13.8 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο Κώστας Βάρναλης και η Μεγάλη Πράξη

 

«Δεν εδίσταζες να τον προσφωνήσεις «δάσκαλε», όχι γιατί είχε άσπρα μαλλιά ή γιατί έλαβε το Βραβείο Λένιν, μα γιατί στο πρόσωπό του δεν υπήρχε περίπτωση η λέξη να πάρει την έννοια του σοφολογιότατου: του υπερβολικά σχολαστικού, του απόμακρου διανοούμενου. Ακτινοβολούσε μια σοφία γήινη, ανθρώπινη, ευρύχωρη, ξύπνια που επιβαλλόταν χωρίς να επιβάλλει». Αυτά γράφει ο Γ. Π. Σαββίδης, σε ένα κείμενό του με τίτλο «Ένας δάσκαλος βαρβάτος» για τον Κώστα Βάρναλη.

 


 

 

Αυτό τον ποιητή τιμάμε απόψε που παραμένει επίκαιρος παρά το γεγονός ότι η μοντέρνα αισθητική απορρίπτει την έμμετρη ποίηση (έγραφε με ομοιοκαταληξία) ως πληκτικό, βαρετό αναχρονισμό, την αναγκαιότητα της ανθρώπινης απελευθέρωσης ως αφόρητη κοινοτοπία και την αντίσταση στο «του κρείττονος συμφέρον», δηλαδή στο δίκαιο του πιο δυνατού, όπως έγραφε και ο ίδιος συχνά, ως διατάραξη της τάξης.

 

Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένα από τα σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας: αφενός είναι λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής) και αφετέρου επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής). Είχε επιπλέον μια ευρύτερη θεωρητική (φιλοσοφική, αισθητική, ιστορική) παιδεία και κατάρτιση.

 

Γεννήθηκε στον Πύργο (το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας) της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1883. «Η σημερινή Νότια Βουλγαρία, σημειώνει ο ίδιος, ήταν τουρκική επαρχία με το όνομα Ανατολική Ρωμυλία. Στα γραμματόσημά της μάλιστα υπήρχαν γραμμένα με ελληνικά γράμματα οι λέξεις ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ… Όλες οι παράλιες πόλεις της χώρας ήτανε σχεδόν ελληνικές με σχολεία, συλλόγους, φιλαρμονικές και δεσποτάδες Έλληνες».

 

Ήταν γιος της Αλισάβας (Ελισάβετ) Μαυρομιχάλη ή Καμπίτση από την Αγχίαλο και του Γιάννη Βάρναλη, δηλαδή από τη Βάρνα (το πραγματικό επώνυμό του ήταν Μπαρμπούς, δηλαδή Τσαγκάρης) ο οποίος πέθανε, όταν ο ποιητής ήταν τεσσάρων χρονών. O Βάρναλης είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον ποιητή τον μεγάλωσε η αγράμματη μάνα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του.

 

Τις γυμνασιακές σπουδές του έκανε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία στη Φιλιππούπολη για 4 χρόνια. Στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή.

 

Εκείνη την εποχή το Γλωσσικό Ζήτημα βρισκόταν στην οξύτερη φάση του. Ο Βάρναλης, όταν φτάνει στην Αθήνα, ζει στον απόηχο των Ευαγγελικών του 1901. Λίγο αργότερα το 1903 είναι παρών στις μεγάλες συγκρούσεις με αφορμή τη μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, τα περίφημα ορεστειακά και τάσσεται με το μέρος φυσικά των Δημοτικιστών. Τι ήταν τα Ευαγγελικά και τι τα Ορεστειακά.

 

Ως φοιτητής γνωρίζεται με τους συγγραφείς της εποχής τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Κονδυλάκη κ. ά και μιλά αναλυτικά στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο με τίτλο: Η φιλολογική μποέμ της Δεξαμενής. Εκδίδει με την παρέα του το λογοτεχνικό περιοδικό Ηγησώ.

 

Το 1909 διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και το 1911 βρίσκεται σχολάρχης στην Αργαλαστή του Βόλου.

