26.8 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο Γιάννης Μπεχράκης. “Μια φωτογραφία σου…”, του Θανάση Σκαμνάκη

Στην εποχή του συμβολισμού, των σπασμένων εικόνων και της διαθλασμένης πραγματικότητας, όπου το αληθινό μπερδεύεται οδυνηρά με το επίκαιρο και το κατασκευασμένο, αναδύονται από τη φασαρία οι φωτογραφίες του Γιάννη Μπεχράκη που τα περιέχουν όλα.

Είναι κάποιες εικόνες που φυσικά δεν είναι γεγονότα αλλά μπορεί να είναι ορισμός τους. Στην εποχή του συμβολισμού, των σπασμένων εικόνων και της διαθλασμένης πραγματικότητας, όπου το αληθινό μπερδεύεται οδυνηρά με το επίκαιρο και το κατασκευασμένο, όπου η φλυαρία σχεδόν σκεπάζει την παρατεταμένη σιωπή και ουσιαστικά την επεκτείνει, είναι χάρισμα, πήγα να πω θεού, να αναδύεται από τη φασαρία μια εικόνα η οποία να τα περιέχει όλα.

 

“Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα”, όπως στο Μάνο Λοϊζο.

 

Σωριασμένες πάνω στην επικαιρότητα οι φωτογραφίες του πιθανώς να πέρασαν απαρατήρητες. Κάπως εξάσκησαν την ευαισθησία μας, μέχρι που η επόμενη στιγμή έκανε τη δύναμή τους να ατονίσει. Τα γεγονότα είναι πιο δραματικά από το συναίσθημα. Τα κύματα των προσφύγων δεν επέτρεπαν αναμονή των αισθημάτων, ούτε στάση για ενατένιση.

 

Όταν η Ειδομένη ήταν το πεδίο της πιο εφιαλτικής και σκληρής ανθρώπινης μάχης – όπως άλλωστε και η Μόρια, οι παραλίες της Λέσβου και της Σάμου -, η δοκιμή στην ανθρώπινη υπόσταση, “εάν αυτό είναι ο άνθρωπος” της εποχής μας, οι εικόνες διαδέχονταν με τέτοια ταχύτητα η μία την άλλη που δεν προλαβαίναμε να σταθούμε, μπούκωναν κι ανακατεύονταν τα αισθήματα, θυμός ακατέργαστος.

 

Ερχόντουσαν όλα τόσο βίαια και καταιγιστικά που έπρεπε να τα αραιώνουμε να μη μας πνίξουν.

 

Αλλάζει ο καιρός, όχι το δράμα, είτε γιατί συνηθίζουμε τη φρίκη, είτε γιατί κι αυτή βαρέθηκε να είναι τόσο συμπυκνωμένη, αραιώνει την παρουσία της, ακόμα κι αν σε αφήνει μετέωρο, χωρίς μια λύση, έστω προσωρινή, έστω κατ’ επίφαση, ούτε το άρμα του ήλιου να πάρει τη Μήδεια, ένας από μηχανής θεός, μια λήξη χρόνου, τίποτα, μετέωρο βήμα του μετέωρου κόσμου, αβεβαιότητα και αναμονή, και οι σταγόνες του μαρτυρίου στάζουν κανονικά κάνοντας εκκωφαντικό τον ανεπαίσθητο θόρυβό τους, και κυρίως απειλητική τη διάβρωσή τους, τακ…, τακ…, γεγονότα σταγόνες, ασήμαντα αλλά απειλητικά, ούτε να κοιμηθείς, ούτε να εφησυχάσεις, ούτε να ξεφύγεις, αλλά ούτε και να κινητοποιηθείς μαζί με άλλους, να διοχετεύσεις την αγωνία σε πράξη, ούτε σαν εκείνους τους τύπους της διαφήμισης που περιμένουν το ουίσκι να ωριμάσει πετώντας φελλούς στο βαρέλι, καθώς η παιγνιώδης διάθεση υπονομεύεται από συνεχείς και ακανόνιστες ειδήσεις, πλήθος πληροφορίες, χωρίς ειρμό για να τις κατατάξεις αλλά με απειλή, για να παράγουν φόβο.

