«Κλο Κλο; Κλο Κλο;
Πού είσαι; Πού είσαστε σήμερα όλες;. Ελάτε, κάνει κρύο. Ελάτε, έχω φαγητό για όλες».
Η γυναίκα ήταν μεγάλης αλλά απροσδιόριστης ηλικίας. Η μαδημένη ρενάρ στην πλάτη της, το βελούδινο καπέλο με τα σκοροφαγωμένα λουλούδια και το τούλι τύπου βέλο που έπεφτε άτσαλα στο μέτωπό της, τα δερμάτινα κομμένα γάντια που άφηναν να φαίνονται τα μαύρα της νύχια, κι οι δεκάδες σακούλες που κρατούσε, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το απαλό γαλάζιο της βλέμμα που ξαφνικά γύρισε προς τον ουρανό και μονολόγησε:
«Ακούτε πώς πέφτει το χιόνι…Τί ωραίο ήχο που βγάζει το χιόνι σαν πέφτει. Τυχερός όποιος μια τέτοια νύχτα τολμά να είναι έξω και ν ακούει το χιόνι να πέφτει».
Κοιτώντας προς τα πάνω, στον βαρύ ουρανό, ένιωσε μια νιφάδα να στέκεται στις βλεφαρίδες της. Σε λίγο οι νιφάδες πύκνωσαν κι η ίδια χόρευε μαζί τους, εκεί στη Λεωφόρο των Ηρώων, με τις μαρμάρινες Προτομές των ηρώων και των ηρωίδων της Επανάστασης του 1821, τις παρατεταγμένες δεξιά κι αριστερά του δρόμου.
Προσπέρασε το Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κίτσο τον Τζαβέλα, ακόμα και τη Λασκαρίνα τη Μπουμπουλίνα κι έφτασε χορεύοντας στην αγαπημένη της Δόμνα. Τη Δόμνα Βισβίκη.
Μια αρχαία γνώση τη συνόδευε, χωρίς να αναγνωρίζει τις πηγές της.
Ένιωθε περισσότερο παρά γνώριζε γιατί είχε διαλέξει αυτή τη γυναίκα για «δική της», και μάλιστα να της έρχονται στο νου αποκομμένες φράσεις όπως: «γέννησε το πέμπτο της παιδί μετά το θάνατο του άντρα της»…
Ένα γράμμα προς τις αρχές με τη φράση «ελλείπουσιν οι πόροι» και επίσης «ευγενεστάτη και γενναιοτάτη».
Κυρίως της είχε εντυπωθεί πως η Δόμνα Βιζβίκη για να επιβιώσει πήγε ν’ ανοίξει καφενείο στο Ναύπλιο με έναν καλόγερο που τελικά της έφαγε τα λεφτά.
Το ότι ανέλαβε γυναίκα αυτή, το πλοίο της την «Καλομοίρα» μετά το θάνατο του άντρα της και συνέχισε τον αγώνα μαζί με τα παιδιά της, το ότι το παρέδωσε τελικά ως πυρπολικό, το ότι έδωσε όλη της την περιουσία στην Επανάσταση κι έμεινε φτωχή, τη γυναίκα του Πάρκου του Πεδίου του Άρεως, του ρωμαϊκού «Campus Martius» ή του γαλλικού Champ de Mars, του Πάρκου των Αθηνών, με την Πατησίων, την Αλεξάνδρας και την Ευελπίδων να το ορίζουν, δεν έμοιαζε να την απασχολεί πιά.
Μπορεί να μην θυμόταν γιατί αυτό το πάρκο της έφερνε στο νου την αυλή του σπιτιού της, αλλά κάπου μέσα της ήξερε πως στη νότια πλευρά, επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, υπήρχε πισίνα που στο μέσο της δεκαετίας του 1950 ήταν ήδη σε αχρηστία.
Θυμόταν ή εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι «θυμόταν» πως στο χώρο της πισίνας δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας 1950 η θερινή σκηνή του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη. Πως η πλατεία έγινε αρχικά στον πυθμένα της πισίνας που ήταν κεκλιμένος και αργότερα προστέθηκαν επίπεδα με ικριώματα. Πως η σκηνή ήταν στο σημείο του βατήρα, εκμεταλλευόμενη την υφιστάμενη διαφορά ύψους και πως εκεί είχε δει τον «Καπετάν Μιχάλη».
