Tο κείμενο που ακολουθεί εκφωνήθηκε ως εισήγηση στο πλαίσιο της εκδήλωσης «“Πώς να σωπάσω…” Από τις μπουάτ στην ταράτσα της Νομικής: Μουσική και αντιδικτατορικό κίνημα», που οργανώθηκε, στις 20 Φεβρουαρίου 2025, από τον κόμβο «Αντιδικτατορικός Αγώνας 1967- 1974 – Ιστορία και Μνήμη» του Ιστορικού Αρχείου του ΕΚΠΑ και ήταν αφιερωμένη στην 52η επέτειο της πρώτης κατάληψης της Νομικής.
Δημοσιεύτηκε στις 20.4.2025 στην εφημερίδα «Εποχή» με τον τίτλο «Μπουάτ, ψηφίδες στη διαμόρφωση και την επιβεβαίωση ταυτότητας» μαζί με τις ομιλίες του Βαγγέλη Καραμανωλάκη και του Ιερώνυμου Λύκαρη, ενώ ομιλητές ήταν επίσης ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης και ο τραγουδιστής Μανώλης Μητσιάς.
Ως χώροι και ως λειτουργία οι μπουάτ είναι κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού, όμως αυτό δεν μας απασχολεί σήμερα εδώ. Στα χρόνια της χούντας, ιδίως στα τελευταία, οι μπουάτ έγιναν κομμάτι της ιστορίας του φοιτητικού αντιδικτατορικού κινήματος. Δεν ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι του, όμως ήταν σημαντικές ψηφίδες του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι συχνά βρίσκονταν στο στόχαστρο της χούντας. Όπως βρίσκονταν και πολλοί καλλιτέχνες που εμφανίζονταν εκεί, ενώ και κάποιοι από τους ιδιοκτήτες των πιο ζωηρών μπουάτ συχνά δέχονταν πιέσεις να προσαρμόσουν το ρεπερτόριό τους στα αποδεκτά πρότυπα. Και όπου δεν έπεφτε λόγος, έπεφτε ράβδος, δηλαδή λουκέτο. Προσωρινό ή μόνιμο. Με διάφορα προσχήματα. Είτε για να τερματιστούν οι νύχτες αναρχίας και ακολασίας είτε για πολεοδομικές ή υγειονομικές παραβάσεις.
Το γεγονός ότι οι μπουάτ δεν ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά του χουντικού καθεστώτος, όπως και το γεγονός ότι εκεί ακούγονταν, με κάποιο τσιλιαδόρο στην είσοδο, απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη, πρόσθετε στη γοητεία τους. Η έλξη του απαγορευμένου είναι ακατανίκητη, ιδίως όταν είσαι νέος.
Σε μια έκθεση της Ασφάλειας με ημερομηνία 6/5/72 –δέκα μήνες πριν την κατάληψη της Νομικής–, αναφέρεται ότι οι φοιτητικές εκδηλώσεις της εποχής οφείλονται, μεταξύ άλλων, και στις μπουάτ «με τραγούδια αντιεπαναστατικά, θαμώνες ιδίως φοιτηταί και φοιτήτριες, με αποτέλεσμα την διατήρησιν επαναστατικού και αναρχικού πνεύματος». Επίσης οφείλονται και στις «από διετίας χορευτικάς συγκεντρώσεις φοιτητών εις οικίας» όπου ασκείται και προπαγάνδα εναντίον της επαναστάσεωςκαι εναντίον των σχολών διά την μη επίλυσιν των θεμάτων των φοιτητών. Ενίοτε συγκεντρώνονται και χρήματα. Αι εν λόγω συγκεντρώσεις ενθυμίζουν χορευτικάς συγκεντρώσεις της ΕΠΟΝ επί κατοχής».
