Η δίκη της Χρυσής Αυγής τελείωσε εδώ και κάποιες ημέρες και σε μερικές ακόμη περιμένουμε την έκδοση της απόφασης. Τις πολλές ημέρες που διήρκεσε (οι μέρες γίναν χρόνια, που λέει και το τραγούδι) δόθηκε η ευκαιρία για την ανάδειξη κάποιων σημαντικών συμβόλων και γεγονότων. Θετικών και αρνητικών.
Θετικό ήταν, η σπουδαία στάση της Μάγδας Φύσσα και όλης της οικογένειας του δολοφονημένου Παύλου: “Εμείς αναμετρηθήκαμε με το φασισμό και σταθήκαμε όρθιοι”, έλεγε η δήλωση της οικογένειας μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας. Θυμίζει σε όλους, συντελεστές και παρατηρητές της δίκης, ποιο είναι το δικό τους καθήκον. Όπως λέει κι ο ποιητής: “εσείς να δούμε τώρα”. Θετικό ήταν, οι πολύ σημαντικές αποκαλύψεις για τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Θετικό ήταν, οι αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής. Θετικό ήταν, το πως μια δίκη οδήγησε την οργάνωση σε αποσύνθεση και τον μεγάλο αρχηγό σε απομόνωση. Θετικό ήταν, πως αποκαλύφθηκε μια ακόμη πλευρά του θράσους και της δειλίας των αγέρωχων και αλαζονικών απέναντι σε μόνους και τρομοκρατημένους μετανάστες, αλλά των ουτιδανών, φοβισμένων και ψοφοδεών απέναντι στην αναμέτρηση με τα εγκλήματά τους. Το ό,τι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν το σθένος να υπερασπιστούν μέχρι τις συνέπειές της την ιδεολογία και την πεποίθησή τους, γεγονός που φυσικά, δεν είναι άσχετο με το χαρακτήρα της ίδιας της ιδεολογίας.
Αρνητικό, ήταν η αγόρευση της εισαγγελέως, η οποία σαν μην ήταν στη δίκη, σαν να μην υπάρχει στην Ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν είδε, δεν άκουσε, δεν έμαθε, τι σημαίνει φασισμός.
Όπως είπε στην αγόρευσή του ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Θόδ. Θεοδωρόπουλος:
“Η εισαγγελέας της έδρας στην πρότασή της αναφέρθηκε μόνο στην ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού, που πράγματι -όπως και η ίδια είπε- δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον, πλην όμως αγνόησε και δεν ασχολήθηκε με τον εθνικοσοσιαλισμό ως κίνητρο των υπό διερεύνηση εγκληματικών πράξεων“.
Πράγματι, οι ιδέες δεν ποινικοποιούνται. Το ίδιο ισχύει και για τη ναζιστική ιδεολογία. Όμως μια ουδέτερη προσέγγιση του ναζισμού, που δεν λαμβάνει υπόψη την ουσία του (το Ολοκαύτωμα, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης κ.λπ.) θα ήταν μέγιστο λάθος. Η ναζιστική ιδέα, από τη φύση της, δεν στοχεύει στην πειθώ, αλλά στην βίαιη επιβολή της.
