Παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Ποτέ της δεν θα αποφάσιζε να στριμωχτεί με τους χιλιάδες μικροαστούς τελευταία ώρα σε εθνικές οδούς και λιμάνια για το τριήμερο.
΄Επεφτε βλέπεις Δευτέρα η γιορτή της «Παναγίας» και οι εναπομείναντες κάτοικοι του άστεως, πλην μεταναστών τελευταίας πενταετίας, προσφύγων, ασθενών και γενικώς αναξιοπαθούντων και ειδικών κατηγοριών, μαζί με κάτι παράξενους φίλους της που αρνούνταν να εγκαταλείψουν την πόλη ακριβώς τέτοιες μέρες, αλλά αυτοί ήταν ούτως ή άλλως χαμένοι, όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι, αποτελούσαν τη χαρά του νεαρού ή της νεαράς ρεπόρτερ.
Αυτών που έδιναν με τέτοιο στόμφο την είδηση στο κανάλι τους, σαν να ήταν πολεμικοί ανταποκριτές.
Και ποια ήταν η είδηση;
Ότι οι Αθηναίοι και οι τουρίστες εγκατέλειπαν την πόλη μαζικά. Με πλοία, αεροπλάνα, ΙΧ αυτοκίνητα, πούλμαν και μοτοσυκλέτες.
Κι όμως να. Αυτή που τα ειρωνευόταν όλα αυτά, τώρα ήρθε η ώρα να τα λουστεί.
Κάτι καθυστερημένα συμβόλαια κι ένα αυτόφωρο με την πιτσιρικαρία να κατηγορείται για οπλοκατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών, σαχλαμάρες δηλαδή, ένα σουγιαδάκι και λίγα γραμμάρια κάνναβης, συν η έλλειψη διπλώματος για το σκουτεράκι, συν το γεγονός πως προϋπήρχε και μια σύλληψη για συμμετοχή σε επεισόδια στο τελευταίο ματς μεταξύ των “αιωνίων” και η δίκη εκκρεμούσε, έφερε τον κανακάρη μιας φίλης της από τα παλιά, στο αυτόφωρο και το Αστυνομικό Τμήμα Γ’ Σεπτεμβρίου. Κι αυτή, μη μπορώντας ν’ αρνηθεί στους αιώνες που προηγήθηκαν από τότε που γνωρίζονταν , αναγκάστηκε να σέρνεται μήνα Αύγουστο μεταξύ Κάνιγγος, Γ’ Σεπτεμβρίου και Ευελπίδων .
Μόνο μια καλοκαιρινή μπόρα έσωσε για λίγο το κέφι της, μια μπόρα που έπιασε απροετοίμαστους μπάτσους, δικηγόρους και κλητήρες που μετέφεραν τις δικογραφίες, κατηγορούμενους και μάρτυρες, κυρίως συγγενείς.
Κι ήταν εκείνη η ατελείωτη σε μέλη οικογένεια Ρομά με τα πιτσιρίκια της, τα οποία έτρεξαν και κυλίστηκαν στο βρεγμένο γρασίδι και κραύγαζαν τη χαρά τους για το ανεπάντεχο παιγνίδι που τα βρήκε, μια τέτοια περίεργα μουντή και ζεστή μέρα , που της θύμισε τη βασική αρχή: μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά.
Όταν τέλειωσε όλο αυτό το τσίρκο , αυτόφωρο, νουθεσίες από έδρας, αθώωση λόγω αμφιβολιών και λοιπά και λοιπά και επέστρεψε στο γραφείο της , ένιωσε να απλώνεται μπροστά της το τριήμερο απειλητικό σα γκρίζα γάζα και το δέρμα της να μοιάζει σταχτί σαν πλαγιά λόφου μετά από πυρκαγιά.
Παρασκευή απόγευμα κι ο ουρανός καθάρισε, ο ορίζοντας γλύκανε με κείνο το ροϊδί της Αττικής, εκείνο το λατρεμένο φως που τόσο υμνήθηκε από Ελλαδίτες και ξένους περιηγητές των περασμένων αιώνων.
Για να ξορκίσει αυτό το μούχρωμα που ήθελε άλλες προσωπικές προδιαγραφές για να το χαρεί κανείς ή εν πάση περιπτώσει να το φέρει βόλτα, πήγε σινεμά στη RIVIERA, όπου πέτυχε για καλή της τύχη το «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (VERTIGO στο πρωτοτυπο)* σε ψηφιακή επανέκδοση.
Τζέιμς Στιούαρτ και Κιμ Νόβακ στα ωραία τους.