Μια παρέκβαση, μια που η αποψινή μας εκδήλωση είναι αφιερωμένη στην 52η επέτειο της πρώτης κατάληψης της Νομικής. Στο ίδιο απόρρητο έγγραφο, η Νομική Σχολή χαρακτηρίζεται ως «η πλέον επικίνδυνος» για τους ακόλουθους τρεις λόγους: α) ο μεγάλος αριθμός φοιτητών, β) η προϊστορία της Σχολής σε παρόμοιες εκδηλώσεις και γ) τα διδασκόμενα μαθήματα, όπως «συνταγματικαί ελευθερίαι, δικαιώματα ανθρώπου, σοσιαλισμός, μαρξισμός». Δηλαδή οι αναλυτές της χούντας από τη Νομική περίμεναν το «μπουμ», την έκρηξη που ήρθε τον Φεβρουάριο του ’73! Και δεν έπεσαν έξω.
Η αλήθεια είναι ότι συγκεντρώσεις γίνονταν «εις οικίας», ήταν οι συνεδριάσεις των περίφημων Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα, όμως δεν ήταν χορευτικές. Γενικά, η δικτατορία επιχειρούσε να συκοφαντήσει το φοιτητικό κίνημα παρουσιάζοντάς το σαν χόμπι αργόσχολων πλουσιόπαιδων, σε αντίθεση με τα φιλότιμα φτωχά παιδιά που είχαν τον νου τους μόνο στα μαθήματα. Μάλιστα, ένας από τους υπουργούς της χούντας είχε χαρακτηρίσει τους ταραξίες φοιτητές «λιβινγκρουμιστές»! Δηλαδή παιδιά του λίβινγκ ρουμ, του σαλονιού – ένας όρος που θα τον ζήλευε και ο Μποστ.
Καθώς ανατρέχω σε εκείνη την εποχή, δηλαδή στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, διαπιστώνω ότι καταφεύγω σε όρους που μας ήταν άγνωστοι τότε. Για παράδειγμα, τότε δεν θα περιέγραφα τις μπουάτ ως «εναλλακτικούς χώρους ψυχαγωγίας».
Επίσης δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο «υπερπαραγωγή», που τότε χαρακτήριζε τα κοσμικά μαγαζιά της παραλιακής όπου σύχναζαν υπουργοί και παράγοντες της χούντας, εφοπλιστές και επιχειρηματίες. Στον αντίποδα της «υπερπαραγωγής» βρίσκονταν οι μπουάτ. Μικροί χώροι, για 60, το πολύ 100 άτομα, πολλές φορές και χωρίς μικρόφωνα. Η ορχήστρα ολιγομελής: μια κιθάρα κι ένα πιάνο αρκούσαν. Ιδίως τα πρώτα χρόνια, τα υλικά τους ήταν ταπεινά: λινάτσες στους τοίχους, φλοκάτες, μικροσκοπικά τραπεζάκια και καρέκλες, σκαμνιά, μαξιλάρια. Κάποιες μπουάτ ήταν πιο προσεγμένες, όμως το κοινό στοιχείο όλων ήταν ο μικρός χώρος και η γεωγραφική τους θέση, δηλαδή σε δυο-τρία στενά της Πλάκας.
Ασφαλώς, τότε δεν ήταν όλες ανεξαιρέτως οι μπουάτ της Πλάκας «εστίες αντίστασης». Όμως υπήρχαν σπινθήρες αντίστασης, καθώς και μια σιωπηλή παραδοχή ότι κάποια αόρατα νήματα έδεναν τους θαμώνες μεταξύ τους αλλά και με τους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν. Και αυτά τα νήματα ήταν η αντίθεση στη δικτατορία, καθώς και η ανάγκη να βρεθούν νέα υλικά, νέες μουσικές και νέα λόγια για να εκφράσουν την εποχή μας και αυτό που ψυχανεμιζόμασταν τότε να γεννιέται.
ΑΛΛΟΣ ΑΕΡΑΣ ΦΥΣΟΥΣΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ
Αρκετοί καλλιτέχνες, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Κώστας Χατζής, ο Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι που είχαν συνδεθεί με τις μπουάτ, αντιστάθηκαν στους εκβιασμούς της χούντας, ύψωσαν ανάστημα.
