12.9 C
Athens
Πέμπτη, 20 Μαρτίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Γλώσσα λανθάνουσα…, του Σαράντου Φράγκου

«Θα πάρουμε το μερτικό που μας ανήκει με λόγο και με πράξη», καλλιγράφει ο Γιάννης Ρίτσος.

Εκείνο το μερτικό- το άπιαστο όνειρό μας- που όσο το ζυγώνουμε άλλο τόσο αλαργεύει, όσο το λησμονάμε ξανάρχεται και μας σκουντά.

Είναι κοινότοπο να επαναληφθεί ότι η ενότητα λόγος και πράξη επιβεβαιώνει τη χειραφετημένη συνείδηση και ότι αποτελεί την ταυτότητα της συλλογικής πρωτοπορίας.

Ότι είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Αυτό το νόμισμα αναβλύζει υπεραξία, εκείνη την υπεραξία που υπερβαίνει τη ζωή και κάποτε το θάνατο, όπως η ιστορία έχει καταδείξει.

Το μαργαριτάρι αυτό σπανίζει στις μέρες μας, ολοένα και πιο ακριβοθώρητο γίνεται, απαιτεί μεγαλύτερο δημιουργικό κόπο και μαεστρία η κατοχή του.

Αναψηλαφίζοντας την πορεία της γενιάς μας, το λόγο και την πράξη από τη μεταπολίτευση έως και σήμερα θα διαπιστώσουμε αναμφίβολα αντιφάσεις και επαναπροσδιορισμούς. Θα διακρίνουμε αποκλίσεις και αναντιστοιχίες που ωθούν σε επανεκτιμήσεις, σε αποκαταστάσεις προσώπων και συμβάντων. Αυτή η πολυτέλεια που παρέχει η «νομιμότητα», να κρίνουμε και φορές να «δικάζουμε» το «παράνομο» παρελθόν μας, λειτουργεί καθαρτικά και λυτρωτικά. Απελευθερώνει αθέατες πλευρές του εαυτού μας, διαλύει την ιστορική ομίχλη, ενοποιεί τη συλλογική μνήμη, επουλώνει παλαιά τραύματα.

Ωστόσο εμπεριέχει και έναν κίνδυνο, να χρεώνεται το παρελθόν με βάρη που δεν του ανήκουν. Να «λογοδοτεί» για τις σημερινές μας ανεπάρκειες, για τις σημερινές εκπτώσεις λόγων και πράξεων.

 Όπως και να έχει το ισοζύγιο –λόγος και πράξη- της περιόδου μακράς νομιμότητας που διανύουμε αποκλίνει και βαραίνει στο τάσι του λόγου. Και τούτο είναι φυσικό, οι ευκαιρίες για πράξεις καθοριστικές λίγες, αντίθετα ο λόγος περισσεύει.

Ο ανηφορικός δρόμος διάδοσης και βίωσης της «ουτοπίας των καταραμένων» είναι αναμφίβολα βασανιστικός και κοπιώδης, απαιτεί δουλειά μυρμηγκιού, ταχτική μέλισσας. Προσκρούει στην ψυχολογία του «εγώ» που ορθώνεται λόγχη απέναντι στο χαρακτήρα του «εμείς», στα χαλαρά μας ανακλαστικά, στη γενικευμένη μοιρολατρία που γεννά η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση.

Οι οδοιπόροι και συνοδοιπόροι του εφικτού γήινου «παραδείσου» μας εξακολουθούν να διαθέτουν το κρίσιμο όπλο του λόγου, γραπτού ή προφορικού, αναλυτικού ή συνθηματικού. Ενός λόγου που κάθε φορά μια γλώσσα έρχεται να υποστηρίξει.

Αυτό το βασικό εργαλείο αφήνεται συχνά ασυντήρητο, δεν κατανοείται πλήρως η λειτουργικότητά του με αποτέλεσμα απρόσμενα να ρετάρει, να κολλάει.