Ήπιε μπύρα και μετά το διάλειμμα έφαγε ποπ κορν και νάτσος με κείνο το μουσταρδί λιωμένο τυρί το αγνώστου προελεύσεως.
Παρά την στομαχική ενόχληση από τα εκλεκτά εδέσματα που είχε καταναλώσει ως εκδίκηση σ’ ένα Θεό της γκαντεμιάς στον οποίο πίστευε κατά καιρούς , στο τέλος η κούραση τη νίκησε και γύρισε στο σπίτι χωρίς σκέψεις, με μόνη έννοια να πέσει στο κρεβάτι της.
Κι όμως το πρωί τη βρήκε το ίδιο δύσθυμη, το ίδιο αναποφάσιστη στο και τί κάνουμε τώρα.
Σάββατο και προπαραμονή της Παναγίας. Για όπου και να ξεκινούσε να πάει θα σιχτίριζε την τύχη της. Και στην Αθήνα να έμενε ολομόναχη, ομοίως. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα.
Ένα τηλεφώνημα την έβγαλε από τη δύσκολη θέση ως από μηχανής Θεός. Δηλαδή η στιγμή ανήκε στις άλλες, αυτές που έσωζε ο Ευριπίδης.
΄Ενας φίλος από αυτούς που λέμε κολλητούς, την καλούσε στην Αίγινα. Είχε δωμάτιο άδειο γιατί ξαφνικά έφυγε για δουλειά ο φίλος του και θα έμενε μόνος . ΄Οσο για τα εισιτήρια των πλοίων, θα το κανόνιζε αυτός από εκεί, μιας και είχε τις γνωριμίες. Πάντως μέχρι το βράδυ θα ήταν στην Αίγινα.
Ε ναι. Αυτή ήταν μια αξιοπρεπής λύση.
Ο φίλος της, λάτρης των θρησκευτικών εορτών και πανηγύρεων, της έταξε εκδρομή στο Μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας και φυσικά συμμετοχή στο ξακουστό της Πανηγύρι.
«Ούτως ή άλλως είμαστε για τα πανηγύρια» σκέφτηκε και θυμήθηκε σε αντιδιαστολή το πατρικό της, την δεκαπενθήμερη νηστεία της μάνας της, την ήρεμη συμμετοχή της στο θρησκευτικό εθιμικό, το προσκύνημα την παραμονή στο Γηροκομιό με την σχετική «θαυματουργή» εικόνα και μετά τα μαγειρέματα για τη γιορτή της. Την έλεγαν Μαρία κι αυτή ήταν η μέρα της. Πρωταγωνιστούσε ο περίφημος μουσακάς της και το γλυκό ψυγείου με σαντιγί Μόρφατ, μπισκότα Παπαδοπούλου, κονιάκ, γάλα, κακάο και τρουφίτσα σοκολάτας. Σπιτική λεμονάδα ή βυσσινάδα για τα παιδιά και λικέρ βύσσινο δικό της για όσους συγγενείς έρχονταν επίσκεψη στην αυλή, κάτω από τον φοίνικα που είχε τυχαία φυτρώσει, τυχαία μεγαλώσει, τυχαία επιζήσει και γιγαντωθεί πριν τον φάει κι αυτόν η ανάπτυξη των Ολυμπιακών Αγώνων, μαζί με το εισαγόμενο κόκκινο σκαθάρι που έφαγε σχεδόν όλους τους φοίνικες της Αττικής αλλά και της Πάτρας.
Τώρα μια γενική κοινωνική υστερία κυριαρχούσε. Είτε θρησκευτική είτε κοσμική. Η μέρα όμως , παρά τους παπάδες και τις παράτες, τα τάματα και την περιφορά των εικόνων, τα πανηγύρια και τα όργανα, έμοιαζε εκδήλωση επαρχιακού πολιτιστικού συλλόγου. Έφερε σχεδόν μόνο το άγχος της απομάκρυνσης από μια άξενη πόλη, την πρόφαση μιας συνάντησης που από καιρό είχε πιά ακυρωθεί.
Τελικά είχε φτάσει απόγευμα όταν πήρε κι αυτή τη θέση της στην ουρά των μικροαστών εκδρομέων του τριήμερου .
Τους πήρε η δύση απ’ τα μούτρα όταν ξεκίνησαν.
Το Ferry «΄Αγιος Νεκτάριος» απέπλεε πλήρες, αφήνοντας την Αττική πίσω του, να παραπαίει ανάμεσα στην ομορφιά, το φως που την εγκατέλειπε μες τα μαβιά, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας που λίγο λίγο σκούραιναν και τη σκληρότητα του μπετόν που είχε πληγώσει αμετάκλητα το τοπίο της, τα βουνά της, τον Υμηττό , την Πάρνηθα και την δαντέλλα ακτογραμμή της.
