23.4 C
Athens
Κυριακή, 11 Μαΐου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Το σινεμά είναι όνειρο, μαγεία, ψυχοθεραπεία, “ντόπα”». Συνέντευξη της Α. Προέδρου, σκηνοθέτη της ταινίας «Πίσω από τις θημωνιές» στην Ό. Μοσχοχωρίτου


Παραγωγή: Ελλάδα-Γερμανία-Βόρεια Μακεδονία, 2022

Μία μεγάλου μήκους ταινία που βραβεύτηκε (απέσπασε 6 βραβεία) στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης καθώς και στο 53ο Διεθνές Φεστιβάλ στην Γκόα της Ινδίας, το οποίο θεωρείται ως ένα από τα δεκαπέντε μεγαλύτερα φεστιβάλ κινηματογράφου παγκοσμίως.

 

Συντελεστές της ταινίας

Στην ταινία «Πίσω από τις θημωνιές» σε σενάριο και σκηνοθεσία της Ασημίνας Προέδρου, διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Σίμος Σαρκετζής, υπεύθυνη μοντάζ η Ηλέκτρα Βενάκη. υπεύθυνοι ήχου είναι οι Νίκος Παπαδημητρίου, Ηλέκτρα Βενάκη, Περσεφόνη Μήλιου, Κώστας Βαρυμποπιώτης. Η μουσική είναι του Μάριου Στρόφαλη.

Παίζουν οι ηθοποιοί Στάθης Σταμουλακάτος, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα, Χρήστος Κοντογεώργης, Ντίνα Μιχαηλίδου και Πασχάλης Τσαρούχας. Η παραγωγή είναι των εταιρειών Αργοναύτες ΑΕ, FICTION PARK, Sektor Film (Ιωάννα Μπολομύτη, Markus Halberschmidt, Vladimir Anastasov, Angela Nestorovska

Η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους από τις 19 Ιανουαρίου 2023 σε όλη την Ελλάδα.

 

-Πώς αποφασίζει μία νέα γυναίκα και μητέρα να εγκαταλείψει την σχετικά ασφαλή καριέρα της οικονομολόγου και εργαζόμενης στον ιδιωτικό τομέα για να αφιερωθεί στην τέχνη του σινεμά;

Α.Π: Από μικρή έλεγα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Ταυτόχρονα όμως, ένιωθα ότι αυτή η επιθυμία μου ήταν κάπως όχι πολύ «καθωσπρέπει». Κι είχα μια τεράστια ενοχή κάθε φορά που το ‘λεγα στους δικούς μου. Όμως κι εκείνοι, επειδή δεν είχαν σχέση με το χώρο, ένιωθαν μια ανασφάλεια με το να κάνω κινηματογραφικές σπουδές. Σπούδασα λοιπόν, οικονομικά – δε μου ταίριαζαν καθόλου, όμως το ‘κανα. Έκανα και μεταπτυχιακό, και άρχισα να δουλεύω ως οικονομολόγος για μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρία. Στη συνέχεια, αποφάσισα να σπουδάσω κινηματογράφο. Ήταν μια τεράστια ανάγκη μου. Θα ήμουν θλιμμένη αν δεν το έκανα. Και το ένα έφερε το άλλο. Αποφάσισα να φύγω από τη δουλειά, ενώ ήδη δούλευα 14 χρόνια στην εταιρία, και ενώ ήμουν στη μέση του μοντάζ, και πίστευα ήδη πάρα πολύ στην ταινία. Ήταν μια απόφαση που έπρεπε να πάρω, αλλιώς ήξερα πολύ καλά ότι δε θα μπορούσα να κάνω ποτέ ξανά σινεμά.

-Λαμβανομένων υπόψη των γενικότερων συνθηκών και κυρίως ότι αφενός μεν το «σκηνοθέτης κινηματογράφου» είναι ένα πολύ ακριβό σπορ, αφορά σχεδόν μόνο μεγαλοαστούς πιά, αφετέρου δε όταν πρόκειται και για μια νέα γυναίκα, πώς έσπασες το «απαγορευτικό»;

Α.Π: Είχα ένα τεράστιο κίνητρο. Ένιωθα ότι αν δεν έκανα κινηματογράφο δε θα ήμουν ευτυχισμένη. Από κει και πέρα, όλα τα άλλα έγιναν με πολύ κόπο και πολλή προσπάθεια. Σπούδαζα σκηνοθεσία κινηματογράφου ενώ δούλευα, και μάλιστα σε μια πολύ απαιτητική δουλειά. Έκανα την πολυβραβευμένη μικρού μήκους μου, Red Hulk (2013), πάλι ενώ δούλευα. Το ότι δούλευα βέβαια, μου προσέφερε μια οικονομική άνεση. Οπότε διέθετα σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο μου στον κινηματογράφο.

-Σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Γιατί;

Α.Π: Έχω επιλέξει μέχρι στιγμής, να γράφω τα σενάριά μου στις ταινίες μου. Ο λόγος που το έχω κάνει μέχρι σήμερα είναι ότι, ενώ οι ταινίες μου είναι αφηγηματικές, την ίδια στιγμή είναι και πολύ προσωπικές. Με αυτό δεν εννοώ ότι έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία – οι χαρακτήρες και τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι, έχουν όμως πολλά δικά μου κομμάτια. Φυσικά, έχω δουλέψει με συμβούλους σεναρίου, στα διάφορα workshops όπου έχω συμμετάσχει, όμως αυτό είναι κάτι άλλο. Οι σύμβουλοι σεναρίου σε βοηθάνε στην τεχνική, κάνουν παρατηρήσεις στο σενάριό σου με βάση το δικό σου όραμα. Για μένα, το να γράψω από κοινού το σενάριο με έναν άλλο σεναριογράφο (μιλάω γι’ αυτού του είδους τις ταινίες) σημαίνει ότι θα πρέπει να μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα, μια κοινή φιλοσοφία ζωής, μια κοινή ιδεολογία, κοινές αναφορές κι ενδεχομένως και κοινά τραύματα. Επομένως, μου φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείω κάποια στιγμή να το τολμήσω.

Πώς προέκυψε το θέμα; Ποιες συνθήκες προσωπικές αλλά και κοινωνικές σε ώθησαν ν’ ασχοληθείς με τους παράτυπους μετανάστες και τις παραμεθόριες περιοχές; Προτίμησες να τοποθετήσεις την ιστορία σου στην επαρχία και όχι ας πούμε στα νησιά ή το κέντρο της Αθήνας (πχ. πλατεία Βικτωρίας), γιατί;

Γιατί τελικά η λίμνη Δοϊράνη;

Α.Π: Από τη φάση της ιδέας γνώριζα ήδη, ότι το θέμα της ταινίας θα σχετίζονταν, με κάποιον τρόπο, με τους μηχανισμούς που διαβρώνουν καθημερινούς και γενικά τίμιους ανθρώπους. Αυτό είναι κάτι το οποίο βασανίζει το μυαλό μου εδώ και πολλά χρόνια, δεδομένου ότι υπάρχει έντονα στην κοινωνική και πολιτική ζωή και της χώρας μας, επηρεάζοντας, με ποικίλους τρόπους, και τη δική μου ζωή.

Επέλεξα εξαρχής να τοποθετήσω την ιστορία σε μια κλειστή κοινωνία γιατί οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι τέτοιες που με βοηθούσαν να διερευνήσω σε μεγαλύτερο βάθος το θέμα. Για τη λίμνη Δοϊράνη μου μίλησε μια φίλη, το 2014, όταν ήμουν στο Λονδίνο για κάποια σεμινάρια στα πλαίσια των κινηματογραφικών σπουδών μου. Είδα φωτογραφίες – η λίμνη είχε μια πολύ άγρια ομορφιά που με μαγνήτιζε. Την πρώτη φορά όμως, που επισκέφτηκα την περιοχή με στόχο να ξεκινήσω έρευνα για την ταινία, στο ξενοδοχείο όπου έμεινα (το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στη λίμνη και το συνοριακό σταθμό) διανυκτέρευσαν περίπου πενήντα Σύριοι και Ιρακινοί πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει για πολλοστή φορά να περάσουν τα σύνορα προς τη Βόρεια Μακεδονία (πρώην ΠΓΔΜ), με προορισμό τη Βόρεια Ευρώπη. Όταν αυτοί ήταν ήδη στην καρδιά της Βόρειας Μακεδονίας, η αστυνομία, αφού τους καταλήστευσε (κινητά, χρήματα κ.λπ.) και τους εκφόβισε, τους εξανάγκασε, ακολουθώντας (όπως έμαθα αργότερα) άτυπες συμφωνίες των κυβερνήσεων της Βόρειας Μακεδονίας με διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, να επιστρέψουν στην Ελλάδα, περνώντας πάλι παράνομα τα σύνορα.

Επισκεπτόμενη αρκετές φορές τα ιδιαίτερα φτωχά ελληνικά χωριά της περιοχής, διαπίστωσα ότι οι τοπικές τους κοινωνίες εκμεταλλεύονται οικονομικά με διάφορους τρόπους τους πρόσφυγες (ξενοδοχεία, ταξί κ.λπ.), ενώ παράλληλα, η παράνομη διακίνηση εμπορευμάτων για προσωπική χρήση ή μικρεμπόριο κάθε είδους μέσω των συνόρων είναι ιδιαίτερα έντονη και συχνή, κάτι που είναι εντελώς νομιμοποιημένο στη συνείδηση των κατοίκων. Αποφάσισα λοιπόν, να δημιουργήσω τον κόσμο της ταινίας, αντλώντας πραγματικά στοιχεία από την τοπική κοινωνία της περιοχής, γνωρίζοντας ότι το προσφυγικό πρόβλημα θα αποτελούσε κομμάτι της ιστορίας μου. Την ίδια στιγμή, ένιωσα ότι το διασυνοριακό στοιχείο σε συνδυασμό με το προσφυγικό πρόβλημα, θα ενίσχυε με διάφορους τρόπους τα πολιτικά επίπεδα της ταινίας, δίνοντάς της ταυτόχρονα και μια πιο οικουμενική διάσταση.

-Βρίσκω ότι με όχημα το «μεταναστευτικό» ζήτημα, επιχειρείς μια κατάδυση στην ελληνική οικογένεια του 21ου αι., στα στερεότυπα, στα μυστικά που κρύβονται κάτω από το χαλί, στην προσπάθεια των νέων να αυτοπροσδιοριστούν, αλλά ακόμα και οι ενήλικες, αντιμετωπίζονται από εσένα σχεδόν με τρυφερότητα, παρά την ακόμα και εγκληματική τους συμπεριφορά. Πώς βλέπεις τους ήρωές σου; Σαν παιδιά σου; Ήταν συνειδητή η επιλογή σου να «ραγίσεις» την νοικοκυρίστικη εικόνα της ελληνικής οικογένειας;

Α.Π.: Οι χαρακτήρες των ταινιών μου είναι καθημερινοί άνθρωποι που πιέζονται πολύ από τις ζοφερές κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και δρουν – κι αυτό ενισχύει την τραγικότητά τους. Παρ’ όλα’ αυτά, έχουν επιλογές και κατά συνέπεια, έχουν ατομική ευθύνη για τις αποφάσεις και τις πράξεις τους – δεν είναι έρμαια των συνθηκών. Ωστόσο, δεν τους καταδικάζω. Αντίθετα, προσπαθώ να τους καταλάβω, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, οτιδήποτε ανθρώπινο και φωτεινό προκύπτει από την καθημερινή τους πάλη για επιβίωση, από την ανάγκη τους να αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν και να βελτιώσουν τον κόσμο γύρω τους.

Ο αρχικός μου στόχος δεν ήταν να τσακίσω τη νοικοκυρίστικη εικόνα της ελληνικής οικογένειας – φυσικά, κάποια στιγμή, στην πορεία, έγινε πολύ συνειδητό. Όμως ξεκίνησε κάπως φυσικά και αναπόφευκτα, μέσα από την προσπάθειά μου να διερευνήσω το συγκεκριμένο θέμα, αποτυπώνοντας με ένα ρεαλιστικό τρόπο την οικογένεια της επαρχίας. Ταυτόχρονα, μέσα από τη διαδικασία της γραφής, έβαζα συνειδητά ή υποσυνείδητα δικά μου κομμάτια που αποτύπωναν εσωτερικές μου παρορμήσεις, προσωπικές αναμνήσεις, σχέσεις, εικόνες, κρυφούς φόβους, συναισθήματα και επιθυμίες, μετατρέποντας τελικά το υλικό της ιστορίας σε κάτι πολύ προσωπικό και υπαρξιακό.

– Ενιωσα ότι συνομιλούσες ισότιμα τόσο με τον Θ. Αγγελόπουλο (στην ποιητική των εικόνων) όσο και με τον Παντελή Βούλγαρη στο συναίσθημα και την ίδια τη λιτή και σφιχτή ιστορία… Τους θεωρείς δασκάλους σου ή έχεις άλλα πρότυπα;

Α.Π: Τους θεωρώ και τους δύο δασκάλους μου. Ο Παντελής Βούλγαρης επίσης, ήταν και κυριολεκτικά δάσκαλός μου, και πολύ αγαπημένος μάλιστα, στη σχολή κινηματογράφου όπου αρχικά σπούδασα (στο NYC). Οι ταινίες τους αναπόφευκτα έχουν επηρεάσει τη δουλειά μου (χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να γίνεται πάντοτε συνειδητά): από τα τοπία και το μοτίβο της νύφης, μέχρι το καρναβαλικό στοιχείο, τα σύνορα και τη ζωή στην επαρχία. Αλλά και μια σειρά άλλα στοιχεία, τα οποία μπορεί να μη φαίνονται σε πρώτο επίπεδο. Άλλες ταινίες που επηρέασαν εμφανώς την ταινία μου, είναι η ταινία, Ένας Χωρισμός (2011), του Asghar Farhadi, σε σχέση κυρίως με την ανάπτυξη των χαρακτήρων, αλλά και οι πρώτες ταινίες του Alejandro González Iñárritu, κυρίως σε σχέση με τη σεναριακή δομή. H κινηματογραφική γραφή της ταινίας έχει επίσης εμφανείς επιρροές από το σινεμά της Andrea Arnold, ενώ έχω πολύ έντονες επιρροές και από το σινεμά των Βαλκανίων.

– Και μια τελευταία προσωπική ερώτηση: Αλήθεια, τι σημαίνει για σένα το σινεμά;

Α.Π.: Ως σκηνοθέτης το σινεμά είναι για μένα όνειρο, μαγεία, ψυχοθεραπεία, «ντόπα».

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