Βρισκόμαστε πολλές φορές αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες σε λόγους και εισηγήσεις που γίνονται και λέγονται επειδή έτσι επιβάλει το τελετουργικό. Ο ομιλητής να πλειοδοτεί στο μικρόφωνο αλλά ελάχιστοι να προσέχουν και να δίνουν σημασία. «Πηγαδάκια» περί άλλων, μια αίσθηση «άντε τέλειωνε», «έλα μωρέ, γνωστά πράματα λέει». Και αυτό τείνει να γίνει κανόνας, ιδίως στις ανοιχτές ομιλίες και εισηγήσεις.

Εδώ το παιχνίδι έχει χαθεί, ο ομιλητής έχει απαξιωθεί (κι ας είναι βαρύ στέλεχος), έχει χαθεί η λειτουργικότητα, η διεισδυτικότητα που οφείλει να έχει ο λόγος. Η αμεσότητα του κειμένου σταματά στο αδιαπέραστο τείχος της σελίδας που διαβάζει ο εισηγητής και επιστρέφει πάλι σ’ αυτόν σαν μπούμερανγκ. Αυτή η γραμμένη σελίδα- αυτή η μπροσούρα- που εκφωνείται συχνά άτεχνα και κακόηχα, μοιάζει φορές ξένο σώμα προς τον εισηγητή. Ένα κείμενο έξω από τα προσωπικά του δεδομένα που τον προδίδει, ιδίως όταν άλλοι το έχουν συντάξει.

 Ένας λόγος που δε μπορεί να «παραχθεί» ‘κείνη την ώρα που τολμά να επικοινωνήσει ο ομιλητής με το κοινό, έχει χαθεί αμαχητί. Το ξένο σώμα, το ξένο κείμενο (και δεν εννοούμε την ιδεολογική του βάση) σε προδίδει. Είναι σαν τον κακό ηθοποιό, που αντί να ζήσει και να παραγάγει το ρόλο του, απαγγέλλει.

Τι είναι τελικά ο ομιλητής; Διαμεσολαβητής, κομιστής ειδήσεων ή δημιουργός;

Αν είναι νέτα-σκέτα κομιστής ειδήσεων, απλός γνωστοποιητής της «γραμμής» το ενδιαφέρον που προκαλεί σήμερα τείνει να αποσβένεται. Και τούτο παρ’ ότι λέει «σωστά πράγματα». Επειδή οι ταχυδρόμοι των ειδήσεων πέρασαν οριστικά στην ιστορία.

Σήμερα τον αμφιβληστροειδή μας τον βομβαρδίζουν χιλιάδες «εικόνες ταχυδρόμοι», τα αφτιά μας μύρια σήματα ακουστικά. Αυτά τα μυριάδες φύλλα εικόνων και μηνυμάτων στοιβάζονται στο ασύνειδο πίσω μέρος του εγκεφάλου μας παρασέρνοντας και το συνειδητό. Είναι η γνωστή σε όλους μας «πλύση εγκεφάλου» που προκαλούν τα κατεστημένα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (τα ΜΜΕ).

Αν όμως ο ομιλητής αρθεί στο ύψος του δημιουργού τότε τα πράγματα αλλάζουν. Αν κατορθώσει να «πιάσει» την αίσθηση του κοινού, αν το μετατρέψει σε συνομιλητή –από παθητικό αποδέκτη-, αν την απάντηση στα ερωτήματά του την «παραχωρεί» σε αυτό, αν με δυο λόγια είναι ικανός να επικοινωνεί με το ακροατήριο, τότε έχει κερδίσει, τότε ο λόγος έχει «κατέβει» στην πλατεία, έχει μετατραπεί σε κινητήρια δύναμη.

Η σχέση μας με το λόγο και τη γλώσσα δεν είναι σαν άλλοτε- τότε που γραπτός και προφορικός λόγος ήταν το μοναδικό μέσο επικοινωνίας.

Σήμερα αρκούμαστε περισσότερο σε «κονσέρβες», σε συσκευασμένες και έτοιμες ειδήσεις μιας χρήσης, σε μπροσούρες, σε πλάνα ρετούς, σε «διαδικτυακές» ευκολίες , μακριά από το βάσανο της σκέψης και της μελέτης.

Το διαπιστώνουμε κάθε μέρα. Οι άνθρωποι όλο και λιγότερο ακούνε, όλο και περισσότερο «βλέπουν» απαθείς και ακίνητοι. Όσο «ανοίγεται» ο κόσμος μας, όσο παλινδρομεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, άλλο τόσο ο κόσμος «κλείνεται» και ρευστοποιείται.

