12.6 C
Athens
Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Απάντηση στον καθηγητή Γιάννη Πανούση, Αντώνης Ε. Χαριστός & Ευστράτιος Τζαμπαλάτης

 

Καταρχάς, ευχαριστούμε τον καθηγητή εγκληματολογίας κ. Γιάννη Πανούση αφενός για τον χρόνο τον οποίο αφιέρωσε στη μελέτη του ογκώδους έργου, αφετέρου για τη δημόσια τοποθέτησή του με αφορμή την κυκλοφορία της μελέτης «Η επαναστατική αντι-βία στην ανατομία του δικαίου», τοποθέτηση μέσω της οποίας θέτει ερωτήματα και προβληματισμούς γύρω από τις θέσεις τις οποίες αναπτύσσουμε στην εργασία μας. Από ’κεί και πέρα, μολονότι έχουμε αναπτύξει διεξοδικά την επιχειρηματολογία μας στον τόμο που προσφάτως κυκλοφόρησε, θα αρκεστούμε στην απάντησή μας στο άρθρο του καθηγητή να καταγράψουμε σχηματικά την οπτική εκείνη που δεν έγινε κατανοητή, προκειμένου να εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους δομείται η επιχειρηματολογία του καθηγητή και να αντιτάξουμε σε αυτήν την αλήθεια των πραγμάτων των αποσυνάγωγων.

Ήδη από την πρώτη παράγραφο ο καθηγητής διαπιστώνει ότι: «Το οποιοδήποτε έλλειμμα δημοκρατίας [λόγω αδικιών κι ανισοτήτων] μπορεί να δημιουργεί κοινωνική σκέψη αντίστασης, όχι όμως ατομική νομιμοποίηση τρομοκράτησης. Ανεξάρτητα από το πώς ορίζεται νομικά η τρομοκρατία, η ιδεολογική της πτυχή παραμένει συνήθως θολή ή προσχηματική, ιδίως σε σχέση με την εξίσου ασαφή έννοια του πολιτικού εγκλήματος».

Στο απόσπασμα αυτό διαπιστώνουμε τρία βασικά κοινωνιολογικής υφής ατοπήματα: πρώτον, τα ελλείμματα δημοκρατίας δεν είναι θεσμικές εκφάνσεις που προκαλούν αντιδράσεις από τους υγιώς σκεπτόμενους πολίτες, αλλά η θωράκιση ενός οικονομικού συστήματος που βρίθει από αντιθέσεις και στις οποίες αντιθέσεις η δημοκρατική οργάνωση των δομών εξουσίας είναι καθετοποιημένη ως η προέκταση της δικαιϊκής συγκρότησης ενός σώματος εξουσιών σε μορφή καθολικής εκπροσώπησης, στην πράξη της οποίας εκπροσώπησης η μόνιμη ικανοποίηση αιτημάτων αναπαράγεται στη βάση προστασίας του πυλώνα ύπαρξης της αστικής κοινωνίας, που δεν είναι άλλος από την ατομική ιδιοκτησία.

Και ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας δεν αναφερόμαστε μόνο στη δυνατότητα νομής ενός πράγματος – πόσο μάλλον των μέσων παραγωγής, αλλά στη διαδικασία που διαμορφώνει ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που έχουν ως αφετηρία την υλική δέσμευση έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, και κατάληξη την ιδεολογική προετοιμασία του κοινωνικού συνόλου προκειμένου να αναγνωρίσει στο πλέγμα εξουσιών τη μονοδιάστατη ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης, που δεν είναι άλλη, κατά τους αστούς ιστοριογράφους, από την προάσπιση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Δεύτερον, η χρήση του όρου τρομοκρατία δε δύναται να καθολικοποιείται και να γενικεύεται.

