Διαλέξτε! «Ποντάρετε» στο ακριβές είδος της… καταστροφής που θα επέλθει, εάν δεν τερματιστεί ο κοινωνικός ξεσηκωμός για το έγκλημα των Τεμπών…
Έχουμε και λέμε: Μπορεί κάποιοι… τρισκατάρατοι «να μας οδηγήσουν σε ζούγκλα» (Κυριάκος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός). Μπορεί να πάμε σε «υφέρποντα εμφύλιο», (Γιώργος Φλωρίδης, υπουργός Δικαιοσύνηςυπουργός Δικαιοσύνης). Μπορεί να κινδυνεύσει «το κράτος μας ως υπόσταση» (Άρης Πορτοσάλτε). Κι αν τα παραπάνω σας φαίνονται πολύ θολά και γενικά, πάρτε και μια τέταρτη επιλογή που όλα «τα κάνει πενηνταράκια», τα ρίχνει στη χύτρα και τ’ ανακατεύει: «Πάμε ντουγρού για πολιτική κρίση, για ακυβερνησία και για πολιτική ανωμαλία, η οποία δεν θα ακυρώσει μόνο τα βήματα που έκανε η χώρα μετά το 2019 στο μακροοικονομικό και γεωπολιτικό πεδίο, θα χτυπήσει άσχημα και την τσέπη του φτωχού νοικοκυριού» (Δημήτρης Καμπουράκης).
Η κινδυνολογική υστερία είναι – προφανέστατα- ευθέως ανάλογη του κυβερνητικού πανικού, εν όψει των διαδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για την 28η Φεβρουαρίου 2025, σε πάνω από 250 σημεία – πόλεις, κωμοπόλεις, κλπ- της χώρας και 54 του εξωτερικού (τόσα είχαν ανακοινωθεί όταν γράφονταν αυτές οι αράδες). Και πρόκειται για απολύτως εξηγήσιμο πανικό.
Όπου κι αν σταθείς, όποια συζήτηση κι αν ακούσεις, όποια δημοσκόπηση κι αν δεις, όλα το επιβεβαιώνουν: Σε ό,τι αφορά τα Τέμπη, οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης διαθέτουν διεισδυτικότητα αποκαρδιωτική, για την ίδια. Όπως έδειξε η δημοσκόπηση της Alco, ακόμη και στις τάξεις των ψηφοφόρων της ΝΔ εκείνοι που πιστεύουν πως η κυβέρνηση πασχίζει να συγκαλύψει ευθύνες είναι περισσότεροι όσων δηλώνουν το αντίθετο – και όχι με «διαφορά στήθους».
Μπορούμε ν’ ανιχνεύσουμε τουλάχιστον πέντε λόγους, για τους οποίους η κυβερνητική «επικοινωνιακή» γραμμή έχει πέσει στο κενό.
Πρώτος λόγος: Αναμασώντας διαρκώς το «ας αφήσουμε τη Δικαιοσύνη ν’ αποφασίσει», η κυβέρνηση μοιάζει με ελέφαντα που πασχίζει να κρυφτεί πίσω από μικρό θάμνο. Ακόμη κι αν η άποψη της κοινής γνώμης για τη Δικαιοσύνη ήταν διαφορετική από την επικρατούσα (αυτό θα το δούμε στη συνέχεια), η μονότονη επίκληση της δικαστικής λειτουργίας και πάλι θα αδυνατούσε να προσφέρει κάλυψη σε άφθονα, κρίσιμα ζητήματα που, δυστυχώς για την κυβέρνηση, ούτε ξεχάστηκαν, ούτε περιθωριοποιήθηκαν στη συλλογική κρίση.
Κανένα δικαστήριο δεν περιμένει η κοινωνία για να θυμηθεί την υπουργική αναισθησία που βασίλευε, όταν οι εργαζόμενοι προειδοποιούσαν για τους μεγάλους κινδύνους. Ούτε για να θυμηθεί την ανυπαρξία τηλεδιοίκησης. Ούτε τις αμέτρητες κενές οργανικές θέσεις στον εγκαταλελειμμένο ΟΣΕ. Ούτε τις ευθύνες του Οργανισμού και της «κακομαθημένης» Hellenic Train (γι’ αυτές πάντως «μίλησε» και το Πρωτοδικείο), η οποία συνεχίζει να είναι το «χαϊδεμένο παιδί» των κυβερνώντων.
Εκτός οποιασδήποτε δικαστικής εμβέλειας κινούνται και τα συμπεράσματα που ήδη έχει διαμορφώσει η κοινή γνώμη, ως προς τις κατοπινές πρακτικές «κουκουλώματος» – από την αρχή, έως και την πρόσφατη αποκάλυψη των Data Journalists για το περιεχόμενο της εσωτερικής έκθεσης της Hellenic Train.