Να αναφέρω ένα συγκινητικό αλλά και πικρό παράδειγμα. Το φθινόπωρο του ’73, ο Αντώνης Καλογιάννης, που μόλις είχε επιστρέψει από το εξωτερικό όπου είχε πάρει μέρος σε δεκάδες συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδούσε σε μια μπουάτ της Πλάκας, τον Ρήγα. Και φυσικά, δεν καθόταν φρόνιμα, έλεγε τραγούδια του Μίκη. Όπως αναφέρει ο Κώστας Παπασπήλιος στο βιβλίο του «Οι μπουάτ της Πλάκας», η ΕΣΑ τον είχε συλλάβει και ανακρίνει ενώ του ζήτησαν, έναντι αδράς αμοιβής, να δίνει ονόματα φοιτητών – απένταρος τότε ο καλλιτέχνης. «Εγώ ρουφιάνος δεν γίνομαι», είπε την άλλη μέρα στον καταστηματάρχη. «Ψάξε γιατρό να πιστοποιήσει στον κόσμο πως αρρώστησα».
Και ναι μεν το νεανικό ακροατήριο στην Πλάκα χειροκροτούσε τον Καλογιάννη, όμως στο καφενείο της γειτονιάς του, στην Καισαριανή, οι θαμώνες, από φόβο, δεν τολμούσαν ούτε να τον χαιρετήσουν! Τον έβλεπαν και γύριζαν το κεφάλι αλλού! Έτσι, όταν έμπαινε μέσα, ο Καλογιάννης μονολογούσε σαρκαστικά: «Καλημέρα μου, καλημέρα μου».
Αυτό το παράδειγμα ίσως δείχνει ότι ο κόσμος των μπουάτ δεν ήταν ο κόσμος ολόκληρης της κοινωνίας. Άλλος αέρας φυσούσε τις νύχτες στην Πλάκα, άλλος στη μεγάλη Ελλάδα.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ
Για εμάς τους φοιτητές, η μουσική και οι μπουάτ ήταν ψηφίδες στη διαμόρφωση και την επιβεβαίωση της ταυτότητάς μας. Περίπου όπως τα μακριά μαλλιά για τα αγόρια: ο κοντοκουρεμένος ήταν εξ ορισμού ύποπτος. Τα τραγούδια που ακούγαμε, οι ταινίες που βλέπαμε, τα βιβλία που διαβάζαμε, τα στέκια όπου συχνάζαμε: όλα αυτά ήταν ένα πολυδαίδαλο σύνθημα αναγνώρισης που έλεγε «είμαστε εδώ, θα είμαστε εδώ και αύριο, η τυραννία δεν θα κρατήσει για πάντα»!
Επιπλέον, οι μπουάτ ήταν το βασίλειο της νεότητας. Όπως είπε στη συνέντευξή που μας έδωσε πρόσφατα ο Χρήστος Λεοντής, αναφερόμενος στην μπουάτ «Αγρύπνια», όταν έμπαινε μέσα κάποιος πάνω από 22, τον κοίταζαν με καχυποψία!
Ένας μουσικολόγος θα μπορούσε να μας πει πολλά για το τι καινούριο έφεραν –αν έφεραν– στο ελληνικό τραγούδι οι μπουάτ των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας. Ή τι ρόλο έπαιξε η περίφημη «επιστροφή στις ρίζες». Προσωπικά, δεν έχω τις ειδικές γνώσεις για να το εκτιμήσω. Όμως τότε όλοι είχαμε κατανοήσει τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζε ο λόγος στη ζωή μας και στο αντιδικτατορικό κίνημα. Ο λόγος ο προφορικός, ο λόγος ο γραπτός σε προκηρύξεις και χαρτάκια (όπως τα χιλιάδες που γράφτηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ’73), ο λόγος στα συνθήματα, ο λόγος στους στίχους των τραγουδιών. Δεν ξέραμε κατά πού πέφτει η «στράτα των Μουσούρων», όμως τη βροντοφωνάζαμε με πάθος.
