Κυκλοφόρησε μόλις το βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή Από τον Οκτώβρη στον Στάλιν (Εκδόσεις Επίκεντρο). Περιλαμβάνει τέσσερα δοκίμια που συζητούν την πορεία της ΕΣΣΔ από τον Οκτώβρη ως τις εκκαθαρίσεις του 1936-38. Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από το πρώτο δοκίμιο, «Μαρτυρίες του Οκτώβρη», σελ. 76-80.
—
Οι καλλιτέχνες που συντάχθηκαν ανοικτά και ενεργά με τον Οκτώβρη δεν ήταν πολλοί. Στη Δύση μπορούμε να ξεχωρίσουμε μορφές όπως ο Ανρί Μπαρμπίς, η Κλερ Σέρινταν, ο Κλοντ ΜακΚέι, η Ισιδώρα Ντάνκαν, ο Γιάροσλαβ Χάσεκ. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Αν ο πόλεμος είχε βυθίσει σε απελπισία την πλειοψηφία των καλλιτεχνών, η αναγνώριση της ελπίδας στην επανάσταση απαιτούσε μια πλήρη στροφή του άξονα αξιών τους, που μόνο μια μικρή μερίδα ήταν ικανή να εκπληρώσει. Θα χρειάζονταν μερικές δεκαετίες για να αναδειχτεί μια νέα γενιά δημιουργών και νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, ζυμωμένα με τις εξελίξεις που πυροδότησε ο Οκτώβρης στην ΕΣΣΔ και παγκόσμια, για να βρει η επανάσταση επάξια αναγνώριση στον κόσμο της τέχνης. Ωστόσο, οι λίγοι που έκαναν το αποφασιστικό βήμα εμπρός στην ώρα της μάχης άφησαν μια όχι ευκαταφρόνητη παρακαταθήκη. Σε αυτούς η ευαισθησία και το αίσθημα ευθύνης αναπληρώνουν με το παραπάνω την ελλιπή κατανόηση, τουλάχιστον αναφορικά με την τοποθέτηση των εμπλεκόμενων ανθρώπινων διλημμάτων.
Ο Μπαρμπίς, επιφανής Γάλλος λογοτέχνης που είχε αντιταχθεί στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, γράφοντας αντιπολεμικά μυθιστορήματα, υποστήριξε θερμά την μπολσεβίκικη επανάσταση. Τον Ιανουάριο του 1918 ταξίδεψε στη Ρωσία και εντάχθηκε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Στιγμάτισε θαρραλέα την υποκρισία της συμμαχικής επέμβασης, καλώντας με άρθρα και εκκλήσεις στον Τύπο τους ευρωπαϊκούς λαούς να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στη βαρβαρότητα:
«Κατηγορούμε την κλίκα των διεθνών ιμπεριαλιστών μιλιταριστών και εμπόρων για το ότι έχουν εξευτελιστικά παραστήσει ένα εντελώς σοσιαλιστικό καθεστώς ως ένα κράτος αναρχίας. Ο θεμελιώδης νόμος της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας υπάρχει, σε πείσμα των πάντων, και οποιοσδήποτε το επιθυμεί μπορεί τώρα να τον διαβάσει. Βασίζεται στην αρχή της ισότητας και το δίκαιο της εργασίας· θεσπίζει την κοινότητα των εργατών της Ρωσίας και τους διασφαλίζει άμεσο έλεγχο. Διακηρύσσει το διεθνή χαρακτήρα του προλεταριάτου… Αυτές οι αρχές φαίνεται να είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να ξεριζώσει εντελώς τις δυο μάστιγες που οι θεωρίες της αφροσύνης διαρκώς καταφέρουν τώρα ενάντια στην ανθρωπότητα: την εκμετάλλευση των πολλών από τους λίγους και τον πόλεμο. Και είναι ακριβώς εξαιτίας αυτού, εξαιτίας του μεγαλείου της ιδεαλιστικής και πρακτικής αλήθειας, εξαιτίας της αίγλης του μπολσεβικισμού… που τα αφεντικά μας –οι εχθροί μας– έχουν αναλάβει το βασανισμό και την εκμηδένιση της Ρωσίας… Για να παραμείνουν αφέντες των ανθρώπων και των πραγμάτων, οι προαιώνιοι εκμεταλλευτές χρησιμοποιούν στον αγώνα τους ενάντια σε εκείνους που είναι τώρα στη θέση των Γάλλων του 1793 και που εκπληρώνουν την αποστολή τους σε πληρέστερη έκταση – τη μόνη δύναμη που είναι ικανή να νικήσει τους επαναστατημένους σκλάβους που έχουν γίνει δικαστές, δηλαδή, το πλήθος όλων των αδελφών τους.
