«Υπάρχουν πολύ σημαντικά θέματα στο τραπέζι. Έχουμε ανάγκη από μία ισχυρή Γερμανία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης», δήλωσε προσερχόμενος στην περασμένη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Βουδαπέστη ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας Πέτερι Ορπο. Και είναι έτσι.
«Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»
Η δυσοίωνη επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο ατέλειωτος, αιματηρός και δαπανηρός πόλεμος στην Ουκρανία, η εύθραυστη οικονομική κατάσταση έχουν έντονη την ανάγκη μιας σταθερής πολιτικής κατάστασης και στη Γερμανία προκειμένου να συνεχιστεί η επιχείρηση ανάταξης της οικονομίας της και η επικίνδυνη ιμπεριαλιστική της πολιτική που την τρέφει.
Αντ’ αυτού όμως η τρικομματική κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών, πράσινων, φιλελεύθερων της Γερμανίας κατέρρευσε.
«Δεν υπάρχει βάση εμπιστοσύνης για περαιτέρω συνεργασία. Είναι αδύνατο να υπάρξει σοβαρό κυβερνητικό έργο». Με τις δηλώσεις του αυτές ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς ανήγγειλε την αποπομπή του Κρίστιαν Λίντνερ, του υπουργού Οικονομικών και ηγέτη των Φιλελευθέρων (FPD). Η κατάρρευση της τρικομματικής κυβέρνησης προστέθηκε στις συνθήκες οικονομικής στασιμότητας της γερμανικής οικονομίας και διαρκούς αφαίμαξης πόρων προς την Ουκρανία.
«Πόλεμος πατήρ πάντων»
«Από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία η επιχειρησιακή βάση της συμφωνίας του κυβερνητικού συνασπισμού εξαφανίστηκε. Κανένας από τους εμπλεκόμενους δεν είχε το θάρρος να την αμφισβητήσει, να το πει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, σήμερα βλέπουμε το αποτέλεσμα», τόνισε ο ηγέτης του CDU και επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Φρίντριχ Μερτς. Κι έτσι μια από τις σοβαρότερες μεταπολεμικές πολιτικές κρίσεις, με διεθνείς επιπτώσεις, είναι σε εξέλιξη στη Γερμανία.
Ο Μερτς ουσιαστικά αναδεικνύει αυτό που είναι γνωστό από τότε που ο Ηράκλειτος τόνιζε πως «Πόλεμος πατήρ πάντων».
Ο πόλεμος λοιπόν.
Η Γερμανία όμως δεν μετέχει απλά σε ένα πόλεμο – πατέρα όλων, μετέχει άμεσα σε τρεις πολέμους: Στον πόλεμο στην Ουκρανία, στον πόλεμο στο Λίβανο και στον πόλεμο στην Παλαιστίνη στο πλευρό των αμερικάνων και Ισραηλινών.
Η κατάσταση αυτή – πολιτική ρευστότητα, οικονομική δυσπραγία στα πρόθυρα οικονομικής κρίσης – δεν περιορίζεται στη Γερμανία, απλώνεται και στη Γαλλία αλλά και ευρύτερα.
Στη Γαλλία για παράδειγμα σύμφωνα με το γαλλικό ινστιτούτο Ipsos για τη Secours populaire όλο και περισσότεροι Γάλλοι δυσκολεύονται να βρουν στέγη, να καλύψουν τα έξοδα θέρμανσης, τα έξοδα για φαγητό ή για υγειονομική περίθαλψη: 4 στους 10 Γάλλους μένουν χωρίς θέρμανση, το 32% δηλώνει ότι δεν μπορεί να τρώει τρία γεύματα την ημέρα.
Στην κοινωνική αυτή κατάσταση προστίθεται η αντιδημοκρατική επιλογή του προέδρου Μακρόν να διορίσει ως πρωθυπουργό όχι από την σχετική πλειοψηφία – πρώτη φορά μετά τον πόλεμο – αλλά τον ιδιαίτερα συντηρητικό πολιτικό Μισέλ Μπαρνιέ, προερχόμενο από τους ρεπουμπλικάνους.
Η επιλογή αυτή δεν εγγυάται τη βιωσιμότητα του κυβερνητικού σχήματος ακριβώς λόγω της μη αντιστοίχησης του με τις διαθέσεις της πλειοψηφίας του γαλλικού λαού που πηγάζουν από την κοινωνική του κατάσταση, την ωμή κλοπή του εκλογικού αποτελέσματος και την πυροδότηση συνεχών και σφοδρών αντιδράσεων από την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν.