Τρομοκρατία ασκεί το αστικό κράτος που διαθέτει το μονοπώλιο της βίας. Έχει έννομο συμφέρον να ασκεί μαζική τρομοκρατία, δηλαδή εφαρμογή πλέγματος κατασταλτικών μέτρων και πράξεων που δε σχετίζονται μόνο και αποκλειστικά με τη φυσική βία, αλλά κυρίαρχα με την απόπειρα συγκρότησης ενός προσδιορισμένου πεδίου αναφοράς μέσω του οποίου μία πράξη θα μπορεί να διοχετευτεί στο κοινωνικό σώμα ως συλλογική απειλή επανάληψής της προς παραδειγματισμό και αποτροπή κάθε νέας αντίδρασης με οποιονδήποτε τρόπο και μορφή. Το έννομο συμφέρον του αστικού κράτους προκύπτει από την ιδιοσυστασία του, δηλαδή την αιτία ύπαρξής του, που δεν είναι άλλη από την προάσπιση της ιδιοκτησίας -όχι του ιδιοκτήτη.

Η μορφική διάπλαση του αστικού κράτους ήδη από τους Μέσους Χρόνους, στην πρώιμη μορφή του, έως σήμερα, καταμαρτυρά αυτήν ακριβώς την εμπλοκή των μηχανισμών του στην προστασία της ιδιοκτησίας, τόσο με οικονομικούς, όσο και με πολιτικούς όρους. Κάθε νέος μηχανισμός που κατασκευάζεται σε θεσμικό επίπεδο, έχει ήδη εφαρμοστεί στις δομές ιδιοκτησίας κυρίαρχα των μέσων παραγωγής και έχει δοκιμαστεί στις παραγωγικές σχέσεις. Έπειτα θεσμοθετείται και μετατρέπεται σε συλλογικό εκφραστή των κοινωνικών διεργασιών, δίχως τα κοινωνικά στρώματα και οι κοινωνικές τάξεις να έχουν αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο εισέρχεται στον δημόσιο χώρο ρυθμίζοντας την παρουσία τους με τρόπο οριοθετημένο. Επομένως, η τρομοκρατία με όρους μαζικού εκφοβισμού για την αποσπασιοποίηση των ενεργών πολιτών από τα κοινά, που δε συμβαδίζουν με την οριοθέτηση του αστικού θεσμικού πλαισίου, προφανώς και είναι μονόπλευρη και ανήκει αποκλειστικά στο αστικό κράτος. Η αντι-βία των αποσυνάγωγων δεν έχει καμία σχέση, ούτε ιδεολογική, ούτε πολιτική, ούτε καν δομική με το μονοπώλιο της κρατικής βίας. Η αντι-βία δεν είναι η «απάντηση» των από κάτω στην εξουσία των από πάνω, αλλά το μόνιμο ρήγμα που επιφέρει η παρουσία των εκμεταλλευόμενων στον δημόσιο χώρο με όρους απορρύθμισης στον ιστό της κοινωνικής συνοχής, όπως αυτός κατασκευάζεται και εγκολπώνεται τη συλλογική συνείδηση.

Με άλλα λόγια, όταν οι αποσυνάγωγοι βρεθούν στο κατώφλι της ιστορίας, αυτό το κατώφλι διολισθαίνει στην κατάχρηση εξουσίας, ακριβώς επειδή αρνείται να δεχτεί τους υποταγμένους στο προσκήνιο της κοινωνικής ζωής. Ακριβώς σε αυτό το σημείο της κοινωνικής ρήξης της μέχρι πρότινος ενσωμάτωσης είναι που εμφανίζεται η αντι-βία, η οποία μορφοποιείται διαφορετικά ανάλογα τις περιστάσεις: καταλήψεις, σαμποτάζ στην παραγωγή, απεργίες, κινητοποιήσεις, βομβιστικές επιθέσεις κ.λπ. Τρίτον, το πολιτικό έγκλημα στο οποίο αναφέρεται ο καθηγητής δεν μπορεί να διαπιστώνεται δίχως ταυτότητα. Πολιτική είναι κάθε ενέργεια του ανθρώπου μέσα στο κοινωνικό σύνολο, όταν αυτή ορίζεται συνειδητά από την παρουσία του ίδιου του ατόμου ως διαμεσολαβητή της συλλογικής κινητικότητας.

