Η δόξα του Αυγούστου και των ανθρώπων, του Θανάση Σκαμνάκ
Ο Αύγουστος οδηγείται στη δόξα του. Γεμάτος ο κόσμος κόσμο. Σε μια αδιάκοπη επικοινωνία με τη αιώνια χαρά, νομίζεις. Και νομίζουν.
Υγρές, ενθουσιώδεις ιδέες ηλεκτροδοτούν το αόριστο πλήθος των επισκεπτών, παιδιά ομνύουν στην αιωνιότητα και γέροι στην αθανασία, ή και το αντίστροφο. Σαν αυτή η θάλασσα που γλύφει τα πόδια τους, ο ήλιος που κάνει σοκολάτα ποθητή τις πλάτες των γυναικών, που ερωτοτροπεί με το αδύνατο, να είναι όλη η πραγματικότητα, ακόμη και το μέλλον!
Σα να μην υπάρχουν ήττες, απώλειες που να σε πτοούν, σαν μια διάρκεια ευχάριστης – και ευτυχισμένης – ηρεμίας, βραδινή ευωχία, οι φίλοι γύρω από το τραπέζι, μικρές σπονδές στη ευάλωτη δροσιά της μπύρας, ματιές ερώτων για όσους τις αντέχουν ακόμη, ή ακόμη κι όταν δεν τις αντέχουν, όλα εκείνα που τείνουν στην αιωνιότητα.
Κι αν αυτό δεν είναι όλη η ζωή, κι αν ο χειμώνας που προηγήθηκε έδωσε ισχυρές γροθιές σε όλους, ή σχεδόν, κι αν οι απώλειες καταγράφηκαν εμφαντικά κατ’ αύξοντα (και αυξανόμενο) αριθμό, κι αν έγιναν ανυπόφορα τα άλγη, καθένας λίγο πολύ βγαίνει στην κάψα του ήλιου με κάποια προσδοκία ή και καθόλου, αλλά πιο απαλά, σαν να πέρασε μια ανάσα δροσιάς αδιόρατη στον καταμεσήμερο καύσωνα. Πάντα φυσικά ανάλογα με το βάθος της πληγής.
Κι όμως εδώ, στις μικρές περιπλανήσεις γίνεται η ανατροπή της μοίρας, η στιγμή επεκτείνεται στο αιώνιο, είναι εκείνη η ώρα που καταυγάζει. Ένα μάθημα της ίδιας της ζωής.
Μου έφερε στο νου πως ο Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό» περιγράφει συναρπαστικά την τελική σκηνή από την Αΐντα, την όπερα του Βέρντι, όπου ο καταδικασμένος να πεθάνει κλεισμένος στον τάφο του θεού Ρανταμές βρίσκει πως η Αΐντα είναι εκεί κι αυτή.
«Ήταν τόσο όμορφο που η Αΐντα είχε ξαναβρεί τον χαμένο Ρανταμές για να μοιραστεί μαζί του τον τάφο στην αιωνιότητα. Δικαίως ο καταδικασμένος διαμαρτυρόταν για τη θυσία τόσο όμορφης ζωής, αλλά στην τρυφερά απελπισμένη κραυγή του «No, no! Troppo sei bella», διέκρινες πόσο τον γοήτευε η τελεσίδικη ένωση με εκείνη που πίστευε πως δεν θα ξανάβλεπε πια και ο Χανς Κάστροπ (ο ήρωας του Τόμας Μαν που ακούει τη μουσική) δεν χρειαζόταν πολλή φαντασία για να συναισθανθεί αυτή τη γοητεία, αυτή την ευγνωμοσύνη. Εκείνο όμως που αισθανόταν τελικά… ήταν η νικηφόρα ιδεατότητα της μουσικής, της Τέχνης, της ανθρώπινης διάθεσης, ο υψηλός και ακατανίκητος εξωραϊσμός που χάριζε στις κοινές φρικαλεότητες των αληθινών πραγμάτων.
Χρειαζόταν μονάχα να συνειδητοποιήσει κανείς τι συνέβαινε εκεί! Δυο άνθρωποι θαμμένοι ζωντανοί με τα πνευμόνια τους γεμάτα τον αέρα του τάφου θα πέθαιναν εδώ με σπασμούς πείνας μαζί, ή ακόμη χειρότερα, ο ένας μετά τον άλλο και ύστερα η αποσύνθεση θα επιτελούσε στα κορμιά τους το ακατονόμαστο έργο της ώσπου θα έμεναν δυο σκελετοί στο μνήμα, αδιάφοροι και αναίσθητοι για το αν βρίσκονταν μαζί ή χώρια.
Αυτή ήταν η αληθινή και αντικειμενική πλευρά των πραγμάτων – μια ιδιόμορφη πλευρά και ιδιόμορφη υπόθεση, την οποία ο ιδεαλισμός της καρδιάς δεν λογάριαζε καθόλου, και που επισκιαζόταν απολύτως από το πνεύμα του κάλλους και της μουσικής. Για την οπερική διάθεση του Ρανταμές και της Αΐντας το αντικειμενικά επικείμενο δεν υπήρχε. Οι φωνές τους ανέρχονταν σε ταυτοφωνία μέχρι τη μακάρια προσήγηση, βεβαιώνοντας πως τώρα άνοιγαν οι ουρανοί και πως οι προσδοκίες τους έλαμπαν στο φως της αιωνιότητας» (Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό, μετ. Θοδ. Παρασκευόπουλος, εκδ. Εξάντας).
Αλλά εν τέλει μήπως αυτό δεν συμπυκνώνει όλη μας την ύπαρξη; Καταδικασμένοι να είμαστε θνητοί, προορισμένοι σχεδόν να βλέπουμε πολλές από τις προσδοκίες μας να καταρρέουν ή να ματαιώνονται, πλημμυρισμένοι από απελπισμένα συμβάντα και σκέψεις, ανοίγουμε συνεχώς παράθυρα στο φως, γεννάμε αισιοδοξία, μεγάλα σχέδια που υπερβαίνουν τις «κοινές φρικαλεότητες των αληθινών πραγμάτων», Αυγουστιάτικες αιθρίες.
Κι αυτά είναι η ευτυχία της ζωής μας. Καλύτερη και πιο πραγματική από του Ρανταμές και της Αΐντας.