Καταμεσής του πολέμου, όπως, αναλογικά, και σε όλη τη διάρκεια της κρίσης του 2007- 2015, οι κυρίαρχες δυνάμεις κινούνται ανάμεσα σε μια νέα ένταση της υπερεκμετάλλευσης και στην «κοινωνική αντιμετώπιση» της. Στην ουσία βέβαια επιχειρούν να «τετραγωνίσουν τον κύκλο» καθώς η υπερεκμετάλλευση, από τη μια, αποφέρει άμεσα κέρδη, από την άλλη όμως, μεσο – μακροπρόθεσμα, δρα ως παράγοντας ακόμα βαθύτερης διαταραχής και κρίσης αυτής καθ’ αυτής της κερδοφορίας του κεφαλαίου γεγονός που επαναφέρει τη λήψη νέων βάρβαρων μέτρων.
Φαύλος κύκλος.
Όλες οι αντιφάσεις σε λειτουργία
Στην πραγματικότητα όλες οι αντιφάσεις και όλοι οι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες του πολιτικού συστήματος είναι σε λειτουργία.
«Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναφέρει η «ετήσια έκθεση 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση» του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για το 2021, δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής.
Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας».
Η χώρα φαίνεται να ανακάμπτει από το σοκ της πανδημίας αλλά με τίμημα τους 30000 νεκρούς, τους χιλιάδες ασθενείς μακράς διάρκειας ή ανάπηρους, μα και με νέες γνώσεις, φάρμακα, εμβόλια και στρατηγικές ίασης. Η πανδημία «αποσύρεται», όμως οι πολιτικοί έμποροι, λαθρέμποροι και μαυραγορίτες του νεοφιλελευθερισμού όπως σουλατσάριζαν καταμεσής της πανδημίας το ίδιο συνεχίζουν αδίστακτοι.
Καταμεσής και της πανδημίας, διαπιστώνει η μελέτη του ΙΝΓΣΕΕ, βάθυνε η ανισότητα και η φτώχεια:
το 2020 το 20% των φτωχότερων νοικοκυριών είχαν εισόδημα 520% (!!!) – 5,2 φορές – πιο χαμηλό από το αντίστοιχο εισόδημα του 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών. ..Παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων(!) έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης.»
«Το 12% των απασχολούμενων αντρών στην Ελλάδα, συνεχίζει η έκθεση, βρέθηκε το 2020 αντιμέτωπο με τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας (ευρήματα που δείχνουν το γενικότερο πρόβλημα της ποιότητας των θέσεων εργασίας στη χώρα μας και την ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού της υποδείγματος). Το 2020, στο σπασμό της πανδημικής κρίσης, το 16,6% των ατόμων στη χώρα μας – ένας στους έξι- δεν μπορούσε να καλύψει τη δαπάνη για βασικά αγαθά. Τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσον όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης εργάζονταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων…
Οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής αυτών.»
Ακόμη και η πολυδιαφημισμένη συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% το 2022 όχι μόνο δεν θα καλύψει την αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ αλλά περιορίζει μόνο μερικώς ακόμη και την απώλεια της αγοραστικής μας δύναμης – 18% τον Απρίλη έναντι -14,7% τον Μάρτιο – την οποία προκαλεί το κύμα ακρίβειας και το οποίο άμεσα εκμηδενίζει την όποια παροχή.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις από την έκθεση του ΙΝΓΣΕΕ είναι συνταρακτικές.
