26.8 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

65 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, της Όλγας Μοσχοχωρίτου


 

Μια μικρή ιστορική αναδρομή του σοβαρότερου πολιτιστικού θεσμού της μεταπολεμικής Ελλάδας

 

Μέσα στο περίεργο φετινό καλοκαίρι της μετά Covid εποχής, ή και εν μέσω αυτής (δεν έχουν αποφασίσει ακόμα οι επιστήμονες να την ορίσουν επακριβώς), οι πολιτιστικές και καλλιτεχνικές δράσεις ήταν και συνεχίζουν να είναι τα πρώτα θύματα.

Φυσικά αυτή η κατάσταση δεν θα μπορούσε να μην πλήξει και το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Μειωμένες οι καλλιτεχνικές παραγωγές, ανενεργοί οι χώροι της Πειραιώς 260, μετρημένες στα δάκτυλα οι παρουσιάσεις στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο (τόσο στο κλασσικό θέατρο όσο και στη σκηνή της Μικρής Επιδαύρου).

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος θα φιλοξενηθούν στην Επίδαυρο, το μεν πρώτο με δύο παραγωγές, τους «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη (24-26 Ιουλίου) και τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου (31 Ιουλίου – 1-2 Αυγούστου) και το δεύτερο με τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα (7-9 Αυγούστου).

Είναι γεγονός ότι ο θεσμός αυτός που φέτος συμπληρώνει τα 65 χρόνια από την ίδρυσή του, κατόρθωσε να αγκαλιαστεί από τον ελληνικό λαό στην πλειονότητά του. Κατάφερε δηλαδή τόσο η απομακρυσμένη Επίδαυρος που προϋπέθετε σχεδόν μια ολοήμερη εκδρομή για να προσεγγιστεί και μάλιστα έως τη δεκαετία του ’80, παρά την έλλειψη ΙΧ αυτοκινήτων από την πλειοψηφία, όσο ακόμα και το «ελιτίστικο» Ηρώδειο, να αποτελέσουν σημεία καλοκαιρινής αναφοράς, στοιχεία μιας ιθαγενούς πολιτιστικής κουλτούρας και μιας διευρυμένης συμμετοχής των ανθρώπων τόσο του κέντρου όσο και της περιφέρειας και μάλιστα όλων των τάξεων.

Από τις μνήμες της παιδικής αλλά και νεανικής μας ηλικίας, σίγουρα ξεπηδάει κι ένα καλοκαιριάτικο Σάββατο, φορτωμένο με το παλιό λεωφορείο του ταξιδιωτικού γραφείου «Παυσανίας» να αγκομαχά στις στροφές του Κυνόρτιου όρους.*

Αυτό που σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε, έχοντας μια σχετική εποπτεία των καλλιτεχνικών γεγονότων και των ρευμάτων που εμφανίσθηκαν κυρίως στο πλαίσιο της παράστασης αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας στην Επίδαυρο αλλά και των μουσικών και χορευτικών σχημάτων στο Ηρώδειο κυρίως, είναι ότι παρά την πολυμορφία τους, αντανακλούσαν ευθέως τη γενικότερη κατάσταση στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της χώρας και τους πολιτικούς και πολιτιστικούς συσχετισμούς στην κοινωνία.

Ρίχνοντας λοιπόν μια ματιά στην ιστορία του θεσμού δεν έχουμε παρά να σταθούμε στα παρακάτω:

 

Το Ελληνικό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη του Φεστιβάλ Αθηνών ξεκίνησε το 1955.

Ηταν τότε που ο υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Παπάγου (1955), ο γνωστός μετέπειτα, πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, υλοποιώντας την πολιτική για την τουριστική ανάπτυξη και διαφήμιση της χώρας που έγλυφε ακόμα τις πληγές του εμφυλίου, ξεκίνησε την διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, στην κυρίαρχη από τότε λογική συνδυασμού του τουρισμού με τον πολιτισμό.

