Στην Πειραιώς 260
Σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη
Αποτέλεσε θετική έκπληξη η πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Αθηνών να συμπεριλάβει στον φετινό του προγραμματισμό μία παράσταση – φόρο τιμής στα 50 χρόνια από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Στην ουσία είναι μια στιγμή που το θέατρο παίζει τον πρωταρχικό ρόλο που είχε στην αρχαία Ελλάδα. Αυτόν ενός θεσμού της Δημοκρατίας, του βωμού της Δημοκρατίας.
Είναι όταν η σκηνή του θεάτρου διαλέγεται με το κοινό αλλά και την Ιστορία.
Η μορφή που επιλέχθηκε από τους δημιουργούς της παράστασης (Μάνο Καρατζογιάννη αλλά και Δήμητρα Κονδυλάκη) ταίριαζε στην περίπτωση, ταίριαζε σ’ αυτό το ταξίδι μνήμης αλλά κυρίως τον ιστορικό και πολιτικό του χαρακτήρα. Φυσικά μιλάμε για το Θέατρο – Ντοκουμέντο.
Η ιστορία πίσω από τη μορφή «Θέατρο Ντοκουμέντο» παρουσιάζει ένα αυτοτελές ενδιαφέρον, εφόσον είναι ταυτισμένο με την πολιτική στράτευση και μάλιστα στράτευση με εξεγερσιακά, αντισυστημικά χαρακτηριστικά.
Ανατρέχοντας λοιπόν στην ιστορία του, φτάνουμε στην «Ομιλούσα Εφημερίδα» που εμφανίστηκε στη Ρωσία μετά την επανάσταση του 1917. Δημοσιογράφοι αναλάμβαναν να διαβάζουν δυνατά την ημερήσια εφημερίδα, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του λαού δεν γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Σταδιακά και για να γίνουν οι ειδήσεις πιο ελκυστικές, η ενημέρωση πλουτίστηκε με στατιστικά στοιχεία, σκετς, μουσική, δραματοποιημένο υλικό, αφίσες και ό,τι άλλο οι ευφάνταστοι επαναστάτες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι, σκαρφίζονταν.
Αυτή η μορφή σταδιακά πήρε τη θέση της στο θέατρο με τον Γερμανό σκηνοθέτη ΄Ερβιν Πισκάτορ να ωθεί τους συγγραφείς να γράφουν έργα με πρώτη ύλη την ίδια την πραγματικότητα.
Τη δεκαετία του ‘60, με την πολιτικοποίηση των διανοουμένων και καλλιτεχνών στην Ευρώπη και ιδίως στη Γερμανία όπου οι δίκες των ναζιστών έφεραν και πάλι στο προσκήνιο τον φασιστικό εφιάλτη, το Θέατρο Ντοκουμέντο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα.
Οι Γερμανοί δημιουργοί και καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν ιστορικό υλικό για να φωτίσουν άγνωστες πλευρές της ναζιστικής θηριωδίας, συνειδητοποιώντας ότι αυτός ο τρόπος επιδρούσε αποτελεσματικότερα στη συνείδηση των ανθρώπων απ’ ό,τι η μυθοπλασία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το θεατρικό έργο του Γερμανού συγγραφέα Πέτερ Βάις (1916-1982) βασισμένο στα πρακτικά της Δίκης της Φρανκφούρτης, όπου κατέθεσαν κατά των ναζί εγκληματιών 359 μάρτυρες, από τους οποίους οι 248 ήταν επιζήσαντες του στρατοπέδου Άουσβιτς.
Παρότι αρκετές φορές ήρθε στη συζήτηση κατά πόσον είναι δουλειά του θεάτρου να φωτίσει αφανείς όψεις της επικαιρότητας και της Ιστορίας και εάν μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως εναλλακτική πηγή πληροφόρησης και πόσο τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία είναι σαφή, το Θέατρο Ντοκουμέντο τελικά πήρε τη θέση του στη σκηνή και στις δόκιμες μορφές Θεάτρου.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε πραγματικά αποτέλεσε μία προσπάθεια όχι απλής αναπαράστασης – αφήγησης των γεγονότων, αλλά κινητοποίησης της σκέψης, της πολιτικής σκέψης πάνω στο βασικό επίτευγμα του ηρωικού τριήμερου: το συλλογικό βίωμα αλληλεγγύης και αυταπάρνησης.
