Την Παρασκευή 7 Ιουλίου έκανε πρεμιέρα το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου από το Εθνικό Θέατρο.
Η παράσταση του έργου στους νεώτερους χρόνους και συγκεκριμένα τον 20ο αι., θεωρείται ιστορική, μιας και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο το 1937, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, με Ιππόλυτο τον Αλέξη Μινωτή και Φαίδρα την Κατίνα Παξινού. To 1953, ανέβηκε ξανά από το Εθνικό Θέατρο στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και πάλι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, και το καλοκαίρι του 1954 στην Επίδαυρο, με Ιππόλυτο τον Αλέκο Αλεξανδράκη και Φαίδρα την Έλσα Βεργή, εγκαινιάζοντας άτυπα τον θεσμό των Επιδαυρίων, θεσμός που καθιερώθηκε επίσημα από το 1955, με την ίδια παράσταση.
Ο Ευριπίδης έγραψε και παρουσίασε τον «Ιππόλυτο» το 428 π.Χ. όταν ήδη ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ξεκινήσει και ο Περικλής είχε πεθάνει από τον λοιμό που ταλάνιζε την Αθήνα και τα περίχωρα. Η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση είχε αρχίσει.
Μοιάζει δε σαν ο ποιητής της τότε αθηναϊκής νεωτερικότητας, ο αμφισβητίας και οπαδός των σοφιστών, να το προαισθανόταν και με αυτήν του την τραγωδία να θέτει τους Αθηναίους απέναντι στα βαριά , αρχετυπικά πάντα, ζητήματα:
Το δέον γενέσθαι και το φυσικό αρχέγονο ένστικτο. Η αθωότητα της ανθρώπινης φύσης και η ενοχή η εκπορεύουσα από τους νόμους της ανθρώπινης συμβίωσης. Η Υβρις, όταν διασαλεύεται η θεϊκή (;) ή φυσική τάξη που οδηγεί στη Νέμεση.
Διότι φυσικά και η τραγωδία δεν ενέχει τη φτήνια ενός σύγχρονου τηλεοπτικού ψυχολογισμού και ιδίως δεν είναι μια ερωτική ιστορία απαγορευμένου πάθους και ιδίως «χριστιανικής αμαρτίας».
Η Φαίδρα δεν είναι απλώς μια γυναίκα που ερωτεύτηκε τον προγονό της.
Η τραγωδία παραμένει γεγονός τελετουργικής, αρχετυπικής και εν τέλει ιερατικής τάξης και όχι μια ρομαντική κομεντί ή ένα αστικό δράμα.
Ακόμα και η Φαίδρα του Ρακίνα, που αποτελεί το απαύγασμα της κλασσικής Γαλλικής τραγωδίας του 17ου αι., πόρρω απέχει αισθητικά και φιλοσοφικά από το πρωτότυπο που τον ενέπνευσε, πολύ δε περισσότερο που ο μύθος, κυρίως της Φαίδρας, όχι του Ιππόλυτου, δίνει διαρκές υλικό στους συγγραφείς και σκηνοθέτες ακόμα και στον κινηματογράφο (ας θυμηθούμε τη Φαίδρα του Ζυλ Ντασέν με τη Μελίνα στον ομώνυμο ρόλο) .
Αυτή άλλωστε είναι και η απόδειξη της δύναμης της Αρχαίας Τραγωδίας, της δύναμης «των κλασσικών έργων».
Το έργο λοιπόν διαπραγματεύεται την ιστορία του Ιππόλυτoυ, του νόθου γιου του Θησέα και της Αμαζόνας Ιππολύτης, που έχει ορκιστεί απόλυτη πίστη στη θέα Άρτεμη και αποχή από κάθε ερωτική σαρκική απόλαυση και τον οποίο ερωτεύεται παθιασμένα και απελπισμένα η Φαίδρα, η γυναίκα του Θησέα.
Και είναι η θεά Αφροδίτη που κινεί τα νήματα, και ρίχνει το άνομο πάθος πάνω στην αθώα Φαίδρα για να εκδικηθεί την ασέβεια του Ιππόλυτου στον έρωτα…Μια θεά που σαρκάζει τη ζωή των θνητών και αδιαφορεί για τις επιλογές και τις κρίσεις τους.
Είναι επομένως η ιστορία ενός ένοχου πάθους σε αντίστιξη με την ιστορία του εμμονικά «αναφρόδιτου» τρόπου ζωής που ενσαρκώνει ο Ιππόλυτος, η ιστορία των φυσικών ορίων και των θεϊκών επιταγών.
Ουσιαστικά ο Ιππόλυτος φοβούμενος την απώλεια ελέγχου πάνω στο μυαλό και το σώμα του ανθρώπου που προκαλεί ο έρωτας, το σμίξιμο του αρσενικού με το θηλυκό , περιφρονεί τη γυναίκα , το φύλο της και το πάθος που αυτή προκαλεί.
«Θα έπρεπε να μην είχαμε ανάγκη τη γυναίκα για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους» αναφωνεί, κι είναι αυτός ο απόλυτος τρόμος του.
