Σαν σήμερα, 12 Φεβρουαρίου του 1809 γεννιέται στο Shrewsbury της Αγγλίας, ένας από τους μεγαλύτερους περατάρηδες προς τη σημερινή μας γνώση για το φυσικό κόσμο. Ο εισηγητής της Θεωρίας της Εξέλιξης μέσω Φυσικής Επιλογής, Κάρολος Δαρβίνος.
Ο Κάρολος Δαρβίνος έδειξε ενδιαφέρον για τη γεωλογία και τη βιολογία από την παιδική του ηλικία. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και στην ηλικία περίπου των 17 ετών ο πατέρας του τον έστειλε στο Εδιμβούργο για να σπουδάσει ιατρική. Ο Δαρβίνος, ωστόσο, δεν ενδιαφερόταν για μια τέτοια προοπτική. Συνέπεια αυτού, αλλάζει σπουδές και κατευθύνεται στο θεολογική σχολή του Cambridge όπου αφιερώνεται απόλυτα στη βοτανική, την παρατήρηση ζωντανών οργανισμών, τη φυσική ιστορία και τη γεωλογία. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του, μέσω διάφορων επιστημονικών και κοινωνικών διασυνδέσεων κατορθώνει να ενταχθεί στην αποστολή του πλοίο Beagle που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι χαρτογράφησης σημείων γύρω από την υδρόγειο ώστε να διευκολύνεται η αγγλική ναυσιπλοΐα. Το Beagle διεξήγαγε ένα πενταετές ταξίδι που ξεκίνησε στις 27 Δεκεμβρίου του 1831 το οποίο ο Δαρβίνος αξιοποιεί στο έπακρο συλλέγοντας δείγματα φυτών και ζώων από τη Νότια Αμερική και τα νησιά Γκαλαπάγκος. Μετά από μια μακροχρόνια συλλογή δεδομένων, μελέτες απολιθωμάτων και συλλογή παρατηρήσεων από ποικίλες μορφές ζωής αρχίζει να σχηματίζεται στη σκέψη του Δαρβίνου, η Θεωρία της Εξέλιξης μέσω Φυσικής Επιλογής.
Θα χρειαστούν, βέβαια, περισσότερα από είκοσι χρόνια προκειμένου να βρει το θάρρος να την παρουσιάσει στο σύνολο της κοινωνίας της εποχής του.
Η επιστημονική θεωρία όπως και τα τεκμήρια για αυτήν παρουσιάζονται με την έκδοση του βιβλίου του “On the Origin of species” στις 24/11/1859. Ένα βιβλίο ορόσημο, η συμβολή του οποίου στην επιστημονική σκέψη παραμένει μέχρι και σήμερα καθοριστική.
Για τη Θεωρία της Εξέλιξης μέσω Φυσικής Επιλογής
Τα επαναστατικά συμπεράσματα του Δαρβίνου
Ο Δαρβίνος παρατήρησε ότι η κληρονομικότητα είναι μια εμφανώς συντηρητική διαδικασία καθώς από μια γενιά ενός οργανισμών ενός είδους οι απόγονοι ανήκουν στο ίδιο είδος (πχ. από άνθρωπο γεννιέται άνθρωπος), ωστόσο, τα παιδιά ενός ζευγαριού γονέων παρ’ όλο που παρουσιάζουν ομοιότητες, δεν είναι πανομοιότυπα. Παρουσιάζεται δηλαδή ποικιλότητα σε έναν πληθυσμό. Επιπλέον, ορισμένα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν ποικιλότητα μεταξύ των μελών μιας οικογένειας μπορούν να κληροδοτηθούν στην επόμενη. Σε έναν πληθυσμό οι διασταυρώσεις είναι τυχαίες, αλλά είναι πιθανότερο να διασταυρωθούν μεταξύ τους εκείνα τα άτομα που εμφανίζουν καλύτερη προσαρμογή έναντι των άλλων. Τα άτομα που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στις συγκεκριμένες συνθήκες περιβάλλοντος είναι και αυτά που θα μεταβιβάσουν τα χαρακτηριστικά τους στις επόμενες γενιές. Δηλαδή, τη φυσική επιλογή δεν την κάνει με τη θέλησή του ο άνθρωπος, ούτε κάποιο ανώτερο ον αλλά ούτε και ο οργανισμός που επιβιώνει. Η φυσική επιλογή αποτελεί αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ίδιου του συστήματος οργανισμού – περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με το Δαρβίνο, λοιπόν, φυσική επιλογή ορίζεται ως εξής: Οργανισμοί που διαθέτουν κληρονομήσιμα πλεονεκτήματα επιβιώνουν καλύτερα και αφήνουν περισσότερους απογόνους.