 

Εμπλέκεται στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου λόγω της γνωριμίας του με τον Α. Δελμούζο, Διευθυντή του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου, δηλαδή σε ένα γυμνάσιο θηλέων. Στο σχολείο αυτό δε γινόταν πρωινή προσευχή και δε διδάσκονταν τα θρησκευτικά, αλλά διδασκόταν η υγιεινή του ανθρώπινου σώματος, πρακτικές κοινωνικές δραστηριότητες, γαλλικά, πράγματα δηλαδή αδιανόητα για ένα σχολείο θηλέων. Στην πολύκροτη αυτή υπόθεση πρωταγωνιστής ήταν ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος. Σύμφωνα με τον ίδιο το Βάρναλη «..ήτανε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ιδεολογικούς κόσμους: την αντιδραστική λογία παράδοση και τον προοδευτικό δημοτικισμό. Μα τούτος ο ιδεολογικός αγώνας είναι πρώτ’ απ’ όλα κοινωνικός…».

 

Από το 1912 υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία ως το 1919, όταν πήγε υπότροφος στο Παρίσι, για να σπουδάσει αισθητική και φιλολογία.

 

«Οι ιδέες του για τον κόσμο και την κοινωνία, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Γληνός, ως το 1919 δεν παρουσιάζουν καμιά σοβαρή επίδραση ούτε από τους βαλκανικούς πολέμους ούτε από τον Α παγκόσμιο πόλεμο, αν και φόρεσε το χακί και υπηρέτησε πολύν καιρό στρατιώτης».

 

Αν θέλουμε να περιγράψουμε το ιστορικό πλαίσιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βάρναλης, θα λέγαμε ότι είναι τα ταραγμένα χρόνια που ζει το Νέο Ελληνικό Κράτος με την άνοδο της αστικής τάξης 1875 ως το 1909, όταν έγινε το κίνημα στο Γουδί, και την εμφάνιση της Ελλάδας ως μιας βαλκανικής δύναμης. Ορόσημα αυτής της περιόδου είναι η Μεγάλη Ιδέα, η Πτώχευση της χώρας, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1893 και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913.

 

 

«Το Ξύλο, η Καθαρεύουσα και η Μεγάλη Ιδέα μας είχανε κάνει το μυαλό κουρκούτι. Όταν εύρισκα Τουρκόπουλο, Βουλγαράκι ή Εβραιάκι του χεριού μου, το έπιανα και το έδερνα για να εκδικηθώ τα όσα κακά μας είχανε κάμει».

Φιλολογικά Απομνημονεύματα

 

 

Ο Βάρναλης αρχίζει να γράφει κυρίως μικρά ποιήματα σε άψογη μορφή. Ο έρωτας, ο πόθος για τη ζωή, η ξέχειλη χαρά και η λατρεία της ελληνικής αρχαιότητας είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των πρώιμων έργων που γράφονται στην περίοδο 1904-1919/22 .

 

Άριστος τεχνίτης ο ίδιος συνεχίζει τις έτοιμες παραδοσιακές φόρμες προβάλλοντας ένα καινούριο περιεχόμενο, δίνοντας μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας. Για το λόγο αυτό πιθανόν δεν αισθάνεται και την ανάγκη να φύγει από την τότε καθιερωμένη στιχουργική, η οποία μιλάει αμεσότερα στις πλατιές μάζες.

 

Οι εκφραστικές επιλογές του απλώνονται σε όλο το φάσμα της γλωσσικής παράδοσης: από τον Όμηρο ως τον Αριστοφάνη, τη βυζαντινή κοινή και τη μεταβυζαντινή παράδοση ως την κρητική λογοτεχνία και το κλέφτικο τραγούδι, από το Σολωμό, και τον Παλαμά ως το Σικελιανό.

 

Λέξεις του αστικού περιθωρίου που σε συνδυασμό με τη λαϊκή φωνητική, μορφολογία και τη σύνταξη συνθέτουν το ύφος και το ήθος ενός κόσμου λαϊκού, περιθωριακού μα ζωντανού και ρωμαλέου.

 

Διατηρώντας στέρεους δεσμούς με την παράδοση του δημοτικισμού της αγωνιστικής περιόδου βαθαίνει στις ρίζες του λαού σπρώχνοντας το λαϊκισμό του ακόμη και ως τα κουτσαβάκικα.

 

Τον Ιούλιο του 1919 ο Βάρναλης γράφει στο Παρίσι το ποίημα που έχει τίτλο Άσμα πρώτο: Προσκυνητής, σε εξήντα οχτάστιχες στροφές, οκτάβες, με την αφιέρωση: του σοφού μου δασκάλου Νικόλαου Πολίτη, πρόκειται για τον ιδρυτή της Λαογραφίας.