Σύντροφοι, άνδρες, νέοι, γυναίκες, μητέρες των μελλοντικών μαρτύρων, πρώην στρατιώτες που μέσα από την καρδιά σας καταριέστε τον πόλεμο, χειρωνακτικοί και διανοητικοί εργάτες, όλοι εσείς έχετε ένα κοινό συμφέρον… δεν βλέπετε ότι στη Ρωσία οι στρατιώτες όλων των χωρών, γυναίκες και παιδιά, πεθαίνουν σε μεγάλους αριθμούς! Μη μένετε λοιπόν άλλο πια αμέτοχοι σε αυτά τα γεγονότα, σε απέραντη άγνοια, τρομακτικά τυφλωμένοι από τον εγωισμό, αδρανείς και ατιμασμένοι. Αρνηθείτε να συνταχτείτε με το δεσποτισμό και τη βαρβαρότητα. Σώστε το σκοπό της ανθρώπινης αλήθειας σώζοντάς τον στη Ρωσία. Μείνετε βέβαιοι ότι οι μελλοντικές γενιές θα κρίνουν τους έντιμους ανθρώπους της γενιάς μας από το βαθμό στον οποίο θα έχουν τώρα αρθρώσει την επίμονη διαμαρτυρία τους»1.
Τον Απρίλη του 1921 η πρωτοπόρα Αμερικανίδα χορεύτρια Ισιδώρα Ντάνκαν απευθύνθηκε στον Λουνατσάρσκι, ζητώντας του να μεταβεί στη Ρωσία, για να δημιουργήσει μια σχολή μπαλέτου με χίλια παιδιά. Το αίτημά της ικανοποιήθηκε και η Ντάνκαν ταξίδεψε στη Σοβιετική Ρωσία το 1921, όπου ίδρυσε μια σχολή στη Μόσχα. Αν και ο Κράσιν, ο Λαϊκός Επίτροπος Εμπορίου που βρισκόταν τότε στο Λονδίνο, της πρότεινε να υπογράψει ένα συμβόλαιο, η Ντάνκαν έθεσε την προοπτική της συνεργασίας σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Στην επιστολή της στον Λουνατσάρσκι, υπογράμμιζε το ασύμβατο ανάμεσα στην αυθεντική καλλιτεχνική δημιουργία και το κερδοσκοπικό πνεύμα του καπιταλισμού:
«Θέλω ένα εργαστήριο, ένα σπίτι για εμένα και τους μαθητές μου, απλό φαγητό, απλά ενδύματα και μια ευκαιρία να προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή δουλειά. Με αρρωσταίνει η αστική καταναλωτική τέχνη. Είναι τραγικό πως δεν είχα ποτέ τη δυνατότητα να προσφέρω τη δουλειά μου στους ανθρώπους για τους οποίους τη δημιούργησα. Αντί αυτού, έχω υποχρεωθεί να πουλάω την ψυχή μου με το κομμάτι, πέντε δολάρια τη θέση. Είμαι αηδιασμένη από το μοντέρνο θέατρο, το οποίο θυμίζει μάλλον ένα πορνείο παρά ένα ναό της τέχνης, όπου οι καλλιτέχνες που θα έπρεπε να έχουν τις θέσεις αρχιερέων, περιορίζονται στις μανούβρες των μαγαζατόρων, πουλώντας τα δάκρυα και τις ψυχές τους με συγκεκριμένη τιμή κάθε νύχτα. Θέλω να χορεύω για τις μάζες, για τους εργαζόμενους ανθρώπους που χρειάζονται τη δουλειά μου και δεν είχαν ποτέ χρήματα να έρθουν να με δουν. Και θέλω να χορεύω γι’ αυτούς δωρεάν, γνωρίζοντας ότι δεν έχουν έρθει σε μένα λόγω της έξυπνης διαφήμισης, από περιέργεια, αλλά επειδή όντως θέλουν και αγαπούν αυτό που μπορώ να τους δώσω. Αν με δεχτείτε υπό τους όρους αυτούς θα έρθω και θα δουλεύω για τη δόξα και την ομορφιά και το μέλλον της Ρωσικής Δημοκρατίας και των παιδιών της»2.
