Ποιο μπορεί να είναι σήμερα ο άμεσος στόχος, το επαρκές όριο της άμεσης πολιτικής παρέμβασης της Αριστεράς, με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς αλλά και με βάση την αναγκαία δυναμική τους για τη θετική, για τα λαϊκά δικαιώματα, αλλαγής τους; Κατ’ επέκταση, ποιο μπορεί να είναι το πολιτικό όριο που να οδηγεί στην αλλαγή της φοράς των πολιτικών εξελίξεων υπέρ της εργατικής πολιτικής αλλά και να αποκλείει την πολιτική της ενσωμάτωσης και της παράδοσης των εργαζομένων στην υπάρχουσα ηττοφόρα κατάσταση;
Για τη μορφοποίηση της εργατικής πολιτικής
Διέξοδο απ’ αυτό το γρίφο, όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν πρόκειται να βρει ούτε αποκλειστικά στο πεδίο της πολιτικής, ούτε αποκλειστικά στο πεδίο της θεωρίας, της επιστήμης και της ιδεολογίας.
Σε εμάς, στη μαχόμενη Αριστερά, τίποτε δε θα ήταν πιο παρεξηγημένο απ’ την έννοια της πολιτικής, αν δεν υπήρχε η ακόμα μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από την έννοια της θεωρίας και της ιδεολογίας.
Στη μακρόχρονη διαδρομή του εργατικού κινήματος, η ανισότητα ανάμεσα στην παραγωγή θεωρίας και στην παραγωγή πολιτικής και διεκδικητικής δράσης σημαδεύτηκε από τους όρους εξέλιξης της ίδιας της εργατικής τάξης.
Στην πρώτη, την «πρωτογενή» περίοδο της εργατικής τάξης οι ανάγκες της ζωής επέβαλλαν εμπειρικούς όρους πολιτικής πρακτικής και γνώσης. Η πολιτική πρακτική «καθοδηγούσε» και τροφοδοτούσε, έστω και μισά, την ιδεολογία. Αλλά η εμπειρική γνώση και πράξη έχουν προεπιστημονικό – όχι αντιεπιστημονικό – χαρακτήρα.
Με το έργο του Μαρξ, η θεωρία της εργατικής τάξης έκανε ένα ανεπανάληπτο άλμα στον ουρανό μέσα απ! τα σκληρά μονοπάτια της επιστήμης. Από τότε ξεκινά το πρώτο μεγάλο ρεύμα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, με τη θεωρία να προηγείται εμφανώς και να «οδηγεί» την πολιτική.
Λόγω όμως της ιστορικά διαμορφωμένης «προϋπάρχουσας» συνείδησης της εργατικής τάξης αλλά και λόγω της ίδιας της κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων (μορφωτικό επίπεδο, συνθήκες ζωής, εργασιακές σχέσεις) η πολιτική της πράξης της εργατικής τάξης υστερεί, την περίοδο αυτή, απέναντι στη θεωρία. Είναι η εποχή που η θεωρία εισάγεται αναγκαστικά «απ’ έξω» στο εργατικό κίνημα. Το μπολσεβίκικο ρεύμα, οι πολλοί Λένιν, οι Πρεομπραζένσκι, οι Κάμενεφ, οι Ζηνόβιεφ, οι Κολοντάι, οι Οσίνσκι, οι Μπουχάριν και οι τόσοι άλλοι, ανάμεσα τους πρώτος αναμεταξύ ίσων ο Λένιν, αυτοί οι πολύγλωσσοι, κοσμοπολίτες και πολυταξιδεμένοι θεωρητικοί, οργανωτές και επαναστάτες, αποτέλεσαν τον κορυφαίο εκπρόσωπο αυτής της εποχής.