Ο όρος « πλεονεκτήματα» είναι ένας σχετικός όρος που εξαρτάται από το δεδομένο περιβάλλον, δηλαδή από έναν εξωτερικό παράγοντα ο οποίος δεν ελέγχεται άμεσα και δε συνιστά γνώρισμα του συγκεκριμένου οργανισμού. Για παράδειγμα το λευκό και παχύ τρίχωμα είναι πλεονέκτημα για τη διαβίωση ενός θηλαστικού σε μια χιονισμένη περιοχή, όχι όμως σε ένα τροπικό δάσος.
Η θεωρία της εξέλιξης που δημοσιεύεται στην «Καταγωγή των Ειδών» το 1859 και στην «Καταγωγή του ανθρώπου», δέκα χρόνια αργότερα, έρχεται σαν αποτέλεσμα τεσσάρων επαναστατικών ιδεών:
Α) Κανόνας της φύσης είναι η μεταβλητότητα. Η μεταβλητότητα ισχύει τόσο για τον ανόργανο όσο και για τον έμβιο κόσμο. Ο Δαρβίνος επιχειρηματολογεί επαρκώς σχετικά με την ιδέα ότι όλοι οι οργανισμοί του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος προέρχονται ύστερα από τροποποιήσεις από έναν κοινό πρόγονο. Χαρακτηριστικά στην «Καταγωγή των ειδών» γράφει: «Έχω ολότελα πειστεί ότι τα είδη δεν είναι αμετάβλητα και ότι ανήκουν σε αυτό που θα ονομάζαμε ίδιο γένος, κατευθείαν απόγονοι κάποιου άλλου είδους που έχει εκλείψει».
Β) Ο μηχανισμός της φυσικής επιλογής ως το αίτιο των τροποποιήσεων των οργανισμών. «Έχω την πεποίθηση πως η φυσική επιλογή είναι το πιο σπουδαίο μέσο της μεταβολής των οργανισμών». Η φυσική επιλογή ως μηχανισμός μεταβολής των οργανισμών αντικαθιστά την αριστοτελική έννοια της σκοπιμότητας που κρύβεται πίσω από κάθε συμβάν. Στο μηχανισμό αυτό προτείνει τη διάκριση δύο βασικών σταδίων. Το πρώτο στάδιο αφορά την αναπαραγωγή των οργανισμών, γράφει: «Γεννιούνται περισσότερα άτομα από εκείνα που μπορούν να επιζήσουν […] υπάρχει κάποιος αγώνας για την ύπαρξη». Το δεύτερο στάδιο αφορά τη διαφορική επιβίωση των οργανισμών, δηλαδή την επιλογή από το περιβάλλον των ευνοϊκών παραλλαγών: «Ονόμασα τη διατήρηση αυτή των ευνοϊκών παραλλαγών και την καταστροφή των βλαβερών φυσική επιλογή του καλύτερα προσαρμοσμένου».
Γ) Η θεώρηση της τυχαιότητας σαν μηχανισμό μεταβολής των οργανισμών. Η εξέλιξη οφείλεται σε τυχαίες μεταβολές που δεν υπάκουσαν σε κανένα προκαθορισμένο πρόγραμμα, δεν κινείται προς έναν προκαθορισμένο προορισμό. «Η φυσική επιλογή δεν οδηγεί αναγκαστικά στην τελειότητα» όπως χαρακτηριστικά γράφει. Η ιδέα αυτή αποτέλεσε ένα είδος σκανδάλου ακόμα και για τους δικούς του οπαδούς. Τόσο η θρησκεία όσο και οι επιστήμες του 19ου αιώνα εχθρεύονται την έννοια του τυχαίου. Οι επιστήμες της εποχής ειδικότερα ισχυρίζονται ότι το τυχαίο είναι αποτέλεσμα της άγνοιας του ανθρώπου. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν οι ιδέες της πιθανοκρατίας του 20ου αιώνα και των μαθηματικών μοντέλων της στατιστικής για να γίνει αποδεκτή η ιδέα αυτή στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας.
