9.9 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πώς είναι να’ σαι παιδί μέσα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο; Της Όλγας Μοσχοχωρίτου.

Να κλείνεις τα δέκα ενώ οι σειρήνες του πολέμου σου τρυπούν τ αυτιά, παιδιά μικρότερα από σένα, μωρά σχεδόν  να κλαίνε και να τραβάνε τη φούστα της μάνας σου, ενώ ο πατέρας  λείπει σ’ ένα ακόμα ταξίδι, μηχανοδηγός σε κείνα τα καρβουνιάρικα τρένα που αγκομαχούν στην ανηφόρα προς Καλάβρυτα, επιταγμένα από τους Γερμανούς και με τις φήμες ότι οι ελασίτες έχουν οργανώσει την ανατίναξή του, κάπου στη διαδρομή;

 

Μόλις έχεις γυρίσει με τη μάνα σου από μια γύρα τριάντα -σαράντα χιλιομέτρων μέχρι τα χωριά κάτω ως το Αίγιον, μήπως και μαζέψετε τίποτα χόρτα, τίποτα χαρούπια, τίποτα σταφίδες και κάστανα. Στη σειρά πήρατε όλους τους συγγενείς ως τη Βούντενη, τα Συχαινά, το Ψαροφάι, το Κεφαλόβρυσο. Τίποτα. Κι έτσι άρχισε το ταξίδι ως το Αίγιον. Λίγες σταφίδες εκεί θα εξοικονομούσατε στα σίγουρα. Ίσως και λίγο λάδι. 

Κάπου κάπου σκαρφαλώνατε σε κάποιο αγώι, ένα σαραβαλιασμένο φορτηγό, μια καρότσα, ένα μουλάρι…

 

Μα εσύ τον θυμάσαι τη δεκαετία του 60, ψηλό, γεροδεμένο, νέο, μαυρισμένο από τον αέρα και τον ήλιο που καίγαν το πρόσωπο και το ένα μπράτσο, το δεξί, καθώς αφήνονταν εκτεθειμένα χειμώνα – καλοκαίρι, έξω από το παράθυρο της μηχανής της αμαξοστοιχίας Πατρών, Πύργου, Κυπαρισσίας, Καλαμάτας.

 

Κάθε χρόνο στα μέσα Δεκέμβρη άρχιζε η τελετουργία στολισμού του δέντρου.Κάθε χρόνο άνοιγε η καλή σάλα, αφού είχαν πλυθεί οι κουρτίνες, το προικώο χαλί, ρουμπινί με λουλούδια και πολύχρωμα σχέδια, χειροποίητο που πλενόταν με νερό και ξύδι, τοπικά, με προσοχή να μη χαλάσουν τα χρώματα. Είχαν πλυθεί οι τοίχοι, είχαν γιαλιστεί τα έπιπλα από οξυά ανοιχτόχρωμη, είχαν πλυθεί ένα – ένα τα γυαλάκια του πολυέλαιου, όλα προικώα, αποκτημένα με αιματηρές οικονομίες της οικογένειας της μαμάς, όπως έλεγε συνέχεια η γιαγιά, εξυμνώντας τις αρετές της οικονομίας και της χρηστής “διοίκησης” του σπιτιού…

 

Σ αυτό λοιπόν το δωμάτιο, το καλό, που σπάνια άνοιγε και μύριζε μέλι κι κανελλογαρύφαλα, από τα κρυμμένα γλυκά της σερβάντας, στηνόταν με μεγαλοπρέπεια το Δέντρο.

Το δέντρο του μπαμπά λέγαμε.. Προσοχή, μην πέσει το δέντρο του μπαμπά, .Τότε ήταν κάτι …φυσικό. Αργότερα πολύ, ήρθε η παραδοξότητα μαζί με τη γενικότερη αμφισβήτηση της εφηβείας του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης , να φανεί σε όλο της το μεγαλείο…

 

Όμως τότε, ο μπαμπάς αγόραζε κάθε χρόνο δυο-τρία καινούργια στολιδάκια, εκείνα τα χρωματισμένα γιαλάκια, τα εύθραυστα, με την ασιμόσκονη και τη χρυσόσκονη, καμάρι του το αστέρι της κορφής, τα μπαλάκια, τα αγγελάκια,  οι μικροί χριστούληδες, η Παναγία, ο Ιωσήφ, οι βοσκοί , τα αρνάκια, λίγο άχυρο και η μικροσκοπική φάτνη που δεν ήταν χάρτινη, αλλά από πιλό, μινιατούρα, κουκλίτσα.

