Παραστάσεις «18/9» και «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 ο Γιώργος Ρουπακιάς, μέλος της Χρυσής Αυγής, δολοφονεί εν ψυχρώ με μαχαίρι τον αντιφασίστα ράπερ Παύλο Φύσσα, υπό την κάλυψη ενός συρφετού Χρυσαυγιτών και την προσπάθεια κουκουλώματος της ηγεσίας της ΧΑ αλλά και των ΜΜΕ της χώρας. Σε μια χρονική συγκυρία όπου η οικονομική κρίση και η επιβολή των πρώτων Μνημονίων είχαν δώσει αέρα στα πανιά της φασιστικής αυτής οργάνωσης, η οποία σκότωνε, χτυπούσε, τρομοκρατούσε, λιντσάριζε και απειλούσε μετανάστες, κομμουνιστές, αντιφασίστες και λοιπούς δημοκράτες, ήρθε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα να ταράξει τα νερά, να ωθήσει την δημοκρατική κοινωνική δυναμική να αναπτυχθεί και να εξαναγκάσει το σύστημα, το βαθύ κράτος, τους ολιγάρχες και αναγκαστικά την κυβέρνηση Σαμαρά, να πάψουν τη ανοχή και τη συγκάλυψη. Τουλάχιστον σε κείνη τη συγκυρία.
Η θυσία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε μια ιστορική στιγμή που έστριψε την κοινωνική δυναμική αριστερά, τόσο που η ηγεσία της ΧΑ οδηγήθηκε στις φυλακές μετά από μία δίκη που κράτησε πεντέμισι χρόνια και έληξε με τον χαρακτηρισμό της φασιστικής οργάνωσης ως Εγκληματικής.
Τα γεγονότα είναι πρόσφατα και γενικώς γνωστά, άλλωστε ήταν εκατοντάδες χιλιάδες οι διαδηλωτές έξω από το Εφετείο Αθήνας, εκείνο το πρωινό της 20ης Οκτωβρίου 2020 που περίμεναν την απόφαση, πριν τους διαλύσουν οι Πραιτοριανοί της Κυβέρνησης.
Εκείνο όμως που αποκαλύπτεται σταδιακά, είναι η βαθιά επίδραση εκείνων των γεγονότων στο κοινωνικό σώμα και κυρίως στις νέες γενιές αγωνιστών, των παιδιών που ανδρώθηκαν μέσα στην μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική κρίση της χώρας.
Και είναι ίσως το μόνο παρήγορο σ’ αυτήν την ιστορία φασιστικής βίας και χυμένου αθώου νεανικού αίματος.
Μεγάλη λοιπόν ήταν επίδραση αυτών των γεγονότων και στους καλλιτέχνες της χώρας μας και κυρίως τους νέους. Από αυτές τις μέρες ξεπήδησε και ο πολιτιστικός Αντιφασιστικός Σεπτέμβρης που οργανώνεται στο Κερατσίνι και τα Λιπάσματα κάθε χρόνο.
Η ηθοποιός Δώρα Χρυσικού, γνωστή πέρα από την πετυχημένη καλλιτεχνική της πορεία και για την θαρραλέα ακτιβιστική της δράση μέσα στα κινήματα της εποχής της, ήταν διαρκώς παρούσα στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Εκεί γνώρισε την οικογένεια του Παύλου Φύσσα και έξω από μία αίθουσα του Εφετείου, τής γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «18/9» η οποία περιστρέφεται γύρω την ιστορία των δύο νεαρών κοριτσιών που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της στυγερής δολοφονίας. Παρασκευή Καραγιαννίδου και Δήμητρα Ζώρζου, τα δύο νεαρά κορίτσια που είδαν μπροστά στα μάτια τους τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δεν δείλιασαν, αλλά μπήκαν στο περιπολικό και ήταν οι δικές τους μαρτυρίες που «έδεσαν» κυριολεκτικά την κατηγορία κατά του Ρουπακιά και μετέφεραν αυθεντικά τις συνθήκες του συμβάντος.
Ήταν εκατοντάδες άνθρωποι που περνούσαν εκείνη τη στιγμή από το σημείο του συμβάντος, κανείς άλλος δε θέλησε να «μπλεχτεί».
Αυτή υπήρξε και η πηγή έμπνευσης της Χρυσικού. ‘Ένα κορίτσι όπως χιλιάδες άλλα, με προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, εύθραυστο και φοβισμένο κάτω από τις παραινέσεις μιας μητέρας ομοίως φοβισμένης που την παρακαλεί να μην πάει να καταθέσει. Η Δάφνη λοιπόν παλεύει με τα διλλήματά της και τους φόβους της. Στιγμές-στιγμές ενδύεται αυτόν τον φόβο που την κυριεύει και άλλες θέλει να τον πετάξει από πάνω της να τον χώσει στην ντουλάπα με τα παλιά ρούχα τα μεταχειρισμένα και χιλιοφορεμένα και γίνει άνθρωπος ολοκληρωμένος ατόφιος. Λίγες ώρες πριν την κατάθεσή της στη Δίκη, τα φαντάσματα του νου και της κοινωνικής απραγίας , την καθηλώνουν γυμνή στο κρεβάτι σε στάση εμβρύου, αδύναμου και ταραγμένου. Όμως θ’ αντιδράσει. Θα σηκωθεί όρθια, όπως απαιτεί η ανθρώπινη κατάσταση. Θα τιμήσει την παρουσία της στη ζωή.