Τότε, με τον «Οκτώβρη» που χώρισε το χρόνο στον πριν και μετά από αυτόν, συντελέστηκε η πιο συγκλονιστική μέχρι τώρα έφοδος της θεωρίας στο πεδίο της πολιτικής. Η πιο αποφασιστική ανύψωση της μαζικής πολιτικής στο επίπεδο της πιο προηγμένης εργατικής επαναστατικής συνείδησης, θεωρητικής και επιστημονικής γνώσης.
Κι έτσι γεννήθηκε και μορφοποιήθηκε η έννοια της επαναστατικής εργατικής πολιτικής.
Από δω και πέρα, κριτήριο της επαναστατικής πράξης δεν θα είναι μόνο οι, αναγκαίες φυσικά, άμεσες πολιτικές κατακτήσεις της, αλλά η παράλληλη και κατάλληλη προώθηση της επαναστατικής ταξικής συνείδησης και θεωρίας σε περιεχόμενο και σε διεθνή διάσταση.
Κάτω από αυτόν το συσχετισμό και αλληλοσύνδεση ανάμεσα στην πράξη και τη θεωρία η πολιτική πράξη πήρε ξανά το προβάδισμα απέναντι στη θεωρία.
Στη συνέχεια όμως η ιδεολογική παραγωγή δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τα νέα ερωτήματα, τους απροσδιόριστους δρόμους και τις απάτητες διαδρομές των νέων πολιτικών καθηκόντων που το εργατικό κίνημα ήταν αναγκασμένο να ακολουθεί. Αυτοπαγιδευόμενη, ήδη από το 1924, στον ηγεμονεύοντα πλέον στόχο του «κομμουνισμού σε μια χώρα» η επαναστατική «εργατική πολιτική» κατακερματίστηκε. Κι έτσι το μεγάλο αυτό ρεύμα του επαναστατικού εργατικού κινήματος τελικά «καθορίστηκε» ξανά από την υποταγή στην άμεση πολιτική σκοπιμότητα.
Το αποτέλεσμα ήταν να υποταχθεί το μέλλον του εργατικού κινήματος στο παρόν του και τελικά – όπως οι εξελίξεις απόδειξαν- στο πιο βάρβαρο καπιταλιστικό παρελθόν.
Αυτή την καταθλιπτική πρώιμη υστέρηση στην υλιστική θεωρία, φιλοσοφία, οικονομία και επιστήμη επισημαίνει ο Ιλιένκοφ στη γνωστή του επιστολή προς την ηγεσία του «κόμματος».
Tο ενιαίο και αδιαίρετο τρίπτυχο
Στην εποχή μας οι ίδιες οι καταιγιστικές εξελίξεις στην εργασία, την πολιτική και την επιστήμη, η παροξυσμικότητα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, οι νέες εσωτερικές δυνατότητες της σύγχρονης εργατικής τάξης – αυτής της για πρώτη φορά πολυπληθέστερης, της πλέον μορφωμένης και πολλαπλά αποξενωμένης και αλλοτριωνόμενης κοινωνικής δύναμης – οι ίδιες οι σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού οδηγούν σε μια πιο άρρηκτη σύνδεση της οικονομίας, της πολιτικής, της επιστήμης και της ιδεολογίας.
Διαμορφώνονται δυνατότητες όχι απλώς κάποιας επιστροφής στην εποχή που η θεωρία καθοδηγούσε την πολιτική ή η πολιτική τροφοδοτούσε τη θεωρία, αλλά διαμορφώνονται πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες για τη συνολική προώθηση της σύγχρονης εργατικής πολιτικής. Δηλαδή, της άρρηκτης διαλεκτικής καθημερινής ιδεολογικής παραγωγής, της ανάπτυξης της, αλλά και της άμεσης πολιτικής πράξης και μάλιστα από τα «μέσα» της ίδιας της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Αυτό το ενιαίο και αδιαίρετο τρίπτυχο (παραγωγή, ανάπτυξη ιδεολογίας, άμεση πολιτική πράξη) θα εκφράζει την πορεία της επαναστατικής συνειδητοποίησης των πρωτοπόρων εργατικών τμημάτων, θα αποτελεί το μέτρο αυτής της συνείδησης. Θα συμπυκνώνεται δε στη μορφή της συγκέντρωσης, οργάνωσης και ενοποίησης των δυνάμεων τους σε ένα επαναστατικό υποκείμενο νέου-«νέου τύπου», που θα αποτελείται από το κίνημα ως το πρωταρχικό, το κόμμα ως το κρίσιμο και καθοριστικό και το πολιτικό μέτωπο ως το αποφασιστικό.