Ουδείς λογικός άνθρωπος αναμένει κάποια δικαστική ετυμηγορία, προκειμένου να μάθει ή να κρίνει για όλα τούτα και για αρκετά ακόμη, που φθάνουν και περισσεύουν, ώστε να στηρίξουν το χαρακτηρισμό «έγκλημα διαρκείας».
Κατά συνέπεια, η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρυφτεί στα φουστάνια της Δικαιοσύνης για όλα (κι όχι μόνο ως προς το επίμαχο θέμα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας) ουσιαστικά υπογραμμίζει την ανάγκη της να… κρυφτεί. Υπό αυτήν την έννοια, πολύ περισσότερο την εκθέτει παρά την προστατεύει.
Δεύτερος λόγος, επίσης σχετιζόμενος με αυτό το «κρύψιμο»: Η κυβέρνηση καλεί τους πάντες να εμπιστευτούν «τυφλά» τη Δικαιοσύνη, αλλά δεν εισακούεται. Γιατί; Εδώ αναδύονται τέσσερα ολοκάθαρα «διότι».
Διότι (1ον), όπως επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις, η κοινωνική εμπιστοσύνη προς τη Δικαιοσύνη έχει πέσει στα τάρταρα, σε ό,τι αφορά (και) τα Τέμπη. Διότι (2ον) αυτή δεν είναι μια τάση που εμφανίστηκε ξαφνικά, λόγω της τραγωδίας της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Όσα ακολούθησαν μοιάζουν με χαριστική βολή στην «έξωθεν καλή μαρτυρία» της γενικής εικόνας της Δικαιοσύνης, όχι με πρώτο πλήγμα σε βάρος της. Κι αυτό επειδή τα τελευταία χρόνια καταγράφεται διαρκής μείωση του κύρους της δικαστικής λειτουργίας στην Ελλάδα.
Ας αφήσουμε να μιλήσουν τα ευρήματα των ερευνών, εν προκειμένω της Public Issue. To 2013 η Δικαιοσύνη έχαιρε της εμπιστοσύνης του 63% των ερωτηθέντων, ενώ στον αντίποδα δυσπιστούσε για αυτήν το 26%. Το 2015 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 48% – 44%. Το 2023 η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη κατρακύλησε στο 28% και η έλλειψη εμπιστοσύνης ανήλθε στο 68%. Το 2024, το «σκορ» ήταν 27% – 70%…
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε ποιες ποινικές υποθέσεις, ποιες ετυμηγορίες ή και ποιες παραγραφές δέσποζαν όλα αυτά τα χρόνια στην επικαιρότητα, επιφέροντας τέτοια σμίκρυνση του κύρους της δικαστικής λειτουργίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν εντάσσεται στα όρια αυτού του κειμένου.
Το επόμενο «διότι» (το 3ο ) αφορά τη ρέουσα πραγματικότητα, τα ευρήματα, αλλά και την ισχύ των επιχειρημάτων κάθε πλευράς. Ας πούμε πχ ότι διαβάζεις πρώτα το πόρισμα των δικαστικών πραγματογνωμόνων και, κατόπιν, όσα αναφέρει για αυτό – καταρρίπτοντάς το – η τεχνική ομάδα του Βασίλη Κοκοτσάκη, πραγματογνώμονα και τεχνικού συμβούλου των οικογενειών των θυμάτων. Ας υποθέσουμε ότι, βάσει όσων έχεις δει ή κατανοήσει, θεωρείς ισχυρότερη την επιχειρηματολογία της ομάδας Κοκοτσάκη. Τι πρέπει να κάνεις, δηλαδή; Να… λογοκρίνεις την ίδια τη σκέψη σου, επειδή στην… ούγια της μίας πλευράς φιγουράρει η λέξη «δικαστικοί»;
Κι αν – άλλο παράδειγμα – πληροφορείσαι ότι κατόπιν πρωθυπουργικής παρέμβασης σε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (26/3/23) αφαιρέθηκε η υπόθεση των Τεμπών από την ανακρίτρια Λάρισας και μεταβιβάστηκε σε εφέτη ανακριτή, ο οποίος απέφυγε να ενσωματώσει στη δικογραφία κρίσιμο υλικό (ηχητικά αρχεία, ψηφιακά έγγραφα, κ.α) που – κατ’ εντολή της προκατόχου του – είχε συλλέξει η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, θα πρέπει να τα βρεις όλα τούτα… φυσιολογικά;
Τι περίμενε, στ’ αλήθεια, η κυβέρνηση; Ότι στο άκουσμα της λέξης «Δικαιοσύνη» οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονταν σαν λοβοτομημένοι; Ότι θα έπαυαν να βλέπουν, να ακούν, να σκέφτονται και συμπεραίνουν;
Το τελευταίο (4ο) «διότι» μας καλεί να αξιώσουμε ένα τέλος στην αιώνια, περί Δικαιοσύνης, υποκρισία της πολιτικής εξουσίας. Από … καταβολής νεοελληνικού κράτους «κρατάει» το ίδιο σχοινί – κορδόνι… Στη ρητορική της αντιπολιτευόμενης πολιτικής δύναμης «Άλφα» η Δικαιοσύνη είναι συχνά «πιεζόμενη»(ποικιλοτρόπως) ή και καθαρά «χειραγωγούμενη» από τους εκτελεστική εξουσία. Όταν, όμως, η δύναμη «Άλφα» γίνει κυβερνώσα, η Δικαιοσύνη μετατρέπεται σε συνένωση πάνσοφης κουκουβάγιας και ιερής αγελάδας, …
Το Ιανουάριο του 2018, ως αξιωματική αντιπολίτευση η ΝΔ απαρίθμησε 22 συμβάντα που, κατά την άποψή της, ισοδυναμούσαν με ισάριθμες παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη Δικαιοσύνη. Σήμερα, η κυβερνώσα ΝΔ μας λέει να μην σκεφθούμε καν ότι η Δικαιοσύνη θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό πίεση… Μόνο που, όσο κι αν δεν τους αρέσει, ο κόσμος κρατά για τον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει.
