31.4 C
Athens
Τετάρτη, 18 Ιουνίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αντιφατικός Φάουστ στο Εθνικό Θέατρο, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Μία παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη 

«Ιδού εγώ με τόσα φώτα, μωρός και άφρων όπως και πρώτα»!

Αν θεωρήσουμε ότι ο μύθος του Φάουστ αντανακλά τη μετάβαση από τον μεσαίωνα στην αναγέννηση, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτό το έργο, την είσοδο στο νεωτερικό θέατρο. Θεμελιακό κείμενο για όλη τη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και προπομπός των σκηνικών επιτευγμάτων του 20ου αι., συνεχίζει να αποτελεί και σήμερα πρόκληση για κάθε δημιουργό.

Στον Φάουστ ενυπάρχουν δύο βασικές συγκρούσεις. Μία θεολογικής και ηθικής τάξης (το καλό και το κακό) και μία φιλοσοφική.

Ο Γκαίτε συμφωνούσε με την συνθετική πρόταση του Καντ περί της «κριτικής λογοκρατίας», σύμφωνα με την οποία «έννοιες ανεξάρτητες από τα αισθητικά δεδομένα της εμπειρίας είναι άδειες και παραστάσεις της εμπειρίας χωρίς έννοιες του νου, είναι τυφλές».

Όμως το πρόβλημα του Φάουστ είναι κυρίως «υπαρξιακό». Θέλει να «αγγίξει» με τις αισθήσεις του ό,τι αποτελεί «ζωή». Τις ηδονές και των «γεγονότων την ορμή».

Οι μεσαιωνικοί αλχημιστές και ο συμβολισμός της νεότητας ως συνεκδοχή του Άφθαρτου και τέλειου πλατωνικού κόσμου των ιδεών, αποτελούν τη μαγιά που φουσκώνει την απέραντη επιθυμία για «γεύση του απόλυτου». Αυτά του προσφέρει ο Μεφιστοφελής, με αντάλλαγμα την ψυχή του. Το ταξίδι ξεκινά με μαγικό τρόπο αλλά τελειώνει με συντριβή και πόνο: την τρέλα και την επικείμενη εκτέλεση της αθώας Μαργαρίτας που ο Φάουστ διέφθειρε κι εγκατέλειψε.

Ο Άρης Μπινιάρης όμως δεν ανεβάζει τον «Φάουστ» του Γκαίτε αλλά ένα έργο βασισμένο στο μύθο του, στην παλιά όμως μετάφραση του Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου. Στο έργο ανιχνεύονται αποσπάσματα από το έργο του Μάρλοου, του Μαρκήσιου Ντε Σαντ και την «Εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπώ, θεμιτή προσέγγιση εφόσον αυτή η διακειμενικότητα υπηρετεί την δική του θεώρηση του κλασσικού μύθου, δίνοντάς του σύγχρονες διαστάσεις.

Γενικά ο Μπινιάρης χρησιμοποίησε την γνωστή πια δική του θεατρική «φόρμα», μία μουσικοχορευτική θεατρική παρουσίαση του μύθου, με θεαματικά στοιχεία που το απογειώνουν μεν οπτικά αλλά μάλλον καταλήγουν να αλληλοσυγκρούονται και να φλυαρούν μεταξύ τους σε βάρος του υπαρξιακού και φιλοσοφικού περιεχομένου του έργου.

Εν ολίγοις όλα τα έργα δεν στριμώχνονται στην ίδια φόρμα, όσο κι αν γοητεύει τον εμπνευστή της. Οι αντιφάσεις εν τέλει δεν κρύβονται.

Συγκεκριμένα ο σκηνοθέτης ξεκινά με μια ενδιαφέρουσα διανοητική σύλληψη.

Ο Φάουστ μας εμφανίζεται ως ένας σύγχρονος θεραπευόμενος, ξαπλωμένος στο ψυχαναλυτικό κρεββάτι του Καρλ Γιούγκ αλλά και του Φρόυντ, αναζητώντας την αυτογνωσία του, το φως («δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα κι αυτό μου καίει την καρδιά» λέει).

Στέκεται στο συμβολισμό κατά Γιούνγκ του όφεως της Παλαιάς Διαθήκης που προσφέρει στην Εύα τον καρπό της γνώσης. Ψυχαναλυτής του και δάσκαλος στην πορεία του προς την απελευθέρωση από τους δαίμονες του εσωτερικού του εαυτού που τον απομακρύνουν από την απόλαυση της ζωής και τον έρωτα, είναι ο Μεφιστοφελής.