Το κρίσιμο γιατί
Το κρίσιμο ωστόσο είναι το γιατί ο Μητσοτάκης σήμερα, οι μνημονιακοί πρωθυπουργοί, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια μπορούσαν και μπορούν με επιτυχία να προωθούν στρατηγικού χαρακτήρα επιθέσεις σε βάρος της εργατικής πολιτικής. Γιατί ενώ αυτά είναι παγκοίνως γνωστά οι εργατολαϊκές δυνάμεις αιχμαλωτίζονται σε πολιτικό επίπεδο στην φαντασμαγορία σκοτάδι – φως, ικανός – ανίκανος; (ικανός ή ανίκανος γιατί, για ποιο σκοπό, ποια πολιτική), του δίπολου «ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ»;
Το κεφάλαιο στην εποχή μας για να μπορεί να παίρνει όλο και περισσότερα, δε ζητάει πολλά, «τα ζητάει όλα». Οι κοινωνικές παροχές απομοιώνονται, οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, οι πολεμικές ιαχές ενισχύονται, η κρατική βία απλώνεται.!
Και αυτό θα συνεχιστεί.
Κι όσοι εξακολουθούν αγνά, ρομαντικά και κυρίως δογματικά να αναζητούν ένα δεύτερο ή τρίτο δρόμο της κοινωνικής ευαισθησίας έστω, στα πλαίσια της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού, παραβλέπουν ότι η τάση για συνολική κοινωνική βαρβαρότητα που τον χαρακτηρίζει δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων ή κάποιο αυτόματο αποτέλεσμα των αρνητικών συσχετισμών. Η τάση για μια στροφή διαρκείας στη συνολική υπεραντιδραστική επίθεση σε βάρος της εργασίας αποτελεί την ουσιαστική, θεμελιώδη και αναγκαία πλευρά των κυρίαρχων χαρακτηριστικών των κοινωνιών της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η τάση προωθείται μέσα από διαφορετικές, φυσικά, πολιτικές και τακτικές ανάλογα με τις καμπές της ταξικής πάλης με την ουσία να παραμένει η ίδια.
Αν επομένως τα πράγματα στην Αριστερά και στο κίνημα μείνουν ως έχουν, μετά από τέσσερα χρόνια, με όποιον κυβερνήτη, θα είναι χειρότερα όπως κατ’ αναλογία κάθε επόμενη μνημονιακή κυβέρνηση ήταν χειρότερη της προηγούμενης.(Κάθε επόμενη επισφράγιζε τα ήδη ληφθέντα αντιλαϊκά μέτρα της προηγούμενης στο όνομα του δεν γίνεται αλλιώς και πρόσθετε κι άλλα). Τότε η πολιτική Ιστορία θα επαναληφθεί όχι μόνο ως νέα φάρσα αλλά και ως νέα τραγωδία.
Το θεμελιακό ερώτημα
Εδώ αναφύεται επομένως το θεμελιακό ερώτημα, κατά πόσο είναι ή όχι αναγκαία, ρεαλιστική και τελικά καθοριστική και επιτακτική, η επιμονή στην επανίδρυση – επαναθεμελίωση – αναγέννηση της κοινωνικοπολιτικής Αριστεράς για την υπεράσπιση τόσο των άμεσων αναγκών όσο και των αναγκαίων στρατηγικών στόχων και ανατρεπτικών αναγκαιοτήτων της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Μήπως η εμπειρία των τελευταίων 20 χρόνων και στη χώρα μας δείχνει ότι αντικειμενικά είναι αργά πλέον για κάτι τέτοιο; Ή μήπως πάλι είναι νωρίς; Ή μήπως δεν χρειάζεται να πέφτει το βάρος σε μια τέτοια ανεξάρτητη προσπάθεια, αφού το «παλιό κίνημα» ξαναγεννιέται σε Ανατολή και Δύση; Και επομένως το «νέο» της εργατικής χειραφέτησης και των ιστορικά διαμορφούμενων σύγχρονων λαϊκών αναγκών που βρίσκονται στο κρεβάτι του νεοφιλελεύθερου Προκρούστη μπορεί να προκύψει κυρίως μέσα από τις πολύμορφες επαφές με τις μαζικές στρατιές τύπου Ζιουγκάνοφ, ή Σι Τζινπινγκ, ή έστω μέσα από τα ασθενικά ακόμη τμήματα του μεσιέ Ρουσέλ με το πεντάκτινο αστέρι, ή από την ιταλική Αριστερά των σινιόρι Αρτούρο Σκότο και Λορεντάνα Ντε Πέτρις;