Η δύναμη της σάρκας να αναπαράγει ζωή.
Αυτή η άρνησή του και η περιφρόνηση στον έρωτα, που εκπροσωπεί η Αφροδίτη, αυτή θα είναι η ύβρις του, που θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Έναν θάνατο επώδυνο που την έσχατη στιγμή, το ίδιο το πληγωμένο σώμα θα του θυμίσει την κυριαρχία του.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου στηρίχτηκε συνειδητά στη μετάφραση του Κώστα Τοπούζη, μια μετάφραση θα λέγαμε «ρεαλιστική» που μάλλον στενεύει τα νοήματα και τις εσωτερικές εξάρσεις του κειμένου. Αυτή η σχετικά «στεγνή» μετάφραση ταίριαξε με την σκηνοθετική ανάγνωση, που εστίασε στην εικαστική αισθητική και στους συμβολισμούς, εφόσον της επέτρεπε να παρεμβαίνει περισσότερο.
Θα λέγαμε δε ότι μάλλον συμβάδισε με μια queer αισθητική που είναι και της τρέχουσας καλλιτεχνικής επιλογής (μόδας;) σε όλη την Ευρώπη σήμερα. Και όταν λέμε «queer» μιλάμε για έναν όρο “ομπρέλα” (υπερώνυμο), που αφορά τις έμφυλες μειονότητες, που δεν ανήκουν στην κατηγορία των ετεροφυλόφιλων ή/και των cisgender.
Επομένως κατά την σκηνοθεσία, ο Ιππόλυτος δεν αρνείται τις γυναίκες γιατί η «παρθενία» του είναι μια ιερή επιλογή αγνότητας – τιμή στη θεά «Αρτεμη»- αλλά υποκρύπτει μια διαφορετική σεξουαλική επιλογή, άποψη φυσικά που δεν ακουμπάει στο ευριπίδειο κείμενο.
Προς την ίδια κατεύθυνση έδειξε τόσο το ομόφυλο φιλί Αφροδίτης-Φαίδρας, το βιντεοσκοπημένο όργιο όπου συμπλέκονται ερωτικά ετεροφιλόφιλοι,ες και ομοφυλόφιλοι,ες , οι αισθητικές εικόνες σωματικού κάλους του χορού των κυνηγών καθώς και το ξεγύμνωμα των νέων αγοριών που έκλεισαν την παράσταση .
Παρ’ όλη όμως αυτήν την σεξουαλικής κατεύθυνσης εικονοποιία, το πάθος το ερωτικό, το πάθος που γονιμοποιεί, ο έρωτας που σ’ ανεβάζει στα ουράνια ή σε γκρεμίζει στα τάρταρα, έλειψε από αυτήν την παράσταση. Σαν όλα να είναι «εικόνα». Ακόμα και τα βαθύτερα ένστικτα του είναι μας. Δεν επικεντρώνει δηλαδή η παράσταση στο βασικό έρμα του έργου δηλαδή στο ζήτημα της ελεύθερης βούλησης και της σημασίας των επιλογών μας ως προς την ευθύνη μας για τις συνέπειές τους.
Φυσικά πρόκειται για μία παράσταση με όγκο, πλάτος και θέαμα. Μια «φεστιβαλική» παράσταση με τα όλα της. Εικοσιτέσσεροι ηθοποιοί πρώτης γραμμής παίρνουν μέρος, πρωταγωνιστές και δύο χοροί, ένας γυναικείος και ένας ανδρικός, που απλώνονται από την ορχήστρα έως πέρα, στο πίσω της ορχήστρας χώρο , ανάμεσα στα δένδρα και που όμως γίνονται ορατά στην πλήρη τους ανάπτυξη μόνο από το άνω διάζωμα (το λες και εκδίκηση των φτηνών εισιτηρίων).
Το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου μεταμορφώθηκε σε ένα βαλτώδες δυστοπικό χώρο, με αγρωστίδες , ποοειδή φυτά και στάσιμα ύδατα που καλύπτει όλη την ορχήστρα, δημιουργώντας εξ αρχής μια αίσθηση πνιγμού, ερημίας και άρρωστου τοπίου τόσο εξωτερικού όσο και ως προβολή του εσωτερικού ψυχισμού των ηρώων.
Οντως εντυπωσιακό το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, συνδυαζόταν με την υπερεκμετάλλευση (που προσωπικά με ενοχλεί) των τεχνικών μέσων του video και της κινητής βιντεοσκόπισης των ηρώων, όταν δρουν, σπαράσσονται, εκφράζονται, επιτρέποντας στο κοινό από τη μια να εστιάζουν στις χειρονομίες και εκφράσεις τους, από την άλλη όμως να διασπούν την προσοχή του, να διαταράσσουν την ενότητα δράσης και συναισθήματος.
Διότι το κοινό είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει παράλληλα σε ένα ρομβοειδές Video Wall (σχεδιασμός Παντελή Μάκκα) που είχε προσαρμοστεί στο σκηνικό, την προβολή live video με λήψεις από την ίδια παράσταση, καθώς και selfie της Αφροδίτης, η οποία ως καμεραμάν έλεγχε όλη τη δράση.