Αυτό το αγαθό πνεύμα του πάρκου, οι συνταξιούχοι που σύχναζαν στα παγκάκια αλλά και οι αλλοδαποί εργάτες που μαζεύονταν να παίξουν ντάμα, το συναντούσαν συχνά και το ίδιο συχνά το έχαναν.
Άλλοτε τη συναντούσαν σαν εκκλησάρισσα στο Ναό των Ταξιαρχών, όσο ζούσε ένας παπά Ερμόλαος (αν τον έλεγαν έτσι και δεν τον είχε βαφτίσει η ίδια) κι άλλοτε καθάριζε με ζήλο το παλιό κενοτάφιο του Αλέξανδρου Υψηλάντη που πλέον φιλοξενούσε τα οστά του και βρισκόταν στο προαύλιο.
Όσο η Γεναριάτικη νύχτα προχωρούσε μαλακά σαν το χιόνι που έπεφτε τόσο σπάνια στην πρωτεύουσα, όσο ελάμβανε χώρα μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στα όργανα του κράτους και τους νεολαίους που δύο μήνες τώρα βρίσκονταν στα χαρακώματα, η γυναίκα του πάρκου κούρνιασε στα πόδια της Δόμνας Βιζβίκη, ν’ απολαύσει την ησυχία και τη γλύκα της βραδιάς, με τη γάτα της την Κλο Κλο να τρίβεται γουργουρίζοντας στα πόδια της κι ένιωσε ευτυχία βγάζοντας έναν αναστεναγμό μαζί με την ψυχή της.
Η Ευπραξία Δαμίγου, καθηγήτρια Ιστορίας πέρασε τις δεκαετίες από το ‘60 έως και κείνη του ‘80, με το να προγυμνάζει γυμνασιόπαιδα προκειμένου να επιτύχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο. Φιλολογίες και Νομικές, έλεγε η ίδια.
Η κυρά Πραξία, όπως την ήξεραν στη γειτονιά, δεν αρνήθηκε ποτέ τη βοήθειά της σε αφηρημένα σχολιαρόπαιδα που δε σκάμπαζαν γρι από διάβασμα και όχι μόνο Ιστορία, αλλά ήταν άσσοι στα μπιλιάρδα της Νεαπόλεως και της πλατείας Εξαρχείων.
Το γιατί δε διορίστηκε ποτέ σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο δεν έγινε γνωστό, μόνο κάτι περίεργες φήμες την ακολουθούσαν παντού, στη Θεμιστοκλέους ψηλά και την Καλλιδρομίου που ζούσε, πίσω από μια βουκαμβίλια, σα μια άλλη Μπλανς Ντυμπουά. Ψηλή, ξανθιά, αρχοντογυναίκα, παντρεύτηκε ένα καθηγητή Θεολογίας, καλό άνθρωπο που πέθανε σχετικά νωρίς. Το γιό που απέκτησε τον κέρδισε μια παγωμένη Σουηδική Γκέτεμποργκ και η Μπέργκετ, ξανθιά τουρίστρια που γνώρισε στο κάμπινγκ γυμνιστών της παραλίας της Αγίας Άννας στη Νάξο, ένα καλοκαίρι του ‘85.
Έτσι πέρασε τη ζωή της, με τη σύνταξη του εκλιπόντος Θεολόγου και τα μαθήματα στα παιδιά της γειτονιάς. Που άλλοτε την πλήρωναν και άλλοτε όχι. Στον κομμό της τραπεζαρίας είχε φωτογραφίες από κρύα τοπία, φιόρδ, γαλάζιες παγωμένες λίμνες, μια ξεθωριασμένη ξανθιά, έναν καστανό μπόμπιρα που παραδόξως της έμοιαζε κυρίως στο πονηρό χαμογελάκι του και το γιό της που με τα χρόνια όλο σκοτείνιαζε και τρόμαζε να τον αναγνωρίσει. Περισσότερο την τάραζε το φωτογραφικό του χαμόγελο με την άσπρη, σκληρή απαστράπτουσα οδοντοστοιχία, έτοιμη να δαγκώσει στο ψαχνό.