Η συμμετοχή της νεολαίας, των παιδιών κυριολεκτικά, στη δρώσα Ιστορία, μάλλον στη δημιουργία της Ιστορίας ad hoc, ανεξάρτητα αν το συνειδητοποιούσε κανείς εκείνη τη στιγμή της φωτιάς ή όχι. Επίσης, κι αυτό αποτελεί ένα ακόμα και κοινωνιολογικά εξαιρετικό εύρημα, είναι το γεγονός ότι στην ουσία ο φόβος όταν η δράση είναι συλλογική, δεν κυριεύει, ούτε ακινητοποιεί τους νέους και τις νέες, αντίθετα, παρασύρει όλους σε μία διαύγεια πνεύματος και συναισθημάτων τέτοια, που ξεπερνάει τον οικείο εαυτό, αυτόν της καθημερινής αγωνίας και της επιβίωσης.
Στην παράσταση που βασίζεται σε δημοσιευμένες συνεντεύξεις πρωταγωνιστών και όχι μόνο, καθώς και σε οπτικό υλικό από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής εσωτερικά και διεθνή, δίνοντας το κλίμα των ημερών η ανατροπή έρχεται προς το τέλος όταν ο Δάσκαλος καλεί τους μαθητές της δραματικής σχολής να θυμηθούν την Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Όλοι οι αφηγητές – συμμετέχοντες στα γεγονότα, δεν είναι παρά μαθητές μιας δραματικής σχολής που ψάχνουν το νόημα της ελευθερίας αλλά και της τέχνης.
Σημείο συγκινητικό, και σύμφωνα με το πνεύμα τους Θεάτρου Ντοκουμέντο, αποτέλεσε η εμφάνιση στη σκηνή της Υβόννης Μαλτέζου, που πραγματικά την είχαν συλλάβει ακριβώς μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο.
Παρακολουθήσαμε, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια την αφήγηση της σύλληψής της. Τόσο σύγχρονη η Ιστορία, που οι πρωταγωνιστές της, τουλάχιστον οι περισσότεροι, ζουν και δρουν ακόμα ανάμεσά μας, με ταπεινότητα, ευγένεια, ομορφιά.
«Έπαιζα την πριγκίπισσα στον Πινόκιο, το Παιδικό Θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου, άρχισε την αφήγησή της η Υβόννη Μαλτέζου. Όταν τέλειωσε η παράσταση η Ξένια με πλησίασε και μου είπε μαλακά: Υβοννάκι, ήρθανε. Μαζί μου ήταν κι ο Κώστας (εννοούσε ο Αρζόγλου)».
Πράγματι δίπλα μας, ως θεατής καθόταν ο υπέροχος Κώστας Αρζόγλου.
Η Υ. Μαλτέζου μας εξιστόρησε τη δημιουργία του «Ελεύθερου Θεάτρου», τη συλλογικότητα που ως στάση ζωής κυριαρχούσε στους πολιτικοποιημένους νέους, τόσο που και η σκηνοθεσία είχαν αποφασίσει να γίνεται συλλογικά.
Το τριήμερο της κατάληψης του Πολυτεχνείου μπορεί να μην έριξε τη χούντα, απέδειξε όμως σε όλο τον ελληνικό λαό ότι χωρίς αγώνες, χωρίς θυσίες, χωρίς συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, χωρίς δημοκρατία στο ίδιο το κίνημα, χωρίς τραγούδι, έρωτα και ενότητα του δημοκρατικού λαού, καμία Χούντα δεν πέφτει, κανένα αυταρχικό ή φασιστικό καθεστώς δεν πέφτει οριστικά και πραγματικά. Μόνο μεταμφιέζεται.