 

Ολόκληρο το ποίημα είναι ένας ύμνος δοξαστικός στο αιώνιο ελληνικό πνεύμα και στην αθάνατη Ελλάδα, την άνω Ελλάδα, όπως θα έλεγε ο Σικελιανός: πράγμα που δείχνουν οι επικλήσεις του : Γη μου, όλης της Γης, αφάλι (ΙΙ, 34- VII, 31)-Ελλάδα, στόμα όλου του κόσμου (ΙΙΙ, 8)- Ελλάδα, άσειστο Μάτι / πνευματικής ημέρας (ΙΙΙ, 90)- Λαέ μου (IV,1)- Πρόφταξ εσύ, φυλή μεγάλη, (VIII, 31-32).

 

Ο ποιητής εξυμνεί την Ελλάδα από τον Όμηρο και την αρχαία τραγωδία ως το μεσαιωνικό Ελληνισμό, το δημοτικό τραγούδι και το Σολωμό. Είναι ο ίδιος ο προσκυνητής του τρισχιλιετούς μεγαλείου και της πορείας της Ελλάδας. Η συνέχεια του εθνικού ελληνικού βίου, αυτής της ιδεατής Ελλάδας, πορεύεται μέσα από αντιθέσεις:

 

Χριστός κι Ορφέας,

Αθηνά και Παναγία –

Σαλαμίνα και Εφιάλτης –

Δωδώνη κι ο Άγιος Τάφος (Χ)

 

Ποιο είναι όμως αυτό το πνεύμα του αιώνιου ελληνισμού που θα καθοδηγήσει τους ανθρώπους; είναι

 

Ο Λόγος ο τριαδικός καθώς η Θεότη:

Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα.

Μια Ολότη της Ζωής, …κι άμα

χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μια δίκια

ζήση στ’ αθλια, τ’ ανθρώπινα σκουλήκια.

 

Εδώ ο Λόγος φαίνεται ότι ταυτίζεται με μια ύψιστη αισθητική λογοτεχνική ανθρωπιστική αξία και στοχεύει στην επικράτηση της δικαιοσύνης για τα τυραγνισμένα ανθρώπινα πλάσματα.

 

Ο ίδιος ο ποιητής αποτάσσεται τον παλιό εαυτό του και αντιλαμβάνεται πως ο κλήρος που του έτυχε είναι κλήρος οδηγητή.

 

Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος ( XI) όμως φαίνεται να εγκαθίσταται ένας μικρός Μώμος. Σπέρνεται μια αμφιβολία: Έτσι «όλοι αυτοί οι Έλληνες κι οι ιδέες, που για μια στιγμή τους οραματίστηκε ως απελευθερωτές κι οδηγούς της ανθρωπότητας ήταν μονάχα πλάσματα της φαντασίας του…

 

Αυτό το κατά βάση εθνικιστικό ποίημα έμεινε ατελείωτο. Το πρώτο άσμα ήταν και το τελευταίο.

 

Αυτό το παιδί από την Ανατολική Ρωμυλία που οραματιζόταν μιαν Ελλάδα «στόμα όλου του κόσμου» μεταμορφώνεται σε έναν ώριμο άντρα που ψηλαφώντας τις χαίνουσες πληγές της Ευρώπης από το Μεγάλο Πόλεμο (1914-1918) αισθάνεται να μεταβάλλεται «εντός του ο ρυθμός του κόσμου». Ταυτόχρονα σχεδόν επηρεάζει καθοριστικά τη σκέψη του ο απόηχος της Οχτωβριανής Επανάστασης (1917), που πλανιέται σαν φάντασμα πάνω στις χώρες της Ευρώπης.

 

Η ιδεολογική μεταστροφή του Βάρναλη από τον Ελληνοκεντρικό Αισθητισμό και Ιδεαλισμό προς τη θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού θα γίνει η απαρχή μιας λογοτεχνικής παραγωγής που θα πάρει το χαρακτήρα μιας ενιαίας και πολυμέτωπης ιδεολογικής εξόρμησης. Είναι η περίοδος της ορμής και της θύελλας: κορυφαίες δημιουργίες του: Το φως που καίει, τρία διηγήματα: Ο λαός των μουνούχων, η ιστορία του αγίου Παχώμιου, οι Φυλακές, και τρία κριτικά κείμενα: θεωρητική εισήγηση για τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κριτική περί Παλαμά ως καθολικού ανθρώπου και πατριώτη και κριτική περί Σικελιανού ως διανοητού και μυστικιστού.