Η δουλειά της Ντάνκαν δεν έγινε δυνατό να ολοκληρωθεί, καθώς ο λιμός του 1921 δεν επέτρεψε στη σοβιετική κυβέρνηση να διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία της σχολής της. Προκάλεσε όμως ζωηρή αίσθηση στη Σοβιετική Ρωσία και οι λόγοι που επικαλέστηκε για την επιλογή της διατηρούν αμείωτη αναφορικότητα.
Η Σέρινταν, αξιόλογη Βρετανίδα γλύπτρια, ανιψιά του Ουίνστον Τσόρτσιλ, επισκέφθηκε τη Ρωσία μετά από πρόσκληση του Κάμενεφ. Έμεινε στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με ηγέτες των Μπολσεβίκων, παρατήρησε τα δρώμενα της επανάστασης και φιλοτέχνησε μπούστα των Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ και Τζερζίνσκι. Η Σέρινταν διακρινόταν από μια αστάθεια στις απόψεις της, προϊόν της αστικής ανατροφής της, οπωσδήποτε όμως ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα με αμεσότητα και ειλικρίνεια. Το βιβλίο της δείχνει ότι προσπάθησε να καταλάβει την επανάσταση, διανύοντας ένα σημαντικό μέρος του δρόμου από τις κοινότυπες αστικές προλήψεις προς μια σοβαρή αντίληψη της πραγματικότητας:
«Το αυτί μου έχει συνηθίσει στη γλώσσα του κομμουνισμού, έχω ξεχάσει τα αγγλικά του δικού μου κόσμου. Δεν εννοώ ότι είμαι κομμουνίστρια, ούτε ότι νομίζω πως πρόκειται για μια πρακτική θεωρία, αλλά μου φαίνεται, ωστόσο, ότι ο ρωσικός λαός έχει πολλά προνόμια δωρεάν, όπως εκπαίδευση, στέγη, διατροφή, σιδηρόδρομοι, θέατρα, ακόμα και ταχυδρομείο, και ένα σταθερό μισθό. Αν η απουσία ευημερίας είναι έκδηλη, η απουσία φτώχειας είναι αξιοσημείωτη. Τα δεινά των ανθρώπων οφείλονται κυρίως στην έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και ειδών ένδυσης. Αυτό δεν είναι σφάλμα της κυβέρνησης. Το σοβιετικό σύστημα δεν το κάνει για να τους τιμωρήσει, ή επειδή απολαμβάνει τις στερήσεις τους. Μόνο η ειρήνη με τον κόσμο μπορεί να ελαφρύνει τα βάσανά τους, και η Ρωσία δεν είναι σε πόλεμο με τον κόσμο, ο κόσμος είναι σε πόλεμο με τη Ρωσία…
Πρέπει να αποτινάξει κανείς τον πολιτισμό και να αρχίσει εκ νέου, και να αρχίσει καλύτερα, και το μόνο που χρειάζεται είναι απλά θάρρος. Αυτό που σκέφτεται ο Λένιν για τα έθνη ισχύει για τα άτομα. Προτού η ανασυγκρότηση μπορεί να λάβει χώρα πρέπει να υπάρξει μια επανάσταση για να εξαλείψει τα πάντα σε αυτό που υπήρχε πριν. Είμαι συγκλονισμένη από τη συνειδητοποίηση της ανατροφής μου και της μάταιης άποψης που ενστάλαξε μέσα μου μια ξεπερασμένη ταξική παράδοση… Τώρα για πρώτη φορά νιώθω ηθικά και διανοητικά ελεύθερη, και όμως λένε ότι δεν υπάρχει ελευθερία εδώ… Η δουλειά μου έχει τελειώσει, αλλά είμαι απρόθυμη να φύγω. Αγαπώ αυτό το μέρος. Λατρεύω τους ανθρώπους που περνούν δίπλα μου στο δρόμο. Λατρεύω την ατμόσφαιρα φορτωμένη με μελαγχολία, με θυσία, με τραγωδία. Εμπνέομαι από αυτό το έθνος που αποκαθάρεται με τη φωτιά. Θαυμάζω την αξιοπρέπεια στα δεινά τους και το θάρρος των πεποιθήσεών τους. Θα ήθελα να ζήσω για πάντα μεταξύ τους, ή αλλιώς να εργαστώ γι’ αυτούς απ’ έξω· να εργαστώ και να αγωνιστώ για την Ειρήνη, που θα επουλώσει τις πληγές τους»3.
