«Άνθρωποι –αρκούδες ήρθαν να κατοικήσουν τις στέπες της καρδιάς μου, … σ’ ένα ποτήρι νερό πέφτουν τα νιάτα σου και πνίγονται» Νάνος Βαλαωρίτης, «Μια ιστορία δίχως τέλος»
Κάτι σαν φαρσοκωμωδία
Αυτό που συμβαίνει στο πολιτικό σύστημα της χώρας είναι κάτι σαν φαρσοκωμωδία στην οποία κυριαρχεί το «λίγο», ένα ποτήρι νερό στο οποίο πνίγονται άνθρωποι, δάσος που κατοικούν «άνθρωποι αρκούδες».
Με το ΠΑΣΟΚ, σαν έτοιμο από καιρό, να αναταράσσεται πριν καλά – καλά κλείσουν οι κάλπες το βράδυ των εκλογικών αποτελεσμάτων από ένα κύμα ευθείας αμφισβήτησης του αρχηγού του (ακόμη και ο μόλις πριν λίγους μήνες εκλεγείς δήμαρχος Αθηναίων «βρήκε πόρτα ανοιχτή και μπούκαρε» αποκαλύπτοντας το πολιτικό ποιόν του ανθρώπου) και τον ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίζει τον εξοστρακισμό όσων δεν ευθυγραμμίζονται πλήρως με τον νέο CEO. Καταμεσής αυτής της κρισιακής και εν πολλοίς παρακμιακής κατάστασης, ρίχτηκε και κυρίευσε τα ΜΜΕ το ζήτημα της συγκρότησης ενός κεντροαριστερού πόλου στη χώρα.
Ποιος, πώς και πότε το αποφάσισε;
Με τι συλλογικές διεργασίες;
Tη δεύτερη ημέρα μάλιστα της Διεθνούς Διάσκεψης στο Ωδείο Αθηνών «για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη», του Ινστιτούτου Τσίπρα εμφανίστηκε μαζικά στα ΜΜΕ ως σχεδόν καθολικό το αίτημα για την συνεργασία των κομμάτων του κεντροαριστερού χώρου.
Εμφανίστηκε έτσι, επιβλήθηκε.
Σε δημοσκόπηση της Metron Analysis εμφανίζεται το 83% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και το 83% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής να απαντούν θετικά, ενώ θετικά ανταποκρίνεται σε ένα τέτοιο δυνητικό εγχείρημα ακόμη και το 54% των ψηφοφόρων της ΝΔ.
ΚεντροαριστεράΠΑΣΟΚΣΥΡΙΖΑMetron AnalysisΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ
Εκεί, συμβολικά, στη διημερίδα του Ινστιτούτου Τσίπρα στην οποία είχαν επιλεγεί και κληθεί όλοι οι διακινητές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής όπως ο νυν Υφυπουργός Ενέργειας και πρώην Πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Geoff Pyatt, ο Francois Hollande, τ. πρόεδρος της Γαλλίας , ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Μαργαρίτης Σχοινάς, αντιπρόεδρος της ΕΕ, ο Johannes Hahn, Επίτροπος Προϋπολογισμού και Διοίκησης, ο Miroslav Lajcak, ειδικός Απεσταλμένος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Δυτικά Βαλκάνια, η Αngelina Eichhorst, Γενική Διευθύντρια της ευρωπαϊκής διπλωματικής υπηρεσίας, κ.α. Εκεί λοιπόν συμβολικά, μπροστά σε όλους αυτούς τους …λαϊκούς αγωνιστές ανακοινώθηκε η αναγκαιότητα της νέας κεντροαριστεράς στην Ελλάδα.
Αλλά οι συμβολισμοί δεν είναι απλοί συμβολισμοί. Φωτίζουν όχι μόνο το τώρα αλλά και το χθες και το αύριο.
Εν προκειμένω αποκαλύπτουν τις διασυνδέσεις και τη διαπλοκή Τσίπρα με ένα πλέγμα σκληρών πολιτικών εκπροσώπων του κεφαλαίου μέσω του οποίου ο Τσίπρας επιχειρεί να επανασυστηθεί. Στις 3.657 λέξεις της ομιλίας του, το όνομα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε πουθενά. Σε αντίθεση κυριάρχησαν οι έννοιες «προοδευτικές δυνάμεις», η «προοδευτική παράταξη», το «προοδευτικό τμήμα του πολιτικού τόξου», και βέβαια η «προοδευτική συμμαχία».