Σχεδόν είκοσι χρόνια στη χώρα του Βορρά. Γύρευε πώς επιβίωσε.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2008 το βράδυ, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, η κυρά Πραξία δεν επέστρεψε στο σπίτι με την αυλή και τη βουκαμβίλια. Το σπίτι της Καλλιδρομίου. Κανείς δεν είδε φως στο μπροστινό δωμάτιο, συζητούσαν τις επόμενες μέρες οι άνθρωποι που την ήξεραν.
Οι γείτονες αλαλιασμένοι από την αγριάδα των δρόμων εκείνων των ημερών, μετά τη δολοφονία του παιδιού, δεν έδωσαν και πολύ σημασία.
Όσο όμως περνούσαν οι μέρες κι η κυρά Πραξία δε φαινόταν πουθενά, άρχισαν να ανησυχούν. Άλλωστε είχαν διαπιστώσει τον τελευταίο καιρό κάποια ανησυχητικά σημάδια. Την έβλεπαν να γυρίζει τους δρόμους και να ταΐζει όλο και περισσότερες γάτες, να πιάνει κουβέντα μαζί τους με τις ώρες, να χαμογελά σε όλους σα να μην τους έβλεπε όμως, να ντύνεται παράταιρα – ολόκληρη η ντουλάπα με τα ταγεράκια και τα αξεσουάρ του ’60 λες κι είχε μετακομίσει στις πλάτες της – να ψάχνει τα σκουπίδια, να μαζεύει μικρά, σπασμένα παιγνίδια, κυρίως κουκλάκια και λούτρινα.
Εν τω μεταξύ η Αθήνα καιγόταν τα βράδια, κι η Αστυνομία που απευθύνθηκαν, βαριεστημένα έδωσε την άδεια στο ΑΜΒΕΡ ΑΛΕΡΤ να μεταδώσει τη φωτογραφία της στην τηλεόραση, «ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ» κι αυτό ήταν όλο. Είχαν λέει άλλες δουλειές. Ποιόν ενδιέφερε μια γριά. Παιδιά δεν είχε;
Τα πιο περίεργα Χριστούγεννα από την εποχή του Δεκέμβρη του 1944 έφταναν, έλεγαν οι πιο παλιοί. Όταν φούντωσε και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο του Δημάρχου στο Σύνταγμα, για κάποιο περίεργο λόγο ξαναθυμήθηκαν την εξαφάνιση της κυρά Πραξίας.
Τη σύσταση του γιού τη βρήκαν στο συρτάρι με τα βιβλιάρια υγείας, εκείνα τα παλιά. Τού έγραψαν. Κι εκείνος ήρθε μια νύχτα παγωμένη στα τέλη του Γενάρη του 2009, που η Αθήνα συνέχιζε να καίγεται, γιατί ένα δεκαεξάχρονο παιδί δολοφονήθηκε από το χέρι ενός κρατικού υπάλληλου με στολή.
Τρόμαξε κι αυτός ο δόλιος με την κατάσταση που βρήκε μετά από χρόνια απουσίας. Πού ήταν η χαρούμενη ανεμελιά της δεκαετίας του ‘80, οι παρέες στις ταβέρνες των Εξαρχείων, τα τραγούδια τα λαϊκά ή οι ροκιές στα μπαράκια;
Μια μουντή Αθήνα που μύριζε χημικά τον υποδέχτηκε.
Όσο και να έψαξε, όσο και να προσπάθησε, στο τέλος, το παγωμένο χαμόγελο με τα άσπρα δόντια, έλιωσε στο πρόσωπό του. Η κυρά Πραξία δε βρέθηκε πουθενά, ζωντανή ή νεκρή.
«Να δεις που η Μάνα μου το ‘σκασε» σκέφτηκε κι αυτή η σκέψη σα να τον καθησύχασε. Πήρε την επόμενη πτήση και επέστρεψε εκεί που τα συναισθήματά του μπορούσε πιο εύκολα να τα εξορίζει στον πάτο της λίμνης με την παγωμένη επιφάνεια, εκεί που ο γιός του όταν ήταν μικρός, το χειμώνα έκανε πατινάζ.