Αυτός λοιπόν μπορεί και πρέπει να είναι ο άμεσος συνολικός στόχος της Αριστεράς στο σήμερα, η πολιτική συγκρότηση και των τριών συστατικών του πολιτικού υποκειμένου της εργατικής πολιτικής. Αυτές μπορεί να είναι, και να αποδειχθούν έμπρακτα πως είναι, οι άμεσες πολιτικές δυνατότητες του επαναστατικού κινήματος που πάει να γεννηθεί.
Οι εξελίξεις της τελευταίας τριακονταετίας, ειδικά η κρίση και η πανδημία, ειδικότερα ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι ιστορικής σημασίας.
Επιδρούν σε όλους, επέδρασαν και στα τρία ρεύματα της Αριστεράς τα οποία πήραν «εντέλει» τη σημερινή τους μορφή και περιεχόμενο.
Διαμορφώθηκε το σημερινό ΚΚΕ.
Μετά την αυτοκαταστροφική κυβίστηση του ΣΥΡΙΖΑ και την οριστική μετάλλαξη του σε αστικό κόμμα στα αριστερά του αστικού πολιτικού συστήματος, εμφανίζεται αυτοτελώς μια ανανεωτική μαχόμενη παραλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ, το ΜΕΡΑ 25.
Αναδείχτηκε, στο μέτρο του δυνατού, και το ζήτημα της αυτοτελούς ποιοτικής και ενωτικής ανάπτυξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς που επιχειρεί να σηκώσει κεφάλι μέσα από την καινούρια δίνη των πολιτικών αναμετρήσεων. «Τα πράγματα» εδώ είναι λιγότερο γνωστά, περισσότερα ρευστά και λιγότερο σίγουρα.. Το ρεύμα αυτό επιχειρεί να εκφράσει την πολύ αδύναμη, σήμερα βέβαια, τάση του κινήματος να προβάλει το στόχο της επαναστατικής κατάργησης του υπάρχοντος συστήματος σαν τη μοναδική συνολική ρεαλιστική διέξοδο από τη σκοπιά των εργατολαϊκών δυνάμεων. Και γι’ αυτό είναι εκείνο το ρεύμα που θα μπορούσε να συμβάλει πιο αποτελεσματικά απ’ όλες μαζί τις δυνάμεις της Αριστεράς στη διεκδίκηση και την επιβολή άμεσων μέτρων – ρηγμάτων ουσιαστικής βελτίωσης της κοινωνικής θέσης της εργατικής τάξης.
Ανεξάρτητα όμως από τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα, αυτό που είναι σίγουρο είναι πως αν η κατάσταση στην αριστερά μείνει ως έχει οι εξελίξεις θα πηγαίνουν ολοένα και δυσκολότερα και επικινδυνότερα για τους λαούς, και τον ελληνικό. Τυχόν διατήρηση της παλιάς κατάστασης και πολύ χειρότερα η τυχόν διεκδίκηση της διαχείρισης και της ιδιοκτησίας της, ισοδυναμεί με τη βαθύτερη εξουδετέρωση όχι μόνο του παρόντος αλλά και την επ’ αόριστον καθήλωση της Αριστεράς και του κινήματος στα σημερινά δυσμενή επίπεδα.
