Το διήγημα που ακολουθεί προέρχεται από έναν υπό κυκλοφορία τόμο των εκδόσεων Άπαρσις που περιλαμβάνει μικρά – μπονσάι διηγήματα, με τίτλο «Τα διηγήματα του εγκλεισμού».
Κάποτε της είπαν πως θα ήταν χρήσιμο να καταγράφει τα όνειρά της. Για να μην τα ξεχνάει. Ότι κάτι ήθελαν να της πουν. Και ότι έπρεπε να τα φέρνει στο φως, ώστε να αεριστούν οι αποθήκες της ψυχής της ή του υποσυνείδητου όπως ονοματίζουν το άυλο σώμα οι επιστήμονες, να καταλάβει τον μέσα της εαυτό. Ήταν οι καιροί της μόδας της αγοραίας ψυχανάλυσης, όπου όλοι έμαθαν δήθεν να «διαχειρίζονται τα αισθήματά τους», να «διαχειρίζονται το πένθος τους», να «διαχειρίζονται το θυμό, την απώλεια, την αγάπη, το μίσος, γενικώς τις καταστάσεις».
Σαν να είχε ξεπηδήσει από τη μανία του χρηματιστηρίου και τη «διαχείριση χαρτοφυλακίου» έμοιαζε αυτή η νέα πολιτικώς ορθή ντιρεκτίβα.
Ήταν τόσο κακό που αυτή δεν ήθελε να διαχειριστεί τίποτα;
Ήθελε να κλαίει ένα χαμένο έρωτα όσο της άρεσε, ήθελε να ξοδεύει την αγάπη της, ήθελε να βροντοφωνάζει τη χαρά της, ήθελε να κρατάει ζωντανό τον πόνο από το θάνατο της μάνας της και να νοιώθει ενοχές, γιατί δεν κατέβηκε εγκαίρως στην Πάτρα κάποια Χριστούγεννα της δεκαετίας του ‘90, να τη βοηθήσει να φτιάξει τις δίπλες, που ’θελαν χέρια για να γίνουν, ήταν βλέπεις και κείνος ο ανοικονόμητος έρωτας που την καθυστέρησε, ήθελε τέλος πάντων «να σπαταλάει αλόγιστα τα ψυχικά της αποθέματα», όπως κάποτε τη μάλωσε μία ειδικός.
Ξύπνησε μούσκεμα μέσα στη νύχτα, μια νύχτα που πάλευε ο χειμώνας με την άνοιξη και κείνη πάλευε με άγνωστους δαίμονες, που πριν λίγο στοίχειωναν τον ύπνο της εντελώς πραγματικοί, ευανάγνωστοι, τρομεροί.
Σε χρόνο άχρονο συνωστίζονταν οι δρόμοι γύρω απ’ τα Εξάρχεια, η Σολωμού είχε μετατραπεί σε χείμαρρο και τα νερά κατέβαζαν τάφους, τάφους γεμάτους λουλουδένια στεφάνια που στόλιζαν τους σταυρούς, και κείνη έψαχνε απεγνωσμένα τον οικογενειακό που ήταν θαμμένοι οι δικοί της και μετά χάθηκε στους δρόμους μιας πόλης προϊστορικής ή μάλλον μεσαιωνικής(;), δεν ήταν σίγουρη, άδειας σαν μετά από διαδήλωση που τέλειωσε άδοξα από το κυνήγι της αστυνομίας και στον αέρα χόρευαν προκηρύξεις ανάμεσα σε καπνούς δακρυγόνων και ακουγόταν από το βάθος μια βοή και σειρήνες ασθενοφόρων κι αυτή δε θυμόταν πού είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της , έψαχνε και για τα παπούτσια της, πώς θα φαινόταν στους ανθρώπους μια μεσόκοπη να προχωράει ξυπόλητη, αλλά τουλάχιστον είχε βρει την τσάντα με τα κλειδιά και λίγα χρήματα, αλλά όχι την ταυτότητά της, αυτή έλειπε.
