστε «αυτοί που έφυγαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΝΑΡ».
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε τέλμα, σε προσωρινό αδιέξοδο.
Απαραίτητο απέναντι στο τέλμα που θέτει ένας τέτοιος πολιτισμός είναι εδώ και τώρα να υπάρξει δημόσια και θαρρετή διαφοροποίηση από αντισυντροφικές, διαστρεβλωτικές και συκοφαντικές τοποθετήσεις όπως αυτή του Π. Αντωνόπουλου.
Ας μη γίνουν οι εκλογές και η ανάγκη για συγκράτηση λίγων χιλιάδων ψήφων, η αφορμή για να βγει πάλι στην επιφάνεια η χειρότερη εκδοχή πολιτικής αντιπαράθεσης εντός της Αριστεράς.
Και για την άρση του συνολικού πολιτικού αδιεξόδου οφείλουν να πράξουν όλοι όσοι κατανοούν την αναγκαιότητά της.
Διαφορετικά θα αποτελέσει ιστορικό πισωγύρισμα για το χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς το γεγονός ότι μια ακόμη εκλογική μάχη, όπως ετοιμάζεται, θα οδηγήσει σε εκλογικά κατεβάσματα «της καταγραφής». Εκλογικά κατεβάσματα από τα οποία απουσιάζει εξ’ αρχής η πολιτική φιλοδοξία να αποτυπώσουν συσπείρωση και αλλαγή τάξης μεγέθους ως προς το συνολικό συσχετισμό δύναμης υπέρ της εργατικής και σε βάρος της αστικής πολιτικής.
Οι δυνατότητες για μια άλλη πορεία είναι εδώ, μπορούν να αναζητηθούν και να προσεγγιστούν από τους χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της μαχόμενης Αριστεράς και των κινημάτων. Αρκεί η συνειδητοποίηση ότι ο ιστορικός χρόνος δεν περιμένει και τίποτα δε θα μας δικαιολογεί αν για μία ακόμη φορά καταλήξουμε να υπονομεύουμε αυτές τις δυνατότητες.
- Για την πολιτική συμμαχιών, Βασίλης Γάτσιος, 2014, https://www.kommon.gr/politiki/item/1174-gia-tin-politiki-symmaxion