Κεντροαριστερά η μια όψη του φεγγαριού
Όσοι παρακολούθησαν λοιπόν την ομιλία Τσίπρα κατάλαβαν πως οι «πολιτικές νότες» που βγήκαν από την κεντρική σάλα του Ωδείου Αθηνών, όπου έγιναν οι ομιλίες, δεν έδειχναν έναν άνθρωπο που σκοπεύει να μείνει στα «μετόπισθεν» και απλώς να ενθαρρύνει το εγχείρημα της κεντροαριστεράς…
Την άλλη ακριβώς ημέρα ο τομεάρχης Οικονομικών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Παππάς έγινε σαφής (προφανώς σε συνεννόηση με Κασελάκη): Διατύπωσε πρόταση εκλογικής συνεργασίας μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ διευκρινίζοντας πως πρόκειται περί ενός κοινού ψηφοδελτίου σε βάση προγραμματικών συγκλίσεων, με έναν κοινό υποψήφιο πρωθυπουργό και με σκοπό να φύγει ο Μητσοτάκης.
Ο ίδιος μάλιστα ο ανεκδιήγητος Κασελάκης υπερθεμάτισε της πρότασης δηλώνοντας στις 17 Ιούνη πως «Θα είμαι υποψήφιος για την Κεντροαριστερά ακόμη και με τον Τσίπρα αντίπαλο». Λίγες όμως ημέρες αργότερα, εκεί γύρω στις 23 Ιούνη, δήλωσε εγγράφως πως το όλο σενάριο για την κεντροαριστερά είναι στημένο και πως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος δεν θα πάρουν μέρος!
Αυτή η πολιτικοκοινωνική συμπεριφορά της σημερινής ηγεσίας του εναπομείναντος ΣΥΡΖΑ αποτελεί την παρακμή του κοινοβουλευτισμού.
Μπορεί όμως με τέτοιες πολιτικές καταστάσεις και συμπεριφορές στο ΠΑΣΟΚ και στο ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτηθεί νέος (αστικός) φορέας και να ηγηθεί αυτού που καταχρηστικά καλείται κεντροαριστερά;
Σε πρώτο πλάνο φαντάζει πως άμεσα δεν μπορεί.
Πάντα όμως τα αστικά επιτελεία μεθοδεύουν «εφεδρική λύση» για την διακυβέρνηση της χώρας στην περίπτωση που η κυβερνώσα παράταξη φθειρόταν και μάλιστα ανεξέλεγκτα. Εξάλλου τα δυο αστικά κόμματα κυρίως, το κυβερνών και ο «πάγκος», συνέθεταν και συνθέτουν το πολιτικό σύστημα και τη σταθερότητα του.
Τώρα;
Τώρα φαίνεται σαν να μην μπορούν.
Και με μια έννοια αυτό είναι σωστό.
Το σίγουρο είναι πως δυσκολεύονται.
Ωστόσο είναι αναγκασμένοι να προχωρήσουν και θα προχωρήσουν με το υπάρχον πολιτικό προσωπικό όπως συμπληρώνεται με τον Δούκα και τον κάθε Δούκα (τον κάθε Κ. Καραμανλή παλιότερα).
Θα προχωρήσουν και με τους ίδιους άξονες πολιτικής επίσης, αφού η εφαρμοζόμενη πολιτική αποτελεί εσωτερική αναγκαιότητα του καπιταλισμού.
Η απαξίωση της Αριστεράς, η άλλη όψη του φεγγαριού
Η δημιουργία της Κεντροαριστεράς ως πάγκου στο συστημικό πολιτικό σύστημα είναι η μια όψη του φεγγαριού. Η άλλη όψη είναι η σταθερή επιδίωξη της ιδεολογικής και πολιτικής φθοράς και ει δυνατόν της ολικής απαξίωσης της μάχιμης Αριστεράς.
Το μέσο σε αυτή την περίοδο είναι ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ με τις παρακμιακές συμπεριφορές και εξελίξεις. Τον ΣΥΡΙΖΑ που τεχνηέντως τον φορτώνουν στην Αριστερά αντιμετωπίζοντας τον μάλιστα ως τον κύριο φορέα της στην Ελλάδα
Ας αναλογιστούμε πού οδηγεί η θέση – προτροπή του Κασελάκη στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ τον Οκτώβρη του 2023: «Η σύγχρονη Αριστερά , τόνισε, αναγνωρίζει το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Η λέξη “κεφάλαιο” δεν είναι λέξη προς δαιμονοποίηση αλλά εργαλείο επ’ ωφελεία όλων. Και η λέξη “εργασία” πρέπει να είναι προτροπή για “συν-εργασία”, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο οι εργαζόμενοι συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της επιχείρησης».