Για να μη θυμηθούμε και περιπτώσεις κατά τις οποίες κυβερνήσεις (ειδικά της ΝΔ) αγνόησαν ή νόθευσαν εμπράκτως αποφάσεις της κατά τ’ άλλα …ιερότατης Δικαιοσύνης, επειδή έτυχε να μην ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους βουλήσεις.
Κινδυνολογία γκροτέσκα, «αντεπίθεση» σε κινούμενη άμμο…
Τρίτος λόγος: Η ασύλληπτη κινδυνολογία των τελευταίων ημερών εκ των πραγμάτων λειτουργεί ως τελάλης φόβου. Σημασία έχει και η ίδια η εξέλιξή της. Άρχισε με «κώδωνες κινδύνου» για τις «θεσμικές ανωμαλίες» που φέρνει «το πεζοδρόμιο», καθώς αμφισβητεί τη Δικαιοσύνη. Και πού καταλήγει; Στην «ταμπακιέρα», με οιμωγές για τα… φοβερά δεινά που ελλοχεύουν, αν «πέσει» η κυβέρνηση. Όλη η έπαρση για «την πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη» εξανεμίστηκε. Μοιάζει οξύμωρο, αλλά η «επικοινωνιακή αντεπίθεση», η οποία (υποτίθεται πως) εξελίσσεται από τα μέσα του μήνα, έχει ως λάβαρο τον υπαρξιακό κίνδυνο που «γυροφέρνει» την κυβέρνηση.
Πρόκειται λοιπόν για μια «αντεπίθεση» που δομείται πάνω στη λογική της πιο απελπισμένης άμυνας. «Προσέξτε, θα χαθούμε ως κυβέρνηση και μετά θα χαθείτε κι εσείς…». Πόσοι συγκινούνται με τέτοιες «προειδοποιήσεις»; Όχι πολλοί, όπως φαίνεται…
Άλλωστε η τόση δραματοποίηση της κυβερνητικής ή πρωθυπουργικής ανασφάλειας καταντά γκροτέσκα. Με το δίκιο της η αρθρογράφος Κατερίνα Τζορτζινάκη παρατήρησε (στη «Ναυτεμπορική») ότι όλα τούτα θυμίζουν τον κινηματογραφικό Ζάβαλο (Λάμπρο Κωνσταντάρα), όταν έλεγε: «Εάν πέσω εγώ κινδυνεύει η χώρα, τα Βαλκάνια, ο κόσμος». Μπορούμε φυσικά να θυμηθούμε και τον Ανδρέα Ντούζο, που όταν πιάστηκε «με τη γίδα στην πλάτη» κατηγορούσε τις «σκοτεινές δυνάμεις της ανωμαλίας» (στην ταινία «Φωνάζει ο κλέφτης»).
Τέταρτος λόγος: Μέσα στη σπασμωδικότητα και τον εκνευρισμό του, το κυβερνητικό και «νεοδημοκρατικό» στρατόπεδο φάσκει και αντιφάσκει, αναιρεί τα λόγια του και επιπλέον αποτυγχάνει πλήρως σε έναν καταμερισμό ρόλων, που κάποτε φαινόταν να τηρείται.