Ακόμη κι αν η Σέρινταν δεν έφτασε σε μια άψογη σύλληψη των προοπτικών της Ρωσικής Επανάστασης, ανίχνευσε εύστοχα τη γενική τους κατεύθυνση. Μας υπενθυμίζει έτσι, όπως και η Ντάνκαν, ότι μια ορθή ανθρώπινη στάση προϋποθέτει μια υπέρβαση των σκοπέλων της ταξικής προκατάληψης, προς μια αναγνώριση του ιστορικά αναγκαίου. Όχι η στενή ταξική ένταξη, αλλά η απάντηση στο ερώτημα ποιας τάξης η πρακτική ανοίγει νέους ορίζοντες στην ανθρωπότητα πρέπει να είναι το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής.
Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ, ο διάσημος «πατέρας» του καλού στρατιώτη Σβέικ, ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος στον παγκόσμιο πόλεμο και βρέθηκε το 1917 στη Ρωσία, υπήρξε και αυτός ένας υποστηρικτής της Ρωσικής Επανάστασης. Ο Χάσεκ εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους και πήρε ενεργά μέρος στην υπεράσπιση της Σαμάρα στον εμφύλιο, ενάντια στην πλειοψηφία των συμπατριωτών του της Τσεχικής Λεγεώνας, που έγιναν όχημα της αντεπανάστασης. Αργότερα στάλθηκε ως διοικητής στο σοβιέτ της πόλης Μπουγκουλμά, στην περιοχή του Σιμπίρσκ. Στον απολογισμό των εμπειριών του εκεί, με το οικείο χιούμορ του, περιγράφει τις αρνητικές φυσιογνωμίες που προσδένονταν στον άρμα της επανάστασης. Τέτοιες μορφές, όπως ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης Γιεροκίμοφ και το μέλος του Επαναστατικού Δικαστηρίου του Ανατολικού Μετώπου Αγκάποφ, επεδίωκαν κυρίως τη δόξα ή το προσωπικό όφελος. Ο ίδιος ο Χάσεκ βρέθηκε στο στόχαστρο μιας πλεκτάνης του Γιεροκίμοφ, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο επαναστατικό δικαστήριο. Στο πρόσωπο του Αγκάποφ, ενός πρώην υπαλλήλου που υποκινούνταν μόνο από κίνητρα εκδίκησης ενάντια στα παλιά, στυγνά αφεντικά του, συνοψίζει τα αρνητικά αυτά γνωρίσματα:
«Από όλη την εμφάνιση του Αγκάποφ ήταν φανερό ότι το κάθε τι που είχε προηγηθεί της πτώσης του τσαρισμού τον είχε μετατρέψει σε ένα βάναυσο, αμείλικτο, σκληρό και απαίσιο άνθρωπο, ο οποίος είχε από καιρό ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με εκείνους που τον πλήρωναν εκείνα τα άθλια δεκαπέντε ρούβλια, και που συνέχιζε να διεξάγει πόλεμο σε εκείνες τις σκιές του παρελθόντος οπουδήποτε ερχόταν, μεταφέροντας τις υποψίες του στα περιβάλλοντά του και σκεπτόμενος πάντα για μερικούς άγνωστους προδότες. Μιλούσε σύντομα, με ευγενικές προτάσεις γεμάτες ειρωνεία. Όταν τον προσκάλεσα να πάρει ένα σβώλο ζάχαρη στο τσάι του, είπε, “Η ζωή είναι μόνο γλυκιά για μερικούς ανθρώπους, σύντροφε Χάσεκ, αλλά θα γίνει πικρή επίσης”»4.