Αλλά «το κεφάλαιο δε ρωτάει πόσο διαρκεί η ζωή της εργατικής δύναμης, σημειώνει ο Μαρξ στην «ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας για νέο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και Κόμμα». «Με την παράταση, συνεχίζει, της εργάσιμης ημέρας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, που είναι ουσιαστικά παραγωγή υπεραξίας, απορρόφηση υπερεργασίας, δεν προκαλεί απλώς το μαρασμό της ανθρώπινης εργατικής δύναμης, που της στερούν τους κανονικούς όρους της ηθικής και φυσικής ανάπτυξης και δραστηριότητάς της. Προκαλεί την πρόωρη εξάντληση αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης». Αυτά από τον Μαρξ.
Η διπλή αναφορά από τον Κασελάκη (εργασία ίσον προτροπή για συν – εργασία κεφαλαίου εργασίας και μη δαιμονοποίηση του κεφαλαίου) αναιρεί τη βάση της πολιτικής κριτικής και αμφισβήτησης του καπιταλισμού, με γνώμονα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, αναιρεί την πολιτική ουσία της Αριστεράς.
Πόσοι και πώς αντέδρασαν όμως σε αυτήν τη δήλωση;
Πόσοι και πώς αντέδρασαν και στη μεθοδευμένη χυδαιότητα, στην περιφρόνηση κορυφαίων στιγμών και ηρώων (Μπελογιάννης, Πλουμπίδης) της Ιστορίας της Αριστεράς στην Ελλάδα, με την κατάπτυστη δήλωση Κασελάκη πως πήγε «σε κάποιο χωριό» (εννοεί την Αμαλιάδα, γενέτειρα του Μπελογιάννη) και εκεί είδε σε φωτογραφία τον Μπελογιάννη να διαβάζει την Αυγή! Στη φωτογραφία ήταν ο Πλουμπίδης και η Αυγή εκδόθηκε μετά τη δολοφονία του Μπελογιάννη…
Όταν ρίχνεται κάτι στην κοινωνία σαν ιδέα, η ιδέα αυτή συνεχίζει να λειτουργεί, να «κάνει τη δουλειά της», να διαμορφώνει συνειδήσεις, να καθορίζει συμπεριφορές.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Κασελάκη, το σύνολο των ιδεών και πρακτικών του κάνουν καλά τη δουλειά τους!
Τόσο καλά που επιτρέπουν στον Βορίδη να εκτιμά ανοιχτά και έντεχνα: «Νομίζω, ότι είναι το τέλος της Αριστεράς στην Ελλάδα. Δηλαδή ξέρετε αυτή η Αριστερά, έχει μία παράδοση και η οποία πάει παλιά. Για όσους έχουμε μία στοιχειώδη, έτσι συγκροτημένη εικόνα, του τι έχει συμβεί και ποια είναι η διαδρομή της, αυτός ο χώρος, ήταν η διάσπαση από το ΚΚΕ εσωτερικού του 1968, ήταν ευρωκομουνισμός, ήταν ο Μπερλιγκουέρ, ήτανε ο Κομμουνισμός με Δημοκρατία και όχι με τη δικτατορία του προλεταριάτου, ήταν όλη αυτή η ιστορική συζήτηση, που ανέδειξε μεγάλες φυσιογνωμίες, το Λεωνίδα Κύρκο, όλη η ιστορική διαδρομή στη μεταπολίτευση. Και όλο αυτό καταλήγει σήμερα, στο ότι ένας άνθρωπος, εμφανίστηκε να κάνει διακοπές, έβαλε υποψηφιότητα και κέρδισε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κερδίζοντας όλα του τα ιστορικά στελέχη, όλους τους υπουργούς του, όλα τα πρωτοκλασάτα του στελέχη».
Γι’ αυτό λοιπόν και δεν βιάζονται και τόσο, ο πολιτικός σχεδιασμός κατά τη μια πλευρά, ο σχεδιασμός απαξίωσης της Αριστεράς προχωρά.