Ωστόσο, πολιτικό έγκλημα για να υπάρξει οφείλει το δικαιϊκό σύστημα να ορίσει τί εστί μη-συνειδητή παρουσία του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δηλαδή, να ορίσει τί δεν μπορεί να προσαρμοστεί στους όρους αναπαραγωγής του αστικού πλέγματος εξουσιών ως προσδιοριστικών της κοινωνικής ταυτότητας. Εξάλλου, την τελευταία δεν της προσδίδει περιεχόμενο η ταξική διάρθρωση, αλλά το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και οι αντίστοιχες σχέσεις που διαμορφώνει κάθε στιγμή. Επομένως, η αστική κοινωνία ορίζει εκ των προτέρων πεδία άρνησης, και τα ενσωματώνει με νομικές διατάξεις στον δημόσιο λόγο, προκειμένου να περιχαρακώσει την κοινωνική αμφισβήτηση σε πεδία ελέγχου. Στη βάση αυτή, η ίδια η αστική κοινωνία παράγει το πολιτικό έγκλημα, καθότι η μόνη αρμόδια να το οριοθετήσει στην πρόβλεψη αμφισβήτησης των σχέσεων ιδιοκτησίας και των προεκτάσεων αυτών, των σχέσεων εξουσίας.

Παρακάτω, σε άλλο απόσπασμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η αντίληψη των αυτόκλητων τιμωρών, προστατών και σωτήρων του καταπιεσμένου λαού, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τί σημαίνει Δημοκρατία κι Ελευθερία και οι οποίοι χαρακτηρίζουν ως συλλογική δράση την ολιγομελή ομάδα τους, έχουν αποδειχθεί περισσότερο προσωπικά παρά πολιτικά αφηγήματα. (…) Η τρομοκρατία «ως σύνολο επιθετικών επιχειρήσεων» που εκφοβίζουν τον πληθυσμό για να πετύχουν έναν πολιτικό στόχο συνδυάζει το εγκληματικό με το πολιτικό στοιχείο. Το ερώτημα που τίθεται είναι όχι τόσο το αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά το ποιός αγιάζει τον σκοπό. Η φτώχεια, ο αποκλεισμός, η περιθωριοποίηση, η απόγνωση αποτελούν βάσιμους λόγους για μια ειρηνική επανάσταση του λαού. Δικαιολογεί όμως και την υφαρπαγή της αγανάκτησης από μια μερίδα αυτόκλητων υπερασπιστών, οι οποίοι χωρίς τη γνώμη ή τη συναίνεση του λαού (ως προς τη στρατηγική και τους στόχους) προβαίνουν σε τρομοκρατικές ενέργειες;».

Είναι ιστορικά λάθος να κάνουμε λόγο για επαναστάτες που υιοθετούν την αντι-βία αντικαθιστώντας το εργατικό και λαϊκό κίνημα, οδηγώντας το στην αποστασιοποίηση από τη συλλογική δράση, με τους ίδιους να αναλαμβάνουν την ηρωική πορεία προς την απελευθέρωση των καταπιεσμένων. Καμία ένοπλη πρωτοπορία δεν ενστερνίστηκε αυτήν την πολιτική θέση. Ίσα ίσα, είναι οι κομματικές γραφειοκρατίες της Αριστεράς που οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν πλατιές λαϊκές και εργατικές μάζες στην αποσυμπίεση και την ετεροπροσδιορισμένη εκπροσώπηση, αφήνοντας τους εργάτες έξω από τα πεδία λήψης αποφάσεων. Μιλούν με επαναστατική φρασεολογία και ταυτόχρονα πράττουν συμβατικά, στα όρια της αστικής νομοθεσίας, ακριβώς επειδή έχουν ριζώσει στο θεσμικό πεδίο εντός του οποίου συνδιαλέγονται με το αστικό σύστημα εξουσιών. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με την εργατική πρωτοπορία και δη με τις ένοπλες οργανώσεις αυτής. Όντας γνήσια τέκνα της εργατικής τάξης επιλέγουν όχι να εκφράσουν, όχι να καθοδηγήσουν, όχι να χειραγωγήσουν, αλλά συμμετέχοντας στις διεργασίες των αιτημάτων της τάξης τους να καταδείξουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η οριοθέτηση του αστικού συστήματος εξουσιών είναι υπόθεση που δεν αφορά τα συμφέροντα των εργατών.