“Το Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίον εγκαινιάζεται σήμερον με τους λαμπροτέρους οιωνούς και έχει συγκεντρώσει ζωηρότατον το ενδιαφέρον του ελληνικού και του διεθνούς κοινού, αποτελεί την μεγαλυτέραν καλλιτεχνικήν και τουριστικήν προσπάθειαν που εσημειώθη ποτέ εις την χώραν μας“, δήλωνε τη μέρα της έναρξης του Φεστιβάλ (24.8.1955) ο Γ. Ράλλης.

Αρχικά η σκέψη οδήγησε στην οργάνωση ενός Φεστιβάλ στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπως είχε οργανωθεί και από το 1936 η «Εβδομάς Αρχαίου Δράματος», με μουσικό προσανατολισμό αυτή τη φορά.

Πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ήταν ο Ντίνος Γιαννόπουλος, σκηνοθέτης στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
Στην πρώτη διοργάνωση, διάρκειας σαράντα ημερών, ξεχώρισαν οι παραστάσεις των Αλέξη Μινωτή – Κατίνας Παξινού και η συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης με τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου που παρουσίασε για πρώτη φορά αποσπάσματα από τους «36 ελληνικούς χορούς» του Ν. Σκαλκώτα.

Μια εικοσαετία περίπου νωρίτερα ο Ροντήρης, με το Εθνικό Θέατρο, είχε εγκαινιάσει και το θέατρο της Επιδαύρου. Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί μετά την αρχαιότητα, το 1938, ήταν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο παίχτηκε στην αρχαία ορχήστρα του «ωραιότερου θεάτρου του κόσμου» χωρίς σκηνικά και –ελλείψει ηλεκτροδότησης– χωρίς φωτισμούς, με το φυσικό φως του απογεύματος. Τη διοργάνωση της ιστορικής αυτής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη, με στόχο την καθιέρωση στη συνέχεια ετήσιας «σαιζόν Επιδαύρου», όμως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος ανέστειλαν τα φιλόδοξα σχέδια. Έτσι, τα Επιδαύρια έμελλε να ξεκινήσουν ουσιαστικά το 1954, με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, πάλι σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη (πρωταγωνίστησε ο νεαρός τότε Αλέκος Αλεξανδράκης), και η επίσημη έναρξή τους να συμπέσει με την εκκίνηση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί την Εκάβη.

Εάν το αρχαίο δράμα σηματοδοτείται από τη σκηνοθεσία του Δ. Ροντήρη, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη που θ’ αρχίσουν να φιλοξενούνται το 1957 στο θέατρο του Πολυκλείτου, θα ταυτιστούν αρχικά με το νεοκλασσικής κομψότητας ύφος του σκηνοθέτη Αλέξη Σολομού και του σκηνογράφου Γιώργο Βακαλό που προκρίνει ζωγραφικό σκηνικό σε αισθητική ενότητα με τα κοστούμια, στοιχεία από τα αγγεία, από τα ειδώλια, αλλά και από την αθηναϊκή Αποκριά, ζωηρά χρώματα, εναρμονισμένα ωστόσο με το χώρο.

 

Ήδη από το Φεβρουάριο του 1956, υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος που συνέδεσε το όνομά του με το Φεστιβάλ έως τις εκλογές του 1961. Κυρίως όμως συνδέθηκε με την διαταγή του για την απόσυρση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη που είχε σκηνοθετήσει ο Κ. Κουν (Θέατρο Τέχνης (1959) και εμφανίζονταν στο Ηρώδειο.

Αιτία ήταν η εμφάνιση του ιερέα με καλυμμαύχι ορθοδόξου παπά, σε μια σκηνή θυσίας.

Ο Μάριος Πλωρίτης, στα τότε «Νέα», πρότεινε την αφαίρεση της σκηνής, ενώ ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, γελοιογραφείτο έκτοτε από τον Φωκίωνα Δημητριάδη, συνοδευόμενος από μία «κότα»
Παρ’ όλα αυτά η παράσταση, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, επιδοκιμάστηκε από το διεθνή Τύπο και βραβεύθηκε στο εξωτερικό.

Έτσι δημιουργήθηκε και το πρώτο «σκάνδαλο».