Οι συνταρακτικές πολιτικές εξελίξεις αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν πως και η πιο πιστή ερμηνεία της επαναστατικής παράδοσης δεν είναι επαρκής για την αλλαγή της σημερινής πραγματικότητας. Αντίθετα, αποκαλύπτουν πως χρειάζεται το καινοτόμο πνεύμα της ιστορικής παρακαταθήκης, ταυτόχρονα η εκ νέου κριτική ανάγνωση της με βάση τις σύγχρονες επαναστατικές δυνατότητες, η σε βάθος γνώση της ίδιας της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας.
Αλλά εδώ είναι το ζήτημα της θεωρίας, η αντιμετώπιση των πεδίων της Ιστορίας, της Οικονομίας, της Τέχνης, της Φιλοσοφίας σαν καθοριστικές πλευρές της προσωπικής και συλλογικής, οργανωμένης μας δράσης.
Ένας ιδιότυπος πολιτικός ρατσισμός
Κατά καιρούς «σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρόμικο ‘ψωμί», τους πετούν συνεχώς ένα, εν πολλοίς, παραποιημένο ιστορικό παρελθόν της Αριστεράς πάνω στο οποίο συγκροτούν την πολιτική εικόνα ενός μάταιου, δήθεν, μέλλοντος.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις της οικονομίας, της πολιτικής και του τύπου πότε απροκάλυπτα και πότε με δήθεν διακριτική ειρωνεία, μιμούνται και σ’ αυτόν τον τομέα, μ’ ένα ιδιαίτερο βέβαια βαλκανικό στιλ, τη στάση των μεγάλων νικητών απέναντι στο παγκόσμιο αριστερό κίνημα: Αντιμετωπίζουν συλλήβδην την Αριστερά όλων των αποχρώσεων μ’ έναν εντελώς χαιρέκακο και συχνά χοντροκομμένο πολιτικό ρατσισμό. Εξαπολύουν αδιάλειπτα μια φοβερή ιδεολογική αντεπίθεση, σπέρνουν και καλλιεργούν έναν πάσης φύσεως ανορθολογισμό και μια ασυγκράτητη θρησκοληψία, έναν αγοραίο αντικομουνισμό και μια ξεδιάντροπη αναθεώρηση της Ιστορίας
Αλλά γιατί όλα αυτά, γιατί αυτός ο ιδιότυπος πολιτικός ρατσισμός απέναντι σε μια κάθε άλλο παρά επικίνδυνη, όπως αποδεικνύεται, Αριστερά;
Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι όπως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το πολιτικό ένστικτο των εργαζομένων και της νεολαίας προέβλεψε τα συμπτώματα της επερχόμενης οικονομικής κρίσης και εξεγέρθηκε από το Παρίσι ως το Μεξικό, την Ιταλία ως το Τόκυο και την Αθήνα, έτσι και σήμερα, αλλά από την ανάποδη, είναι το οικονομικό και πολιτικό ένστικτο της ίδιας της αστικής τάξης που διακρίνει πιο έγκαιρα τις επερχόμενες μεγάλες και βαθιές πολιτικές αναταράξεις. Εδώ ένας πόλεμος γίνεται σε μια μικρή περιοχή, σε μια περιοχή της Ουκρανίας σαν την Ελλάδα σχεδόν, και έχει αναστατωθεί το σύμπαν.
Οι νεοσυντηρητικές αλλαγές και η σκληρή ιδεολογική επίθεση, στο εθνικό και διεθνικό πολιτικό σύστημα του ιμπεριαλισμού, του γίνονται αναγκαίες περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ακριβώς για την αντιμετώπιση των κινδύνων ενός ριζικού κλονισμού μιας πανίσχυρης και φαινομενικά αδιαμφισβήτητης ταξικής εξουσίας.