Γιατί όμως;
Αλλά γιατί – εκτός της δημιουργίας της Κεντροαριστεράς – να θέλουν να ακυρώσουν μια Αριστερά που παρακολουθεί αμήχανη τις εξελίξεις, αδύναμη να παρέμβει στην υπό εξέλιξη αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού;
Μα επειδή η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού συμβαδίζει με μια πολιτική όχι απλά κατάργησης του κοινωνικού κράτους, αλλά μετάβασης σε μια μακρόχρονη εποχή στρατηγικής αποδόμησης των κοινωνικών κατακτήσεων, μόνιμου, βίαιου κι εξοντωτικού σφετερισμού της σύγχρονης αξίας της εργασίας και δομικής ανεργίας, επιστροφής στον ποιοτικά απογειωμένο μιλιταρισμό και στους νεοαποικιοκρατικούς πολέμους, μετάβασης από τη «φιλελεύθερη», αστική Δημοκρατία στο «παγκόσμιο» αστυνομικό κράτος και στις παροξυσμικές ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις. Πάνω απ’ όλα συμβαδίζει με την αντικειμενική τάση για μια νέα, ιστορικών διαστάσεων, σύγκρουση ανάμεσα στη σύγχρονη εργατική τάξη – αυτή την πολυπληθέστερη πιο μορφωμένη αλλά και αλλοτριωμένη τάξη – και την κλονιζόμενη καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Εδώ ακριβώς έγκειται ο «πρωτότυπος» χαρακτήρας της νέας εποχής. Είναι χαρακτηριστικό πως το 50% ακόμη και της αποχής ήθελε συνειδητά να στείλει μήνυμα διαφωνίας στην κυβέρνηση.
Μια από τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην τωρινή δυναμική του καπιταλισμού, τις κρίσεις και τις σαθρές, αναιμικές και κυρίως αντιδραστικές εξόδους απ’ αυτές έγκειται ακριβώς στο ότι στην ουσία ο σημερινός καπιταλισμός «δεν χωρά στον εαυτό του». Στην εποχή μας η αυτοματοποίηση, η ταχύτητα και ο όγκος διάδοσης δεδομένων, οι ραγδαίες ανακαλύψεις στην τεχνολογία, τη βιοτεχνική και τη ρομποτική συνταράσσουν τους όρους, τους χρόνους, την οργάνωση, τους ρυθμούς και την ποιότητα παραγωγής. Διαταράσσουν τη γεωστρατηγική σημασία χωρών π.χ. οι χώρες με σπάνιες γαίες αποκτούν ειδική σημασία. Θέτουν με νέους όρους το ζήτημα του χρόνου εργασίας, τη σχέση του εργάτη δημιουργού με τα ίδια τα δημιουργήματα του.
Γι’ αυτό ακριβώς και «οι επάνω», επειδή γνωρίζουν την ίδια την κατάστασή τους και τη δυναμική της, θέτουν στο κέντρο της πολιτικής τους τα «μελλούμενα».
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ουσία. Είναι ότι εντοπίζουμε τον πυρήνα των αλλαγών, όχι μόνο ή κυρίως στην «πολιτική» με την τρέχουσα έννοια (το σοκ της κατάρρευσης, η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, η «προδοσία» των ρεφορμιστών, η υπεραντιδραστική τρομοκρατική στροφή του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού) ή σε επιμέρους πλευρές της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, (υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, νέα ανάπτυξη του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και διεθνοποίησης του εμπορίου και της παραγωγής.). Είναι πως εντοπίζουμε ότι η πλευρά που βαραίνει από την άποψη της ιστορικής προοπτικής, η πλευρά που αποτελεί το ιστορικά ανερχόμενο, το καθοριστικό, τελικά, στοιχείο της ουσίας των εξελίξεων και των νέων σχέσεων που προβάλλουν, είναι ακριβώς η τάση ποιοτικής ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης, της διεθνοποίησης και των νέων αναγκών και ιστορικά εξελισσόμενων δικαιωμάτων της εργασίας, που υπερβαίνουν τα όρια του συστήματος που τις γέννησαν και ανατροφοδοτούν την ανάγκη ανάπτυξης ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος.
Είναι οι τάσεις ποιοτικής ανάπτυξης της δυνατότητας της εργατικής πολιτικής.
Πρωταρχική προϋπόθεση, βέβαια, για να μετατραπεί η ιστορική δυνατότητα σε πολιτική είναι η ριζική επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής θεωρίας και πράξης, αντίστοιχου ή και μεγαλύτερου βάθους (αλλά όχι μηχανιστικό αντίγραφο) με την τομή του επαναστατικού ρεύματος των μπολσεβίκων – Σπαρτακιστών σε σχέση με τη χρεοκοπημένη Σοσιαλιστική Διεθνή της εποχής τους. Ένα Ηράκλειο έργο, διεθνούς εμβέλειας, που φυσικά δεν θα το φέρει σε πέρας από μόνο του το ελληνικό επαναστατικό κίνημα, χωρίς αυτό να μειώνει (το αντίθετο) την απαιτητικότητα που πρέπει να έχουμε απέναντι στους εαυτούς μας.