Η αποτίμηση των εκλογών συνιστά μια διαδικασία που για να είναι ουσιαστική και γόνιμη χρειάζεται να προσεγγίζει τα αποτελέσματα με βαθιά κριτική και αυτοκριτική ματιά. Η ανάγκη αυτή μάλιστα γίνεται πολλαπλάσια μεγαλύτερη όταν πρόκειται για δυνάμεις της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς που επιδιώκουν να παρέμβουν και να συμβάλλουν στην υπέρβαση της σημερινής κατάστασης.
Υπό αυτό το πρίσμα, βλέπουμε και τις βασικές πτυχές της κοινής απόφασης της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ και του Κεντρικού Συμβουλίου της νΚΑ που εκδόθηκε πρόσφατα. Βάσει των εκτιμήσεων και λαμβάνοντας υπόψη κρίσιμα ζητήματα που αναφέρονται στην εν λόγω ανακοίνωση, υπάρχουν κάποιες σκέψεις και κάποια ερωτήματα που χρειάζεται να τεθούν:
1) Σε σχέση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η απόφαση αναφέρει πως το εκλογικό αποτέλεσμα «αναδεικνύει το πολύ σοβαρό πρόβλημα συνοχής, πολιτικού βάθους και πολιτικών δεσμών με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα που αντιμετωπίζει».
Πριν απ’ όλα, η εκλογική συντριβή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί τωρινό φαινόμενο αλλά είχε ήδη αρχίσει να συντελείται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Στην τωρινή εκλογική μάχη απλώς εκδηλώθηκε η προϋπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα, η οποία αναδεικνύει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πάψει από καιρό να υφίσταται ως πρότυπο πολιτικό μέτωπο.
Απέναντι σε αυτά, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι οι αδύναμοι δεσμοί με την εργατική τάξη και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα είναι πρόβλημα που αφορά αυτήν την κατάσταση και την πολιτική γραμμή που τη σφραγίζει; Γιατί είναι ακριβώς εκείνος ο πολιτικός προσανατολισμός που με περιεχόμενο, συγκεκριμένες ιεραρχήσεις και επιδίωξη για συγκέντρωση δυνάμεων σε κρίσιμα πεδία, στους χώρους δουλειάς και στα διάφορα μέτωπα πάλης που μπορεί να βοηθήσει στην αντιστροφή αυτής της πορείας. Γίνονται λοιπόν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση ή μήπως, αντ’αυτού, ακολουθείται πορεία απομάκρυνσης από μια τέτοια οπτική, με επικράτηση μιας λογικής περιχαράκωσης όπως π.χ. συμβαίνει στο συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα;
2) Οι αντικειμενικές συνθήκες στο εκλογικό πεδίο, ειδικά στις δεύτερες εκλογές, ήταν αρκετά ευνοϊκές για την Αριστερά. Είναι γνωστό ότι οι αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές δεν αποτελούν το προνομιακότερο πεδίο για τη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά καθώς αποτυπώνουν με στρεβλό τρόπο τον ταξικό συσχετισμό. Ωστόσο, η μεγάλη υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η σχετική αποδυνάμωση των διλημμάτων περί «χρησιμότητας» της ψήφου διαμόρφωναν ένα πιο ευνοϊκό πεδίο. Αξιοποιήθηκαν αυτές οι συνθήκες από τις δυνάμεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή μήπως ακολουθήθηκε για ακόμη μια φορά ο βολικός δρόμος του «businessasusual», με άρνηση του διαλόγου και της εκλογικής συνεργασίας πάνω σε ένα αναγκαίο πρόγραμμα;
3) Στο σημείο Γ τονίζεται ότι καμία δύναμη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς-πλην του «Κόκκινου Νήματος»- δεν έβγαλε ανακοίνωση στήριξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γεγονός που κατά τους/ις σ. του ΝΑΡ συνιστά «πορεία ενσωμάτωσης ή δορυφοροποίησής τους γύρω από τη ρεφορμιστική αριστερά» (!) Αρχικά, τόσο στην ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας για μια Μεταβατική Κομμουνιστική Οργάνωση (Αριστερή Ανασύνθεση, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, αγωνιστές/στριες) όσο και στην κοινή ανακοίνωση από ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ-ΑΡΑΝ-Κ/ΣΧΕΔΙΟ σε σχέση με τις εκλογές τονίζεται η πολιτική ανάγκη ενίσχυσης της μαχόμενης Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κάτι τέτοιο εκτιμούμε θα ήταν θετικό δεδομένο στην προσπάθεια συγκρότησης του κόμματος, του μετώπου και του κινήματος της νέας εποχής. Επομένως, δεν αληθεύει πως δεν υπήρχε γενικά κάλεσμα ενίσχυσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ισχυρίζεται η απόφαση.Αυτό που δεν υπήρχε ήταν αποκλειστικό κάλεσμα για εκλογική στήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για λόγους που έχουν εξηγηθεί αναλυτικά και επιβεβαιώνονται και στο παρόν άρθρο.