”Όταν δε, δεν μένει στα σαλόνια κάποιων γραφικών που διαβάζουν Χίτλερ και Μπραζιγιάκ, αλλά βγαίνει στο πολιτικό προσκήνιο, γίνεται υλική δύναμη που σαρώνει αξίες, δικαιώματα κι ελευθερίες, γίνεται τρόμος και απερίγραπτη βία που αδιάκοπα συντρίβει και καταστρέφει. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι ο Ν. Μιχαλολιάκος στην τέταρτη έκδοση (2012) του βιβλίου του “Για μια Ελεύθερη Ελλάδα σε μια Ελεύθερη Ευρώπη” αναφέρει σχετικά: “Ιδεολογία χωρίς βούληση και δράση είναι ένα αρρωστημένο και μουχλιασμένο διανοητικό κατασκεύασμα χωρίς καμιά ουσία, ένα άχρηστο σκουπίδι της ιστορίας” (σελ. 17), ενώ σε άλλο σημείο (σελ. 32) σημειώνει πως “Ιδέες χωρίς πίστη είναι λόγος κενός, χωρίς ουσία και περιεχόμενο. Πιστεύω σε ιδέες, σημαίνει μάχομαι γι’ αυτές με συνέπεια, χωρίς να υπολογίζω το τίμημα”
Τώρα περιμένουμε την απόφαση των δικαστών. Είναι από εκείνες τις στιγμές των κοινωνιών που λίγοι άνθρωποι καλούνται να εκφράσουν το αίσθημα της κοινωνίας και να ανταποκριθούν στο αίτημα της Ιστορίας. Ακούγεται βαρύγδουπο αλλά δεν είναι. Η τόλμη στην απονομή της δικαιοσύνης ή αντίθετα η δειλία απέναντι στις δυνάμεις που την απειλούν, χαρακτήρισαν ιστορικές καμπές. Μπορεί να μην ήσαν εκείνες που τελικά όρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι αλλά έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην έκβαση των γεγονότων. Βέβαια οι δικαστές είναι άνθρωποι, και το σύστημα της Δικαιοσύνης σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε δεν είναι υπεράνω των προκλήσεων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Και βέβαια ο φόβος δεν είναι ένα αίσθημα των πολιτών μόνο, αλλά και εκείνων που παίρνουν αποφάσεις. Ο φόβος που συχνά καλύπτεται από την αδιαφορία, από την άρνηση να δούμε και ν’ ακούσουμε, να δεχτούμε την ιστορική μας ευθύνη.
Υπάρχει ένα παρελθόν να μας θυμίζει, πως όπου κάνουμε πως δε βλέπουμε έρχονται τα γεγονότα να μας κάνουν να δούμε, ή ακόμη χειρότερα, να βιώσουμε την οδύνη εκείνου που μπορούσαμε να είχαμε αποτρέψει.
Το 1924, ο Γιόζεφ Ροτ, προειδοποιεί μιλώντας για το “μέλος της αδελφότητας”:
“… είναι ένα σύνθημα με δυο πόδια, που τρέφεται με μπίρα και παράδοση και συνεχίζει να ζει τη χάρτινη ζωή του χάρη στην ανεξάντλητη υπομονή των Γερμανών πολιτών. Περιεχόμενο δεν έχει, είναι ένα άδειο περίβλημα· κάτι σαν χάρτινο φαναράκι το πρωί την επόμενη της γιορτής.
Για ν’ αποδείξει όμως την ύπαρξή του έχει σκοπό, προκαλεί ταραχές και φασαρίες – πιστεύοντας εσφαλμένα ότι με τις φωνές και τα σαματά κατοχυρώνει το δικαίωμά του να ζει και να υπάρχει ζωή. Αλλά εκείνο που αποδεικνύει είναι το εξαιρετικό του παρελθόν και το αναχρονιστικό του παρόν. Οι φωνές του μοιάζουν να έρχονται από τον άλλο κόσμο, σαν ουρλιαχτά νεκρών που γαντζωμένοι ακόμα στη ζωή δεν έχουν πεθάνει τελείως.