Η κατά παράδοση κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γαλλογερμανική ατμομηχανή, παρουσιάζει λοιπόν βλάβη. Το πολιτικό σκηνικό παραμένει αβέβαιο και ασταθές,.
Ωστόσο η Γερμανία αλλά και η Γαλλία, οι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ, είναι αμετανόητες.
Μόλις πριν δέκα μήνες, τον Φλεβάρη του 2024, η Γερμανία υπέγραφε διμερή δεκαετή συμφωνία ασφάλειας και αμυντικής συνεργασίας με την Ουκρανία διάρκειας. Λίγες μέρες μετά, ο Μακρόν υπογράφει ίδια ακριβώς συμφωνία υποσχόμενος ότι «η χώρα του θα στηρίζει την Ουκρανία για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται». (Ήδη οι γαλλικές αμυντικές δαπάνες προσεγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ από 30 δισ. ευρώ που ήταν το 2017και συνεχίζουν να ανεβαίνουν).
Η εμπόλεμη κατάσταση σε συνδυασμό με την αμείλικτη ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ, που αναταράσσει τη γερμανική βιομηχανία, και τις αυτοκτονικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, οδηγεί σε ιστορικής σημασίας οικονομικές επιπτώσεις και πολιτικές διαμάχες.
Για παράδειγμα ο Λίντνερ, λίγες ημέρες πριν την αποπομπή του, είχε εισηγηθεί κείμενο θέσεων που περιελάμβανε περικοπές κοινωνικών παροχών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων. Το κείμενο χειροκρότησε η συντηρητική αντιπολίτευση, αλλά απέρριψαν οι εταίροι του στην κυβέρνηση. Η απόρριψη οδήγησε σε κυβερνητική κατάρρευση και σε προετοιμασία για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες εντός του Φλεβάρη.
Η Γερμανία μέρος του προβλήματος
Η Γερμανία, συνηθισμένη στην εξαγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων, αλλά και στην σταθερότητα, είναι πλέον μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης, και οδεύει στις πρώτες πρόωρες εκλογές της έπειτα από 20 χρόνια. «Δεν είναι πια και το τέλος του κόσμου», είπε – σωστά – ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Ίσως όμως να είναι το τέλος ενός γερμανικού κόσμου που γνωρίσαμε και δεν υπάρχει πια.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 2024 ο τότε ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απέρριπτε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός τον ισχυρισμό ότι η χώρα του είναι «ο ασθενής της Ευρώπης». Η Γερμανία, έλεγε, είναι απλώς …κουρασμένη μετά τα χρόνια της κρίσης και χρειάζεται ένα «καλό φλιτζάνι καφέ», δηλαδή διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να ξυπνήσει.
Μόλις οκτώ μήνες μετά, η γερμανική οικονομία γίνεται η αιτία της κατάρρευσης της κυβέρνησης.
Πριν λίγο καιρό η Unicef προειδοποίησε ότι περισσότερα από 1,3 εκατομμύρια παιδιά στη Γερμανία μεγαλώνουν με τον κίνδυνο να ζήσουν μόνιμα σε συνθήκες φτώχειας.
Το ίδρυμα Robert Bosch σε πρόσφατη έρευνα σημειώνει πως «περισσότεροι από 2 εκατ. ανήλικοι στη Γερμανία ζουν σήμερα στα όρια της φτώχειας, η παιδική φτώχεια γίνεται όλο και πιο ορατή στα γερμανικά σχολεία, ένας στους τρεις εκπαιδευτικούς (33%) δήλωσε ότι διαπιστώνει πως οι μαθητές τους ανησυχούν συχνότερα από ό,τι στο παρελθόν για την οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους. Το 16% των εκπαιδευτικών αναφέρει ότι όλο και περισσότερα παιδιά δεν έχουν καθόλου χαρτζιλίκι για κολατσιό.
Δεν είναι λοιπόν μόνο η οικονομική στασιμότητα, η κρίση στη γερμανική βιομηχανία και η περιδίνηση της αυτοκινητοβιομηχανίας, είναι και το κοινωνικό πρόβλημα που σκα μύτη. Η κυβερνητική κρίση και η αναγκαστική απόφαση προσφυγής στις κάλπες έχουν επομένως βάθος.