Εδώ λοιπόν τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα: Εκτιμούν οι σ. ότι η πολιτική γραμμή του ΝΑΡ δεν έπαιξε κανένα ρόλο για αυτή την εξέλιξη; Είναι δυνατόν πρώτα απ’ όλα η εκλογική αποτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να χρεώνεται στο σύνολο των υπόλοιπων εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων της αριστεράς που κάλεσαν σε αριστερή, ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική ψήφο και όχι στην ίδια της την πολιτική γραμμή και κατεύθυνση; Το ιστορικό χαμηλό ψήφων που κατέγραψε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αδυνατώντας να ενισχυθεί από την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΕΡΑ25, δεν αποτελεί πριν απ’ όλα αποτυχία της ίδιας, δηλαδή της γραμμής και της φυσιογνωμίας της; Εκτιμάται ότι η αδυναμία στήριξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από αγωνιστές/στριεςτης ΛΑΕ που διαφώνησαν με τη «Συμμαχία για τη ρήξη» είναι άσχετη με τη στάση και την κατεύθυνση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ, ΕΚΚΕ, ΟΚΔΕ) στο ζήτημα της ενότητας και της συνεργασίας των μαχόμενων αριστερών δυνάμεων; Η έλλειψη στήριξης από τις υπόλοιπες δυνάμεις αποτιμάται αρνητικά από τους σ. του ΝΑΡ και της νΚΑ, γεγονός ωστόσο που βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την προεκλογική στάση κεντρικών αποφάσεων αλλά και δηλώσεων στελεχών του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που λίγο πολύ παρουσίαζαν όλες αυτές τις δυνάμεις ως ένα «συνεχές» με το ρεφορμισμό. Μια στάση την οποία συναντάμε ξανά στις διεργασίες που συντελούνται εν όψει δημοτικών εκλογών, όπου δυνάμεις του ΝΑΡ προτάσσουν τον εκ των προτέρων διαχωρισμό από αγωνιστές και αγωνίστριες του ΜΕΡΑ25 και της ΛΑΕ.