 

Το 1922 εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια από τον εκδότη Στέφανο Πάργα η ποιητική σύνθεση Φως που καίει με το «εργατοπρεπές» ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα ήταν ο λογοτεχνικός συρμός, η μόδα της εποχής π. χ. Λάμπρος Πορφύρας κ. ά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και μια ιδεολογική πρόκληση: ο Τανάλιας δήλωνε την τανάλια που σφίγγει κι εξοντώνει τους εχθρούς. Πάντως στη έκδοση χρησιμοποιήθηκε και για κάλυψη από τη λογοκρισία λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας. Το 1933 στην Αθήνα εκδίδεται η «Δέφτερη έκδοση ξαναπλασμένη» με το όνομα Κώστας Βάρναλης και σημαντικές αλλαγές.

 

Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει για το Φως που καίει: «..ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο έγκλημα του παγκόσμιου μακελιού…τα αντιπολεμικά μανιφέστα και έργα ξεπετιούντανε πύρινα από τις ουδέτερες χώρες…όπου είχανε καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές (ουτοπιστές) μα και μαζί μ’ αυτούς και κοινωνικοί επαναστάτες απ’ όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί απ’ αυτούς ήτανε κορυφαίοι της παγκόσμιας Σκέψης και Δράσης, όπως ο Ρομαίν Ρολάν και ο Λένιν».

 

Στο Φως που καίει συναιρούνται τα αντίθετα: ο χριστιανικός και ο αρχαίος μύθος, ο συμβολισμός και ο ρεαλισμός, ο ποιητικός και πεζός λόγος. και προπάντων ο λυρισμός και η σάτιρα που είναι στο εξής οι στυλοβάτες της ποιητικής σκηνοθεσίας του. Στο ιδεολογικό πεδίο ανταποκρίνεται στο αίτημα της κοινωνικής επανάστασης και διαμορφώνει ένα πρότυπο επαναστατικής τέχνης.

 

Στην αλληλογραφία του ποιητή διαβάζουμε την εξήγησή του για το συμβολισμό των βασικών προσώπων και των ρόλων τους. Γράφει ο Βάρναλης: «το Α’ Μέρος είναι ένας διάλογος μεταξύ Προμηθέα, Χριστού και Μώμου, δηλαδή μεταξύ του απολύτου θεωρητικού πνεύματος, του μυστικισμού και του ρεαλιστικού [..].

 

Η λέξη μῶμος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ψόγος, επίκριση, κατηγορία. Αργότερα εμφανίζεται ως σατιριστής. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί τη λέξη για δηλώσει την αμφιβολία, την κριτική και με όπλο του τη σάτιρα κρίνει, ειρωνεύεται, χλευάζει, σαρκάζει πρόσωπα, ιδέες και πίστεις.

 

«στο Γ’ Μέρος η Πόρνη είναι η Πατρίδα, Θρησκεία, ο Πόλεμος, η αστική Τέχνη, και

Λαός είναι η επαναστατική συνείδηση, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη»

 

 

 

Σκλάβοι Πολιορκημένοι

 

Το 1927 από τις εκδόσεις Στοχαστής κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κ. Βάρναλη με τίτλο Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ένα έργο Αντιπολεμικό, Αντιιδεαλιστικό και Σατιρικό με αφορμή τη σολωμική μελέτη του Γ. Αποστολάκη Η Ποίηση στη ζωή μας.