Πρωταγωνίστρια στο έργο ήταν λοιπόν μια παιγνιώδης φουτουριστική Αφροδίτη, ίσως και μια drama queen ή καλύτερα μια drag queen που παρουσίαζε ένα show στις «Κούκλες» της Συγγρού (δεν μειώνω καθόλου το καλλιτεχνικό πρόγραμμα στο συγκεκριμένο Κέντρο που το θεωρώ έξοχο), που ενορχηστρώνει τις ζωές των ηρώων ως μία «παράσταση».
Μια ναρκισιστική φιγούρα που ακκίζεται μέσα στο ασημί της κοστούμι και τα ψηλοτάκουνα (Εύα Γουλάκου) που χαίρεται εκδικητικά να παρακολουθεί το ζόφο στον οποίο σταδιακά βυθίζονται οι ήρωες. Σαν το ερεβώδες τοπίο ν’ αφορά μόνον αυτούς.
Εξαιρετική η Ελενα Τοπαλίδου στο ρόλο Αφροδίτης/Αρτέμιδος. Γιατί η ίδια παίζει και το ρόλο του alter ego της Αφροδίτης, δηλαδή την Αρτέμιδα.
Αλλωστε αυτό δεν ισχύει και στη ζωή;
Αγνότητα και Αμαρτία, Ερωτας και Αποχή, Πάθος και απόσυρση. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Απ’ αυτόν τον αισθησιακό κόσμο αποχωρεί η Φαίδρα που απεγνωσμένη και ντροπιασμένη για τον έρωτά της για τον Ιππόλυτο, αυτοκτονεί πέφτοντας στο ποτάμι του σκηνικού, σαν μια άλλη Οφηλία. Στο πρωτότυπο βέβαια η Φαίδρα απαγχονίζεται δεν πνίγεται, αλλά η επιλογή της σκληνοθέτιδος έδωσε μια τέτοια εκδοχή.
Ο χορός των γυναικών, παρόν καθόλη τη δράση, μάλλον δεν επιβεβαίωσε το ρόλο του, ενώ ο χορός των νεαρών ανδρών, των κυνηγών, μετέφερε τον αισθησιασμό του αρσενικού στοιχείου στο οποίο στόχευε η σκηνοθεσία (χορογραφία Αλέξανδρος Σταυρόπουλος).
Κινηματογραφικοί οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, αλλά η ζωντανή ορχήστρα που απέδιδε τη μουσική σύνθεση του Αλέξανδρου-Δράκου Κτιστάκη, θεωρώ ότι συνεισέφερε περισσότερο απ’ όλους και όλα στην ατμόσφαιρα του έργου.
Είναι φανερό πως οι πρωταγωνιστές κινήθηκαν εντελώς μέσα στο πλαίσιο που τους καθόρισε η σκηνοθεσία.
Ετσι η Κόρα Καρβούνη στην εμβληματική της Φαίδρα, περιφερόταν διαρκώς παγωμένη, ακυρωμένη, σαν το βέβηλο αίσθημα να την ακινητοποίησε. Επίσης η ενδυματολόγος Εύα Γουλάκου την έντυσε θαμπά, δίχως τη βασιλική της λάμψη, οπότε και η ίδια της η παρουσία μίκραινε.
Είναι κι αυτή μια θεμιτή στάση και θέαση. Αλλά προσωπικά μου έλειψε το πάθος που υποτίθεται πως τα κινεί όλα. Αλλά είπαμε. Αυτό θα ήταν στοιχείο μιας άλλης παράστασης.
Η Μαρία Σκουλά στο ρόλο της τροφού, είχε έναν δικό της ερμηνευτικό κώδικα που μάλλον με ξένισε. Τόσο άνετη, τόσο ρεαλίστρια που φαινόταν αταίριαστη μέσα στο κλίμα που προμήνυε θάνατο.
Ο Ορέστης Χαλκιάς στο ρόλο του Ιππόλυτου βρήκε σταδιακά το ρυθμό του και ήταν καλός στη βίαιη ωρίμανσή του.
Ο Γιάννης Τσορτέκης, στάθηκε δωρικός απέναντι στο ρόλο του Θησέα, αλλά αρχικά μου φάνηκε αμήχανος για το ποιο ερμηνευτικό δρόμο να διαλέξει. Στάθηκε βέβαια στο ύψος του στην τελική σκηνή , όταν κρατάει αγκαλιά τον αιμόφυρτο γιό του.
Υ.Γ Και όχι δεν θα συμφιλιωθώ ποτέ με τα χειλόφωνα που ακυρώνουν το χαρακτηριστικό που κάνει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ξακουστό σ’ολόκληρο τον κόσμο. Μιλώ για την περίφημη ακουστική του θεάτρου, αλλά και τη φόρμα που ο ίδιος ο χώρος επιβάλλει, για το είδος της ερμηνείας που απαιτεί, για το είδος του θεάτρου που μας παραδόθηκε.