Δ) Η άποψη ότι ο άνθρωπος κατατάσσεται στον κόσμο των έμβιων όντων, άρα και αυτός έχει κοινή καταγωγή με τους άλλους οργανισμούς. Γεγονός το οποίο επίσης θέτει σε σύγκρουση τη θεωρία της εξέλιξης με τις ανθρωποκεντρικές και θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πώς γίνεται ο άνθρωπος και όλα τα άλλα σπονδυλωτά να έχουν φτιαχτεί στο ίδιο γενικό μοντέλο, γιατί περνούν τις ίδιες πρώτες φάσεις ανάπτυξης και γιατί διατηρούν κοινά υποτυπώδη χαρακτηριστικά. […] Μόνο οι φυσικές μας προκαταλήψεις και αυτή η ματαιοδοξία που έκανε τους προγόνους μας να δηλώσουν ότι κατάγονται από ημίθεους μας εμποδίζουν να αποδεχτούμε ένα τέτοιο συμπέρασμα» (Δαρβίνος, Καταγωγή των Ειδών).
Ο Δαρβίνος φέρνει στο προσκήνιο την ενότητα του τυχαίου και της αναγκαιότητας στην εμφάνιση και την εξέλιξη της ζωής. Η φυσική επιλογή, η κληρονομικότητα και η μεταβλητότητα (μεταλλαξιμότητα) είναι πλέον οι παράγοντες της ιστορικής οργανικής ανάπτυξης και όχι μια απόλυτα καθορισμένη αναγκαιότητα που έχει επιβληθεί στη φύση. Η εξέλιξη, δεν καθορίζεται από σκόπιμα ερεθίσματα στους ίδιους τους οργανισμούς. Η αιτιότητα είναι μια ιστορικά αποκτημένη, όχι προκαθορισμένη, ιδιότητα των έμβιων όντων, η οποία κατ’ ανάγκη ελέγχεται από το περιβάλλον και δημιουργείται μέσω της φυσικής επιλογής από τυχαίες αποκλίσεις.
Η δαρβινική θεωρία, αναντίρρητα, αναίρεσε την ιδέα της ειδικής δημιουργίας, την άποψη ότι ο έμβιος κόσμος αποτέλεσε τον προνομιούχο στόχο των «τελικών» αιτιών. Ενάντια στο επιχείρημα ότι όλες οι δομές, οι ιδιότητες, η συμπεριφορά των ζωντανών όντων μοιάζουν να απαντούν σε μια πρόθεση, ο Δαρβίνος έδειξε ότι ο ιμάντας της εξελικτικής διαδικασίας, η σχεδόν καθολικά αποδεκτή σήμερα φυσική επιλογή, δίνει την πυξίδα στην αλλαγή, προσανατολίζει την τύχη, «μαστορεύει» ανταποκρίσιμες δομές, νέα όργανα και λειτουργίες, καινούρια είδη. Με θεμέλιο τη βιολογική ποικιλομορφία, το δαρβινικό μοντέλο είναι επιλεκτικό, πληθυσμιακό και αποτελεί ένα είδος αυστηρού αποκλεισμού κάθε τελεολογίας.
Καταρρίφθηκε η σταθερότητα των ειδών. «Αντιμετωπίζω τον όρο “είδος” σαν ένα δεδομένο, για χάρη της ευκολίας, που ορίζεται σαν ένα σύνολο ατόμων, το καθένα από τα οποία μοιάζει με τα άλλα» (Δαρβίνος, 1997). Ο ορισμός του «είδους» εξελίχθηκε και εμπλουτίστηκε μέχρι σήμερα, ωστόσο, ο Δαρβίνος εντοπίζει ότι τα είδη δεν είναι ένα πράγμα και οι αλλαγές δεν περιλαμβάνουν τη μεταλλαγή ή την αντικατάσταση αυτού του πράγματος. Τα είδη είναι πληθυσμοί υπαρκτών και διακριτών μεταξύ τους ατόμων. Οι διαφοροποιήσεις δεν είναι εξαιρέσεις ή αποκλίσεις από τη βαθύτερη ουσία των ειδών. Η διαφοροποίηση είναι η διακριτή πραγματικότητα της φύσης. Τα είδη δεν είναι σταθερά και αναλλοίωτα. Έχουν όλα αληθινή ιστορία και μπορούν μόνο να γίνουν κατανοητά, μελετώντας τους δυναμικούς μετασχηματισμούς τους μέσα στο χρόνο.