Και πώς λύνεται, τέλος πάντων, το περίφημο ζήτημα της περιθωριοποίησης, πως αντιμετωπίζεται η Κίρκη της ενσωμάτωσης με πυρήνα τη βασική στρατηγική κατεύθυνση της εργατικής πολιτικής για μαζική, αυτοτελή πολιτική και οργανωτική παρουσία;
Στη σημερινή πραγματικότητα και στη δυναμική της, οι εργαζόμενοι, για να επιβιώνουμε σύμφωνα με τις νέες στοιχειώδεις ανάγκες μας, δεν αρκεί μόνο να αντιστεκόμαστε στο «να τα δώσουμε όλα». Αλλά πρέπει να αποσπούμε νίκες πάνω στο ζήτημα της αποτροπής του πολέμου, στο δημοκρατικό ζήτημα, στο θέμα του χρόνου εργασίας, τη σταθερότητας της και των απολαβών ώστε αυτές να παρακολουθούν τουλάχιστον στην άνοδο του ΑΕΠ, της παραγωγικότητας και «έστω και λίγα» από τα κέρδη. (Στοιχεία ενός τέτοιου σύγχρονα ανατρεπτικού εργατολαϊκού αγώνα εμφανίζονται ήδη κατά κύματα κυρίως μέσα από τις σύγχρονες δυνάμεις χειραφέτησης της εργασίας, εμφανίστηκαν στην COSCO, στους φοιτητές, στην e-Food, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ κ.α.)
Αν δεν συμβεί αυτό τότε θα επανέρχεται η εικόνα της έκθεσης του ΙΝΓΣΕΕ πως «… Σε σύγκριση με το έτος 2000, η μείωση των εργαζομένων που καλύφθηκαν από τις συλλογικές συμβάσεις (στην Ελλάδα) άγγιξε το 75%.(!) Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση μετά τη Ρουμανία. Μείωση που ως συνέπεια έχει να παραμείνουν ακάλυπτοι 2,8 εκατομμύρια εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της Ελλάδας. Θα εξακολουθεί η Ελλάδα να καταγράφει, όπως το 2021, το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους χρέους στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές μεταξύ των 19 κρατών- 13 μελών της ευρωζώνης. Και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12,256 το 2021) να ρουφά τον ιδρώτα των εργατών
Για τον «κομμουνισμό της καθημερινότητας»
Όποιος σε αυτή τη φάση επιθυμεί πραγματικά να σταματήσει να κυλά η χώρα στον αυταρχισμό και στην παρακμή, οφείλει να πάρει θέση απέναντι στον εκφυλισμό που ενσταλάζεται στο σώμα της κοινωνίας όχι από το πουθενά αλλά από το καζάνι της πιο βάρβαρης μεταπολεμικής πολιτικής η οποία πρέπει να ηττηθεί, να ανατραπεί.
Να βοηθήσει ώστε να αναγνωρίσουν όλο και περισσότεροι ότι η σωτηρία της κοινωνίας είναι ακριβώς η βαθιά αλλαγή της και όχι η τοποθέτησή της στη φορμόλη.
Να προβάλλει τις εργατικές τάσεις και αναγκαιότητες, ρεαλιστικά, επίμονα και μεροληπτικά, επικοινωνώντας προωθητικά-ηγεμονικά με τις τάσεις ενσωμάτωσης των εργαζομένων ώστε την επομένη να ενισχυθεί έμπρακτα και με προοπτική η εργατική πολιτική.