 

Ο ποιητής σημειώνει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα: «….θέμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι η τελευταία περίοδος της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγιού και η ηρωική έξοδος της φρουράς και του λαού. Και σκοπός το δόξασμα, η αποθέωση του θανάτου για την πατρίδα, για την ελευθερία, για το χρέος. Θέμα (ιστορικό εννοώ), δεν έχουνε οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Έχουνε σκοπό το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης. Και καταλήγουνε στην ιστορική και ηθική δικαίωση αυτής της επανάστασης μετά το ξετίναγμα, που κάνουνε όλων εκείνων των θεμελιακών, των «υψηλών» αξιών του αστικού καθεστώτος, που είναι όλες αξίες νεκρές, άγονες, ψεύτικες. Αν υπάρχουνε εξωτερικές ομοιότητες και αναλογίες ανάμεσα στο φημισμένο σολωμικό ποίημα και στο β μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων, που έχει τον τίτλο Πόλεμος, τούτο γίνεται επίτηδες: από τη λεγόμενη «ηδονή του κινδύνου», του κινδύνου να σταθώ δίπλα στο μεγαλύτερον Έλληνα τεχνίτη του στίχου με όλα τα δυνατά μου. Μα προπαντός για να φανεί καλύτερα πως η ματεριαλιστική ερμηνεία της ιστορίας είναι αληθινότερη από την ιδεαλιστική ».1

 

Το έργο Σκλάβοι Πολιορκημένοι διαιρείται σε τέσσερα μέρη: Α. Το Θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος: Οι πόνοι της Παναγιάς- Η αγωνία του Ιούδα-η τιμωρία του ανόμου-Η ψυχή- Το κορμί και η ψυχή- Ο «καλός» λαός Β. Ο Πόλεμος : Ο άντρας-Η γυναίκα- Η χαρά του πολέμου-Η έφοδο-Ο τρελός Γ. Το Όραμα ήτοι η δέφτερη παρουσία Δ. Η Καμπάνα ήτοι η ελεφθερία. Ο Βάρναλης έγραψε και έναν πρόλογο που οι τελευταίοι του στίχοι θυμίζουν τον τόνο των Μοιραίων.

 

 

Πρόλογος

 

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.

Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός

μπρος στο κάθε τραπεζάκι.- «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

 

– Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

[ …]

Αχ, πού σε νιότη πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

 

 

Το έργο αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του φωτός που καίει και είναι το ωριμότερο και αρτιότερο ποιητικά. Από τις πολυάριθμες αναφορές – σχέσεις με του ομότεχνούς του αναφέρουμε μόνο την περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, στον οποίο αποτίει διαρκώς φόρο τιμής στην πολυετή του δημιουργία. Απόδειξη η μελέτη του: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Συγκεκριμένα παραδείγματα: Ολόκληρος ο Προσκυνητής είναι τονισμένος στους ρυθμούς και στη στιχουργική του σολωμικού Λάμπρου και με αναφορές στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

 

Στους Σκλάβους Πολιορκημένους, στην ενότητα Πόλεμος η γυναίκα μιλάει με στίχους του Σολωμού από το ποίημα Η μέρα της λαμπρής: Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι, από το Λάμπρο.

 

Ο κύκλος των σκληρών αντιδράσεων και αδυσώπητων επιθέσεων μετά την έκδοση της συλλογής Το Φως που καίει κορυφώνεται με την Πειθαρχική Δίωξη που ασκείται σε βάρος του και στη συνέχεια με την εξαμηνιαία παύση από τη Δημόσια Εκπαίδευση τον Απρίλιο του 1925. Το 1926, με το ξέσπασμα των Μαρασλειακών, των αναταραχών δηλαδή εξαιτίας της διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας από τη Ρόζα Ιμβριώτη στο Μαράσλειο, την Ακαδημία για δασκάλους, και που είχε ως αποτέλεσμα τη απόλυση του Δ. Γληνού και Α. Δελμούζου, απολύεται και ο ίδιος οριστικά από την εκπαίδευση.

 

Λίγο αργότερα ακολουθεί η αποκήρυξη και καταδίκη του από την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία: Συστατική Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου: Πρωτοχρονιά του 1930.

 

Στο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου: Μικρασιατική καταστροφή 1922, Οικονομική κρίση 1929, άνοδος του φασισμού στην Ιταλία, τα συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Ελλάδα (Πάγκαλος, Κονδύλης) η εύθραυστη δημοκρατία του Ιδιωνύμου (νόμος που θεσπίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1929 για την ασφάλεια του κοινωνικού καθεστώτος) έχει δώσει τη θέση της σε μια ανοιχτή τρομοκρατία κατά του κομμουνισμού.

