Η 8 Μάη του 1938 αποδείχτηκε μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή δυο ανθρώπων.
Στο τέλος της ημέρας, εκείνη, η Αντονιέτα κάθεται δίπλα στο παράθυρο και διαβάζει το βιβλίο που της χάρισε ο Γκαμπριέλε.
Πριν πάει στο συζυγικό της κρεβάτι παρακολουθεί αμίλητη, με ανείπωτο πόνο, τον εραστή της, τον εραστή της μιας ημέρας, να συλλαμβάνεται περικυκλωμένος από αστυνομικούς του Μουσολίνι, για να μεταφερθεί στην εξορία.
Και οι δυο γνώριζαν πλέον πως η ημέρα που κύλησε, αυτή η μέρα που έκαναν την υπέρβαση, ήταν η ξεχωριστή, η δική τους ημέρα.
8 Μάρτη 1938. Η Ιταλία βρίσκεται κάτω από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι.
Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ζουν στο απόγειο της δύναμης τους, η ιταλική κοινωνία είναι βουτηγμένη στο φασισμό. Κάθε αντιφασίστας θεωρείται εχθρός του έθνους, κάθε «άλλη» σκέψη εξορίζεται στη Σαρδηνία.
Αυτή τη μέρα η Ρώμη φορά τα καλά της για να υποδεχτεί τον Αδόλφο Χίτλερ και το επιτελείο του σε μια Φαραωνική τελετή. Όλα τα κτίρια, σπίτια, σχολεία, υπηρεσίες είναι στολισμένα με Ιταλικές και Γερμανικές φασιστικές σημαίες.
Και εκεί και τότε, καθώς ο Χίτλερ περπατά στο κόκκινο χαλί που του έστρωσε ο Μουσολίνι, ανάμεσα σε πολυάριθμα φασιστικά διακοσμητικά, καθώς οι δυο ηγέτες του μαύρου παρακολουθούν τη μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, αυτοί γνωρίζονται. Η Αντονιέτα (Σοφία Λόρεν) γνωρίζει τον γείτονά της Γκαμπριέλε στο άδειο οικοδομικό τετράγωνο όπου κατοικούν.
Κανένας από τους δύο δεν πήγε στη φασιστική φιέστα.
Εκείνη δεν πήγε γιατί, ως όφειλε, έπρεπε να κάνει τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Στην υποδοχή του Χίτλερ πήγε ο άντρας, ο φασίστας, με τα έξι παιδιά τους.
Εκείνος, εκφωνητής στο ραδιόφωνο, ένας μοναχικός, γοητευτικός και ομοφυλόφιλος άντρας (Μαρτσέλο Μαστρογιάννι) δεν πήγε γιατί είναι πολιτικός αντίπαλος του μουσολινικού καθεστώτος. Πριν λίγο είχε απολυθεί από τη δουλειά του λόγω των αντιφασιστικών του απόψεων και της ομοφυλοφιλίας του και επρόκειτο να εξοριστεί από το καθεστώς στη Σαρδηνία.
Η Αντονιέττα είχε η ίδια ετοιμάσει το φασίστα σύζυγό της Εμανουέλλε καθώς και τα έξι (!!!) της παιδιά, για να πάνε όλοι στη παρέλαση.
Είχε από καιρό αποδεχτεί το ρόλο, το ρόλο του υποζυγίου και αντικειμένου του επιβήτορα συζύγου- φασίστα που την χρησιμοποιεί σεξουαλικά όποτε θέλει, όπως θέλει. Κυρίως όμως ως αντικείμενο γονιμοποίησης παιδιών ενώ ο ίδιος ήταν «φυσικό να επιβεβαιώνεται στους Οίκους ανοχής και αλλού». Είχε επιπλέον σιωπηρά δεχτεί να περιφρονεί, να μισεί τους αντιφασίστες – μιάσματα, ρόλοι που απέρρεαν από το καθεστώς.
