Την είδηση αυτή δεν την μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Μεταδίδεται από σκέψη σε σκέψη και θα μείνει αιωρούμενη σ’ αυτό τον αβέβαιο κόσμο και καιρό, μέχρι να βρει το δρόμο προς τη δόξα της. Δηλαδή τη δικαίωσή της. Έχει να διανύσει ακόμη μεγάλη διαδρομή και η πιο μεγάλη δυσκολία σ’ αυτήν είναι η σιωπή, η αγνόηση. Να περνάει σαν καθημερινότητα, σαν να συμβαίνει πολύ μακριά μας, σα να μη μας αφορά.
Αυτό που μπορούσε να είναι στο κέντρο, μένει σχεδόν στο περιθώριο. Και δεν φταίει ο ιός, φταίει η ανοσία της αγέλης που από καιρό τώρα καταβάλει και αναισθητοποιεί τις κοινωνίες. Κάποια χρόνια τώρα. Ο μεγάλος φόβος που δεν αφήνει χώρο να εισδύσουν οι φόβοι και οι έννοιες των άλλων, των αδελφών, των συντρόφων, των ξένων και των δικών…
Ελάχιστη υποχρέωση μας απέναντι στο τεράστιο, το μικρό καθήκον μας απέναντι σε μια συγκλονιστική εικόνα, είναι να μιλήσουμε για το συμβάν.
Πέθανε μετά από απεργία πείνας 323 ημερών στις τουρκικές φυλακές ο Ibrahim Gokcek, ο μπασίστας μουσικός του συγκροτήματος Grup Yorum. Στις 3 Απριλίου είχε χάσει τη ζωή της η 28χρονη Helin Bolek, η τραγουδίστρια τους συγκροτήματος, έπειτα από 288 ημέρες απεργίας πείνας. Διεκδικούσαν το δικαίωμα να παίζουν τη μουσική τους.
Στις 24 Απριλίου πέθανε στη φυλακή ο 28χρονος απεργός πείνας Mustafa Kocak.
Σε απεργία πείνας βρίσκονται άλλοι τρεις αγωνιστές του Λαϊκού Μετώπου Τουρκίας.
Σε μια εποχή που από χρόνια δεν ευνοεί τον ηρωισμό, πως μπορούν να πεθαίνουν άνθρωποι για τα δικαιώματα, τα δικά τους και των άλλων; Μέσα στον ατομισμό, τι θέση έχει η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, η αυταπάρνηση, η διεκδίκηση για το λογαριασμό της ζωής, κι όχι για τον τραπεζικό;
Οι απεργοί πείνας που πεθαίνουν, δεν είναι ωστόσο εικόνες από το παρελθόν. Είναι παρόντες και στοιχειώνουν το μέλλον.
Η Τουρκία είναι δίπλα μας. Τα μέσα “ενημέρωσης” που κατέχουν οι εργολάβοι, έργων και ειδήσεων, γεμίζουν με “τις προκλήσεις” του Ερντογάν στο Αιγαίο και στον Έβρο, αλλά δεν έχουν μια εικόνα, μια γραμμή να διαθέσουν για τους αγωνιστές. Ίσως καλύτερα. Μη μας τους βρωμίσουν.
Θέλω να πω μια ιστορία, δανεισμένη από ένα βιβλίο (Ιστανμπούλ, Ιστανμπούλ, του Μπουρχάν Σονμέζ, εκδ. Καστανιώτη). Είναι τέσσερις άντρες φυλακισμένοι στο ίδιο κελί, στη φυλακή της Ιστανμπούλ και ζουν με τη φαντασία τους την πόλη:
“Ξέρεις εκείνο το παραμύθι, Γιουσούφ; Υπήρχε, λέει, μια πόλη όπου ζούσαν τυφλοί. Όλοι γεννιούνταν τυφλοί. Μια μέρα άνοιξαν τα μάτια ενός παιδιού και άρχισε να βλέπει γύρω του. Φοβήθηκαν πολύ απ’ την αρρώστια του, για να μη μεταδοθεί και στ’ άλλα παιδιά το σκότωσαν. Έκαψαν το πτώμα του. Σκέφτομαι την Ιστανμπούλ. Ποια μοίρα θα της άξιζε αυτής της πόλης με τις τόσες μεγάλες αμαρτίες; Ποια κατάρα θα πέσει πάνω της; Εδώ θα λιντσάρουν όσους ανοίξουν τα μάτια τους. Εσείς κάνετε όνειρα, αγόρι μου, θα λιντσάρουν κι εσάς μια μέρα…”
Ας κρατήσουμε ανοιχτά τα μάτια των νεκρών, για λογαριασμό των τόσων τυφλών ζωντανών.
Ας κρατήσουμε την εικόνα. Τη θυσία. Τη μνήμη. Την ελπίδα.