Ο εικονιζόμενος πίνακας έγινε όσο κράτησε η καραντίνα, περίπου σε δύο μήνες. Δυσκολεύομαι να του δώσω όνομα και τίτλο. Κυρίως γιατί είναι μια αρχή που ελπίζω να καλλιεργήσω στο επόμενο διάστημα, αγνώστου διαρκείας και φόβου.
Ας πούμε προσωρινά: «Σύνθεση μετά τη Guernica 1» 200 επί 300 εκ. Ακρυλικά σε καμβά.
Όσο τον ζωγράφιζα είχα διαρκώς αναρτημένα στο εργαστήριο μου: «το ναυάγιο της Μέδουσας» του Jean–Louis André Théodore Géricault, τις δικές μου «Guernica 1» και «Guernica 2», τη «Σφαγή των Αθώων» του Nicolas Poussin, τον αγαπημένο μου Τάτλιν, και δύο πίνακες αφηρημένου εξπρεσιονισμού του De Kooning που με βοήθησαν να διαχειριστώ το πρόβλημα που έβαλα στον εαυτό μου: να καταργήσω σ’ αυτό το έργο τη σχέση φόντο / θέμα. Για να το πω πιο κοντά στο πως αισθανόμουνα: να επιτεθώ στη σχέση φόντο / θέμα, κι αν επιβιώσει, επιβίωσε. Και δεν ανακάλυψα την πυρίτιδα, όλη η αφηρημένη ζωγραφική βασίζεται σ’ αυτήν την κατάργηση: φόντο/θέμα. Έλα όμως που δεν θέλω να κάνω αφηρημένη ζωγραφική… αδιέξοδο;
Κάθε φορά που ξεκινάω ένα έργο έχω την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξω τον κόσμο. Ειδικά όταν το έργο είναι μεγάλων διαστάσεων όπως αυτό. Φυσικά ο κόσμος δεν αλλάζει σε τίποτα όσο καλό και να είναι το αποτέλεσμα, αλλά ευγνωμονώ αυτήν τη ψευδαίσθηση γιατί ναι μεν χάνεται όταν τελειώνει η διαδικασία αλλά μετά ξανάρχεται στο επόμενο έργο – όχι πάντα, συμβαίνει κυρίως σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής και αδικίας. Και φυσικά αν δεν καταπνίξω τα αρνητικά συναισθήματα δε μπορώ να δουλέψω. Είναι αδύνατον να ζωγραφίζει κανείς αν δεν πλημμυρίζει από αγάπη γι’ αυτό που κάνει. Εδώ αρχίζει ένα μεγάλο πρόβλημα: κάνεις τέχνη δεν σημαίνει ότι δημιουργείς κάλλος, ομορφιά, αγάπη. Μπορεί να βρίσκεσαι στον πάτο του βαρελιού και εκεί κάτω να ανακαλύπτεις τη φόρμα σου, το δικό σου λεξιλόγιο, τους κρυμμένους συνανθρώπους σου, τους απόβλητους. Ή μπορεί να μαγεύεσαι από το Μπρεχτικό «ημίφως που τυλίγει συνήθως τους αδικημένους». Θέλω να πω ότι η επικαιρότητα όσο και αν είναι γεμάτη θυμό, πρέπει να μπαίνει σε μια συγκεκριμένη θέση, να περιορίζεται ώστε να αφήνει χώρο στον ανάλεκτο, στον ανέκφραστο θυμό να διατυπωθεί, να πάρει μέρος στο παιχνίδι της φόρμας.
Συνήθως ξεκινάω από σκίτσα και προσχέδια που μετά τα εξαφανίζω για να μη με εμποδίζουν με την σαφήνεια τους. Πιο απλά, σε κάθε προσχέδιο υπάρχει μια αρχική επιλογή/απόφαση, που όμως πρέπει να παραμεριστεί και να δώσει χώρο στην αμφιβολία. Αυτό είναι ένα από τα κίνητρα μου, η αμφιβολία στην αρχική επιλογή. Περιγράφω δηλαδή την «ασάφεια» σαν πολύτιμο εργαλείο. Η πίστη στην ασάφεια δημιουργεί αυτοπεποίθηση και είναι ένας τρόπος να διασχίζεις αχαρτογράφητα ύδατα, να μη φοβάσαι τα θεριά που κατοικούν εκεί, να θαυμάζεις σχεδιάζοντας, να αντέχεις τον πόνο όταν τραγουδάς τα βάσανα της ζωής, να γράφεις γι’ αυτά χωρίς να καταφεύγεις στον νατουραλισμό και στην περιγραφή.
Ένα ζήτημα που με απασχολούσε όσο διαρκούσε η αναγκαστική απομόνωση ήταν ο φόβος μη χάσω την αγάπη μου για το συγκεκριμένο. γιατί όσες φορές έβγαινα για την καθημερινή βόλτα ότι κοίταζα έξω μου φαινόταν πολύ πιο ενδιαφέρον από την τέχνη, κυρίως τα πρόσωπα όσα δε φορούσαν μάσκες. Από τη μία η ασάφεια μου κι από την άλλη η απομάκρυνση από τη ζωή με ανάγκασαν να πάρω την απόφαση μιας ουτοπικής προσπάθειας: να αναδείξω σ’ αυτό το έργο ότι μέχρι τώρα ήταν κρυμμένο και να γίνει το ίδιο το έργο η όψη του συγκεκριμένου. Δεν ξέρω αν το πέτυχα, όσο όμως ζωγράφιζα δεν έπαψα στιγμή να το αγαπάω.