Αστοί και εργάτες δεν ταυτίζονται. Και αν η καπιταλιστική κοινωνία επενδύει στη διάχυση της μικροαστικής νοοτροπίας της ατομοκεντρικής ανάγνωσης της ιστορίας, μολύνοντας το κοινωνικό σώμα στην κατανάλωση, την αποστασιοποίηση και την παραίτηση, η πρωτοπορία των εργατών, που πάντα αποτελεί οικτρή μειοψηφία, ακριβώς επειδή η αλλοτρίωση των εργασιακών όρων αναπαραγωγής δεν έχει μετατραπεί στην περίπτωσή τους, με τις ευλογίες των κομματικών γραφειοκρατιών της Αριστεράς, σε αντικειμενικά μονόπλευρη παρουσία, συνειδητά, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, σε καθημερινότητα, που δεν υπερβαίνει τον ορίζοντα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πώς είναι δυνατόν η λαϊκή εξέγερση, βάσει των αιτιών που αναφέρει ο καθηγητής (βλ. φτώχεια, αποκλεισμός, περιθωριοποίηση κ.λπ.), να προσλαμβάνεται ως δεκτική στην άρνηση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, τη στιγμή που η πρωτοπορία αυτής, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, δεν είναι άλλη από την ίδια αυτή πρωτοπορία που δρα σε συνθήκες ομαλοποιημένης ταξικής πάλης, δηλαδή σε συνθήκες κατά τις οποίες η ταξική πάλη δεν υπερβαίνει τα νομικά όρια που το σύστημα εξουσιών εκ των προτέρων θέτει ως αποδεκτά; Εξάλλου, ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι οι κοινωνικές εξεγέρσεις του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα, δε συντελέστηκαν με τις πρωτοπορίες σε ρόλο ρυθμιστή των νομικών ορίων του συστήματος εξουσιών, δηλαδή δεν ήταν οι πρωτοπορίες που ενταγμένες στα δεδομένα συστήματα αξιών αρνήθηκαν τη θεσμική διάσταση και τα όρια που η τελευταία έθετε, αλλά προϋπήρχαν ήδη στις κοινωνικές διεργασίες, αρνούνταν καθημερινά στους χώρους εκμετάλλευσης και στους κοινωνικούς αποκλεισμούς την αποδοχή της δεδομένης κατάστασης πραγμάτων.

Επομένως, δεν είναι η λαϊκή μάζα που εξεγείρεται και αρνείται την αστική νομιμότητα. Είναι η πρωτοπορία αυτής που, θέτοντας εαυτόν κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη σε καθημερινή βάση, υπονομεύει την ισορροπία των πεδίων άσκησης εξουσίας, έως ότου το ρήγμα μεγεθυνθεί και μετατοπιστεί από την υλικοτεχνική υποδομή στη θεσμική διαδικασία νομιμοποίησης. Ακόμη, στο ερώτημα ποιός αγιάζει τον σκοπό, βασικό σημείο απάντησης εντοπίζεται στην ταξική θέση οπτικής αυτού που ετοιμάζεται να δώσει απάντηση. Από κάθε άποψη, η ταύτιση μέσων και σκοπών, δίχως την εξέταση των όρων που αυτές θέτονται στο κοινωνικό σώμα, καταλήγει στη μόνιμη επωδό τού αστικού αφηγήματος, που δεν είναι άλλο από τη νομιμοποίηση της βίας του αστικού μονοπωλίου αυτής, ως καθολικού δέκτη της συλλογικής ανταπόκρισης.

