Δραματουργική σύλληψη και σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά σε συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση
Η πόλη πολλές φορές σε ξαφνιάζει και το πραγματικό λες και εισβάλλει στη σκηνή του θεάτρου χλευάζοντάς την ή και το αντίθετο. Αρκεί να έχεις μάτια και να βλέπεις.
Πηγαίνοντας το βράδυ της περασμένης Κυριακής στη Στέγη, πέρασα όπως πάντα από την μικρή υπόγεια διάβαση που οδηγεί στο απέναντι μέρος της Λεωφόρου Συγγρού, γεγονός αναγκαστικό εάν έχεις παρκάρει ή αποβιβαστεί από την πλευρά του Παντείου Πανεπιστημίου.
Ο διάκοσμος των τοίχων καθώς και το πάτωμα παραπέμπει στη ψυχεδέλεια της δεκαετίας του ’70, με έντονα χρώματα και γεωμετρικά σχήματα.
Είναι σύνηθες να βρίσκει κανείς κάποιον άστεγο να έχει στήσει το νοικοκυριό του εκεί, τυχερό μες την ατυχία του, μιας και ο χώρος είναι σχετικά προφυλαγμένος τουλάχιστον από τους καιρούς.
Η διαφορά στην τελευταία περίπτωση είναι η αναπάντεχα νοικοκυρεμένη κρεβατοκάμαρα που είχε στήσει σε πλήρη αρμονία με το χώρο. Με την κουβερτούλα του στρωμένη επιδέξια και τα σεντόνια του καθαρά και περιποιημένα. Ένα μικρό τραπεζάκι έπαιζε το ρόλο του κομοδίνου . Ο άστεγος νοικοκύρης του καταλύματος έλειπε.
Μετά το τέλος της παράστασης επιστρέφοντας από το ίδιο σημείο παρατήρησα τυλιγμένο φαγητό πάνω στο τραπεζάκι – κομοδίνο, ενώ ο χρήστης αυτού του «σπιτιού» σε δημόσιο χώρο και πάλι απουσίαζε.
Παρακολουθώντας την παράσταση στο ολόφωτο , πληθωρικό και ιλουστρασιόν χώρο της πλούσιας Στέγης Γραμμάτων και τεχνών, συνειδητοποίησα ότι το «εκτός» συνομιλούσε μέσα από την αστική του αντίφαση πλήρως με το «εντός».
Για να οδηγηθείς λοιπόν στη «Στέγη» περνάς δίπλα από τον πραγματικό «άστεγο».
Και τί αποτελούσε το θεατρικό έργο που παρακολουθήσαμε;
Ποιο ήταν το «Σπίτι» και ποιοι οι «ένοικοι»;
Πόσο ασφαλείς ήταν αυτοί σε σχέση με τον άλλο; Τον πλήρως εκτεθειμένο;
Στη σκηνή βλέπουμε ένα άχρωμο διαμέρισμα που κατοικείται από ένα μεσήλικο ζευγάρι που εκτελεί καθημερινές κοινότοπες εργασίες, ανταλλάσσοντας ανάλογα λόγια: «Ιβίσκος ή δεντρολίβανο για τις ζαρντινιέρες του μπαλκονιού; Πλυντήριο ή σφουγγάρισμα; Σιδέρωμα ή τακτοποίηση στα ντουλάπια για τα ψώνια του σούπερ μάρκετ»;
Από το παράθυρο η θέα ενός βρώμικου μικρού κομματιού της πόλης με το απέναντι υπόγειο διαμέρισμα, στον τοίχο ένα κακοσχηματισμένο γκράφιτι με το Αλφα της αναρχίας κι ένα περιστέρι που τσιμπολογά ψιχουλάκια.
Το ζευγάρι περιφέρεται έτσι μ αυτές τις καθημερινές κινήσεις ρουτίνας που σηματοδοτούν και δίνουν κάποια αξία στην ύπαρξή τους υπό το μηχανικό ήχο του πλυντηρίου.
Η γυναίκα βγάζει κάτι παπούτσια και τα βάζει σε σειρά, όπως και κάτι αποκριάτικα κοστούμια που τοποθετεί σε πλαστικές σακούλες.