Η μουσική ήταν τότε για εμάς μια εμπειρία αν όχι συλλογική, πάντως παρεΐστικη. Το ’73, νομίζω, κυκλοφόρησε ο Μεγάλος Ερωτικός του Μάνου Χατζιδάκι, και για να τον ακούσουμε μαζευτήκαμε στο σπίτι μιας συμφοιτήτριάς μας, της Έφης Στρουσοπούλου, μιας συναγωνίστριάς μας που δεν ζει πια. Μια ατμόσφαιρα κατακόμβης των πρωτοχριστιανών παρόλο που ο δίσκος κυκλοφορούσε νόμιμα. Με τον ίδιο τρόπο πρωτάκουσα τα Μικροαστικά του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Επίσης δεν ίσχυε η μουσική μονοκαλλιέργεια, δηλαδή Θεοδωράκης ή ρεμπέτικα ή παραδοσιακά ή ροκ και ξερό ψωμί. Όλα αυτά χωρούσαν, όχι μόνο στις μπουάτ της Πλάκας αλλά και σε άλλους χώρους, όπως στο Ροντέο ή το Κύτταρο. Αυτό που δεν είχε χωρέσει τότε ήταν το κλασικό λαϊκό τραγούδι, ιδίως της περιόδου 1950-1965, που ήρθε ή επανήλθε στη ζωή της γενιάς μου πολύ αργότερα, μετά την πτώση της δικτατορίας. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία που απαιτεί άλλη συζήτηση.
Ο Γιάννης Γεωργακάκης, φοιτητής τότε και δραστήριο μέλος του Συλλόγου Κρητών Φοιτητών, έχει διασώσει σε ένα βιβλίο του (δυστυχώς εξαντλημένο) τις διασκευές τραγουδιών που ακούγονταν στη Νομική, σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις ή και σε ταβέρνες. Εμπορικά τραγούδια του συρμού αποκτούσαν άλλο νόημα, όπως το «Αν ήμουν πλούσιος». Το ίδιο και η «Μαρία με τα κίτρινα» ή το «Γιούπι για για, γιούπι γιούπι για».
Βέβαια, τα δημοτικά τραγούδια είχαν την τιμητική τους. Εδώ η αντιστοιχία ανάμεσα στους «κλέφτες» και τους φοιτητές ήταν αυτονόητη. Λίγες επεμβάσεις απαιτούνταν για την εκ νέου νοηματοδότησή τους, όπως: Στη στεριά δεν ζει το ψάρι/ κι ο ανθός στην αμμουδιά/ και οι φοιτητές δεν ζούνε/ δίχως την Ελευθεριά.
Επιπλέον, τα τραγούδια αυτά είχαν το πλεονέκτημα ότι χορεύονταν. Ο Χορός του Ζαλόγγου, που οι περισσότεροι τον ξέραμε από τις σχολικές γιορτές, εύκολα μεταφέρθηκε στην ταράτσα της Νομικής – και χωρίς το τραγικό του φινάλε, δηλαδή τις Σουλιώτισσες που πέφτουν οικειοθελώς στον γκρεμό. Κι εδώ θα ήθελα να μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία: Έτυχε να δω στην ταράτσα της Νομικής την πολύ γνωστή τότε πεζογράφο Λιλή Ζωγράφου να σέρνει τον χορό λάμποντας από χαρά. Τσάμικο χόρευε, καλαματιανό; Θα σας γελάσω. Τότε ήταν 51 χρονών, περίπου είκοσι χρόνια νεότερη από ό,τι είμαι εγώ σήμερα, και ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αργότερα έμαθα ότι ήταν η μητέρα της Ρένας Χατζηδάκη η οποία, έγκλειστη στις Φυλακές Αβέρωφ, είχε γράψει το υπέροχο ποίημα «Κατάσταση Πολιορκίας» που μελοποίησε, μέσα στη χούντα, ο Μίκης Θεοδωράκης.