Όπως γράφει ο εξελικτικός βιολόγος Ernst Mayr: «Στο επιστημονικό του έργο συστηματικά καταρρίπτει τη μία μετά την άλλη τις βασικές φιλοσοφικές ιδέες της εποχής του και τις αντικαθιστά με νέες επαναστατικές ιδέες».
Ακόμη, πάλι σύμφωνα με τον Mayr, ο Κάρολος Δαρβίνος, ανακαλύπτοντας και προτείνοντας το μηχανισμό της Εξέλιξης, δεν τροποποίησε μόνο τον τρόπο σκέψης των σύγχρονων βιοεπιστημόνων, αλλά επηρέασε σημαντικά και την αντίληψη του «μέσου ανθρώπου» για το περιβάλλον του (Mayr, 1999).
Η εξελικτική θεωρία και η σημασία της σήμερα
Η εξελικτική θεωρία είναι η κεντρική θεωρία της βιολογίας. Η Θεωρία της Εξέλιξης αποτελεί την κεντρική ενοποιητική θεωρία στη Βιολογία. Είναι σχετική με κάθε πτυχή της επιστήμης της Βιολογίας καταδεικνύοντας τις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών λειτουργιών, δομών και κλάδων της βιολογίας, οι οποίες διαφορετικά δεν θα παρουσίαζαν καμία συσχέτιση μεταξύ τους. Ερμηνεύει και εξηγεί την ενότητα της ζωής παρέχοντας συνολική τεκμηρίωση για την κοινή καταγωγή των σημερινών έμβιων όντων και ειδών καθώς και αυτών που έχουν εξαφανιστεί. Εξηγεί την ποικιλομορφία της ζωής μέσω της ανάδειξης του τρόπου με τον οποίο τα είδη έχουν εξελιχθεί από τα προγονικά τους μέσω φυσικών διεργασιών. Έτσι, ενοποιεί την επιστήμη της βιολογίας και ορίζεται ως η κεντρική της ενοποιητική θεωρία διότι μπορεί να συνδέει και να δίνει ερμηνεία ταυτόχρονα και στην ποικιλότητα και στην ενότητα της ζωής.
Ο Τ. Dobzhansky (1973) στο άρθρο του: «Τίποτα δεν έχει λογική εξήγηση στη Βιολογία παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης» ανέφερε ότι «Υπό το φως της Εξέλιξης, η Βιολογία είναι ίσως η επιστήμη που προσφέρει τη μεγαλύτερη έμπνευση και ικανοποίηση. Χωρίς το φως της Εξέλιξης, γίνεται ένας σωρός από διάφορα γεγονότα, μερικά από τα οποία είναι ενδιαφέροντα ή αξιοπερίεργα, αλλά που δεν συγκροτούν σαν σύνολο μια εικόνα με νόημα…» (από Σαριγγέλης, 2007).
Ο Κάρολος Δαρβίνος, μέσα από το βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών», έθεσε τα θεμέλια για τη σημερινή εξελικτική θεωρία. Υποστήριξε την κοινή καταγωγή των έμβιων οργανισμών παρουσιάζοντας το μηχανισμό της φυσικής επιλογής ως τον μηχανισμό βάση του οποίου προχωρά η εξέλιξη των ειδών. Η διεργασία αυτή περιγράφηκε εν συντομία από το Δαρβίνο ως «καταγωγή με τροποποίηση».
Διατηρώντας αυτό το βασικό πυρήνα, η εξελικτική βιολογία έχει εξελιχθεί έκτοτε. Κλάδοι όπως η γενετική, η συστηματική ή η παλαιοντολογία, έχουν ενσωματωθεί διαμορφώνοντας το πλαίσιο της Σύγχρονης Σύνθεσης (Modern Synthesis) τη δεκαετία του 1940. Ενώ επιπλέον προσθήκες σε αυτήν ερχόμενες από κλάδους όπως η αναπτυξιακή βιολογία και η γονιδιωματική έρχονται να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο της.