Σημαντικές στιγμές των πρώτων χρόνων του Φεστιβάλ, που του προσέδιδαν και τον κοσμοπολίτικο αέρα που επιθυμούσε η αστική τάξη της χώρας μπας και αποσοβήσει τα όσα οι προοδευτικοί ευρωπαίοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες της καταμαρτυρούσαν για την κατάσταση της δημοκρατίας και το πογκρόμ κατά των αριστερών ηττημένων του εμφυλίου, ήταν αναμφισβήτητα:
*Η ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας στη Νόρμα του Βιντσέντσο Μπελλίνι (1960) και τη Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι (1961). Η αμοιβή της Μαρίας Κάλλας παραχωρήθηκε για τη δημιουργία των ομώνυμων υποτροφιών. Κατά την πρώτη παρουσία της στο Φεστιβάλ (1957), είχε κατηγορηθεί για υπερβολικές απαιτήσεις και μάλιστα στις καταγγελίες είχαν πρωτοστατήσει το «ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ».
* Οπωσδήποτε η παρουσίαση της παράστασης Η «Ζιζέλ» με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και παρτενέρ την Μαργκό Φοντέιν (1963).
*Η παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή το 1972, εν μέσω χούντας θα σημειώσουμε, από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του μετέπειτα ιδρυτή του «Αμφι-θεάτρου» Σπύρου Α. Ευαγγελάτου. Η παράσταση αυτή θεωρείται πως αναζωογόνησε τόσο την παράδοση του Εθνικού Θεάτρου όσο και το θεσμό του Φεστιβάλ. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε η καταλυτική παρουσία του Δημήτρη Ροντήρη είχε ήδη εδραιώσει μια στερεότυπη απόδοση του αρχαίου κειμένου, σε αντιστοιχία με το νεοκλασικό πρότυπο της Γερμανικής Σχολής.

Ωστόσο στα χρόνια της δικτατορίας, υπήρξε φυσικά μια καλλιτεχνική καθίζηση, όπως άλλωστε και στα γενικότερα καλλιτεχνικά πράγματα της χώρας.

Η μεταπολίτευση με τον αέρα της ελευθερίας που φέρνει, αντανακλάται ευθέως στο Φεστιβάλ, που πράγματι ανοίγει τις πόρτες στο Θέατρο Τέχνης, τον θίασο που από την ίδρυσή του, το 1942, αποτέλεσε το αντίπαλον δέος του Εθνικού Θεάτρου.

 

Το 1975 παρουσιάζει στο αρχαίο θέατρο τους θρυλικούς «Όρνιθες» που καταχειροκροτούνται και το 1976 τους «Πέρσες», σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική Γιάννη Χρήστου, παράσταση αναφοράς έκτοτε για τον τρόπο αναβίωσης του αρχαίου δράματος πέραν της Ροντιρικής παράδοσης. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στα Επιδαύρια και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Στη συνέχεια εμφανίζονται με παραστάσεις τους ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Συν τω χρόνω, όλο και περισσότεροι θίασοι έχουν πλέον βήμα στην Επίδαυρο, ανάμεσά τους και δημοτικά περιφερειακά θέατρα, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, που παρουσίασε μια «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, αναδυόμενη από τη βαθειά λαϊκή παράδοση σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, με τη Λυδία Κονιόρδου. Προσκαλούνται επίσης ξένα θεατρικά σχήματα, ενώ και καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Οι ακαδημαϊκές παραστάσεις εναλλάσσονται με απόπειρες διαφοροποίησης.

 

Η «Ορέστεια» του Αισχύλου για παράδειγμα σε σκηνοθεσία Πήτερ Χολ, με το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, αποτέλεσε την πρώτη παράσταση Αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο (1982) από ξένο θίασο.

Για να θυμηθούμε μερικές ακόμα παραστάσεις που χαρακτηρίστηκαν σταθμοί:

* 1978, η Μελίνα Μερκούρη πρωταγωνιστεί στην «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν (40.000 θεατές είδαν την παράσταση).