 

Κι όλα αυτά τα στολιδάκια, κοιμόντουσαν όλο το χρόνο σε βαμβάκι, τυλιγμένα καλά, να μην σπάσουν, να μην ραγίσουν, φυλαγμένα σε χάρτινο άχυρο, κίτρινο και μπεζ, μέσα σε χαρτόκουτες ΝΟΥΝΟΥ και ΟΜΟ που παίρναμε από το μπακάλικο της κυρ- Αλεξάνδρας,  στην Έλληνος Στρατιώτου και Πέντε Πηγαδίων.

 

Ο τρόμος μας κάθε φορά που ανοίγαμε τις κούτες ήταν μήπως και κάποιο απ’ αυτά τα πολύτιμα αστραφτερά στολιδάκια είχε σπάσει ή ραγίσει. Μήπως και κάποιο τριβόταν στα δάχτυλά μας , “είχε καεί” από τον καιρό έλεγαν, γιατί ο μπαμπάς θύμωνε σαν παιδί που του σπάσαν τα παιγνίδια του, τά βαζε με μας  που έντρομα κλαίγαμε και το πράγμα χειροτέρευε γιατί η γιορτή φάνταζε ναχει ήδη τελειώσει, πριν αρχίσει καν.

 

Αχ αυτά τα παιγνιδάκια του μπαμπά, ποτέ δεν ήταν δικά μας. Ούτε το δέντρο τελικά. Μα μέναμε να το θαυμάζουμε όταν το τελείωνε, όταν έβαζε μπαμπάκια στα κλαριά και το ράντιζε με χιονόσκονη κι ένα πέπλο λευκό δαντελένιο σαν ιστό αράχνης και τέλος όταν άναβε όλα τα λαμπάκια.

 

Τοποθετημένο δίπλα στο παράθυρο, με μισάνοιχτες τις κουρτίνες να φαίνεται από το πεζοδρόμιο στους περαστικούς, που το θαύμαζαν.

Μέναμε κι εμείς να το θαυμάζουμε , μαζί με το τρενάκι που’χε αγοράσει δώρο στον μικρότερο αδερφό, εκείνο με την μπαταρία, που έτρεχε γύρω από τις ράγες του και ξετρελαινόταν να παίζει, όχι ο αδερφός μου , αλλά ο μπαμπάς.

Ένας μπαμπάς – παιδί, που έπαιρνε με λαιμαργία τη θέση μας.

– Προσοχή μη ρίξετε το δέντρο, προσοχή μη χαλάσετε το τρενάκι.

Στις δικές μου κούκλες δεν είχε εξουσία ο μπαμπάς. Τις έκανα ό,τι ήθελα. Τις ξεμάλλιαζαν, τις χτένιζα, τις έγδυνα και τις έντυνα, τις τάιζα, τις μάλωνα, τις κανάκευα.

Αλλά αυτές δεν στόλιζαν το δέντρο. Μέναν αξιοθρήνητες κάτω από τις κουβέρτες μου.

 

Πέρασαν πολλά χρόνια να τον συγχωρήσω. Ίσως και τώρα γι αυτό τον μνημονεύω.

Πέρασαν χρόνια νάρθρει στη σκέψη μου ως εικόνα σχεδόν πραγματική, το δεκάχρονο αγόρι της Κατοχής , τρομαγμένο και πεινασμένο στο κρύο σπιτάκι της Γούβας, να περιμένει τα Χριστούγεννα του σκληρού χειμώνα του 41, απλά να γυρίσει ο μπαμπάς του.