Μπορεί λοιπόν ο δικός μας Μάης του ‘68, να συνέβη το Νοέμβρη του ‘73.
Οι ερμηνευτές και ερμηνεύτριες κινούνταν μέσα σε έναν αστικό λαβύρινθο φτιαγμένο από τσιμεντόλιθους που τους μετακινούσαν ανάλογα με τα αφηγηματικά δρώμενα.
Τα πρόσωπα είναι ένας οικοδόμος (Γιώργος Βουρδαμής), ένας γιατρός (Γιώργος Νούσης), μια νεαρή κοπέλα που ψάχνει τον αγνοούμενο σύζυγό της (Ιφιγένεια Καραμήτρου), μια μάνα που αναγνωρίζει το νεκρό παιδί της στο Ρυθμιστικό (Μαρία Ζορμπά), μια φοιτήτρια που έχει αμφιβολίες για το αν πρέπει να γίνει η κατάληψη (Καλλιόπη Παναγιωτίδου), ένας φαντάρος που μπαίνει στο Πολυτεχνείο αψηφώντας τις συνέπειες που μπορεί να οδηγούσαν στο στρατοδικείο (Στρατής Χατζησταματίου) και οι παριστάμενοι της οδού Πατησίων, ένας λαός που πράγματι έφτασε εκεί να συνδράμει τα παιδιά του, τους μαθητές και φοιτητές που βρίσκονταν είτε μέσα είτε έξω, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές, ο Ντερτιλής και άλλοι, εξαπέλυαν πυρά έναντι των πάντων, ανεξέλεγκτα. Όταν ακόμα και οι δολοφονίες των παιδιών συγκαλύπτονταν, όταν πράγματι έρχονταν αντιμέτωποι δύο κόσμοι. Ο κόσμος της Σοφίας Βέμπο που άνοιξε την πόρτα της στους φοιτητές και ο κόσμος των βολεμένων (χαρακτηριστική η περιγραφή του συμβάντος μέσα στο ξενοδοχείο απέναντι από το Πολυτεχνείο, όταν κυρίες συνέχιζαν ανενόχλητες το κουμ καν τους, ενώ μπροστά τους ξεψυχούσε μια λαβωμένη κοπέλα).
Οφείλω να επισημάνω ότι παρότι τα περισσότερα κείμενα τα γνώριζα, συγκινήθηκα ιδιαίτερα με την αφήγηση της Αγγελικής Ξύδη (η κοπέλα που αμφιβάλει για την σκοπιμότητα της επιλογής του εγκλεισμού στο Πολυτεχνείο, αλλά φυσικά συμμετέχει), ίσως γιατί την Αγγελική τη γνώριζα και την εκτιμούσα ιδιαίτερα, κυρίως όμως γιατί χάθηκε νωρίς από μια σπάνια ασθένεια.
Ξεχωριστή η παρουσία της Μαρίας Ζορμπά τόσο στην απεικόνιση ενός μητρικού πένθους δίχως τέλος, καθώς και στην ερμηνεία του θρήνου από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου.
O Γιάννης Νταλιάνης με το προσωπικό του κύρος και θεατρική πορεία, ανέλαβε το ρόλο του δασκάλου που φέρνει τους μαθητές της σχολής σε επαφή με τη βαθύτερη ουσία της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, την ουσία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας όπως αναλύεται στον Επιτάφιο του Περικλή (εύδαιμον, ελεύθερον, εύψυχον). Κι έτσι παρότι ο ίδιος λέει στους μαθητές του και σε μας «όχι εγώ δε θα σας μιλήσω για τη νύχτα του Πολυτεχνείου, θα σας μιλήσω για την Αντιγόνη», συνέδεσε το τότε με το τώρα και το πάντα, την έννοια του πολίτη και την υποχρέωσή του να αντιστέκεται στην τυραννία για το καλό της πόλης.
