Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Η λαϊκή τραγουδίστρια Βούλα Γκίκα, που πέθανε χθες στα 91 της χρόνια, ήταν η Βασίλισσα του Σεγόντο. Μια βασίλισσα χωρίς στέμμα, χωρίς περιουσία. Που δεν κυκλοφορούσε με βασιλική άμαξα αλλά με λεωφορείο και αργότερα με ένα Ασκόνα. Μια εργάτρια της τέχνης με ανεκτίμητη πολυετή προσφορά στο λαϊκό τραγούδι. Με χιλιάδες σεγόντα στη δισκογραφία. Και να πώς τη γνώρισα.
Σεπτέμβριος του 2022. Μια Κυριακή βραδάκι, μαζί με τη Ναυσικά Γεραμάνη επισκεφτόμαστε τη Βούλα Γκίκα στο σπίτι της στην Άνω Κινέτα. Κι όταν λέμε «άνω», εννοούμε πολύ άνω, πολύς ανήφορος, πολλά κατσάβραχα, πολλές απότομες στροφές. Μια περιοχή με αυθαίρετα που νομιμοποιήθηκαν κάτω από το όρος, τα Γεράνια. Οι προνομιούχες εξοχικές κατοικίες είναι οι παραθαλάσσιες.
Το σπίτι της μοιάζει με λυόμενο. Μια βεράντα με θέα στη θάλασσα, δύο πεντακάθαρα δωμάτια γεμάτα μπιμπελό, τεχνητά άνθη, φωτογραφίες. Σε μια στιγμή πηγαίνω στο μπάνιο, «μη μου κλέψεις τίποτα!» φωνάζει γελώντας. Ίσως έχει φοβηθεί το μάτι της. Άβαφα περιποιημένα νύχια, ένας ξύλινος σταυρός στον λαιμό. Στα πόδια μας η Τζίλντα, το σκυλάκι της. «Είναι η κόρη μου», μας λέει. «Πάντα τρώμε μαζί. Το μεσημέρι έφτιαξα δύο τοστ, ένα για μένα κι ένα γι’ αυτή».
Η Βούλα Γκίκα ζει μόνη της. Οι γείτονες την ξέρουν και τη σέβονται, όταν όμως τελειώνει το καλοκαίρι, ο τόπος ερημώνει. Γι’ αυτό κι εκείνη θέλει να μετακομίσει, να ζήσει σε μια «γειτονιά», μας τονίζει, όπως στη δεκαετία του ’60 που κατοικούσε, μαζί με τον άντρα της, τον μπουζουξή και συνθέτη Νίκο Καρανικόλα, σε ένα άλλο αυθαίρετο στον Σκαραμαγκά. Ήρθαν εδώ, στους πρόποδες του βουνού για «καθαρό αέρα» που χρειαζόταν ο Νίκος. Τρώμε παρέα, η Ναυσικά έχει φέρει δύο ταψιά με μαγειρεμένα φαγητά, η Βούλα Γκίκα έχει αγοράσει γλυκά και κρασί από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. («Το μαύρο κρασί μου αρέσει».)
Παρόλο που κοντεύει τα 90 οδηγεί ένα Ασκόνα: «Το διάλυσα πηγαίνοντας τρεις-τέσερις φορές την εβδομάδα στο Τρίτο Νεκροταφείο της Κοκκινιάς». Αργότερα μετέφερε τα οστά του Νίκου Καρανικόλα σε έναν τάφο που αγόρασε στα Μέγαρα, πιο κοντά. «Έχω άδεια οδήγησης μέχρι του χρόνου», μας λέει.
Τα οικονομικά της μετρημένα. Θύμα και αυτή των μνημονιακών περικοπών. Παίρνει μια σύνταξη «τιμητική» γιατί όταν δούλευε «δεν μας κολλούσαν ένσημα». 875 ευρώ, μετά 820. Επί ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χαρτί ότι έπρεπε να παίρνει 720, αφού της κάνουν 100 ευρώ κρατήσεις κάθε μήνα. Μία φορά το χρόνο γύρω στα 300 ευρώ από δικαιώματα.
Λίγες μέρες μετά την επίσκεψή μας, η Ναυσικά τηλεφωνεί στη Βούλα που της λέει «την επόμενη φορά που θα έρθεις, ας έρθει και η φίλη σου, όμως να φέρεις και κανέναν άλλο, κάποιον που να με ξέρει, να γίνει τζέρτζελο». Εννοούσε κάποιον από τον καλλιτεχνικό χώρο. «Αυτή η φίλη σου, καλή κοπέλα, αλλά δεν με ξέρει». Μα ακριβώς επειδή την ήξερα, δεν μιλούσα στη διάρκεια της επίσκεψης προτιμώντας να ακούω την ίδια να μιλά. Συνεπαρμένη από τη ζωντάνια και τη λαϊκότητά της, ήμουν το βουβό πρόσωπο. Όμως την άλλη μέρα κράτησα σημειώσεις μη θέλοντας τίποτα να ξεχάσω.
Το τζέρτζελο, τα τραγούδια, η πλάκα, τα πειράγματα δεν έγιναν, όχι από όμως από απροθυμία της Ναυσικάς. Αν υπάρχει ο Άλλος Κόσμος του λαϊκού τραγουδιού, που μάλλον δεν υπάρχει, η Βούλα Γκίκα θα συναντήσει πολλούς για ένα ατέλειωτο τζέρτζελο. Πίνοντας «μαύρο κρασί» και στα πόδια της η Τζίλντα.