 

Οπότε, καθώς φίλοι χάνονται ποικιλοτρόπως μέσα σ’ αυτό το πνεύμα της ανίας, και οι προδοσίες προδίδουν κι αυτές ποικιλοτρόπως – όπως τις εκλαμβάνεις δηλαδή, γιατί το “τι πρόδωσες εσύ” εξακολουθεί να έχει ισχύ, κυρίως ήχο μέσα στο μυαλό μας, αδιακόπως από τότε που το ξεστόμισε ο Μανώλης Αναγνωστάκης – κι οι απουσίες γίνονται πιο ζωντανές και παρούσες από τις παρουσίες κι ο ισολογισμός αυτός μπατάρει τόσο επικίνδυνα, όταν “δεν μου φτάνουν οι ζωντανοί·/ πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα/ γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς/ για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω”, καθώς λοιπόν, μπερδεύονται τα παρελθόντα και τα μέλλοντα μη ξέροντας τι επιφυλάσσει αυτή η δύστηνος μοίρα του παρόντος, για ποιες εκπλήξεις μας προετοιμάζει, οι εικόνες ανοίγουν καταπακτές, ερέβη, που χάνεται το μάτι κι η ψυχή μας.

 

Εδώ μας συνάντησε λοιπόν ο Γιάννης Μπεχράκης, ακριβώς την ώρα που έφευγε. Για να επβεβαιώσει πως συχνά οι νεκροί είναι εκείνοι που μερικές φορές μιλούν περισσότερο και καλύτερα από τους ζωντανούς.

 

Το μνημείο για την αναχώρησή του ήταν, τι άλλο, οι φωτογραφίες του, ώστε να καταλάβουμε τι χάνουμε.

 

Η εικόνα του άντρα που περνάει στη βροχή τη γέφυρα της Ειδομένης, ντυμένος σακούλες σκουπιδιών να μη μουσκέψει, με αγκαλιά το κοριτσάκι του που σκύβει και το φιλάει, είναι ο πολλαπλασιασμός του κόσμου σε άπειρα εμείς, είναι η τρυφερότητα του κόσμου στην απόγνωσή του και κοντά στην ελπίδα του, μια δοκιμή του μέλλοντος, είναι τα νοήματα των ριζοσπαστικών χαιρετισμών από μελλοθάνατους και μόλις απελευθερωμένους…

 

Σε μια άλλη φωτογραφία ανατρέπει το ρομαντισμό της θάλασσας και του κόκκινου ήλιου που βαίνει προς δύση. Ήρεμη θάλασσα και συναρπαστικός ήλιος, γεμίζουν τη φωτογραφία, αλλά στο κάτω μέρος είναι μια βάρκα γεμάτη πρόσφυγες, μικρό μέρος της εικόνας αλλά την κατακλύζει. Παραπέμποντας σε έναν ρομαντισμό, πιο ανθρώπινο, πιο οργισμένο, πιο ριζοσπαστικό.

 

Α, όχι, δεν βλέπουμε όλοι την ίδια φωτογραφία, όπως δεν βλέπουμε όλοι τον κόσμο, ή τουλάχιστον δεν βλέπουμε τον ίδιο κόσμο.

 

Λοιπόν φωτογράφε, άλλη είναι η δική σου εικόνα, άλλη των άλλων. Προσπάθησες να μας στεγάσεις κάτω από την ίδια. Αλλά γίνεται αυτό;

 

Γιατί στο Βαθύ της Σάμου οι γονείς του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου έκαναν τριήμερη αποχή για να μην “μολύνουν” το σχολείο 14 προσφυγόπουλα. Μπορεί κάποιοι από αυτούς (μπορεί;) να εξασκούν την ανθρωπιά τους κοιτώντας φωτογραφίες με πρόσφυγες, μπορεί και τις δικές σου, αλλά το βλέμμα τους, κυρίως η ψυχή τους, κυλάει έξω απ’ αυτές, λειώνει στο ρωμαϊκό στίβο που σκοτώνονται υπό επευφημίες οι μονομάχοι προσφέροντας αίμα και την εξ αυτού παραγόμενη ευχαρίστηση, λειώνει στα κράσπεδα της Σμύρνης με τους παππούδες μας που τους αποκαλούν τουρκόσπορους και τους διώχνουν οι ακραιφνείς, λειώνει εκεί που τακτοποιούνται οι περιφράξεις των ιδιόκτητων στρεμμάτων, των ιερών και οσίων.

 

Ω, μέγα κόσμε, για μια φωτογραφία έγιναν όλα; Ή σε μια φωτογραφία συμπυκνώθηκαν;

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