Εάν η απάντηση εκκινά από την ιστορική παρακαταθήκη του αστικού συστήματος εξουσιών, το μονοπώλιο της βίας το νομιμοποιεί η ίδια η ύπαρξη ιδιοκτησίας και του κρατικού μορφοποιητικού παράγοντα προάσπισής της. Εάν η απάντηση εκκινά από τους αποσυνάγωγους, τότε η αντι-βία, με όποια μορφή κι αν σχηματιστεί στο συλλογικό σώμα, δεν υιοθετεί, ούτε υπάγεται σε ερμηνευτικά κείμενα της νομοθετικής πρακτικής ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς επειδή αυτές οι σχέσεις είναι εκ των προτέρων δοσμένες, εντός των οποίων συνθλίβεται η προσωπικότητα των εκμεταλλευομένων. Σχέσεις μέσω των οποίων η αστική εξουσία εμφανίζεται ως διαχρονική και δεδομένη, στην πράξη δεν είναι παρά η υφαρπαγή της φυσικής ελευθερίας του ανθρώπου και ο μετασχηματισμός της σε αλλοτριωμένη αντιστροφή του ιδιοκτησιακού ειδώλου και των δομών εξουσίας που αυτό παράγει. Επομένως, η ταύτιση θύτη και θύματος, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, καταλήγει υπέρ της ιδεολογικής νομιμοποίησης στον δημόσιο λόγο του κυρίαρχου αστικού αφηγήματος.

Ομολογουμένως, η πρόταση του καθηγητή: «Η βία ως αυτόνομο στοιχείο πολιτικής δράσης έξω από τα μαζικά κοινωνικά κινήματα καθίσταται παρ-άλογη και στρατηγικά τυφλή και το μόνο που επιτυγχάνει είναι πρόσκαιρες αποσταθεροποιήσεις, εν είδει σαμποτάζ χωρίς πρόγραμμα», ενέχει στοιχείο αλήθειας. Βασική αχίλλειος πτέρνα των ένοπλων εργατικών πρωτοποριών εντοπίζεται στην αδυναμία συγκρότησης ενός συλλογικού σώματος εντός του οποίου μαζικά τα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα μπορέσουν, παράλληλα με τα ρήγματα των πρακτικών αντι-βίας, να προωθήσουν αιτήματα που να υπερβαίνουν την αστική νομιμότητα. Εδώ, στο σημείο αυτό, η βασική παράμετρος δεν είναι η αδυναμία σύνδεσης των πρωτοποριών με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.

Εξάλλου, τα μέλη των πρωτοποριών είναι τέκνα των εργατών, έχουν τα ίδια βιώματα, τις ίδιες εμπειρίες, τα ίδια προβλήματα. Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στις κομματικές γραφειοκρατίες της Αριστεράς, που ποδηγετούν το εργατικό κίνημα, το εκπροσωπούν χωρίς κανείς να τους το ζητήσει, προλαμβάνουν μην τυχόν και η εργατική δράση μετατραπεί σε ανοιχτή ρήξη με τα όρια της αστικής θεσμοθέτησης του πεδίου αναλογίας των αιτημάτων και των δυνατοτήτων υλοποίησής τους. Εκεί βρίσκεται η απάντηση στο μέλλον του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Όταν η εργατική τάξη αρνηθεί στην πράξη την κομματική καθοδήγηση του ιερατείου, που κατέχει τη μία και μοναδική αλήθεια, τότε η σύνδεσή της με την πρωτοπορία που καθημερινά συναναστρέφεται μαζί της στους χώρους εργασίας θα είναι αυτόματη, δίχως προϋποθέσεις. Επιπλέον, στο ζήτημα της λαϊκής συναίνεσης, μπορεί ο καθένας να αναρωτηθεί αν η ένοπλη εργατική πρωτοπορία ως πρακτική συγκινεί τον εργαζόμενο λαό και αν είναι έστω και επικοινωνιακά γεφυρωμένη μαζί του.