«Δε βαριέσαι» σκέφτηκε, «έτσι είναι η ζωή που’ λεγε κι η γιαγιά της, η οποία είχε ζήσει έναν βαλκανικό και δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο και μια χούντα, όπως περηφανευόταν».
Στηρίχτηκε λοιπόν στην κουπαστή κι επικεντρώθηκε στους άσπρους αφρούς της θάλασσας που είχαν την ικανότητα να της αδειάζουν το νου.
«Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή», της ήρθε ξαφνικά στο μυαλό ο Κόλλιας* και κάτι σα να φωτίστηκε μέσα της κι ο στίχος πήρε το νόημά του.
Ασυναίσθητα άφησε το ξύλινο στήριγμα , γύρισε προς τους επιβάτες και για μια στιγμή διέκρινε ανάμεσά τους κάποιον από τα πολύ παλιά.
Ή έτσι νόμισε τουλάχιστον, αν η μοναξιά της δεν της έπαιζε περίεργα παιγνίδια.
(Πώς χαρακτήριζε τη μοναξιά του ο Μάνος Χατζιδάκις να δεις…Α…Μεσογειακή, όχι κραυγαλέα… Τέτοια θέλει να είναι κι η δικιά της: Μεσογειακή…)
Η μορφή από το παρελθόν εξαφανίστηκε στο εσωτερικό σαλόνι κι αυτή αφέθηκε στην αύρα της θάλασσας που όσο και να το κάνεις, παρά τη μυρωδιά του μολυσμένου λιμανιού, σου μετέφερε την ψευδαίσθηση μιας ελευθερίας .
Γλάροι, και ψαροπούλια τους ακολουθούσαν στο μικρό τους ταξίδι, σ’ αυτήν την πιεσμένη εξόρμηση των ανθρώπων της πόλης.
Δεν κατάλαβε για πότε έφτασαν στο λιμάνι του μικρού νησιού που βούλιαζε από κόσμο.
΄Ομορφο, χαριτωμένα ριγμένο στο Σαρωνικό, είχε μια γλύκα ανακουφιστική. Ήταν ένα τοπίο οικείο, με τα φωτισμένα πλεούμενα μανάβικα και τα βεραμάν φιστίκια του να γεμίζουν τις προθήκες των μαγαζιών και τα τελάρα τα παραταγμένα στην παραλία . Μυρωδιά από μέλι , ζάχαρη άχνη και ροδόνερο. Μια μικρή γλυκιά αγκαλιά, παρά την κοσμοσυρροή.ταν
Στάθηκε στην άκρη του καταστρώματος παρακολουθώντας αφηρημένα το χαρούμενο χάος της αποβίβασης, τα παραγγέλματα των ανδρών του λιμενικού στους οδηγούς των αυτοκινήτων, τις μανούβρες, τους ναύτες του πλοίου που φώναζαν, τραβούσαν σκοινιά, έκαναν σινιάλα. Το μάτι της πλανήθηκε στο πολύχρωμο πλήθος με τα μπαγκάζια και τα παιδιά του, ένιωσε τις φωνές και το μπέρδεμα με τους επιβάτες που κινούνταν αντίθετα σ’ αυτό το πολύβουο ποτάμι, που ήθελαν ν’ επιβιβαστούν.
Ξαφνικά ανάμεσα σ’ αυτούς που συνωστίζονταν ν’ ανέβουν στο Ferryboat διέκρινε δύο αστυνομικούς που συνόδευαν τρία νεαρά παιδιά, ούτε εικοσάρικα, με χειροπέδες στα χέρια. Ήταν φανερό πως τα μετέφεραν στον Εισαγγελέα , στα Δικαστήρια του Πειραιά.
Αδύνατα παιδιά, στέκονταν με χαμηλωμένα τα μάτια, οι αστυνομικοί έδιωχναν τον κόσμο που τους πλησίαζε κι αυτή σχεδόν μύριζε τον ιδρώτα τους , το φόβο και τη μοναξιά τους. Εικόνα που προς στιγμή νόμισε ότι είχε αφήσει πίσω της, σε κείνα τα κουρασμένα κτήρια της οδού Ευελπίδων.
Δίπλα της κινούνταν κάτι άχαρες εξηντάρες με φρεσκοβαμμένο απροσδιόριστα καστανό μαλλί, μισοφαγωμένο κραγιόν, κολάν και φαρδιές μακό μπλούζες, σεταρισμένες δήθεν, κάποιος μάλλον τους είπε ότι είναι μόδα και ότι κρύβουν τα ξεχειλωμένα καπούλια.