Ξαφνικά ο άνδρας, ψύχραιμα, έως κυνικά, διαβάζει στη γυναίκα το απόσπασμα ενός βιβλίου που μιλάει για την απόλυτη δυστοπία. Μία πλήρως ελεγχόμενη κοινωνία ζει υπό τις ασφυκτικές συνθήκες ενός καύσωνα 47ο Κελσίου. Οσοι δεν αντέχουν πετάγονται στα διερχόμενα απορριμματοφόρα τη νύχτα κι από κει στις χωματερές μαζί με τα σκουπίδια. Νεκροταφεία δεν υπάρχουν , το δε νερό και το ρεύμα διατίθενται μόνο κάποιες ώρες την ημέρα, σε αντίθεση με τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, στα οποία ένα τεχνητό περιβάλλον παρέχει στους τουρίστες τα πάντα.
Σταδιακά το παράθυρο μετατρέπεται σε οθόνη τηλεόρασης ή κομπιούτερ, μεταφέροντας κυριολεκτικά τα συμβάντα του έξω κόσμου στο μικροαστικό σαλονάκι του ζεύγους, κατακλύζοντάς το.
Τα τρομακτικά γεγονότα μεταδίδονται ανάκατα και αταξινόμητα , τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά, σαν ένας εφιάλτης ή μια έκρηξη του συμπιεσμένου υποσυνείδητου : Εικόνες από την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, τον πόλεμο στη Συρία, την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, πλημμύρες και δασικές πυρκαγιές, μετανάστες και πρόσφυγες, πολιτικές μορφές από τον Χίτλερ, Στάλιν, Πούτιν, Τραμπ, Μέρκελ, Θάτσερ, μέχρι και το Μητσοτάκη.
Αυτές οι εικόνες εισβάλλουν κυριολεκτικά στον ιδιωτικό χώρο και τον συνθλίβουν, ενώ το παραληρηματικό κείμενο που εκφωνεί η γυναίκα μαζί με τη πυρετώδη μουσική σύνθεση του Γιώργου Ραμαντάνη, που βίαια μετατρέπει τον βόμβο του πλυντηρίου σε ένα ροκ σύμπαν, συνοδεύουν ή και συντελούν στην αίσθηση της καταστροφής κάθε ιδιωτικότητας με το σπίτι, αυτό το αδιάφορο κουτί να καταρρέει κυριολεκτικά (σκηνικά Κλειώς Μπομπότη).
Είναι σαφές πως ο Δ. Καρατζάς σε συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα (βοηθός σκηνοθέτη, φωτογράφος και video maker), την Αλεξία Καλτσίκη και τον Φιντέλ Ταλαμπούκα που έχουν αυτόνομα συμβάλλει στην απαρτίωση της δραματουργικής του σύλληψης, θέλει να μας μιλήσει για την αποανθρωποποίηση του ανθρώπου κατά τον αιώνα που διανύουμε. Μπορεί να πρέπει να μιλήσουμε για την αλλοτρίωση με την μαρξιστική έννοια αλλά σε ένα προχωρημένο στάδιο που ο εμπνευστής της ιδέας δεν μπορούσε να φανταστεί το 19ο αι., με τον τότε βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Σαν να μην αντέχει η εποχή μας πλέον την Τσεχωφική κατάδυση σ΄έναν κόσμο που χάνεται ενώ κάποιος καινούργιος ανατέλλει έστω και ως ελπίδα, ούτε καν μια αποτύπωση της βιομηχανικής κοινωνίας όπως αυτή του Τσάρλυ Τσάπλιν στους «Μοντέρνους καιρούς» του.
Βέβαια, η πολτοποιημένη εισβολή της Ιστορίας μέσα στον ιδιωτικό χώρο που επέλεξε ο σκηνοθέτης ως όχημα της ιδέας του, δε βοηθά να ταξινομήσουμε αιτίες και αποτελέσματα, ούτε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς της βιοπολιτικής της εξουσίας και του ελέγχου του συστήματος πάνω στον ίδιο το βιορυθμό των ανθρώπων με στόχο τη ρομποτοποίησή του.
Πάντως κατάφερε μέσα σε μία μόνο ώρα να δημιουργήσει μια συνθήκη συναγερμού. Δεν είναι και λίγο.
ΝΟΕΜ.2023