Ένα τέτοιο ιστορικό συμβάν υπήρξε και το Πολυτεχνείο, η κατάληψη, η νύχτα της εισβολής των δυνάμεων καταστολής του κράτους.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μάνος Καρατζογιάννης. Έχοντας στο ενεργητικό του σειρά παραστάσεων που αφορούν την ιστορική μνήμη (Για την Ελένη, Ξένες Πόρτες, Μάρτυρες των Αθηνών, Φύλακας μιας Επανάστασης, Passport) καθώς και την ταινία Μελίνα Στοπ Καρέ – Αναζητώντας τη σύγχρονη ελληνικότητα, ο σκηνοθέτης συνεργάζεται ξανά στη δραματουργία με τη Δήμητρα Κονδυλάκη με την οποία συν-επιμελήθηκαν το 2018 την αναδρομική έκθεση – σκηνική εγκατάσταση Δωμάτια Μνήμης στο Φεστιβάλ Αθηνών για τη Λούλα Αναγνωστάκη.
Στην παράσταση ακούγονται αποσπάσματα από μαρτυρίες του Γιώργου Αλεξάτου, του Κώστα Βοσταντζόγλου, της Αγγελικής Ξύδη (συνέντευξη στον Κωστή Κορνέτη που δημοσιεύτηκε στη συλλογή Όλη νύχτα εδώ του Ιάσονα Χανδρινού Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020, της Θεοδώρας Φάμελλου, χήρας του Βασίλη Φάμελλου (Ιερώνυμου Λύκαρη, επιμ., Πολυτεχνείο 1973 – Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023), της Ανθής Μυρογιάννη (Μηχανή του Χρόνου), του Α. Σκευοφύλακα (συνέντευξη στον Κώστα Χατζίδη, Το Βήμα, 2008), καθώς και του Παναγιώτη Μαυρομάτη και της Υβόννης Μαλτέζου (συνεντεύξεις στον Μάνο Καρατζογιάννη και στη Δήμητρα Κονδυλάκη στο πλαίσιο της έρευνας για την πραγματοποίηση της παράστασης).
Πηγές της δραματουργικής σύνθεσης:
Χρήστος Βασιλόπουλος, «Οι νεκροί του Πολυτεχνείου και οι ελεύθεροι σκοπευτές της Χούντας», εκπομπή Μηχανή του Χρόνου, 2017, Αρχείο ΕΡΤ.
Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Β΄ 35-46, «Περικλέους Επιτάφιος Λόγος» (μτφ. Δήμητρα Κονδυλάκη).
Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2023.
Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Το μεγάλο μας τσίρκο», Θέατρο, τόμ. Η΄, Εκδόσεις Κέδρος, 2010.
Κωστής Κορνέτης, Τα παιδιά της Δικτατορίας, Εκδόσεις Πόλις, 2015.
Ιερώνυμος Λύκαρης (επιμέλεια – εισαγωγικά κείμενα). Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023.
Λάκης Παπαστάθης, «Ελεύθερο θέατρο 1973 – 1978», Εκπομπή Παρασκήνιο, Αρχείο της ΕΡΤ
Λάκης Παπαστάθης, Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα, Εκδόσεις Πόλις, 2011.
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, Εκδόσεις Κέδρος, 1956 (β΄ έκδ.).
Σοφοκλής, Αντιγόνη, μτφ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η νέα σκηνή, 1992.
Ιάσωνας Χανδρινός, Όλη νύχτα εδώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020.
Δραματουργία: Δήμητρα Κονδυλάκη – Μάνος Καρατζογιάννης
Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Σκηνικό: Λουκία Μάρθα
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βίντεο: Αρτ Goran Gagic
Παίζουν: Γιώργος Βουρδαμής, Μαρία Ζορμπά, Υβόννη Μαλτέζου, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Γιάννης Νταλιάνης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιώργος Νούσης, Στρατής Χατζησταματίου
Συμμετέχουν σπουδαστές του Γ΄ Έτους της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης “Κάρολος Κουν”.
(Τα στοιχεία από το δημοσιευμένο υλικό του Φεστιβάλ Αθηνών)