Τη σκούντησαν άγαρμπα και καθώς προσπαθούσαν να την προσπεράσουν, τις άκουσε να σχολιάζουν «γεμίσαμε κλέφτες, τίποτα αλλοδαποί θα’ναι, ευτυχώς τους πήρανε», μετά από λίγο χαιρετήθηκαν και πριν κινηθούν προς τα ΙΧ αυτοκίνητα που οδηγούσαν προφανώς οι σύζυγοι, ευχήθηκαν μεταξύ τους «καλή Παναγιά, θα τα πούμε στο Μοναστήρι» .
΄Αρχισε κι αυτή σιγά σιγά να κατευθύνεται προς την ανοικτή μπουκαπόρτα με το βλέμμα της στα παιδιά και λίγο έλειψε να πάει να ρωτήσει γιατί τα είχαν συλλάβει, κι αν μπορούσε να κάνει κάτι, όταν πέρασε ξυστά από μπροστά της ένα τεράστιο τζιπ, απ’ αυτά που σιχαινόταν. Σα να διέκρινε και πάλι τον παλιό της γνωστό. Ισως όμως και όχι *.
Δίπλα της άνθρωποι αγκαλιάζονταν, τα «καλώς ήρθατε, καλώς σας βρήκαμε» έδιναν κι έπαιρναν, τα φώτα του νησιού είχαν ανάψει , η Αίγινα μια τούρτα με κεράκια αναμμένα την περίμενε να της μαλακώσει την καρδιά.
Όμως ένιωθε βαθιά μέσα της πως σταδιακά όλο και περισσότερο δεν την αφορούσαν όλα τούτα και πως αυτή ήταν μια άλλη σιωπή, μια άλλη λύπη. Από μακριά είδε τον καλό της φίλο με μια πολύχρωμη μπαντάνα στα μαλλιά να της κουνάει τα χέρια, ευτυχώς που υπήρχε κι αυτός, ο γλυκός της κι είναι σίγουρη πως θα της ευχόταν απ’ την καρδιά του «Καλή Παναγιά» και πώς να μην του αντευχηθείς…
ΥΓ1: VERTIGO: Ο Σκότι, ένας πρώην ντετέκτιβ της αστυνομίας που πάσχει από ακροφοβία, προσλαμβάνεται για να παρακολουθεί τη Μάντλιν, τη σύζυγο ενός γνωστού του που πιστεύει ότι έχει καταληφθεί από ένα πνεύμα ΥΓ2 : ο ποιητής Νίκος Καββαδίας
ΥΓ3: Φυσικά και τον θυμήθηκε. Κι αυτόν και το θρασύτατο τζιπ του.
Δεν ήταν η ιδέα της, ήταν πράγματι αυτός και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, κι ένιωσε πως την αναγνώρισε κι εκείνος ενώ δίπλα του καθόταν μια γυναίκα , λίγο νεότερή της, δε διέκρινε περισσότερο. Οι άλλοι της φώναξαν να περπατήσει, εμπόδιζε την ομαλή έξοδο.
Προς στιγμή ο αέρας γέμισε συνθήματα και δακρυγόνα, νιάτα, πανό, τραγούδια, τρεχαλητό, κυνήγι στα στενά του Συντάγματος έως κάτω, στην Αθηνάς, την Ομόνοια και τη Σωκράτους, αύρες ΜΑΤ, Ασθενοφόρα που στρίγγλιζαν, κι ένας ψηλός όμορφος με περιβραχιόνιο της περιφρούρησης τους φώναζε προστατευτικά «μη σπάτε τις αλυσίδες σύντροφοι, κι εσείς συντρόφισσες μην απομακρύνεσθε».
Πορεία για το Πολυτεχνείο, 1980, με νεκρούς και τραυματίες.
΄Ολες κρέμονταν από τα χείλη του ευθυτενούς καθοδηγητή, ούτε αυτή αποτελούσε εξαίρεση.
΄Ο,τι επακολούθησε μεταξύ τους, άλλες φορές το θεωρούσε τύχη που το έζησε κι άλλες ως αποθέωση της ψευδαίσθησης αν και δεν κράτησε ευτυχώς πολύ.
Την επόμενη δεκαετία, μετά την πτώση του τείχους, τον έβλεπε να εμφανίζεται στην τηλεόραση, άλλοτε ως Διευθυντής Εταιρειών Συμβούλων της νέας επιχειρηματικότητας και του ανοίγματος στα Βαλκάνια, άλλοτε ως Σύμβουλος Εταιρείας Δημοσκοπήσεων.
ΠΑΤΡΑ 9-8-2024