Ο ρατσισμός, σαν ρεύμα της κυρίαρχης ιδεολογίας και πρακτικής, δεν αποσκοπεί στην πλήρη εξαφάνιση και φυσική εξόντωση των μεταναστών, των ανέργων, των μειονοτήτων. Επιδιώκει την ακόμα πιο χαμηλή διατίμηση της ύπαρξης τους και την πλήρη εξασφάλιση της υποταγής τους. Έτσι και ο σημερινός ιδιόρρυθμος πολιτικός ρατσισμός απέναντι στη μαχόμενη αλλά «ακίνδυνη» Αριστερά, απέναντι σε κάθε ανυπότακτο και «αμετανόητο» αριστερό, αποσκοπεί στην παραπέρα διατίμηση της πολιτικής ύπαρξης τους. Πολιτική διατίμηση που είναι για το σύστημα εξίσου αναγκαία όσο και η διασφάλιση της υπακοής τους.
Με αυτό τον τρόπο οι κυρίαρχες δυνάμεις επιχειρούν να υποβαθμίζουν κυρίως τη γενικότερη πολιτική σημασία, το ρόλο και την πολιτική προοπτική της ίδιας «της πάλης της εργατικής τάξης για τον εαυτό της».
Γι αυτό και απειλούν με εξόντωση, τη σημερινή και ταυτόχρονα την εν δυνάμει μελλοντική Αριστερά της ανεξαρτησίας, της εργατικής χειραφέτησης και της επαναστατικής ανατροπής, που αποτελεί και τη μεγάλη και την ιστορική, πρωτίστως, αναγκαιότητα της εποχής μας.
Ο διπλός πολιτικός στόχος
Οι δυο πολιτικοί στόχοι, η συγκέντρωση και συγκρότηση προγραμματικών δυνάμεων στρατηγικής στόχευσης κατά πρώτο και η παράλληλη και ταυτόχρονη συγκρότηση των πολιτικών δυνάμεων της άμεσης τακτικής πολιτικής πρότασης, κατά δεύτερο, για την αλλαγή της φοράς των πολιτικών εξελίξεων υπέρ της εργατικής πολιτικής ώστε «να φάει ψωμί ο εργάτης», να επιβληθούν νίκες πάνω στο δημοκρατικό ζήτημα και πάνω στο θέμα της αποτροπής του πολέμου, αποτελούν τελικά το ελάχιστο αλλά επαρκές όριο για να «πάνε τα πράγματα αλλιώς».
Αυτή η διπλή, σταθερή πολιτική στόχευση είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Ειδικά για το ζήτημα του σύγχρονου χειραφετημένου και χειραφετητικού, κομμουνιστικού κόμματος και το πιο μικρό βήμα, η πιο μικρή σύμπτυξη δυνάμεων – οι πιο μεγάλες πορείες ξεκίνησαν εξάλλου με ένα μικρό πρώτο βήμα – μπορεί να ενεργοποιήσει τις πρώτες ισχυρές δυνάμεις .
Ανάλογη προσωπική και συλλογική στόχευση απαιτεί η πολιτική της διακριτής, ξεχωριστής συγκρότησης του μετώπου της άμεσης, τακτικής στόχευσης από όλους τους αγωνιστές και οργανώσεις, επαναστάτες, μεταρρυθμιστές, κομμουνιστές, από όλους όσοι θέλουν να αλλάξει η φορά των πολιτικών εξελίξεων υπέρ της εργατικής και σε βάρος της αστικής πολιτικής.
Ο διπλός αυτός πολιτικός στόχος έχει εσωτερικό συστατικό στοιχείο του τη θεωρία, όσο και τα μέσα άσκησης πολιτικής. Και τα δυο, θεωρία και μέσα υλοποίησης της πολιτικής πρότασης αποτελούν αδιάσπαστο μέρος της πολιτικής πρότασης.
Το υφιστάμενο αμήχανο, ομιχλώδες, όσο και έντονο κλίμα αντιπαράθεσης γύρω, κυρίως, από το σπουδαία ζητήματα της ζωής, μπορεί να δώσει τη θέση του σε μια δυναμική διαδικασία «ανάπτυξης» για τη λύση αυτών καθ αυτών των βασικών ζητημάτων. Αρκεί να μετασχηματιστεί ανάλογα το σημερινό κλίμα.
Εδώ είμαστε.