Κι επειδή αυτός έχει ξεφύγει από τις ράγες του χρόνου, νομίζει πως ο χρόνος έχει ξεφύγει από τις ράγες του… Βλέποντας φαντάσματα γίνεται ο ίδιος φάντασμα και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια της μπίρας νομίζει πως ακούει τις καμπάνες της Παλιάς Χαϊδελβέργης… Ζει μέσα στη μούχλα και τη σαπίλα του παρελθόντος. Κι αν λάμπει, λάμπει επειδή σαν πτώμα φωσφορίζει μέσα στο σκοτάδι. Μα ακόμα κι έτσι – κι επειδή είναι κουφάρι που η ιστορία δεν κατάφερε να θάψει -, συνεχίζει σ’ αυτό που λέμε “σταδιοδρομία” – και γίνεται δικαστής πολιτικός, γιατρός. Κρίνει υποθέσεις και γράφει συνταγές για καστορέλαιο… Σαν να ’ταν στ’ αλήθεια ζωντανός πορεύεται μέσα στα χρόνια, στην περιφέρεια του κόσμου κι όμως στα μέτρα του κόσμου· και γερνάει και πεθαίνει, πεθαίνει το θάνατο των ζωντανών, αφού έζησε τη ζωή των πεθαμένων. Στην πενθούσα αδελφότητα του αφήνει το ποτήρι της μπίρας του, το σπαθί του, τον αγκυλωτό του σταυρό, το καπέλο, τις κορδέλες του…” (Γιόζεφ Ροτ, Τα χρόνια των ξενοδοχείων, εκδ. Άγρα).
Αυτά μόλις το Φεβρουάριο του 1924. Όταν το φασιστικό κτήνος ήταν μια αόριστη ακόμη απειλή. Πριν το περιθάλψουν οι οικονομικοί παράγοντες, οι σπουδαίοι κύκλοι, πριν το χαϊδέψουν με κατανόηση και φόβο οι πολιτικοί, οι καθηγητές, οι δικαστές, πριν το ακολουθήσουν με προσδοκία και δέος και πάλι φόβο οι Γερμανοί πολίτες (και όχι μόνο οι Γερμανοί, μην ξεχνάμε). Εκείνοι που ολιγώρησαν στις εκκλήσεις των συγγραφέων, έκλεισαν τα “αντικειμενικά τους” μάτια, άφησαν το φόβο να τους νικήσει, είδαν πολύ σύντομα το φόβο να απλώνεται, τους συγγραφείς να διώκονται, τα αντικειμενικά τους μάτια να εξορίζονται…
Η περίφημη σειρά των διαλέξεων του Καρλ Γιάσπερς στους φοιτητές το χειμώνα του 1945-46, περί της γερμανικής ευθύνης, ξαναγίνεται επίκαιρη και παγκόσμια: Η ηθική ευθύνη κι η μεταφυσική ευθύνη, “υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, εκ του γεγονότος ότι είναι άνθρωποι, μια αλληλεγγύη η οποία καθιστά τον καθένα συνυπεύθυνο για κάθε αδικία και κάθε κακό που γίνεται στον κόσμο, και για κάθε έγκλημα που διαπράττεται μπροστά στα μάτια του ή που γίνεται γνωστό σ’ αυτόν. Αν δεν κάνω αυτό που μπορώ για να εμποδίσω, είμαι ένοχος” (Το πρόβλημα της γερμανικής ευθύνης, εκδ. Έρασμος) .
Είναι να απορείς πως γύρισε έτσι ο καιρός! Πως ξαναμπήκαν στη συζήτηση και στη ζωή μας όλα εκείνα τα ανατριχιαστικά ερωτήματα ενός καιρού που νομίζαμε πως πέρασε ανεπιστρεπτί! Σαν να μην ήσαν αρκετά όσα βίωσε ο κόσμος τον 20ο αιώνα. Σαν να σβήνουν οι νεώτεροι τη μνήμη. Φυσικά δεν είναι ξαφνικό. Μας είχαν προειδοποιήσει.
Ο Τίτους Μίλεχ, Γερμανός πολίτης, γεννημένος το 1942, στο βιβλίο του: Ο τόπος του εγκλήματος, Γερμανία, η ανοίκεια πατρίδα (εκδ. Θύραθεν), έχει καταθέσει τη συγκλονιστική προσωπική εμπειρία του από τον τρόπο που βίωσε τη συμπεριφορά των “ανήξερων” της οικογένειας του και της γενιάς του πολέμου, αλλά και τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την ιστορική μνήμη και ευθύνη οι κατοπινές εξουσίες και σειρές των συμπατριωτών του.