Μέχρι και σήμερα η θεωρία της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής αποδεδειγμένα αποτελεί την κεντρική ενοποιητική θεωρία της Βιολογίας. Εξελίσσεται και αυτή μέσα από την ανάπτυξη νέων θεωριών και διορθώσεων οι οποίες, όμως, ενσωματώνονται στη λογική της εξέλιξης μέσω φυσικής επιλογής χωρίς να ανατρέπουν τα θεμέλιά της. Βρισκόμαστε εντός των διακλαδώσεων της επιστημονικής σκέψης που άνοιξε ο κόμβος αυτής της επιστημονικής θεωρίας.
Δυστυχώς, οι αντιεξελικτικές τοποθετήσεις και πολιτικές όμως δεν έχουν εκλείψει. Εντός, του σώματος της εξελικτικής θεωρίας, απέκτησαν για πρώτη φορά νόημα για το φυσικό κόσμο και τους μετασχηματισμούς της οργανικής ύλης έννοιες όπως
- η τυχαιότητα,
- η πιθανότητα,
- η ανατροπή του ανθρωποκεντρικού μοντέλου όπου ο άνθρωπος στέκει στην κορυφή της πυραμίδας της εξέλιξης,
- η μη προδιαγεγραμμένη και χωρίς σκοπιμότητα προσαρμογή των ειδών ή εμφάνιση νέων ειδών,
- απορρίφθηκε η αντίληψη της μεσαιωνικής οντολογίας για τη σταθερότητα των ειδών
Τα ζητήματα αυτά φέρουν σε εξαιρετικά άβολη θέση την ανθρώπινη συνείδηση και στοχασμό μέχρι και σήμερα. Ανατρέπουν τη μεταφυσική και ουσιοκρατική αντίληψη για τον κόσμο, που διαπερνά τις θρησκευτικές κοσμοαντιλήψεις και όχι μόνο. Θέτουν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του, ικανό διαμορφωτή της πορείας του πλανήτη και της ανθρωπότητας.
Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο η Θεωρία της Εξέλιξης, σε αντίθεση με άλλες θεωρίες όπως για παράδειγμα αυτή της σχετικότητας, εξακολουθεί να μην κατέχει τη θέση που της αρμόζει ως προς την αποδοχή της εντός των κοινωνικών συνόλων. Με χαρακτηριστικό στοιχείο τις εκπαιδευτικές πολιτικές υποβάθμισης της διδασκαλίας της Θεωρίας της Εξέλιξης στα εκπαιδευτικά συστήματα ανά τον κόσμο, παρά τους μνημειώδεις αγώνες και σημαντικές παρεμβάσεις προσωπικές και συλλογικές που έχουν πραγματοποιηθεί.
Βιβλιογραφία:
Angus I. (2009) «Marx and Engels…and Darwin? The essential connection between historical materialism and natural selection», International Socialist Review
Ernst Mayr (1991) One Long Argument: Charles Darwin and the Genesis of Modern Evolutionary Thought (Cambridge, MA: Harvard University Press)
Mayr, E. (1999) «Darwin’s Influence on Modern Thought»
Relethford (2010) «Το Ανθρώπινο Είδος – Εισαγωγή στη Βιολογική Ανθρωπολογία», Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε.
Δαρβίνος Κ. (1997) «Η Καταγωγή των ειδών», Πανεπιστήμιο Πατρών
Λάκκα Λ. (2009) «Δαρβίνος και Δαρβινισμός», Ουτοπία
Καμπουράκης Κ. (2017) «Κατανοώντας την Εξέλιξη », Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ροδάκης Γ. (2001) «Εισαγωγή στην Εξελικτική Βιολογία », Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας
Σαριγγέλης, Μ. (2007). «Η Θεωρία της Εξέλιξης στην εκπαίδευση: αντιλήψεις μαθητών/τριών Γ’ τάξης Γενικού Λυκείου (Συγκριτική μελέτη: Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης – Σάμου) & πρωτοετών φοιτητών/-τριών Π.Τ.Δ.Ε., Α.Π.Θ.» Μεταπτυχιακή εργασία, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη