Το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών άνοιξε στις αρχές Ιουνίου στους χώρους της Πειραιώς 260 με μια νέα παράσταση του πρωτοποριακού Ρώσου σκηνοθέτη του θεάτρου και του κινηματογράφου Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, που έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Το γεγονός έχει εκτός από την καλλιτεχνική του σημασία και έντονο πολιτικό συμβολισμό.
Για να αναφερθούμε λίγο στην προϊστορία, ο Κιρίλ Σερεμπρένικοφ έγινε γνωστός στην Ελλάδα τον Απρίλιο, μετά την επιτυχημένη πρεμιέρα της νέας του ταινίας, που είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση στο Φεστιβάλ των Καννών το 2022 και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα.
Καλλιτεχνικός διευθυντής για πολλά χρόνια (2012-2021) του περίφημου Κέντρου Γκόγκολ της Μόσχας, ο Σερεμπρένικοφ υπήρξε ο μόνος καλεσμένος Ρώσος σκηνοθέτης σε ευρωπαϊκό φεστιβάλ (Κάννες) παρά το μποϊκοτάζ των Ρώσων καλλιτεχνών το 2022.
Αυτή είναι η πολιτική σημασία της συγκεκριμένης επιλογής του Φεστιβάλ .
Ο ίδιος δε σε συνεντεύξεις του ανέφερε:
“Προσωρινά, η έδρα μου είναι το Βερολίνο και μέχρι νεωτέρας μάλλον θα παραμείνω στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα απομακρυνθώ από τα ρωσικά θέματα”, δήλωνε, με αφορμή την ταινία του “Η γυναίκα του Τσαϊκόφσκι”. Δήλωνε επίσης ότι δεν είναι υπέρμαχος της οριζόντιας ισοπέδωσης της ρωσικής κουλτούρας και τέχνης, εξαιτίας της εισβολής. “Θεωρώ παράλογο τον αποκλεισμό των Ρώσων δημιουργών από τις διεθνείς εκδηλώσεις. Πρόκειται για επίθεση όχι στον Πούτιν, αλλά σε μια πολιτιστική κληρονομιά”, ενώ αλλού επεσήμανε ότι χρειάζεται να δοθεί βήμα σε καλλιτέχνες που δεν προπαγανδίζουν τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές της ρωσικής κυβέρνησης, αλλά αντίθετα καταφεύγουν στις πανανθρώπινες ιστορίες της ρωσικής κουλτούρας.
Δηλαδή θα έπρεπε κατά τον σκηνοθέτη οι δυτικοί να περνούν από λογοκρισία τα έργα και έλεγχο τους Ρώσους καλλιτέχνες προκειμένου να δεχτούν να περνούν τα σύνορα της …αμέμπτου ηθικής συλλογικής Δύσης.
Δεν θα το έλεγα και πολύ δημοκρατικό αυτό αλλά …ποιος θυμάται πια τις λίστες του Μακάρθυ;
Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, αφενός μεν είναι παιδί της σοβαρής ρώσικης θεατρικής παράδοσης και επίσης γνωστός για την ακτιβιστική του δράση υπέρ της λοατκι+ κοινότητας, αφετέρου δε γνωστός λόγω της ρήξης του με το ρωσική κυβέρνηση που οδήγησε στο κλείσιμο του Κέντρου Γκόγκολ το 2021. Κατηγορούμενος για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος συνελήφθη, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, και τελικά το 2020 καταδικάστηκε με αναστολή αλλά το 2022 η ποινή του ακυρώθηκε. Σήμερα, αυτοεξόριστος πλέον στη Γερμανία, δεν παύει να διακηρύσσει την αντίθεσή του στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το Βίι, μια παράσταση με τη συμμετοχή Ρώσων, Ουκρανών και Γερμανών ηθοποιών που μιλούν ο καθένας στη γλώσσα του, συμπυκνώνει την εναντίωση και τον αποτροπιασμό του γι’ αυτόν τον πόλεμο.
Επομένως αποτελεί ένα από τα λίγα αγαπητά παιδιά της Δύσης, τα εκ της Ρωσίας ορμόμενα, και ένα καλό πλυντήριο για την πρωτάκουστη απόφαση αποκλεισμού όλων των ρωσικών καλλιτεχνικών οργανισμών από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Τέλος πάντων, παρακολουθήσαμε την παράσταση και ας δούμε εάν αυτή συνάδει με τους σκοπούς της και το «σοκ και δέος» που υποτίθεται ότι θα προκαλούσε στους θεατές. Μια παράσταση αφόρητης σκληρότητας αλλά και ποιητικότητας, όπως έγραφαν οι απανταχού κριτικοί.
Το έργο στηρίζεται σε μια φανταστική νουβέλα τρόμου που έγραψε το 1835 ο πατέρας του ρωσικού ρεαλισμού, ουκρανικής καταγωγής, Νικολάι Γκόγκολ, εμπνευσμένος από έναν λαϊκό σλαβικό θρύλο. Ο Γκόγκολ λοιπόν, επινόησε ένα τρομακτικό πλάσμα που το έλεγαν Βίι. Τα βλέφαρά του ήταν τόσο μακριά που άγγιζαν το έδαφος, ήταν σχεδόν τυφλό. Όταν όμως κατάφερνε να τα ανοίξει, μια μόνη ματιά του ήταν ικανή να σκοτώσει όσους αντίκριζε. Με αφετηρία αυτόν τον μύθο του Βίι, ο Σερεμπρένικοφ δημιουργεί το έργο μαζί με έναν νέο Ουκρανό συγγραφέα, τον Μπόνταν Πανκρουχίν το 2022.
Οι ίδιοι αναφέρουν ότι για να γράψουν αυτό το έργο επεξεργάστηκαν, «χιλιάδες αναφορές, ντοκιμαντέρ και βίντεο για τον πόλεμο από την Μπούτσα, τη Μαριούπολη, το Ιρπίν. Αθώα θύματα. Αδιανόητα εγκλήματα, αδιάσειστες αποδείξεις βαρβαρότητας. Στο έργο, το Βίι είναι ο Πόλεμος – ένα άψυχο τέρας με κλειστά μάτια. Κλέβει από τους ανθρώπους την ταυτότητα και το μέλλον τους. Άνθρωποι δολοφονούν και δολοφονούνται».
Πρόθεσή τους όπως δηλώνουν είναι «ο θεατής να συνειδητοποιήσει τον κυνισμό του πολέμου ανεξαρτήτως πλευράς· να γίνει μάρτυρας μιας κόλασης που με ωμή γλώσσα αφηγείται την πλήρη απογύμνωση της ανθρώπινης ζωής».
Ένα έργο-καταγγελία για το απάνθρωπο πρόσωπο του πολέμου που έκανε πρεμιέρα στο Αμβούργο τον Δεκέμβρη του 2022.
Φυσικά και είμαστε – όλοι οι μη ψυχικά διαταραγμένοι άνθρωποι – κατά του πολέμου γενικώς.
Ακόμα και οι ταξικοί πόλεμοι που καταλήγουν σε εμφυλίους με επαναστατική προοπτική ή οι αντιαποικιακοί, οι πατριωτικοί ή οι αντιφασιστικοί πόλεμοι, γίνονται αποδεκτοί στη συλλογική συνείδηση των λαών αλλά και της Ιστορίας, ως πόλεμοι αμυντικοί στους οποίους, αν και αναπόφευκτοι, γνωρίζουμε ότι οι φρικαλεότητες δεν αποφεύγονται. Γι’ αυτό άλλωστε το αίτημα για Ειρήνη στον κόσμο ή για κατάργηση των πυρηνικών τη δεκαετία του ‘60-‘70 ακόμα και το ’80, δημιούργησε ένα κατ’ εξοχήν αριστερό πολιτικό κίνημα (σαν το κίνημα ενάντια στο Βιετνάμ ή ενάντια στον πόλεμο κατά του Ιράκ) που μάλιστα τότε, θα μπορούσε να σε στείλει είτε στη φυλακή για σοβιετική προπαγάνδα ή στον τάφο, όπως το Γρηγόρη Λαμπράκη.
Η τέχνη λοιπόν σε όλες της τις μορφές, από την «Γκερνίκα» του Π. Πικάσο, μέχρι τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπ. Μπρεχτ και την κινηματογραφική ταινία του Φρ. Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα», στάθηκε με δέος και αταλάντευτα στο πλευρό των ανθρώπων και της ζωής. Αντίθετα ο Πόλεμος ως επιλογή και μέσο λύσης των ανθρώπινων διαφορών ή των κρίσεων του συστήματος, ήταν και είναι πάντα μια αντιδραστική επιλογή.
Πρόκειται όμως πράγματι για μια καταγγελία κατά του πολέμου γενικώς με καλλιτεχνικά μέσα υψηλού επιπέδου και ποίησης, όπως ισχυρίζονται ή οι καλλιτέχνες παρασυρμένοι από το μίσος τους κατά του Πούτιν, δικαιολογημένο ή όχι, δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ, ή ξέπεσαν σε κοινοτοπίες, ηθικοπλαστικές φλυαρίες, υστερικές φωνασκίες και φτηνό μελοδραματισμό;
Δυστυχώς ισχύει το δεύτερο.
Σε ιδεολογικό επίπεδο είναι φανερό πως οι καλλιτέχνες αναφέρονται μόνο στους αιμοσταγείς Ρώσους που παίρνουν μέρος σε έναν καταφανώς άδικο πόλεμο εφόσον αυτοί είναι οι εισβολείς.
Και επειδή οι δημιουργοί αναφέρουν ότι μελέτησαν πραγματικά περιστατικά, δηλαδή παντρεύουν την επινοημένη αφήγηση με το θέατρο ντοκουμέντο, δικαιούμαστε κι εμείς να τους θυμίσουμε ότι πριν εννέα χρόνια σφαγιάστηκαν πάνω από 100 συνδικαλιστές στην Οδησσό της Ουκρανίας από τα ακροδεξιά μορφώματα του «Δεξιού Τομέα», του «Τάγματος Αζόφ» και του «Αϊντάρ», που έκαψαν το κτίριο των Συνδικάτων της Οδησσού.
Και ότι αυτοί εκτελούσαν εν ψυχρώ όσους επιχειρούσαν να διαφύγουν από το φλεγόμενο κτίριο.
Επίσης να τους θυμίσουμε ότι είναι πάνω από 14.000 οι ρωσόφωνοι που δολοφονήθηκαν στο Ανατολικό τμήμα της χώρας, στον πόλεμο που ξεκίνησε τότε, ήτοι μετά τον Φεβρουάριο του 2014, όταν ανατράπηκε ο εκλεγμένος και φίλα προσκείμενος στη Ρωσία πρόεδρος Viktor Yanukovych και ήλθε στην εξουσία ένας εσμός οργανώσεων, που αποτελούνταν από μέλη του υποκόσμου και νεοναζί με προεξάρχουσες τις εγκληματικές οργανώσεις του «Δυτικού Τομέα» και της «Ταξιαρχίας του Αζόφ», που επιτέθηκαν με πρωτοφανή μανία στον ρωσικό πληθυσμό.
Το Φεβρουάριο του 2014 οι συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών κλιμακώθηκαν τόσο πολύ με αποτέλεσμα να σκοτωθούν παραπάνω από 100 άτομα.
Όλα αυτά όμως δεν υπονοούνται καν στην παράσταση παρ’ ότι αποτελούν ένα θερμό υλικό.
Αλλά και οι ίδιοι οι στόχοι του σκηνοθέτη δεν δικαιώθηκαν αισθητικά και δραματουργικά, παρά την όντως εντυπωσιακή έναρξη που μας προκάλεσε το ενδιαφέρον.
Μέσα στο σκοτάδι, κινούνται σώματα στα τυφλά, φακοί φωτίζουν στιγμιαία πρόσωπα και αντικείμενα που μετά χάνονται στο σκοτάδι, ενώ ακούμε κάποιους να αραδιάζουν τρόπους βασανισμού και σοδομισμού.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Σ’ έναν σκοτεινό χώρο, μάλλον κάποιο υπόγειο, μια οικογένεια Ουκρανών κρατούν αιχμάλωτο και βασανίζουν έναν Ρώσο στρατιώτη και τα τρία αδέρφια σχεδιάζουν τον τρόπο εξόντωσής τους.
Ο παππούς της οικογένειας όμως έχει άλλα σχέδια.
Θέλει ο αιχμάλωτος να παραμείνει ζωντανός για να διαβάσει «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στη νεκρή εγγονή του που κείται μέσα σε ένα φέρετρο που βρίσκεται στο κέντρο αυτού του χώρου.
Σε μια μετα-φυσική ή σουρεαλιστική εξέλιξη της ιστορίας, ίσως για να μας δείξει ο σκηνοθέτης ότι ο πόλεμος μπορεί να γίνει ανεκτός μόνο μέσω της ποίησης και της τέχνης, η νεκρή ανασταίνεται, ο αιχμάλωτος γίνεται Ιουλιέττα και για λίγο όλα ανθρωπεύουν παραδιδόμενα στη μαγεία της Σαιξπηρικής ποίησης.
Η πραγματικότητα όμως καραδοκεί «όσο Σαίξπηρ κι αν μας διαβάσει ετούτος ο βρωμορώσος, χώστε τον στο φέρετρο», φωνάζει ένας από τους πρωταγωνιστές.
Υπήρξαν κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές, χωρίς όμως να δομούν μια συνέχεια.
Για παράδειγμα: Τα τρία αδέρφια που κρεμασμένα σα σφαχτάρια μας αφηγήθηκαν την τραγική τους ιστορία.
«Η μάνα που αρνείται να παραλάβει τη σορό του γιού της για να μην χάσει το επίδομα κηδείας» είναι μια τέτοια σκηνή που παραπέμπει ευθέως στη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ και την εμπορική εκμετάλλευση του πολέμου που οδηγεί στην εξαχρείωση, όμως μένει πολύ μακριά από το πνεύμα και την καθαρότητα του μεγάλου θεατρανθρώπου.
Υπήρξαν επίσης κάποιες λεπτομέρειες που μας κίνησαν το ενδιαφέρον για το βιτριολικό τους χιούμορ αλλά τόσο αποσπασματικές και τελικά άχαρες που μάλλον ενόχλησαν τελικά και συγκεκριμένα για να πάρουμε μια γεύση:
Οι δύο Ρωσίδες που αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε θυσία για χάρη των συζύγων τους, όταν αυτοί επιστρέψουν από το μέτωπο («Θα γυρίσεις με αναπηρία κι εγώ θα σε νταντεύω; Θα βλέπω εφιάλτες τα βράδια; Θα κάθομαι να με σπας στο ξύλο; Όχι, δεν έδωσα τέτοιον όρκο. Καλύτερα να σκοτωθείς, μη σκέφτεσαι μόνο την πάρτη σου, πρέπει να πληρώσουμε την υποθήκη»).
Όμως η μεγάλη ατραξιόν της παράστασης, δηλαδή η εμφάνιση του τέρατος, του Βii, ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία τους.
Εμφανίστηκε ένας ξεπεσμένος δήθεν ποπ-ροκ σταρ, με ξυρισμένο κεφάλι, μαύρα γυαλιά ηλίου και άρχισε τις κοινοτοπίες περί πολέμου, αναφερόμενος και απευθυνόμενος διαρκώς σε κάποιον «Απελευθερωτή», δηλαδή τον Πούτιν (έτσι αυτοπροσδιορίζεται ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος).
«Με κάλεσες Απελευθερωτή. Ας ροκάρουμε εδώ στη γαμημένη σου χώρα λοιπόν».
Ειλικρινά τόσο ακατέργαστες και εύκολες μορφές καταγγελίας σε θεατρικό έργο, προσωπικά δεν θυμάμαι να έχω ποτέ μου παρακολουθήσει και μάλιστα σε τέτοιου βεληνεκούς διοργάνωση.
Και το χειρότερο όλων, δραματικά άσχετο και τελικά αλυσιτελές με την όλη ιστορία όπως μας την είχε αφηγηθεί έως τότε, ο σκηνοθέτης μας το φύλαγε για το τέλος.
Η παράσταση κλείνει με το μονόλογο του τσακισμένου Ρώσου στρατιώτη που μη αντέχοντας άλλο, σπάει κι αρχίζει να παραδέχεται τα πάντα ακόμα και το προπατορικό αμάρτημα:
«Τον σκότωσα. Αρκετά. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ένοχος! […] Μας ανάγκασαν.
Γουρούνια […] Σταματήστε με. Το δάχτυλο στη σκανδάλη έχει μουδιάσει […] [Οι Ουκρανοί] δεν χρειάζονται σωτηρία… Δεν ήξερα. Μας έστειλαν τάχα σε γυμνάσια, μα εδώ γίνεται μακελειό… Τους μισώ. Δεν δίνουν δεκάρα για μένα».
Είναι φανερό εν τέλει πως το άγχος του σκηνοθέτη να καταγγείλει τον Πούτιν ναρκοθέτησε και τελικά ακύρωσε την όποια καλλιτεχνική του πρόθεση.
Άλλωστε εδώ σε μας, στην Ελλάδα, στη μικρή χώρα της άκρης της Μεσογείου, μας έχουν παραδοθεί οι υπέροχες τραγωδίες των ηττημένων κατά των νικητών, γραμμένες από τους ποιητές των νικητών. Μια Εκάβη, οι Τρωαδίτισσες, οι Πέρσες και τόσες άλλες που τα κριτήριά μας είναι δικαιολογημένα αυστηρά.
Υ.Γ. Μάνα Κουράγιο, του Μπ. Μπρεχτ
Υπόθεση:
Ένα έργο – χρονικό από τον 30ετή πόλεμο. Γράφτηκε στα 1938-39 και πρωτοπαίχτηκε στη Ζυρίχη στα 1942.
Η Μάνα Κουράγιο ακολουθεί το στράτευμα, με έναν αραμπά – καντίνα, πουλώντας προμήθειες και ποτό για τους στρατιώτες. Χάνει και τα δυό της αγόρια στον πόλεμο. Η μουγγή κόρη της Κατερίνα πεθαίνει χτυπημένη από σφαίρα καθώς προσπαθεί μ’ ένα τύμπανο να στείλει μήνυμα στην πόλη Χάλλε για μια επερχόμενη επίθεση. Η Μάνα Κουράγιο απομένει μοναχή της με τον αραμπά της, γριά, ωστόσο αποφασισμένη να συνεχίσει το εμπόριό της (Από την έκδοση).