Γράφει:
“Αυτό που μοιάζει να λείπει είναι μια εμβάθυνση στο ζήτημα του τεράστιου αριθμού των συνηθισμένων Γερμανών, των θεατών, των Mitlaufer (συνοδοιπόρων), όλων αυτών που ακολουθούσαν, που δεν ήθελαν να δουν, που επέτρεψαν να συμβεί ό,τι συνέβη και ασπάστηκαν ασυνείδητα το παραλήρημα καθαρότητας και μεγαλείου της κυβέρνησης και της μάζας, παρόλο που μετά τον πόλεμο έχουν υποστηρίξει το αντίθετο… Στην οικογένειά μου, όπως σχεδόν σε όλες τις άλλες, συνήθως το μόνο που ήξεραν ήταν να διαβεβαιώνουν πως “εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτε γι’ αυτά!” · να προσκολλώνται σε αυτό το “εμείς” και στο “γι’ αυτά”· κι ύστερα να περιορίζονται με εμμονή στα δικά τους “βάσανα”. Για τα βάσανα των θυμάτων τους, βάσανα μιας εντελώς διαφορετικής διάστασης, ήθελαν να γνωρίζουν ελάχιστα”.
Βέβαια, τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας, στον ελλαδικό αλλά και στον παγκόσμιο, δεν είναι επανάληψη. Δεν είναι ούτε συνέχεια. Είναι μια νέα εκδοχή παλιών ιδεών σε συγκλονιστικά νέο περιβάλλον. Γι’ αυτό οι αναδρομές μόνο το δίδαγμά τους μπορεί να μας δώσουν. Η αναμέτρηση είναι καινούργια, έστω κι αν χρειάζεται να ανασύρει τα παλιά φαντάσματα για να πάρει υπόσταση.
Κυρίως γιατί, κάτι που συχνά παραβλέψαμε στο παρελθόν και κόστισε, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο. Ο εθνικοσοσιαλισμός – και γενικότερα ο φασισμός – σημαίνει και κάποια ιδεώδη που δεν έπαψαν να υπάρχουν με διάφορες μορφές και αναβιώνουν πάλι σήμερα, νομίζοντας πως μπορεί να δώσουν απάντηση στη σύγχυση και την παρακμή της περιόδου. Αυτό εξηγεί τη σημερινή αύξηση της επιρροής του. Ο λατρεία της ομορφιάς και η αποθέωση της δύναμης, η καθαρότητα και η στιβαρή άρνηση του διαφορετικού (σε μια εποχή με τέτοια κρίση ταυτότητας), ο χλευασμός της διανοητικής προσπάθειας και ευαισθησίας, η ιδέα του ιδανικού παρελθόντος…
Η Χρυσή Αυγή είναι φασισμός, αλλά φασισμός δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή.
Ήδη συγκροτούνται τα παρακλάδια της και οι παραλλαγές της. Πάντα με την κάλυψη και την αφανή αλλά αποτελεσματική βοήθεια ισχυρών φίλων, πολιτικών και οικονομικών. Και με τη σιωπηλή ή όχι συνενοχή των εχόντων ώτα αλλά μη ακουόντων. Ή εκείνων που βολεύονται με κάποιο τρόπο.
Στη Μόρια και με αφορμή τη Μόρια, στο Τυμπάκι, στις κινητοποιήσεις κατά του ορθολογισμού (εσχάτως με αφορμή και την πανδημία), στις δηλώσεις κάποιων υπουργών και δημοσιογραφικών παραγόντων, στον καθημερινό ρατσισμό, αναβιώνει αλλά και δημιουργείται το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο για μια νέα εμφάνιση του “τέρατος” (κατά την έννοια που χρησιμοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκις).
Γι’ αυτό η απόφαση σχετικά με το χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης δεν είναι μια απόφαση ρουτίνας. Θα κρίνει πολλά για το μέλλον.