Η Μαρία Λούκα και ο Κοραής Δαμάτης μέσα από το κείμενό τους (σε σκηνοθεσία του δεύτερου), ανέλαβαν να δώσουν σκηνική υπόσταση σ’ αυτήν την ιδέα της Δώρας Χρυσικού, που τόλμησε να χρησιμοποιήσει τη φόρμα του Θεάτρου- ντοκουμέντου και να κάνει πολιτικό θέατρο.
Ο σκηνικός χώρος λιτός και υποβλητικός, στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη, φέρει μόνο τα στοιχειώδη.
Την προβολή τμηματικά της κατάθεσης της «Δάφνης» στο Δικαστήριο, την ίδια ώρα που αυτή παλεύει με τους φόβους της και ένα φόρεμα κρεμασμένο στην κρεμάστρα που την περιμένει, να το ενδυθεί, ως απόδειξη πως το έμβρυο είναι μια γενναία γυναίκα.
Η ερμηνεία της Χρυσικού καθηλωτική και κατά στιγμές καταιγιστική.
Τόσο ταυτισμένη με την αγωνία της ηρωίδας της, τόσο εξοικειωμένη με τον φόβο και την υπέρβασή του, τόσο πληγωμένη ως σάρκα, επέβαλε τη σιωπή στο χώρο σαν να έπαιρνε μέρος το κοινό σε μια τελετουργία μνήμης, αλλά και πένθους.
Το θέατρο – ντοκουμέντο σε συνδυασμό με τη δραματουργική επεξεργασία των γεγονότων, δεν είναι φυσικά κάτι πρωτόγνωρο αλλά το εντοπίζουμε στην ιστορία του θεάτρου της δεκαετίας του ‘60 (Η Ανάκριση του Πήτερ Βάις, ως πιο γνωστή περίπτωση).
Εκείνο που δίνει τον ξεχωριστό χαρακτήρα στην απόπειρα της Χρυσικού και των συνεργατών της, είναι ότι μιλάει ουσιαστικά για μια τόσο σύγχρονη πολιτική ιστορία που ρέει μέσα στους χώρους του θεάτρου τόσο ζωντανά όσο και στους δρόμους.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο που εκεί βρέθηκε η Μάγδα Φύσσα, η Ελένη Κωστοπούλου αλλά και η Δήμητρα Ζώρζου (τουλάχιστον όταν εγώ παρακολούθησα την παράσταση).
Και δεν είναι τυχαίο τελικά που οι θεατές σκούπιζαν τα δακρυσμένα τους μάτια, χειροκροτούσαν και αγκάλιαζαν όλους τους συντελεστές. Και την ηθοποιό – ρόλο και την πραγματική πρωταγωνίστρια.
Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς
«Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη», έλεγε ο συγγραφέας…
Όταν υπάρχουν παραστάσεις και μάλιστα καθαρά πολιτικές, που επαναλαμβάνονται για δεύτερη θεατρική σαιζόν, όπως η περσινή επιτυχία της ομάδας GAFF σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη, μια παράσταση βασισμένη στο αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Σύγχρονο Θέατρο), οι οποίες γεμίζουν κόσμο κάθε ηλικίας, κάτι πολύ ενδιαφέρον σηματοδοτεί για την επιστροφή της κοινωνίας στα σημαντικά και θεμελιώδη. Εν προκειμένω την κατανόηση της ιστορίας και μάλιστα αυτής του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου που πρωταγωνίστησε η αριστερά και οι κομμουνιστές. Αυτά δηλαδή που συνιστούν το περίφημο «ηθικό της πλεονέκτημα».
Η παράσταση δραματοποιεί το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου που εκδόθηκε το 1985 και αποτέλεσε μία από τις μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες εκείνης της περιόδου.
Θυμάμαι εκείνη την εποχή, η πολιτιστική συντάκτης της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» έβαλε ως τίτλο στο σχετικό της άρθρο, μια παράφραση του τίτλου του βιβλίου που έμεινε παροιμιώδης για τους χειρότερους λόγους: «Καλά εσύ κουράστηκες νωρίς» διαβάσαμε την επομένη. Το θράσος και η έπαρση της συγκεκριμένης συντάκτριας (ειρήσθω εν παρόδω την τελευταία δεκαετία έχει σαγηνευτεί από την προσωπικότητα της Υπουργού Πολιτισμού) την εμπόδισε να συνειδητοποιήσει για ποιόν μιλούσε, ανεξάρτητα εάν συμφωνούσε ή όχι με το περιεχόμενο του βιβλίου.