ΟΙ ΜΠΟΥΑΤ ΚΑΙ Η ΠΟΛΗ
Καλεσμένος του δημοσιογράφου Πάνου Γεραμάνη, στη ραδιοφωνική εκπομπή «Λαϊκοί Βάρδοι», ο αξέχαστος Δημήτρης Μητροπάνος μιλά για την Πλάκα που τότε πλημμύριζε από νέους και φοιτητές, λίγο πριν τη δικτατορία του ’67:
«Τότε φεύγαμε όλοι μαζί μετά που τελειώναμε, επειδή δεν είχαμε λεφτά για ταξί και για τέτοια – εγώ έμενα, θυμάμαι, Κολιάτσου και πήγαινα με τα πόδια. Στον δρόμο λοιπόν τραγουδάγαμε. Και μαζευόμαστε και πηγαίναμε στη Μητρόπολη μπροστά, επειδή γύρω-γύρω είχε κτίρια και μας έκανε αντίλαλο και ηχώ και μας άρεσε. Και καθόμαστε καμιά ώρα και τραγουδάγαμε και μετά παίρναμε τον δρόμο για να πάμε σπίτια μας ο καθένας, άλλος από δω, άλλος από κει, και ξεκινάγαμε, όλοι με τα πόδια πια για να πάμε σπίτι».
Φυσικά, με τον ερχομό της δικτατορίας, μια τέτοια αυθόρμητη υπαίθρια συναυλία θα ήταν αδιανόητη. Αναφέρω αυτό το γεγονός επειδή νομίζω ότι κάτι από το ήθος και τις ευαισθησίες των προ της δικτατορίας μπουάτ είχε μεταφερθεί και στα χρόνια για τα οποία μιλάμε σήμερα.
Η αφήγηση του Δημήτρη Μητροπάνου μάς θυμίζει ότι στα χρόνια της δικτατορίας η Αθήνα ήταν μια πόλη που την περπατούσες ή μπορούσες πολύ εύκολα να μετακινηθείς με λεωφορείο και ηλεκτρικό. Τα «στέκια», που είναι το θέμα των μελλοντικών εκδηλώσεων του κόμβου «Αντιδικτατορικός Αγώνας 1967- 1974 – Ιστορία και Μνήμη» του Ιστορικού Αρχείου του ΕΚΠΑ, βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής το ένα με το άλλο. ταβέρνες, σινεμά, βιβλιοπωλεία, καφενεία, θέατρα. Εύκολα έβρισκες ή αναγνώριζες τους «δικούς σου» ή αυτούς που θα γίνονταν αύριο «δικοί σου». Ελάχιστοι από εμάς είχαν τότε ΙΧ αυτοκίνητο ή ακόμα και μηχανάκι. Ούτε άγχος για το παρκάρισμα αλλά συνήθως ούτε και χρήματα για ταξί. Ωστόσο, παρά τη βαριά σκιά της δικτατορίας, νιώθαμε την πόλη δική μας, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα. Η Πλάκα είχε πολλά μαγέρικα και ταβέρνες, επί δεκαετίες ήταν ο παράδεισος των μπεκρήδων. Ταβέρνες ή μάλλον καπηλειά φημισμένα. Ναι, υπήρχαν καφετέριες και τουριστικά μαγαζιά με τσολιαδάκια, αλλά όχι ο σημερινός υπερτουρισμός.
Άγνωστο ήταν τότε το σύνθημα «Reclaim the streets», επαναδιεκδικήστε τους δρόμους, την πόλη. Tότε, δυο-τρία στενά της Πλάκας, η Θόλου, η Μνησικλέους, η Αδριανού, ήταν για μας οικεία σαν την πλατεία της γειτονιάς μας ή του χωριού μας. Η αίσθηση της συλλογικότητας ήταν ισχυρή και ας ήταν αχνό το περίγραμμά της. Και οι μπουάτ ενίσχυαν αυτή την αίσθηση: σήμερα ακούμε μουσική και τραγουδάμε μαζί, αύριο θα συναντηθούμε αλλού, κάπου στις «στράτες των Μουσούρων».
Η συναυλία για τα Τέμπη πέρυσι το καλοκαίρι στο Καλλιμάρμαρο έδειξε ότι υπάρχει χώρος για το «εμείς». Το ίδιο και οι πρόσφατες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έστω και χωρίς πολλή μουσική. Και οδηγός μας δεν μπορεί να είναι η νοσταλγία. Όσο για τις μπουάτ, και μόνο το ότι τις συζητάμε σήμερα εδώ, επιβεβαιώνει ότι «τίποτα δεν πάει χαμένο».