Σε σχέση με το τελευταίο: Αρχικά, τις επιθέσεις εναντίον των οικογενειών των θυμάτων είχαν αναλάβει κυρίως τα trolls του Διαδικτύου, άντε και μερικοί αρθρογράφοι και τηλεοπτικοί σχολιαστές, των οποίων οι λίβελλοι δεν θα χρεώνονταν στην κυβέρνηση. Αλλά, όσο καθαρότερα φαινόταν ότι η κυβέρνηση δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα με την υπόθεση αυτή, τόσο συχνότερα υπέκυπταν στον «πειρασμό» και κάποιοι από τους επίσημους εκφραστές της «γραμμής».
Έτσι, σε βάθος χρόνου, τα ακούσαμε όλα… Κυβερνητικά και κομματικά στελέχη (αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό) να διαβεβαιώνουν ότι σέβονταν απολύτως τις οικογένειες των θυμάτων, με τις οποίες μάλιστα μοιράζονταν την ίδια «επιθυμία να λάμψει η αλήθεια», αλλά και δηλώσεις σαν εκείνη της Ελίζας Βόζεμπεργκ που χαρακτήρισε την Μαρία Καρυστιανού πολιτικά καθοδηγούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είδαμε και ακούσαμε τον Κυρ. Μητσοτάκη, στην συνέντευξή του στον Alpha (29/1/25), να λέει πως στις λαοθάλασσες της 26ης Ιανουαρίου συμμετείχαν και πολίτες που στηρίζουν τη ΝΔ. Αλλά, εν όψει των συγκεντρώσεων της 28ης Φεβρουαρίου, στα social media φιγουράρισε εκείνη η αφίσα που διατείνεται: «Δεν θα πάω, εμπιστεύομαι τη Δικαιοσύνη». Κάπως έτσι, θα μπορούσαν ετεροχρονισμένα να επικριθούν ως… υπονομευτές της Δικαιοσύνης και οι οπαδοί – ψηφοφόροι της ΝΔ που, κατά τη διαπίστωση του πρωθυπουργού, συμμετείχαν στις διαδηλώσεις της 26ης Ιανουαρίου.
«Βομβαρδιστήκαμε» με άφθονες εκθέσεις ιδεών, για το πόσο καλά η κυβέρνηση κατανοεί τη σοβαρότητα του θέματος, για το πόσο φυσιολογικό είναι να «συνεχίζει η κοινωνία να βιώνει τα Τέμπη ως ανοιχτή πληγή, ως συλλογικό τραύμα», όπως είχε πει στον Alpha ο πρωθυπουργός. Μέχρι που ο Μάκης Βορίδης δεν… άντεξε και είπε ότι η σημασία του δυστυχήματος στα Τέμπη είναι μικρή, αν συγκριθεί με τις παγκόσμιες πολιτικές, γεωπολιτικές και οικονομικές αλλαγές…
Δεν είναι απλές «αστοχίες», πάνω σε αλλαγές του «μείγματος» μιας επικοινωνιακής γραμμής. Είναι – και φαίνονται – συμπτώματα πλήρους απώλειας ψυχραιμίας, αν όχι και ενδείξεις πολιτικής παράκρουσης.
Πέμπτος λόγος: Αυτό το «κάτι» που χρειαζόταν η κυβέρνηση για ν’ «αντεπιτεθεί», ναι μεν βρέθηκε (σε… κάδο ανακύκλωσης, με καθυστέρηση δυο ετών) , αλλά επικοινωνιακά δεν καρποφόρησε. Θα ήταν δύσκολο να τελεσφορήσει προπαγανδιστικά το «story» με το στικάκι και το αντίστοιχο οπτικό υλικό, έτσι όπως έγινε… διάσημο για τις χρονικές ανακολουθίες, αλλά για τις αντιφάσεις του όλου αφηγήματος.
Αυτό βεβαίως αφορούσε το θέμα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας, όχι τα υπόλοιπα «πώς» και «γιατί» της τραγωδίας. Από την πλευρά της κυβέρνησης, όμως, θα ήταν πολύ σημαντικό, αν έτσι κατόρθωνε να σπείρει αμφιβολίες και για το σύνολο της σε βάρος της κριτικής. Αυτό δεν συνέβη.
Κι έτσι, στο ξεκίνημα της «αντεπίθεσής» της, η κυβέρνηση έμοιαζε με έναν αθλητή του «επί κοντώ» που παίρνει φόρα για το τελευταίο άλμα, αλλά ξαφνικά διαπιστώνει ότι δεν κρατά κοντάρι. Αφού δεν μπορούσε να γίνει η «αντεπίθεση» με όπλα «πραγματολογικά», μοιραία τα κενά έπρεπε να τα καλύψουν περισσότερες κραυγές. Για «καπηλείες», «υπονομεύσεις» και «αποσταθεροποιήσεις».
Ό,τι και να κάνει ή να πει , πλέον, η κυβέρνηση, μοιάζει με κινήσεις σε κινούμενη άμμο. Ο λόγος τώρα στην κοινωνία. Η 28η του μήνα καταφθάνει.