Αυτό το ταξίδι είναι ανεπανάληπτο. Δεν θέλω να αρχίσω με περιστροφές. Μια σαφής και κατηγορηματική διαπίστωση αρκεί: είναι το καλύτερο θέαμα που έχω δει τα πολλά, ίσως και πάρα πολλά, τελευταία χρόνια.
Τα δεδομένα είναι γνωστά. Κατ’ αρχήν η ποίηση του Νίκου Καββαδία. Εν συνεχεία η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Αυτά τα ξέρουμε και τα έχουμε εισπράξει ποικιλοτρόπως, έτσι που η πρώτη αντίδραση πολλών που ξέρω, και εμού συμπεριλαμβανομένου, ήταν: πάλι με το Σταυρό του Νότου;
Κι έτσι πήγα να δω ένα θέαμα που ούτως ή άλλως θα ήταν καλό, δεδομένης της ποιότητας των τραγουδιών, της αισθητικής αντίληψης του Θ. Μικρούτσικου και της σκηνοθετικής εμπειρίας του Θέμη Μουμουλίδη. Σίγουρα δεν θα σπαταλούσα την Κυριακή το βράδυ και υπήρχε το ενδεχόμενο μιας αισθητικής συγκίνησης.
Και σταδιακά βούλιαξα στα νερά μιας θάλασσας αντάξιας του Καββαδία.
Ας το δούμε σαν μια συναρπαστική περιπέτεια.
Αρχίζει στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Λογικό. Μιλάμε για Καββαδία. Μέσα σε τρία ταμπλώ εικονίζεται το τοπίο τόσο ζωντανά που αρχίζεις κάποια στιγμή να βρέχεσαι απ’ τα νερά. Κι αν δεν νοιώθεις υγρός νοιώθεις τουλάχιστον δακρυσμένος από την ανθρώπινη πάλη.
Ύστερα ακολουθείς τη ζωή του ναυτικού. Οι στεριανοί αγνοούμε αυτή την πορεία.
Κι ύστερα ακολουθείς τις ζωές όλων μας, όσες ζωές θέλουν να ξεπεράσουν τα όρια μιας πνιγηρής και δύσκολης επιβίωσης. Και που δεν ονειρεύονται μόνο αλλά προσπαθούν να κάνουν πράξη τα όνειρά τους. Ποιητές ή επαναστάτες ή ερωτευμένοι… ή, για την ακρίβεια, ποιητές και επαναστάτες και ερωτευμένοι…
Οπότε, το επόμενο βήμα είναι να αποχωρήσεις από την προκατάληψή σου και να εισδύσεις σε αυτό που απολαμβάνεις, να παρασυρθείς από αυτό, να το νοιώσεις πριν ακόμα το γνωρίσεις και τα καταλάβεις. Πάει να πει, πως πρόκειται για αληθινή και σπουδαία τέχνη.
Αλλά δεν έχει νόημα να ξεκινήσω μια περιγραφή του τι συμβαίνει επί σκηνής. Δεν θα πετύχει. Περισσότερο ενδιαφέρει το πώς. Και κυρίως το απελευθερούμενο συναίσθημα που δημιουργεί. Με επίκεντρο τα ποιήματα και τα τραγούδια αναπτύσσεται μια ελλειπτική τροχιά αισθημάτων και σχέσεων, που κι αν μιλάει για ναυτικούς αφορά όλους. Πόρνες, μετανάστες, εκτελεσμένοι, καταραμένοι ποιητές, ο Μπωντλέρ, αλλά παρουσιάζονται κι ο Ρεμπώ με τον Βερλαίν.
Τη δεύτερη φορά που θα δω την παράσταση δεν θα εστιάσω στα όσα συμβαίνουν στο πρώτο πλάνο, αλλά στις εικόνες του δεύτερου – τα κάδρα είναι εικαστικά επιτεύγματα και η κίνηση, χορευτική και μη, εξαίσια – και θα σκεφτώ περισσότερο, αποσπασμένος από τη “δράση”, τις ποιητικές αλληλουχίες.
Για να καταλάβω καλύτερα, αν μπορέσω, τι είναι εκείνο που συγκροτεί μια ποιητική παράσταση, όπου ενώ έχεις την εικόνα των τραγουδιών και των ποιημάτων από πριν στο μυαλό σου, και στο συναίσθημα, καταλήγεις να παρασύρεσαι από ένα “δράμα” του οποίου δεν σε οδηγεί η πλοκή αλλά η σύμπλεξη, κατά έναν τρόπο “αθώο”, δηλαδή φυσικό, της εικόνας, του λόγου και των ποιημάτων -τραγουδιών.
Αυτά φτάνουν, για την πρώτη φορά που αποπειρώμαι να περιγράψω την παράσταση.
Όποιος μπορεί πρέπει να την δει. Είναι ένα αληθινό ταξίδι, που δεν οδηγεί σε λησμονιά κι ούτε γεννάει νοσταλγία. Προσφέρει μνήμη και ενέργεια.