Η απάντηση έχει ένα ψυχαναλυτικό κι ένα πρακτικό κομμάτι. Το ψυχαναλυτικό μέρος ανταποκρίνεται στο αίτημα της βιοφιλικής φύσης του ανθρώπου, δηλαδή ο άνθρωπος αγαπά τη ζωή. Η φράση τού Δημήτρη Κουφοντίνα «ο ένοπλος επαναστάτης σέβεται τη ζωή, γι’ αυτό και παίρνει τα όπλα, για να την υπερασπίσει», ενέχει χαρακτήρα ουσιαστικής τοποθέτησης, καθώς αποτελεί κομβική λειτουργία τού υγιούς, αθωράκιστου, χαρακτήρα τού ανθρώπου – όπως ακριβώς τον όρισε ο Βίλχεμ Ράιχ. Καθώς η πρακτική της εργατικής πρωτοπορίας απέναντι στην πολύμορφη βία τής εξουσίας –νομικό σύστημα/αστική δημοκρατία, δυνάμεις καταστολής, εργασιακή βία, καπιταλιστικός-αστεακός τρόπος ζωής–, προαπαιτεί εκ των συνθηκών το άτομο να αποστασιοποιηθεί από τα κοινά προκειμένου να παραμείνει ενεργό μέρος της νομιμότητας, της κατασκευασμένης «κανονικότητας», η έννοια της λαϊκής συναίνεσης αποκτά διαφορετική ερμηνεία από τη συνηθισμένη – όπου η κοινή γνώμη κατασκευάζεται πάντα από την αστική ιδεολογία, για να προστατεύει την εικόνα της ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας της. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και η υποτιθέμενη «σιωπή» τής κοινωνίας απέναντι στη δράση των επαναστατικών οργανώσεων λειτουργεί, κατά την αστική ερμηνεία, ως πρακτικό δείγμα της παθολογίας των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων, στην πράξη, όμως, λειτουργεί ως «συνενοχή», ως υποστήριξη και επιδοκιμασία, στη δραστηριότητα της πρωτοπορίας.

Εφόσον λοιπόν ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως βιοφιλικός –κάτι που αυτομάτως υποδηλώνει και τον ειρηνόφιλο, αντι-βίαιο χαρακτήρα του ελεύθερου και αθωράκιστου ανθρώπου–, στο εσωτερικό μιας καταπιεσμένης κοινωνίας εμφανίζονται συλλογικότητες, ομάδες και οργανώσεις που με αντανακλαστικό, ανθρώπινο, τρόπο υιοθετούν και εφαρμόζουν πρακτικές και μεθόδους μέσω των οποίων ένας λαός δύναται να προσδώσει στην άρνηση μορφή και περιεχόμενο ενάντια στη βία της εξουσίας και στον κατακερματισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αυτή προκαλεί και επιβάλλει. Επανέρχεται λοιπόν η βασική ανθρώπινη αρχή, ότι το άτομο που εξεγείρεται ενάντια στη δυστυχία που προκαλεί μία εξουσιαστική, καταπιεστική, ταξική, κοινωνία, πράττει το πιο ανθρώπινο και αυτονόητο. Για λόγους, όμως, ιδεολογικής αποσαφήνισης στην παρερμηνεία των ιδεών που προκαλεί εσκεμμένα η αστική εξουσία και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, αυτή τη φυσική αντίδραση ορθά την ορίζουμε ως «επαναστατική πράξη».

Εδώ σταματάμε. Πιστεύουμε πως αναδείξαμε κι άλλες πτυχές της εργασίας, με αφορμή τη δημοσίευση του κειμένου του καθηγητή κ. Γιάννη Πανούση. Είναι σημαντικό μπροστά στο αστικό αφήγημα που οικοδομείται τους τελευταίους τρεις αιώνες καθημερινά και αδιαλείπτως, οι αποσυνάγωγοι να κατασκευάσουν το δικό τους αφήγημα, οραματιζόμενοι μία νέα κοινωνία, βασισμένη στην ελευθερία του ατόμου, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