 

Παρά ταύτα ο Βάρναλης μαζί με το Δ. Γληνό μετέχουν στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934 στη Μόσχα. Το 1935 με τη Δικτατορία του Γ. Κονδύλη το μαρξιστικό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι του ΚΚΕ κατάσχεται και ο Δ. Γληνός και ο Κ. Βάρναλης που γράφουν στο περιοδικό εκτοπίζονται στη Μυτιλήνη. Οι εντυπώσεις του από τους δύο μήνες εξορίας δημοσιεύτηκαν με το γενικό τίτλο: Με τους εξόριστους στα νησιά του θανάτου, μια ζωή φρίκης και ηρωισμού.

 

Στη διάρκεια της δικτατορίας που εγκαθίδρυσε ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Ι. Μεταξάς (1936-1940), στη διάρκεια της κατοχής, του εμφυλίου και εξής, για να μπορέσει να ζήσει, δημοσιογραφεί στο Ριζοσπάστη και σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.

 

Το 1959 γέρος πια (76 χρονών) επιβραβεύεται για τους κοινωνικούς αγώνες και λογοτεχνικό του έργο και τιμάται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη.

 

Οι τελευταίες ποιητικές συλλογές του είναι Ελεύθερος Κόσμος και Οργή Λαού, η οποία εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975.

 

Στις δύο τελευταίες αυτές συλλογές η μαρξιστική ιδεολογία και θεωρία, το όραμα και το κήρυγμα των μεγάλων συνθέσεων, το Φως που καίει, οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι και η Αληθινή απολογία του Σωκράτη, μετατρέπεται σε μαρτυρία και οργή. Έχουν μεσολαβήσει ο Πόλεμος, Η Κατοχή, Ο Εμφύλιος, η Βασιλεία της Δεξιάς και τα Μαρτύρια των Κομμουνιστών και της Αριστεράς. Αυτή είναι και η ύλη στην οποία καρπίζει η συλλογή Ελεύθερος Κόσμος.

 

Το κλίμα που εξέθρεψε τα ποιήματα της συλλογής Οργή λαού είναι ζοφερό: η Αμερικανική Προστασία, η Επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία και η ένατη δεκαετία της ζωής του.

 

Σ’ αυτή την τελευταία συλλογή «Η σατιρική του φλέβα, ενωμένη με την πιο αστόλιστη οργισμένη του γλώσσα, αιωρείται σαν δίκοπο σπαθί (…) η ποίηση αυτή μας δίνει έναν «πολιτικό» κι ένα «διδακτικό» Βάρναλη, ισοδύναμο με τις πιο ώριμες στιγμές του και έναν «ιδιωτικό» την ώρα του θανάτου, που μέσα από τις πικρίες και τις κάμψεις, ανασαίνει με γενναιοφροσύνη αρητόρευτη».

 

Χαρακτηριστικά της σάτιρας: είναι σάτιρα κοινωνικής κατηγορίας και κατάγεται από την πιο πηγαία, λαϊκή και λόγια, παράδοση του κωμικού: την παράδοση του αρχαίου σπουδογέλοιου και τη μεταμεσαιωνική των λαϊκών γιορτών. Επικρατεί μια αισθησιακή και λεκτική ελευθεριότητα που φτάνει ως την άκρατη αθυροστομία και βεβήλωση. Μια αποκαθήλωση των άνωθεν δυνάμεων και μια ασύμβατη μεταξύ τους σύζευξη του τύπου: «καλά να ζεις, καλά να ζω, μια θέισσα μ’ ένα ζο» και μια ενθρόνιση και εκθρόνιση, όπως γίνεται με τη στέψη και την καύση του καρνάβαλου. Παρακολουθούμε δηλαδή μια καρναβαλική, σύμφωνα με το Μπαχτίν, αντίληψη του κόσμου.

 

Στόχος της σάτιράς του είναι η βρομιά και η σαπίλα του αστικού καθεστώτος και η εξαγγελία της επανάστασης και το όραμα της αταξικής κοινωνίας.

 

Αναφέρω δύο βασικά θέματά της σάτιράς του: πρώτον ο Αισθησιακός ρεαλισμός: «οι εικόνες της ηδονής και του άσεμνου χρησιμοποιούνται για να καταγγείλει την έκπτωση του ανθρώπου και των κοινωνιών από τη βουλιμία και την εκμετάλλευση των ισχυρών». Το δεύτερο είναι ο Κοινωνικός ρεαλισμός: από την εξαθλίωση στην εξέγερση».

