Καθώς διαβάζεις αυτό το βιβλίο δεν νοιώθεις μόνο «σαν να μπαίνεις στην Ιστορία παίρνοντας μέρος σε μια διάρρηξη» όπως υπογράμμιζε ο Olivier Moyssellard στο γαλλικό Τηλέραμα. Ένα διαφορετικό φως αισθάνεσαι να σε λούζει που πέφτει πάνω στην Ιστορία και σου την αποκαλύπτει ξανά.
Ξανά, κυριολεκτικά.
Τα καθέκαστα τάξερες, τάχες διαβάσει, σου είναι γνωστά, όμως δεν τάχες έτσι φυλαγμένα μέσα σου.
Η «Ημερήσια διάταξη» (L’ οrdre du jour) κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το Μάρτη του 2018 από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Μανώλη Πιμπλή και σε τρεις μήνες, ως τον Ιούνη του 18, είχε κάνει τρεις εκδόσεις.
Το 2017 τιμήθηκε με το Prix Goncourt, την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της Γαλλίας.
Είναι ένα από τα τρία έργα του Ερίκ Βιγιάρ που μεταφράστηκαν, ως σήμερα, στα ελληνικά μαζί με την «14η Ιουλίου», που αναφέρεται στη γαλλική επανάσταση και το «Κονγκό», που διεισδύει στην αποικιοκρατία.
Κεντρική θέση στην Ημερήσια διάταξη έχουν δυο ημερομηνίες: 20 Φεβρουαρίου 1933, 12 Μαρτίου 1938.
Δυο ημερομηνίες με χρονική απόσταση πέντε χρόνων, δυο ημερήσιες διατάξεις αντίστοιχα, διαφορετικές και όμοιες ταυτόχρονα αφού η δεύτερη είναι συνεπαγωγή της πρώτης.
20 Φεβρουαρίου 1933: Στα άνετα σαλόνια του Ράιχ-σταγκ, είκοσι τέσσερις βαρόνοι της γερμανικής βιομηχανίας συσκέπτονται κρυφά με υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος. Ο «παράδεισος της βιομηχανίας και των χρηματοοικονομικών», των Krupp, Opel, Siemens, Telefunken, Agfa, ΙQ Farben…
Στόχος της ημερήσιας διάταξης της συνάντησης είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της υποστήριξης, χρηματοδοτικής και γενικότερης, του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και του αρχηγού του.
Κι όπως γίνεται πάντα, οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις εύκολα καταλήγουν σε συμφωνία αρκεί να υπάρχουν τα ανάλογα ανταλλάγματα. Στο κάτω- κάτω τέτοιου επιπέδου ελίτ βγαίνουν από τον κάθε πόλεμο κατά κανόνα – όχι όλοι- σχεδόν ατιμώρητοι και με ενισχυμένες ή με έτοιμο τον τρόπο για το μεγάλωμα των επιχειρήσεών τους….
12 Μαρτίου 1938: Σε αυτήν την ημερήσια διάταξη βρίσκεται το ζήτημα της προσάρτησης (Anschluss) της Αυστρίας.
Σε αντίθεση με την απαθανάτιση μια εικόνας μηχανοκίνητων στρατευμάτων τρομερής ισχύος, πίσω από τη γεμάτη κομπασμό προπαγάνδα του Γκαίμπελς, ο Βιγιάρ δίνει την άλλη όψη του φεγγαριού.
Τη σκοτεινή μεριά ενός Blitzkrieg, την εικόνα ενός πολέμου-αστραπή της συμφοράς, με τα πάντσερ ακινητοποιημένα, λόγω μηχανικής βλάβης, στους αυστριακούς δρόμους…
Μόλις που βρισκόμαστε, μέσα από το ιστορικό αφήγημα του Βιγιάρ στα παρασκήνια της Ιστορίας της εγκαθίδρυσης του ναζιστικού καθεστώτος, μπροστά σε ένα σύμφυρμα από πραξικοπηματικές ενέργειες και ωραία λόγια, μια σειρά από οργίλες τηλεφωνικές κλήσεις και χονδροειδείς απειλές, που φανερώνει μια εντελώς διαφορετική πλευρά της ιστορίας , πολύ λιγότερο ένδοξη.
Η ορμητική παρουσίαση αυτής της πραγματικότητας είναι συγκλονιστική, αριστουργηματική.
Έχει μελετήσει τους πρωταγωνιστές, του είναι οικείοι, τους γνωρίζει απέξω και ανακατωτά με τα ονόματά τους, σαν να τους γνώρισε προσωπικά.