Αλλά δεν είχε καιρό, κάτι την έσπρωχνε να βιαστεί και βρέθηκε ξαφνικά στη Ζωοδόχου Πηγής, μπροστά από μια ερειπωμένη διπλοκατοικία του προηγούμενου αιώνα, που σιδεριές και φράγματα προσπαθούσαν να τη συντηρήσουν ή μάλλον να προστατέψουν τους περαστικούς από τους σοφάδες που έπεφταν μ’ ελαφράδα χιονιού. Στο στενό πεζοδρόμιο είχε στήσει το νοικοκυριό της μια άστεγη…Δεκάδες πλαστικές σακούλες γεμάτες τρόφιμα και ρούχα γέμιζαν το στόμα μιας εξώπορτας που έχασκε, γλαστρούλες με ψεύτικα λουλούδια, ξεμαλλιασμένες Μπάρμπυ και κουτσοί Τζων και λούτρινα αρκουδάκια, στόλιζαν τις σιδεριές, θησαυροί ξεθαμμένοι από τους ξέχειλους κάδους σκουπιδιών της αχόρταγης μεγαλούπολης. Κι αυτή είχε στήσει έτσι το σπιτικό της.
Κι ήταν εκεί καθισμένη σ’ ένα καφάσι, γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας και χαρακτηριστικών που ’κανε αέρα με μια βεντάλια μπορντό με χρυσό τελείωμα και τραγουδούσε μια παλιά μελωδία κάτι σαν «πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…να ζω χωρίς εσένα που τόσο αγαπώ…» και πάλι και πάλι σαν ξεκούρδιστος φωνόγραφος που κόλλησε η βελόνα του στο «πόσο λυπάμαι…λυπάμαι, λυπάμαι»…
Αυτή όμως βιαζόταν να γυρίσει σπίτι, σε λίγο άρχιζε η απαγόρευση κυκλοφορίας, να προλάβει, να βρει το αυτοκίνητο, να φτάσει ασφαλής.
Δεν ξέρει πως βρέθηκε στο δρόμο της παιδικής της ηλικίας, στην επαρχιακή της πόλη, μπροστά από το μικρό ισόγειο σπιτάκι, το χωμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, παλιοκαιρίσιες κι αυτές, του ’70, κι είδε ρωγμές από την υγρασία να αυλακώνουν την πρόσοψη, έπρεπε επειγόντως το καλοκαίρι, όταν τελειώσει αυτή η παλιοκατάσταση να φωνάξει τους μαστόρους να τη φτιάξουν, αυτή η ύπουλη υγρασία δεν τιθασεύεται, τρώει σιγά σιγά τα σωθικά , μα σ’ αυτές τις ρωγμές είχαν φυτρώσει φρέζες και κισσοί που άνοιγαν τα παράθυρα και σκαρφάλωναν στους τοίχους.
Και τότε η μαμά της βγήκε στην εξώπορτα και της είπε, «έλα σου έχω φτιάξει φόρμα με πορτοκάλι», και φόραγε εκείνη τη ρόμπα με τα μικρά λευκά ανθάκια σε μπλε φόντο που της είχε αγοράσει από την Αθηνάς και πολύ τη βόλευε, έλεγε…
«Ωραία σου πάνε τα μαλλιά μαμά», της αντέτεινε, «ωραία τα κούρεψες», έτσι ασημένια, σα φωτοστέφανο, σκέφτηκε… «Ναι είδες», έκανε εκείνη και χάιδεψε το σβέρκο της με κείνη τη γνώριμη μαλακιά κίνηση.
Και όπως πάντα στα όνειρα, συνέχισε κάτι να της λέει, μα δε θυμάται, δε θυμάται…
Η Όλγα Μοσχοχωρίτου είναι Δικηγόρος Αθηνών και υποψήφια Διδάκτωρ Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κριτικός θεάτρου και συγγραφέας του μυθιστορήματος «Μπορείς ν’ αλλάξεις μόνο το παρελθόν σου» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2007). Έχει επιμεληθεί το άλμπουμ «Τζένη Καρέζη» (Εκδόσεις Καστανιώτη 1993). Αρθρογραφεί και δημοσιεύει κριτικές θεάτρου από το 1996 έως σήμερα σε εφημερίδες και ιστοσελίδες.