*1981, ένας εξαιρετικός Ντίνος Ηλιόπουλος στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη· την ίδια χρονιά ο Μάνος Κατράκης στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή·

*1982, ο Peter Hall με την «Ορέστειά» του, πρώτη φορά ξένος θίασος στην Επίδαυρο,

* 1995, η «Αντιγόνη» του Θόδωρου Τερζόπουλου,

Πάντως γενικά η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από έναν λαϊκοφανή πληθωρισμό, όχι πάντα αντάξιο των μεγάλων κειμένων αλλά και των νέων προκλήσεων μιας γενικότερα κοινωνικοπολιτικής «γκρίζας περιόδου».

Επανερχόμενοι στην πορεία του Φεστιβάλ, θα σημειώσουμε ότι την τελευταία δεκαπενταετία το Φεστιβάλ διευρύνθηκε σε χώρους, κυρίως της πόλης της Αθήνας, όπως το πρώην εργοστάσιο του Τσαούσολου στην Πειραιώς 260 που μεταμορφώθηκε σε χώρο τέχνης κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα μετατροπής εργοστασιακών κτισμάτων σε χώρους πολιτισμού, αλλά και σε πλατείες, στοές, γειτονιές, τόπους ιστορικής μνήμης, μουσεία κ.ά., καθώς και αναστηλωμένα αρχαία θέατρα, ενώ εντάχθηκε και δομικά ένα παράλληλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ανοίχθηκε ιδιαίτερα και σε διεθνή ρεύματα τέχνης και όχι μόνο του θεάτρου, ώστε να προσομοιάζει με τα άλλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, όπως της Αβινιόν, μετακαλώντας καλλιτέχνες από τον ευρωπαϊκό και όχι μόνο χώρο, που κινούνταν στο πλαίσιο του «μεταμοντέρνου» και της συνακόλουθης «αισθητικής αποδόμησης», άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι.

Το αίτημα «ενός νέου μοντερνισμού» αναδυόταν από όλες σχεδόν τις επιλογές της Διοίκησης του Γ. Λούκου αλλά και του Β. Θεοδωρόπουλου σε έναν βαθμό, ενώ δυνάμωναν οι φωνές για ένα καινούργιο πολιτιστικό στίγμα του Φεστιβάλ με την αξιοποίηση εγχώριων καλλιτεχνικών δυνάμεων.

Όμως το ζήτημα της σύγχρονης παράστασης του Αρχαίου Δράματος παρέμεινε ανοιχτό όλη την 45ετία της μεταπολίτευσης και η συζήτηση για τον τρόπο πρόσληψης αυτής, παραμένει μέγα ζητούμενο, με τις δημιουργικές αντεγκλήσεις καλλιτεχνών, κοινού και θεωρητικών, να αποτελούν την μόνη αποδεκτή πολεμική ατζέντα.

Όσο και εάν, κατά την υπογράφουσα, η αισθητική αποτύπωση του κατακερματισμένου σύγχρονου κόσμου και η αμηχανία μπροστά στο ξεπέρασμα των παλιών συνολικών αφηγήσεων, αποτελεί μια πραγματικότητα, τόσο αναδύεται όλο και περισσότερο η ανάγκη για μια νέα συλλογική αφήγηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Και σ’ αυτό το σημείο ενιαία ιδεολογία δεν υπάρχει.

Το αρχαίο δράμα με αυτήν την έννοια, αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα όπλα μας, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται.

Παραστάσεις δε που προκάλεσαν ποικίλα σχόλια λόγω κυρίως «αντισυμβατικών» σκηνοθετικών ευρημάτων στην προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» της αρχαίας τραγωδίας, ήταν η «Ελένη» του Ανδρέα Βουτσινά το 1982 με το πρώτο γυμνό στο χώρο –γυμνόστηθο χορό– καθώς και πυροτεχνήματα· η «Άλκηστη» του Γιάννη Χουβαρδά, το 1984· η «Ηλέκτρα» του Robert Sturua, το 1987, με την Τζένη Καρέζη, λόγω του τσιγάρου που άναψε η Άννα Μακράκη στο ρόλο του Αγγελιαφόρου· η «Αντιγόνη» του Μίνωα Βολανάκη, το 1990, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που προκάλεσε ατελείωτες αρνητικές κριτικές για την άλωση του χώρου από τη σταρ· οι «Βάκχες» του Matias Langhoff, το 1997· η «Μήδεια» του Anatoli Vasilief, το 2008· η «Φαίδρα» του Nicholas Hytner με την Helen Mirren, το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» του Sam Mendes με τον Ethan Hawke, το 2009 και o «Ριχάρδος ο 3ος» και πάλι του Mendes με τον Κevin Spacey το 2011, που προσωπικά το βρήκα εξαιρετικό.