Αυτή την αίσθηση προσλαμβάνεις καθώς διαβάζεις το ιστορικό αυτό αφήγημα.
Mε ένα ειρωνικό ύφος περιγράφει ένα δείπνο στο Λονδίνο, την ίδια μέρα της προσάρτησης της Αυστρίας, στο οποίο παρακάθονται ο Νέβιλ Τσάμπερλεν και ο Γερμανός πρέσβης Ρίμπεντροπ.
Εκεί ο Ρίμπεντροπ επιδίδεται εσκεμμένα, σε μια ακατάσχετη ασημαντολογία με σκοπό να καθυστερήσει την αποχώρηση του Άγγλου Πρωθυπουργού από το δείπνο ώστε να τον καθυστερήσει να αντιδράσει στα νέα της προσάρτησης της Αυστρίας.
Ο Ερίκ Βιγιάρ προκρίνει τη δημιουργική ανάδειξη και διόγκωση ενός αρχειακού υλικού που έχει κάθε φορά στα χέρια του, ώστε να φωτίζει σημαντικά ιστορικά γεγονότα από οπτικές γωνίες φαινομενικά ελάσσονες. Κατ αυτόν τον τρόπο ο Βιγιάρ διασκεδάζει απροκάλυπτα όταν περιγράφει τη συνάντηση του Χίτλερ με το καγκελάριο-μαριονέτα της Αυστρίας Κουρτ φον Σούσνιγκ, με τη συγκατάθεση του οποίου έγινε η προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στις 12 Μάρτη του 38.
Με διαρκώς παρούσα την ιστορική έρευνα και με ύφος σκωπτικό ο Βιγιάρ απομυθοποιεί τα ιστορικά γεγονότα μέσα από άγνωστα στιγμιότυπα στα οποία οι γελοίες αποφάσεις και η έλλειψη πυγμής των μετρίων οδήγησαν στην τεράστια καταστροφή του δεύτερου πολέμου.
«Συνθέτω την αναπαράσταση μιας σκηνής στο αφήγημά μου όχι ακολουθώντας απλώς τα αρχεία αλλά λαμβάνοντας υπόψη μου στοιχεία που παίρνω από τη σύσταση και τη μορφή των αρχείων. Ακόμη και από τον γραφικό χαρακτήρα του συντάκτη τους. Όταν μελετώ ένα αρχείο προσπαθώ μέχρι το τέλος να μην απωθήσω την πρώτη αίσθησή μου όταν το πρωτοείδα.
Αυτή με καθοδηγεί.
Συχνά η πρώτη εντύπωση είναι κάτι που μας ξεσηκώνει σχετικά με το υλικό.
Όπως σε ένα όνειρο που όλα πάνε καλά και ξαφνικά ο διάδρομος στενεύει. Το ίδιο αποτέλεσμα παράγει η πρώτη εντύπωση. Σαν κάτι που πετάγεται μπροστά μας και μας κάνει να διερωτηθούμε.» υπογραμμίζει σε μια συνέντευξη του στο Βήμα το 2017.
« Ο συγγραφέας, σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, θέλει να μας θυμίσει ότι τις περισσότερες φορές αυτό που καθιστά κάποιον αήττητο δεν είναι οι περιστάσεις, αλλά η δική μας συναίνεση και οι συμβιβασμοί των ισχυρών. Γιατί η καταστροφή δεν είναι πάντοτε μοιραία…»
Και το θυμίζει στέρεα καθώς, όπως υπογραμμίζει η Ουμενιτέ, «Ο Ερίκ Βιγιάρ, γεννημένος στη Λυών το 1968, με σπουδές στην πολιτική επιστήμη, τη νομική και τη φιλοσοφία, ερευνά χωρίς φόβο, και με λόγο ανελέητο, αυτό που η επίσημη ιστορία κρύβει κάτω από το χαλί».
Βασικό θέμα στο βιβλίο είναι πρωτίστως αισθητικό, είναι ο τρόπος που ο ίδιος προσεγγίζει την Ιστορία μέσω της λογοτεχνίας.
«Δεν υπάρχει ιστορία χωρίς σύνθεση, δεν υπάρχει επιστήμη χωρίς αφήγηση. Η γνώση διαρρυθμίζεται όπως ένα μυθιστόρημα, έχει τη δομή της μυθοπλασίας» λέει.
Το ιστορικό αυτό αφήγημα, είναι και ένα προειδοποιητικό μήνυμα για την εποχή μας.
«Δεν πέφτουμε ποτέ δύο φορές στην ίδια άβυσσο. Αλλά πέφτουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με γελοιότητα και τρόμο, σημειώνει ο συγγραφέας».