 

Δε μίλαγε ποτέ σχεδόν για κείνα τα χρόνια. Ούτε για τα επόμενα. Κείνη η δεκαετία του ’50, χανόταν μέσα στη σιωπή… Μόνο για την αγάπη του στη μαμά μίλαγε. Για το πώς στήθηκε το προξενιό… Για τη μαθητεία του στο Μηχανοστάσιο του Πειραιά. Το στέκι του Τσιτσάνη…Αλλά κι αυτά λίγα, πολύ λίγα για να αρκέσουν να φτιάξουν μια ιστορία. Λίγα λόγια, μισά λόγια, αναστεναγμοί και μισές κουβέντες.

 

Πολύ μετά τη μεταπολίτευση, όταν ο φόβος υποχώρησε λίγο, του ξέφευγαν λίγα λόγια για τότε…

Τότε που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κι ο Άρης πάνω στ’ άλογό του, παρέλασαν στους δρόμους της Πάτρας.

 

Τον σκέφτομαι ψηλό, κοκκαλιάρικο 14τράχρονο αγόρι, με κοντά παντελόνια και τρύπια παπούτσια , μέλος της συμμορίας των πιτσιρικάδων της Γούβας, 4 Οκτωβρίου στην Καλαβρύτων ,στις 11 το πρωί, να παρακολουθεί τη μεγάλη παρέλαση. Την 8η Ταξιαρχία και το 12ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ μαζί με τους Βρετανούς στρατιώτες που είχαν ελευθερώσει την Πάτρα από τους Γερμανούς. Είμαι σίγουρη πως την επόμενη μέρα πάλι θάταν στη συγκέντρωση κάτω από το αρχηγείο του ΕΛΑΣ εκεί που έβγαλαν λόγο ο Κανελλόπουλος, ο Αρης και ο Δήμαρχος ο Ρούφος. Εκεί που θάβλεπαν από κοντά τους θρυλικούς καπεταναίους, τον καπετάν Ερμή και τους άλλους, να μεταδώσουν τα νέα στις γειτονιές, ότι το Αρχοντικό του Δάρα τόχε επιτάξει η VIII Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, κι ότι το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε στηθεί στο Γηροκομειό, στο Εξοχικό Κέντρο “Διάκος”, περίφημο για το εκλεκτό φαγητό και το κρασί του, εκεί που οι εύποροι πατρινοί έκαναν τις συνεστιάσεις τους. Ότι είχαν παραδοθεί 1800 ταγματασφαλίτες και τους έφερναν στο Ψαροφάι. Τα παιδιά ήταν τα ζωντανά ραδιόφωνα των ημερών. Μετέφεραν τα νέα στις γειτονιές, φώναζαν στις γυναίκες που έπλεναν στην εξώπορτα, ή τίναζαν τα σεντόνια απ’ τα παράθυρα. Τί άλλο άξιζε περισσότερο κείνες τις μεγάλες ώρες.. Είμαι σίγουρη πως πλησίαζαν τα Εγγλεζάκια για να πάρουν κανένα τσιγάρο, μια σοκολάτα…

 

Αυτά τα ίδια έφεραν κι αργότερα, το μαύρο Δεκέμβρη, τα κακά μαντάτα.

 

3 του Δεκέμβρη 1944 και οι Βρετανοί φρουρούν σαν άλλοι κατακτητές όλα τα δημόσια κτήρια. Ότι είδαν τα πολυβολεία τους. Ότι η πόλη κόπηκε στα δύο με συρματοπλέγματα, εκεί στη Μαιζώνος.

 

Κι ότι στις 10 του Γενάρη του 45 στο λιμάνι των Πατρών αποβιβάστηκαν βρετανικές δυνάμεις, τα φοβερά άρματα Σέρμαν και φορτηγά. Κι ότι ο ΕΛΑΣ υποχώρησε στον Ομπλό και στου Κλάους.

 

Και τότε οι γειτονιές τα μάζεψαν τα παιδιά στα σπίτια τους. Κι άλλος χειμώνας βαρύς ερχόταν . Το γλέντι είχε τελειώσει…

 

Όπως τα χριστουγεννιάτικα στολιδάκια,  που όσο μαλακά κι αν τα’ πιανε στα μεγάλα, δουλεμένα του χέρια, αυτά τρίβονταν κι έπεφταν στο πάτωμα σα διαλυμένη χρυσόσκονη , ριγμένη στη δίνη του χρόνου.

 

                                                                                         

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