 

 

Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός

ο Κωτσαράς ο παλαβός

ο Λέτσος με τη μαχαιριά

μπουλούκι από μουστακαλήδες

που με ζουνάρι απολυτό

περάσανε στον κόσμο αυτό

μπεκρήδες κλέφτες χασικλήδες

 

 

 

 

Ο Βάρναλης αφενός ανοίγει τον ορίζοντα της ποίησής του σε θέματα ως τότε αντιποιητικά: προς τη θέα και την ανατομία του υποκόσμου: Πόρνες, φαντάροι, φονιάδες, καταδότες, ταβερνόβιοι, αλήτες είναι όλοι τους υποπροϊόντα του πολέμου και κάθε είδους εκμεταλλευτικού μηχανισμού, διαθέσιμοι ακόμη και για την επανάσταση. Αναπαριστάνεται η ιδεολογική αλλοτρίωση ή «φενακισμένη συνείδηση», όπως λέει ο Μαρξ, των λαϊκών τάξεων: παραδείγματα οι Μοιραίοι και ο καλός λαός.

 

Επιβάλλεται να αναφέρουμε την αυτοκριτική γενναιότητα σπάνια σε μεγάλους δημιουργούς: Το 1935, όταν έχει δημοσιευθεί όλη η μεγάλη λογοτεχνική του παραγωγή (Φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι και Αληθινή απολογία του Σωκράτη) σε μια σειρά άρθρων του (τώρα δημοσιευμένα στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα) κρίνει το ποιητικό του έργο με διαυγή και ώριμη σοφία: για το πρώτο μεγάλο σύνθεμα Το φως που καίει γράφει: «μα ό,τι έκανα δεν ήτανε και πολύ ώριμο έργο. Δεν ήτανε δουλεμένο lege artis. Άμα το τύπωσα κι ύστερα είδα τα κουσούρια του. Γι’ αυτό και προσπάθησα να το διορθώσω, σε μια δεύτερη έκδοση το 1933 το ξανάγραψα από την αρχή και το άλλαξα όσο βάσταγε το σκαρί του. Το είχα βάρος στην ψυχή μου.»

 

Δυο λόγια ακόμη:

 

Όσον αφορά τα θρησκευτικά σύμβολα και ιδιαίτερα την Παναγία αναφέρουμε την απάντησή του στις σφοδρές επιθέσεις που δέχτηκε:

 

 

«Αν η Παναγία μου κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρον είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνονται τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας…εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω (το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνουνε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Από αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού».

 

Τελειώνω τη σύντομη και ατελή παρουσίαση του έργου του με τις σκέψεις που διατυπώνει ο ίδιος σχετικά με το πνεύμα και τον πολιτισμό, επίκαιρες όσο ποτέ:

 

 

«μου είχε περάσει η μυστικόπαθη πίστη μου στην ηγεμονία του πνεύματος απάνου στη ζωή. Μου φαινότανε κωμικό να μιλούνε για πολιτισμό, όταν η τύχη του βρίσκεται στα χέρια των μεγάλων ληστών της γης και μπορούνε να τον καταστρέφουνε, όποτε τους καπνίσει. Θεωρούσα πως είναι έσχατη αναδρία του πνεύματος να θέλει να στέκει απάνου από τους ποταμούς των αιμάτων διατηρώντας άγγιχτη από το βούρκο τους τη θεϊκιά του ουσία. (…) πίστευα ότι ο Λόγος, αν δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο, όπως είναι θεμελιωμένος στην αδικία, και να καλύψει τα πάντα, ενόσω οι μάζες μένουν έξω από την άμεση περιοχή του, όμως μπορεί να ξυπνήσει τις συνειδήσεις στην αρχή των λιγοστών και αργότερα περισσότερων σκλάβων, ν’ ανοίξει ένα φωτεινό ρήγμα στο ατράνταχτο μέτωπο της ψευτιάς και να ετοιμάσει το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη, για την ημέρα της Κρίσεως».

 

 

Σας ευχαριστώ πολύ

 

Τρίτη 17-01-2012

Παρασκευή 17-04-2015

 

1 Φ. Α, σελ. 297-299

 

 

 

Πρόκειται για εισήγηση σε εκδήλωση για τον Βάρναλη που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα. Ο Δημήτρης Σκορδίλης είναι φιλόλογος και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