4) Γίνεται η εκτίμηση ότι η απόφαση της 5ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «αποτέλεσε όπλο στη διατύπωση του προγράμματος και στο ξεκαθάρισμα της φυσιογνωμίας της», απόφαση η οποία κρίνεται θετικά. Είναι η ίδια απόφαση που υπερψηφίστηκε με ποσοστό 58% (ενώ το 35% την καταψήφισε και το 7% ψήφισε λευκό), σε αντίθεση με την απόφαση της προηγούμενης συνδιάσκεψης όπου υπέρ είχε ταχθεί το συντριπτικό 92%. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν δείκτης σοβαρής έλλειψης πολιτικής ενότητας και διχασμού, γεγονός που αναδεικνύει ότι ο κύριος λόγος της μεγάλης υποχώρησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ακριβώς αυτή η κατεύθυνση που σφραγίστηκε με την 5η Συνδιάσκεψη. Όχι μόνο δεν κατόρθωσε να ενοποιήσει τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών και αγωνιστών/στριών πάνω σε μια κοινή, ενωτική και θετική πρόταση αλλά αρνήθηκε επί της ουσίας την πρόταση κοινής παρέμβασης των άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς (όπως είχε διατυπωθεί από την κοινή πρόταση ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ, ΑΡΑΝ, Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου).Για ακόμη μια φορά, επικράτησε οapriori διαχωρισμός από τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς και του κινήματος, την ίδια στιγμή που όλον αυτό τον καιρό οι βασικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ-ΣΕΚ) πορεύονταν ως δύο αντιτιθέμενες γραμμές που κατάφεραν να ενωθούν μόνο…στις εκλογές.
Η συγκεκριμένη κατεύθυνση δεν αποτελεί κάποια νέα γραμμή αλλά ενυπήρχε από παλιά στις δυνάμεις του ΝΑΡ και της νΚΑ (και όχι μόνο σ’ αυτές), μετατρέποντας την αντικαπιταλιστική πάλη σε εργαλείο πολεμικής ενάντια σε άλλες αριστερές προτάσεις αντί να την αξιοποιεί για τη συγκέντρωση δυνάμεων απέναντι στον αντίπαλο και την επιβολή κατακτήσεων. Δυστυχώς για την κοινή μας υπόθεση, η οπτική αυτή αποτελεί προϊόν ήττας και υποχώρησης από την αναγκαιότητα της εποχής.
5) Η απόφαση κλείνει αναφέροντας ότι «το πρώτο καθήκον της περιόδου είναι η οργάνωση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, η πρακτική οργάνωση της πορείας προς το 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ, προς το πρόγραμμα και Κόμμα της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης». Με την έμφαση να δίνεται στη δημιουργία του Κόμματος και του αντίστοιχου προγράμματος, προκύπτει το ερώτημα: η αναγκαιότητα της εποχής όπως την αντιλαμβάνονται οι σ. του ΝΑΡ έχει περιοριστεί κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη του «Κόμματος της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης» ή υπηρετείται με την οπτική γύρω από την ανάπτυξη του υποκειμένου και στις τρεις πλευρές του, στο κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα; Προφανώς, μια κατεύθυνση και ένα σχέδιο περιλαμβάνει πάντα τις αναγκαίες ιεραρχήσεις. Ωστόσο, ο περιορισμός της στόχευσης σχεδόν αποκλειστικά στην αυτοτελή συσπείρωση κομμουνιστικών δυνάμεων(ποιων άραγε;), χωρίς την ταυτόχρονη προώθηση της συσπείρωσης ευρύτερων μαχόμενων, αριστερών και αντικαπιταλιστικών δυνάμεων αλλά και την κοινή δράση στο μαζικό κίνημα αδυνατίζει την παρέμβαση και στα τρία επίπεδα. Η ψευδαίσθηση «τακτοποίησης» των ζητημάτων με την ανώτερη συγκρότηση προγράμματος και κόμματος δεν οδήγησε ποτέ σε υπέρβαση των δυσκολιών της ιστορικής πάλης. Αντ’ αυτού, αποτέλεσε συχνά την εύκολη λύση εσωστρεφούς οχύρωσης απέναντι στις μεγάλες και κρίσιμες προκλήσεις της κάθε εποχής.
Προφανώς, η κριτική αποτελεί πάντα ευκολότερη διαδικασία από τη συγκρότηση μια θετικής πρότασης. Σε αυτή την τελευταία θα κληθούμε όλες και όλοι να ανταποκριθούμε την ερχόμενη δύσκολη περίοδο που έχει ξεκινήσει. Αρκεί σαφώς να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε πρώτα απ’ όλα με τους εαυτούς και τις ευθύνες μας.