Όσο ο καπιταλισμός βαραίνει σε κυρίαρχο πρότυπο και καταλαμβάνει τις ανυπεράσπιστες μάζες, άλλο τόσο οι μάζες υπακούουν στις νόρμες της υποσυνειδησιακής συμπεριφοράς. Οικειοποιούνται και αντιγράφουν μοντέλα. Εκείνα τα μοντέλα-προκάτ  της μεταπρατικής ιδιοσυγκρασίας και των μεταμοντέρνων αφηγημάτων, αυτοϊκανοποιούμενα και ανυποψίαστα, τα ευτυχή μηδενικά, τους «υγιώς σκεπτόμενους», τους «ήρωες» της εικονικής πραγματικότητας, τους μεμονωμένους εαυτούς, τις θεραπαινίδες της αβάσταχτης ελαφρότητας, τελικά τους θεατρίνους της ζωής. Αυτά τα μοντέλα αποτελούν εκφράσεις της σημερινής αλλοτρίωσης εν τέλει εκφράσεις ενσωμάτωσης.

Η αναγκαία προσπάθεια χειραφέτησης δια μέσου του λόγου και της γλώσσας πώς πρέπει να γίνεται; Με τον παλιό καλό τρόπο; Η δυναμική της μπροσούρας και της αφίσας δεν έχει εξαντληθεί; Η μανιέρα των διαδοχικών μονολόγων δεν χρειάζεται εναλλακτικές;

Τον σημερινό πολίτη – εργαζόμενο της μισής ζωής, της μισής δουλειάς και των ανύπαρκτων σχέσεων, που βομβαρδίζεται ανελέητα από χιλιάδες εικόνες και μηνύματα από τα ηλεκτρονικά μέσα είναι αδύνατο να τον κερδίσει η ομιλία, το κείμενο αν η γλώσσα παραμένει δέσμια και καθηλωμένη, ξερή, μονοδιάστατη και μονολογούσα.

Υπάρχει γενικευμένη αδυναμία επικοινωνίας μέσω της γλώσσας, γιατί αυτή κατάντησε «παράλογη» και κατακερματισμένη, σ’ έναν «παράλογο» και κατακερματισμένο κόσμο. Η πρόληψη του πραγματικού μέσω της γλώσσας ολοένα και δυσκολεύει σήμερα. Επομένως, οφείλουμε να αποκαλύψουμε και να επιστρατεύσουμε και άλλες γλώσσες, γλώσσες λανθάνουσες.

Γιατί το σώμα μας είναι γλώσσα, όπως η σιωπή και η παύση, ο ήχος και ο θόρυβος, η εικόνα, ο αυτοσχεδιασμός, η ματιά, η διάρκεια, η δράση, η ακινησία. Έχουν τη δική τους γλώσσα η βιωματική εμπειρία, τα αντικείμενα, τα εργαλεία, τα μέσα παραγωγής. Ολάκερος ο υλικός κόσμος που μας περιβάλει, οι υλικοί όροι της ζωής μας, η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή ομιλούν και περιμένουν την ανταπόκρισή μας. Είναι φορές που δεν χρειάζονται καθόλου λόγια για να προβληθεί ένα περιεχόμενο, μια κατάσταση. Αυτή η «έλλειψη γλώσσας» είναι γλώσσα πιο ισχυρή, πιο ικανή να μας ενώσει και ενεργοποιήσει.

Η αίσθηση της ερημιάς και της μόνωσης που συχνά μας καταλαμβάνει- και ας βρισκόμαστε στο σύνολο- οφείλεται στο ότι αδυνατούμε να ξεκλειδώσουμε αυτές τις τόσο οικείες γλώσσες.

Αυτές τις «γλώσσες» που πολλοί χρησιμοποιούν ασυνείδητα στον καθημερινό τους βίο. Είναι κρίμα να είναι όπλα παροπλισμένα, ξεχασμένα όπλα επικοινωνίας.

Αυτές οι λανθάνουσες γλώσσες μπορούν να τροφοδοτήσουν την ταχτική με ποικιλία επιλογών, με εφεδρείες σημείων και μηνυμάτων μακριά από τη στείρα επανάληψη.