«Στις Βρυξέλλες, πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι από την απόφαση σκεπτόμενοι ότι δύσκολα μπορεί να γίνουν χειρότερα απ’ ό,τι τα έκανε αυτή η κυβέρνηση» δηλώνει αποκαλύπτοντας την πολιτική πραγματικότητα η Sylvie Matelly, διευθύντρια του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ. Ταυτόχρονα απευθύνει προειδοποίηση για τον κίνδυνο η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) να κάνει ένα καλό σκορ και για την αβεβαιότητα που υπάρχει για την επιρροή της μετά τις εκλογές.
«Το ότι η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να βιώνει μία κυβερνητική κρίση εν μέσω γεωπολιτικής έντασης», σημειώνει η γερμανική οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt «οφείλεται κυρίως στην εμμονή στο ‘φρένο του χρέους’, στην άρνηση του υπουργού Οικονομικών να προσφύγει σε νέο δανεισμό. Το κράτος αποποιείται επιλογές, τις οποίες επειγόντως χρειάζεται, συνεχίζει από την άλλη μεριά η Handelsblatt.
Η Ρωσία προελαύνει στην Ουκρανία. Ο μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θέτει υπό αμφισβήτηση τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του ΝΑΤΟ. Στο μέλλον η Γερμανία θα πρέπει να επενδύει για την άμυνά της όχι το 2%, αλλά μάλλον το 3% ή 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της. Καμία κυβέρνηση, ούτε και μία κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, δεν θα άντεχε να χρηματοδοτήσει εξοπλισμούς μέσω περικοπών στο κοινωνικό κράτος.
«Στην πιο δύσκολη και πιο ασταθή συγκυρία της διεθνούς πολιτικής μετά την κρίση της Κούβας, το 1962, η τρίτη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου δεν διαθέτει σταθερή κυβέρνηση. Αυτό είναι επικίνδυνο, όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για την Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, αυτή η κυβέρνηση ήταν (ούτως ή άλλως) ανίκανη να αναλάβει δράση, εδώ και μήνες…» εστιάζει η εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung.
Στο μεταξύ, μετά την αποπομπή του Λίντνερ και την αποχώρηση των Φιλελευθέρων από τη συγκυβέρνηση, μένει μόνος ως το Φλεβάρη (εκλογές) του ο Όλαφ Σολτς με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πρασίνους χωρίς την απαραίτητη πλειοψηφία στη βουλή για να περάσει ο δύσκολος προϋπολογισμός του 2025.
Εκ των πραγμάτων δηλαδή πρόκειται πλέον για μια αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας που δεν θα μπορεί καν να επιτελέσει τα βασικά ούτε μέχρι τον Μάρτιο.
Ο Γερμανός Πρόεδρος Σταϊνμάιερ καλεί όλους να επιδείξουν υπευθυνότητα
Η γερμανική κυβερνητική δυσπραγία δημιουργεί ένα ανησυχητικό πολιτικό κενό στο παρόν γεωπολιτικό χάος με άμεσες επιπτώσεις.
Για παράδειγμα οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων συνήλθαν επί διήμερο στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας για να συζητήσουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που προτείνει ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι. Η σύνοδος της Βουδαπέστης «επρόκειτο να δώσει μία ώθηση» και στις προτάσεις του Ντράγκι. Ωστόσο ο Ολαφ Σολτς δεν μπορούσε να δεσμεύσει μία μελλοντική κυβέρνηση επί ευαίσθητων θεμάτων όπως είναι ο κοινός δανεισμός, δεν μπορούσε να δεσμευθεί σε θεμελιώδεις πολιτικές που φιλοδοξούν – σύμφωνα με τον Ντράγκι – να δοθεί ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Ως τότε η ευρωπαϊκή οικονομία θα σέρνει τα πόδια πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.
Αυτή η κατάσταση, η περιοδική δημιουργία κυβερνητικού κενού, η φθορά κυβερνήσεων σε συνθήκες αντιπολιτευτικού κενού εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ και στην Ελλάδα.
Η κατάσταση τούτη δεν θα διαρκεί επ’ άπειρο. Θα «πηγαίνει» ως ένα διάστημα. Έως ότου αυτό το πολιτικό κενό να καλυφθεί ή από μια ελπιδοφόρα Αριστερά ή από μια ιστορικά αμείλικτη ακροδεξιά.