Εκείνος ο εκφωνητής Δημόσιου ραδιοφωνικού σταθμού, βρίσκεται υπό διωγμό όχι μόνο γιατί είναι χαρακτηρισμένος αντιφασίστας, αλλά και εξ αιτίας της καλυμμένης του ιδιαιτερότητας, την οποία ο φασισμός αποκαλεί «ανωμαλία» στην οποία προστίθεται επιπλέον το χαμηλό του, τρυφερό, ρομαντικό, ευαίσθητο προφίλ που δεν συνάδει με το μοντέλο του άντρα – επιβήτορα των φασιστών. Είχε ανάγκη να χαμογελά, να εκφράζεται, να επικοινωνεί.
Το πρωινό εκείνης της ημέρας δεν προμήνυε τίποτα το ξεχωριστό, ώσπου…
Ώσπου η μέρα γίνεται ξεχωριστή καθώς συναντιέται τυχαία με εκείνον.
Η συνάντηση μετατρέπεται σε καταλύτη που θα βάλει φωτιά ανάμεσα στο αληθινό και στο ψεύτικο, θα απελευθερώσει πάθη και ορμές, θα εκφράσει μύχιους πόθους, θα οδηγήσει σε εσωτερικές, πάνω από όλα, ρήξεις.
Η Αντονιέτα, αγνοώντας την ομοφυλοφιλία του, τον φλερτάρει και του εκμυστηρεύεται την καταπιεστική ζωή της. Εκείνη, εκείνη τη μοιραία ημέρα, δεν νοιώθει πλέον τσακισμένη, αμόρφωτη, ένα τίποτα απέναντι στη δασκάλα – ερωμένη του άντρα της, αμφισβητεί την αλήθεια που ζούσε ως τότε, «εξομολογείται», ζει.
Εκείνος αποζητά ψήγματα αγάπης στο μπερδεμένο τοπίο της ζωής του, μια αποδοχή.
Παρά τις διαφορές τους, νιώθουν έντονη χημεία μεταξύ τους και καταλήγουν να κάνουν έρωτα, πριν εκείνος συλληφθεί και πριν η οικογένεια εκείνης επιστρέψει στο σπίτι.
Όταν όλα τα μέλη της οικογένειας επιστρέφουν στο καθημερινό διαμέρισμά βρίσκουν έναν άλλο άνθρωπο, τίποτα δεν είναι το ίδιο όπως πριν.
Και ο Γκαμπριέλε μένει μετέωρος καθώς οι φασίστες τον περιμένουν να τον οδηγήσουν στην εξορία.
Είναι η διεκδίκηση και επιβολή της ελεύθερης στιγμής, οι στιγμές της ερωτικής πανδαισίας, η υπέρβαση των αυταπατών και των επιβαλλόμενων ρόλων. Είναι αυτό το διαρκές μήνυμα της αναπόφευκτης σύγκρουσης του ανθρώπου με την άρχουσα ιδεολογία και δη αυτή του φασισμού που αναδύονται και επικαιροποιούνται στο έργο ξανά.
Είναι η νίκη και η ήττα μαζί, κυρίως όμως η προοπτική της νίκης.
Η 8 Μάη του 1938 ήταν μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή δυο ανθρώπων.
Ο Σκόλα, μέσω δυο ηθοποιών που συγκλονίζουν, δίνει τις συναισθηματικές αντιδράσεις, τις αποκαλύψεις και τις ολοκληρωτικές ανατροπές που ζουν δυο άνθρωποι, μέχρι πριν λίγο τόσο κοντά αλλά τόσο μακριά, στην ταράτσα της πολυκατοικίας, ανάμεσα στα μόλις πριν απλωμένα ρούχα, στο διαμέρισμα του και στο σπίτι της, σε εκπληκτικές σκηνές γεμάτες ανθρώπινα αισθήματα, πάθη, απωθημένα και ορμές.
Η προχθεσινή μέρα (19 Ιανουαρίου 2016) ήταν μια ξεχωριστή μέρα και για το μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ετόρε Σκόλα (Ettore Scola).
Ήταν η τελευταία του ημέρα στη ζωή.
Πέθανε σε νοσοκομείο της Ρώμης στα 85 του, αφήνοντας πίσω του μερικές από τις πιο αριστουργηματικές ταινίες του παγκόσμιου σινεμά.
Η 19 Ιανουαρίου 2016 ήταν η ξεχωριστή του Μέρα. Του σκηνοθέτη από τον οποίο τίποτα δεν περίσσευε.