“-Και τι καταλάβαμε; Ένας αιώνας πέρασε. Τι καταλάβαμε;
-Ε, καπνίσαμε μερικά τσιγάρα, αγαπήσαμε την ίδια γυναίκα και χαρήκαμε. Πολύ χαρήκαμε. Λίγο είναι;”.
Αυτός είναι, αν θυμάμαι καλά, καθώς περνούν τα χρόνια εξασθενούν οι παλιές εικόνες, ένας διάλογος σε κάποια ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Σκέφτομαι πως συμφωνώ, λίγα είναι;, αλλά και πάλι, λέω, ναι λίγα είναι, ζήσαμε πολύ περισσότερα, απαιτήσαμε πολύ περισσότερα, κατακτήσαμε πολύ περισσότερα, χάσαμε πολύ περισσότερα, γι’ αυτό είμαστε εδώ, μ’ αυτό το ανικανοποίητο αίσθημα, την ψυχή μας να στριφογυρίζει τις νύχτες στο κρεβάτι διεκδικώντας ακόμη τις μέρες (“Οι μέρες που λαχτάρησα θαρθούν. Εγώ τη λέω δέντρο.”, όπως τραγούδαγε ο παλιός Σαββόπουλος, που μετά έγινε “όλοι μαζί μπορούμε”).
Κι έτσι από νύχτα σε νύχτα με κυριεύει η αίσθηση πως γινόμαστε σαν τα καναρίνια στα παλιά ανθρακωρυχεία. Σα να μας στέλνουν οι μελλούμενοι μέσα στο τούνελ του μέλλοντος χρόνου τους για να δουν αν υπάρχουν αέρια. Αν γυρίσουμε ζωντανοί θα έχουν το ελεύθερο να μπουν για την εξόρυξη.
Κι όταν δεν αισθάνομαι σαν καναρίνι του ορυχείου, αισθάνομαι εκείνο που έλεγε για έναν ήρωά του ο Πάκο Ιγνάθιο Τάμπο II (Μερικά σύννεφα): “Ήταν κουρασμένος. Δεν μπορούσε ν’ αρχίσει έναν πόλεμο διαθέτοντας τόση σοφία ήττας.”
Εν τούτοις, παρά τα καναρίνια, παρά τη σοφία ήττας και την κούραση, κι ακριβώς λόγω της κούρασης που προκαλεί η σοφία ήττας, πείθομαι πως όχι μόνο επιβάλλεται αλλά και αξίζει ν’ αρχίσεις έναν πόλεμο!
Αλλά όμως έναν καινούργιο πόλεμο. Όπου θ’ αρχίσουμε να μετράμε όχι αφαιρώντας από το παρελθόν αλλά προσθέτοντας από το μέλλον και στο μέλλον. Όχι στη λογική του τι ήμασταν κάποτε, αλλά στο τι πρόκειται να γίνουμε. Καθώς την οφείλουμε μια τομή, κόβοντας τους νοσταλγικούς δεσμούς με το παρελθόν και χωνεύοντας πια πως το περίφημο μέλλον είναι παρόν. Όχι φανταστικό και ρόδινο, αλλά πραγματικό και με πολλές αποχρώσεις (μεταξύ αυτών πολλές αποχρώσεις του γκρίζου).
Δεν υπάρχει το δώστε μας πίσω τα χρόνια μας. Τα χρόνια μας δεν μας τα έκλεψε κανείς. Επενδύθηκαν σε προσδοκίες και δημιούργησαν προσδοκίες. Έφτιαξαν ό,τι φτιάχτηκε και είναι συνυπεύθυνα. Και το παρελθόν δεν μπορεί να επιστρέψει με μεγαλύτερη καλλιέπεια. Ο σοσιαλισμός δεν θα είναι ο παλιός με διορθώσεις. Αλλά και ποιος ακριβώς είναι ο παλιός; Η Κίνα; Ο Τσαουσέσκου; Η Σοβιετική Ένωση του 18; του 22; του 25; του 56; του 64;
Όχι, όχι. Δεν χρειάζονται μερικές επιδιορθώσεις, άντε να διορθώσεις τα λάθη, να σβήσεις και τα ψέματα από όσα συνέβησαν εκεί και να το θαύμα που υποσχεθήκαμε, να τος ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα. Αν καταφέρνει να πείσει μια τέτοια λογική κάποιους, ακόμα κι αν τους πείθει για πολύ καιρό, πράγμα αμφίβολο, δεν μπορεί να αγγίξει τους πολλούς άλλους γιατί δεν είναι αλήθεια.
Καθώς χρειάζεται να ξανασκεφτούμε πως ο αιώνας ήταν μεγάλος πολλαπλά, και γιατί επαναστάσεις νίκησαν, και γιατί επαναστάσεις δεν νίκησαν και γιατί οι επαναστάσεις ηττήθηκαν στο τέλος, ακόμα κι εκείνες που νίκησαν, οπότε δεν φτάνει να διαπιστώνουμε το γεγονός, αλλά να ανακαλύψουμε τι ήταν στραβό. Γιατί δεν μπορεί, κάτι ήταν στραβό, όχι κάτι στράβωσε. Και ήταν μεγάλος γιατί εμείς οφείλουμε να μάθουμε απ’ όλα αυτά, κοιτώντας στα μάτια την αλήθεια των γεγονότων και στο βάθος τις αιτίες τους. Κι αν όχι εμείς, κάποιοι θα το κάνουν. Οι καινούργιοι.
Αλλά εμείς, οι περισσότεροι από εμάς, μιλάμε, σκεφτόμαστε και φερόμαστε σαν τα υπόλοιπα του παρελθόντος. Ο 20ος αιώνας ήταν ένας σπουδαίος αιώνας, μην τον φτηνήνουμε ψάχνοντας να βρούμε τρόπους να τον μιμηθούμε. Του αξίζει κάτι περισσότερο. Να τον υπερβούμε. Άρα, τα μοντέλα του είναι η πείρα και η γνώση που μας αφήνει. Η ήττα του είναι η επίμονη συμβουλή, επιτακτική το λες, να μην ακολουθήσουμε τα ίδια. Κι όμως ακόμα ζούμε μαζί του. Τον νοσταλγούμε, σαν το στρατό απ’ όπου θυμόμαστε μόνο τα ευχάριστα, τον ζηλεύουμε, σαν παλιά ερωμένη που χάθηκε αναίτια, τον αναμοχλεύουμε, σαν πάθος που δεν έσβησε παρά τις υποσχέσεις που δώσαμε στον εαυτό μας, και επιμένουμε να τον μιμηθούμε, ακόμα κι όταν λέμε πως είμαστε καινούργιοι.
Όπως έλεγε ο Μπίλι Γουάιλντερ, στην ταινία του “Η λεωφόρος της δύσης”, για την παλιά πρωταγωνίστρια που τώρα ζούσε πια στα αζήτητα και με τις αναμνήσεις της δόξας της: “Χαιρετά μια παρέλαση που την προσπέρασε εδώ και χρόνια”.
Ας την αποχαιρετίσουμε επί τέλους την παρέλαση. Και αυτή που μας προσπέρασε και αυτή που οφείλουμε εμείς να προσπεράσουμε.