Θα άξιζε η προσπάθεια να μπολιαστεί η κλασική γλώσσα του λόγου μας με τις λανθάνουσες συνεκδοχές της, με τα σημεία που την καθιστούν ελκυστική και αναγνωρίσιμη.

Το θυμικό, η φαντασία, η ευαισθησία, η αμεσότητα, είναι καλά κρυμμένα μυστικά. Θέλει άσκηση και κόπο για να ενεργοποιηθούν. Σε μερικούς αναμφίβολα υπερέχουν. (Είναι άμεσος και επικοινωνιακός λέμε συχνά. Όχι από λόγους image maker, αλλά για λόγους ανεπτυγμένης προδιάθεσης και ταλέντου). Αυτά τα κρυμμένα μυστικά μπορούν να ντύσουν την εμπειρία και τη γνώση με μοναδικά χρώματα, και το κυριότερο να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού, του ακροατηρίου, να το κερδίσουν.

Πότε κερδίζεται το κοινό; Πότε η πλατεία συστρατεύεται; Όχι όταν λέει «έλα μωρέ γνωστά πράγματα», αλλά όταν τελειώνει ο ομιλητής και εξακολουθεί να προσέχει, να θέλει και άλλα. Όπως όταν σηκώνεσαι από το φαγητό που σου αρέσει που θέλεις ακόμα λίγο.

Ο κάθε λόγος, γραπτός ή προφορικός, έχει θεωρητική βάση και ιδεολογική αφετηρία. Δεν αρκεί όμως αυτό για να γίνει πιστευτός και λειτουργικός, αν δεν διαθέτει αισθητικό οραματισμό, φινέτσα, παύλες παρενθετικές. Αν δεν περιέχει μνήμη, αίσθηση, ένστικτο, νοητικούς συμβολισμούς και επίπεδα. Αυτά δεν αφορούν μόνο τον έντεχνο λόγο αλλά και τον «βαρύ» πολιτικό λόγο, τον κάθε λόγο.

Άλλωστε η γραμμή δεν είναι ξύλο απελέκητο. Αν είναι, μόνο που σκοντάφτεις πάνω της, αντίθετα αν είναι λαξεμένη και χειροποίητη, πραγματικό τέχνημα την αποζητάς και την ερωτεύεσαι.

Ο λόγος του ομιλητή οφείλει να εισπράττει την ατομικότητα του κάθε ακροατή μέσα στο πεδίο της συλλογικότητας. Να καταφέρνει να την πλησιάζει με σεβασμό και κείνη να νιώθει το λόγο αποκλειστικά δικό της. Τότε η συλλογικότητα κερδίζει ως δημιούργημα διαφορετικών ατομικοτήτων, τότε η ατομικότητα αισθάνεται και συναισθάνεται, μπορεί να βλέπει και το δάσος και το δέντρο.

Το κοινό, το ακροατήριο, οι στιγματισμένοι από την κρίση φίλοι, οπαδοί και συνομιλητές μας είναι ο μεγάλος καθρέφτης που κάθε φορά αντανακλά τη δημιουργικότητά μας. Οφείλουμε να μάθουμε να κοιτάμε μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη κάθε στιγμή για να βλέπουμε τι κατορθώνουμε και τι διορθώνουμε.

Το βήμα για να μιλήσεις είναι τελικά «φοβερό» γιατί εκεί πρέπει να αποδείξεις όχι μόνο την αλήθεια του γεγονότος που συμβαίνει αλλά κι εκείνου που θα μπορούσε να συμβεί. Τότε παρακινείς, τότε γίνεσαι δημιουργικός, τότε ακούγεται το «υπόγειο ρεύμα».

Η γλώσσα του λόγου μας οφείλει να είναι ντοκουμέντο του τρωτού και κατακερματισμένου κόσμου μας, λειτουργική συνιστώσα της κοινής συνισταμένης, της «υπεράνω γραμμής των ενεργειών» – όπως λέει ο Στανινσλάφσκι, δηλαδή της στρατηγικής, που οδηγεί στο «υπερ-αντικείμενο», που μπορεί να είναι η κεντρική ιδέα του συγγραφέα ή η κεντρική δυνατότητα της καπιταλιστικής υπέρβασης.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