Ο Φάουστ επιδιώκει την ηδονή για να ενωθεί με το σύνολο της ανθρώπινης φύσης του, ακόμα και με τα πιο βαθιά του ένστικτα.

Η διαφοροποίηση του Διονυσιακού με το Απολλώνιο στοιχείο και η ανάγκη σεβασμού και των δύο, είναι εμφανής στην παράσταση του Μπινιάρη. Μια σύνδεση δηλαδή με το αρχαιοελληνικό πνεύμα ίσως να ήταν η λύση για τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο που ζει την πλήρη σύγχυση, ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αμαρτία και την αρετή με τον Διάβολο (ή τον Μεφιστοφελή) να επιζεί ακόμα στον σημερινό «σκουριασμένο κόσμο» παρά την απομάκρυνση από τον Μεσαίωνα.

Έτσι καταδύεται στα σκοτάδια του υποσυνειδήτου του, στις καταπιεσμένες επιθυμίες από τις συμβάσεις και κυρίως τη θρησκεία που αλυσοδένει με τις μεσαιωνικές της αλυσίδες το άτομο, στις εξ αυτού του λόγου ματαιώσεις και απωθημένα από το φόβο της Αμαρτίας. Ο σκηνοθέτης αναπαριστά όλα αυτά στη σκηνή, σωματοποιώντας τους φαντασιακούς δαίμονες του ήρωά μας.

Οφείλω να πω πως η αρχική σκηνή με το σκηνικό Κουτί – Δωμάτιο όπου λαμβάνει χώρα η ψυχανάλυση και το οποίο παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο υποσυνείδητο (έτσι το αναπαριστά ο Φρόυντ) ήταν μια εξαιρετική ιδέα.

Όμως τελικά η παράσταση οδηγήθηκε σε μια δυσφορική και αντιφατική συνθήκη εφόσον ούτε σάτιρα ήταν, ούτε μιούζικαλ, ούτε όμως και το βαρύ υπαρξιακό και φιλοσοφικό περιεχόμενο μπορούσε με τόσο υπερμέγεθες θέαμα να υπηρετηθεί, αντίθετα πνίγηκε στην υπερβολή, παρά την άρτια υλοποίηση από το θίασο του τρίπτυχου (μουσική, χορός, τραγούδι) και επιπλέον της αναγκαστικής πρόζας.

Επίσης, παρά την προσπάθεια του σκηνοθέτη να «εκσυγχρονίσει» το νόημα του έργου, αυτό έμεινε τελικά στο πλαίσιο του κλασσικού κειμένου, εφόσον δεν διακρίναμε καμία αιχμή στα διλλήματα της σύγχρονης διανόησης , όπως για παράδειγμα τη βιοηθική ή τη χρήση της τεχνολογίας, τα όπλα μαζικής καταστροφής, την κλωνοποίηση ή την τεχνητή νοημοσύνη.

Μουσική (Τζεφ Βάγγερ), Σκηνικά και κοστούμια (Πάρις Μέξης), πράγματι άρτια υπηρέτησαν το σκηνοθετικό όραμα, ενώ ο Μιχάλης Βαλάσογλου μας έδωσε έναν Φάουστ ως έναν αμήχανο καθημερινό άνθρωπο και όχι τόσο ως έναν δοκιμαζόμενο διανοούμενο, αλλά παρ’ όλα αυτά στάθηκε στη σκηνή (πολύ ενδιαφέρον το στιγμιότυπο κατά το οποίο χορεύει μ’ ένα ομοίωμα ανθρώπου), ενώ η Νάντια Κατσούρα, μας έδωσε μια στοχαστική , όχι εσωστρεφή και όμορφη εικόνα της Μαργαρίτας.

Η Φαίδρα Νταϊόγλου δούλεψε εντατικά τις χορογραφίες κι αυτή η εργασία αποκρυσταλλώθηκε στη σκηνή.

Παίζουν: Μιχάλης Βαλάσογλου, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Μαριάννα Μαθιά, Μαρία Μαντά, Ιωάννα Μαυρέα, Λένα Μποζάκη, Άρης Νινίκας, Βασίλης Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου, Αλεξάνδρα Χασάνι, Γιλμάζ Χουσμέν

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