Αντίθετα, κατώτερη των προσδοκιών είχε χαρακτηρισθεί η Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Πήτερ Στάιν το 2007

Το 2019 ο Γουίλσον παρουσίασε ένα φωτοκινητικό θέαμα με θέμα τον Οιδίποδα που δίχασε και αυτό το κοινό αλλά και τους κριτικούς.

Τα τελευταία χρόνια δόθηκε το αρχαίο θέατρο σε νεαρούς σκηνοθέτες που αντιμετώπισαν το αρχαίο δράμα ως «σπαράγματα κειμένου» που δομείται ή αναδομείται σύμφωνα με την «τωρινή» ματιά του αναγνώστη – σκηνοθέτη και όχι «ως όλον», «ως σώμα» ενός καλλιτεχνικού έργου παραδομένου ως άρτιο στις επόμενες γενεές.

Τέτοια περίπτωση απετέλεσε το 2014 η σκηνοθεσία του Δ. Καρατζά στην «Ελένη» του Ευρυπίδη και ακολούθησε ο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου αλλά και ο «Φιλοκτήτης του Κώστα Φιλίππογλου.

Τα χρόνια των μνημονίων είχαν ευθεία επίδραση στις εκδηλώσεις κυρίως της Αθήνας και λόγω οικονομικών περικοπών αλλά και ψυχολογίας του κοινού. Έλειπε η χαρά της νεολαίας που πράγματι είχε αγκαλιάσει τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, τις εκδηλώσεις του κέντρου της πρωτεύουσας Ιούνιο και Ιούλιο.

Πάντα βέβαια παραμένει ανοιχτό το θέμα της ελλιπούς συμμετοχής των δυτικών συνοικιών και των λαϊκών ανθρώπων, που διατηρούν επαφή με την Επίδαυρο αλλά όχι με τους νεωτερισμούς του κέντρου.

Μεγάλη συζήτηση που δεν μπορεί να διεξαχθεί μονομερώς και με ευκολίες.

Αλλά η εξιστόρηση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, δεν έχει τέλος.

Το μόνο που μπορούμε να πούμε τελειώνοντας αυτήν την αναδρομή είναι πως:

Με το τέλος της πρώτης 20ετίας του νέου αιώνα και με το συμβολισμό «μιας αέναης απειλής» πάνω από τον κόσμο, τα Φεστιβάλ, ή τα πανηγύρια ή οι γιορτές που καλούν την «κοινότητα» να αντιδράσει ως τέτοια, δηλαδή ακριβώς «ως κοινότητα» και όχι κατά μόνας, με το θέατρο προπαντός να δοξάζει τη σωματικότητα και την επαφή, οι καλλιτέχνες μαζί με το κοινό, αντικρίζουν με αμηχανία προς ώρας τους νέους ορίζοντες, ή την «θολή γραμμή των οριζόντων» του ποιητή και σκέφτονται μάλλον να μην το βάλουν κάτω.

Γιατί χρειαζόμαστε όπως το οξυγόνο τη χαρά της τέχνης, ακόμα και τους διαξιφισμούς για την ποιότητά της ή τη σκοπιμότητα κάποιας επιλογής της εξουσίας και γιατί μόνο σε αντιδιαστολή με την «καθεστηκυία» άποψη περί αυτής, μπορούμε να ονειρευόμαστε την ανατροπή της.

* Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ιερού που ήταν αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της αρχαιότητας, τον Ασκληπιό, στο Ασκληπιείο Επιδαύρου. Είναι χτισμένο στη δυτική πλαγιά του Κυνόρτιου όρους.                     

 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