Ήταν λίγα κατ’ αυτήν τα σχεδόν 50 χρόνια που πέρασε ο άνθρωπος αυτός σε φυλακές και εξορίες. Μιλούσε για έναν άνθρωπο που έγινε μέλος της ΕΠΟΝ και σε ηλικία 16 ετών συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Η ζωή του ήταν ένα ταξίδι από φυλακή σε φυλακή, όπου έμεινε μέχρι το 1953, ενώ από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη, σε άθλιες συνθήκες και στην απομόνωση. Την περίοδο της χούντας συνελήφθη και στάλθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας και Κορυδαλλού, όπου έμαθε γραφή και ανάγνωση. Αποφυλακίστηκε το 1973.
Μια ιστορία δηλαδή υπόδειγμα για τις χιλιάδες των αγωνιστών που έζησαν παρομοίως τα νιάτα τους αλλά και την ωριμότητά τους. Όσοι δηλαδή δεν σκοτώθηκαν νωρίς.
Χρωστούσα να αναφερθώ στο παραπάνω θλιβερό γεγονός γιατί τότε μοιραζόμασταν τον ίδιο πολιτικό και κομματικό χώρο, αλλά όχι και την ίδια στάση ζωής.
Κλείνοντας την παραπάνω παρένθεση ας επανέλθουμε στο κείμενο του Μίσσιου. Αποτελεί αναμφισβήτητα ντοκουμέντο μιας σκληρής αλλά γενναίας εποχής που βρίσκει ακόμα απήχηση στο γκρίζο σήμερα. Οι άνθρωποι και ιδίως οι νέοι, συγκινούνται από τις ιστορίες ανθρώπων που πάλεψαν για έναν δικαιότερο κόσμο, που αψήφησαν τον ίδιο το θάνατο που δεν υποχώρησαν για τις ιδέες τους, δεν έκαναν δήλωση μετάνοιας.
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί ως ένα λαϊκό αφήγημα. Εμπεριέχει την υποκειμενική ματιά και τη βιωμένη ιστορία του συγγραφέα. Ταυτόχρονα στέκεται έντιμα απέναντι στα γεγονότα της γενιάς του και με την παρρησία του ανθρώπου που δε λύγισε, κρίνει και κατακρίνει όχι μόνο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του, αλλά και τις ηγεσίες του κομμουνιστικού κόμματος και κάποια στελέχη του. Στάσεις και συμπεριφορές που πλήγωναν τους ανθρώπους. Αφηγείται με άμεσο τρόπο, αποδίδοντας την σκληρότητα των γεγονότων με συναίσθημα και ανθρωπιά ταυτόχρονα όπως και τις ιστορίες των αγωνιστών, των απλών αριστερών που θυσίαζαν καθημερινά τις ζωές τους, τους ανθρώπους που έγραψαν το περιθώριο της ιστορίας, αλλά που δίχως αυτούς κανένα έπος της Αντίστασης δεν θα είχε γραφτεί.
Ο Μίσσιος μοιάζει να απευθύνεται στο νεκρό φίλο του, αλλά ουσιαστικά απευθύνεται σε μας τους τωρινούς αλλά και τους ανθρώπους του μέλλοντος, καλώντας μας να μην ξεχάσουμε αλλά «να παραμείνουμε άνθρωποι», και μάλλον μας θέτει το ζήτημα της «Αντίστασης» στις σύγχρονες συνθήκες.
Η σκηνοθέτης είναι γνώστης του αφηγηματικού θεάτρου και της τεχνικής του.
Έτσι στήνει μια ρεαλιστική, σκληρή και δομημένη στο παρόν παράσταση, ως έναν κυκλικό ανδρικό χορό όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται. Θύτες, θύματα, συγγραφέας, παίρνουν τη θέση ο ένας του άλλου, και ταυτόχρονα στέκονται απέναντι στο πολιτικό σκηνικό της εποχής τους, ζουν και πεθαίνουν χωρίς να συναντήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, μετρούν τραύματα, απώλειες, πληγές του χρόνου που περνάει αδυσώπητα για όλους, αλλά δεν αλλάζουν γνώμη.
Είναι κατόρθωμα οι ερμηνείες των τεσσάρων ηθοποιών που στέκονται γυμνοί, ρακένδυτοι, λεροί στη σκηνή, παίζοντας νατουραλιστικά τους ρόλους τους, μεταδίδοντας στο κοινό τη φρίκη μέσα σε μια ολέθρια σιωπή (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος). Ι. Ιωσηφίδης, Κ. Πασσάς, Γ. Μάνθος
«Δεν έχει σημασία από που σου γράφω, λίγο πολύ παντού το ίδιο είναι, φυλακή, τρελάδικο, κόμμα, κοινωνία… Ούτε μέσα σου δεν μπορείς να ‘σαι πια. Όμως είσαι τόσο μόνος, σαν να πας κάθε πρωί για εκτέλεση» γράφει ο Μίσσιος.
Κι εμείς , οι επιβιώσαντες , είμαστε υποχρεωμένοι να τον διαψεύσουμε.