Ο Χάσεκ περιγράφει εδώ έξοχα τον τύπο του φανατικού που επιστράτευσε αργότερα ο σταλινισμός στα μακάβρια έργα του. Βέβαια, ενώ τέτοια στοιχεία υπήρχαν και τον καιρό του Οκτώβρη, δεν υπαγόρευαν το σκοπό. Θα χρειαζόταν η μεσολάβηση πολλών παραγόντων για να γίνει αυτός ο τύπος κυρίαρχος –η ρωσική καθυστέρηση και η ενίσχυση του γραφειοκρατικού μηχανισμού στη δεκαετία του 1920, οι ταλαντεύσεις των άλλων ηγετών ενώ ο Στάλιν εδραίωνε βαθμιαία τη θέση του– και ο ίδιος ο μαζικός χαρακτήρας των σταλινικών εκκαθαρίσεων πιστοποιεί το ασύμβατό του με την επαναστατική παράδοση του Οκτώβρη, την οποία έπρεπε να παραμερίσει για να επιβληθεί. Αυτό ασφαλώς δεν δικαιολογεί καμιά υποτίμηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν οι εκπρόσωποί του, στο να μαυρίζουν, αν τους επιτραπεί, τη ζωή των ανθρώπων, επαναφέροντας μια παραλλαγή της παλιάς καταπίεσης.
Αν η Σέρινταν και η Ντάνκαν θέτουν το σωστό κριτήριο για τη στάση μας απέναντι στην επανάσταση, ο Χάσεκ προβαίνει έτσι σε μια κρίσιμη συμπλήρωση, δείχνοντας ότι το κριτήριο αυτό στη γενικότητά του δεν αρκεί. Η επαναστατική ένταξη προϋποθέτει επίσης την ικανότητα διάκρισης του τι είναι συμβατό με την επανάσταση και τι όχι. Με την επανάσταση μπορεί κανείς να συντάσσεται πραγματικά μόνο με τα μάτια ανοικτά.
Σημειώσεις
1. Α. Μπαρμπίς, «Κατηγορούμε», περιοδικό Soviet Russia, 29/11/1919, τ. 1, τεύχ. 26, σελ. 18-19, άρθρο πρωτοδημοσιευμένο στη L’Humanite.
2. Παρατίθεται στο Ί. Ντάνκαν και Ά.Ρ. Μακντούγκαλ, Isadora Duncan’s Russian Days and her Last Years in France, Victor Gollancz Ltd, Λονδίνο 1929, σελ. 24-25. Η Ίρμα Ντάνκαν ήταν θετή κόρη της Ισιδώρα Ντάνκαν.
3. Κ. Σέρινταν, Mayfair to Moscow, Boni and Liveright Inc., Νέα Υόρκη 1921, σελ. 185-188.
4. Γ. Χάσεκ, The Bugulma Stories, http://www.socialiststories.com/liberate/The%20Bugulma%20Stories%20-%20Jaroslav%20Hasek.pdf, σελ. 48.
Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.