Οφείλει επομένως να υποστηρίξει τη λογική, πρωτίστως, κατά συνεπαγωγή και τις προσπάθειες, για τη συγκέντρωση ικανών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων τόσο του στρατηγικού λόγου όσο και της άμεσης, της τακτικής στόχευσης.
Για ένα κίνημα που «θα καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων (Κ. Μαρξ Γερμανική Ιδεολογία) προσανατολισμένα προς τα λαϊκά δικαιώματα», για το κίνημα – κομμουνισμό της καθημερινότητας.
Αυτής της λογικής είναι καρπός η κοινή διακήρυξη ΑΡΑΝ – Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου για την «Κοινή δέσμευση για τη συμβολή στη δημιουργία μεταβατικής οργάνωσης για μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική». Οι δυνάμεις της στρατηγικής συντήκονται αντί να διασπώνται. Σύντηξη που πολιτικά μπορεί να ελευθερώσεις πολιτική ενέργεια ανάλογη του ομώνυμου πυρηνικού φαινομένου.
Της ίδιας λογικής καρπός είναι και η «Πρωτοβουλία για το Διάλογο και την κοινή δράση της Αριστεράς».
Αυτή η προσπάθεια, αυτό το εργατικό ρεύμα του «κομμουνισμού της καθημερινότητας» θα μπορεί να ενώνει μεταρρυθμιστές και επαναστάτες, πάνω στις ανάγκες και πάνω στον άμεσο αγώνα για «να φάει ψωμί ο εργάτης», θα επιδιώκει την ενοποίηση των εργατικών συνειδήσεων προσανατολισμένα προς μια ανώτερη προγραμματική και οργανωτική ζώνη λαϊκών αγωνιστών. Προσανατολισμένα προς μια χειραφετημένη και χειραφετητική κοινωνία στην οποία η εργατική τάξη θα έχει τον πρώτο λόγο. Σε αυτό το σύγχρονο ΕΑΜ (Εργατικό Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο ) θα έχουν τη θέση τους εκτός άλλων και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δύσκολο αλλά αντικειμενικά και επιτακτικά αναγκαίο.
Η ενεργός στήριξη αυτών των ξεχωριστών προσπαθειών, παρά τις αδυναμίες και με τις αδυναμίες τους είναι ένα άμεσο χειροπιαστό πολιτικό ζήτημα ουσίας. Η όλη πορεία τους δεν πρόκειται να κριθεί γενικά και αόριστα από την εργατική τάξη ή την ιστορία αλλά από τις σημερινές υπαρκτές δυνάμεις που ανιχνεύουν, προωθούν, δοκιμάζουν την εργατική πολιτική.
Αυτή η πολιτική της παράλληλης, διπλής, συγκέντρωσης ικανών σε όγκο και ποιότητα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για να μπορούν να αναμετρώνται νικηφόρα με τις κανιβαλικές πολιτικές είναι η μόνη που μπορεί «να πάει τα πράγματα αλλιώς», εξ ου το διαρκές και μονότονο στην παρουσία της.
Ένα τέτοιο εργατικό ρεύμα θα συντονίζει και θα αναπτύσσει τον αποφασιστικό, συλλογικό εργατικό αγώνα ως μια «μικρογραφία» της επανάστασης. Έτσι θα είναι σε θέση να συνδέει στην πράξη την τακτική με τη στρατηγική, έχοντας ως κρίκο τη διαπάλη και τη σύγκλιση ανάμεσα στις δύο ζώνες του εργατικού αγώνα και όχι την «προσγείωση» και την υποταγή στην «άμεση πάλη» για τα στοιχειώδη και τα αυτονόητα.
Σε αυτό το διαρκές εργατικό, ανατρεπτικό «Κοινοβούλιο» του εργατικού κινήματος, όλες οι πολιτικές πρωτοπορίες εργατικής στόχευσης θα υπερασπίζουν την ανεξαρτησία του λαϊκού κινήματος, θα αναγνωρίζουν την καθοριστικότητα των συλλογικών αποφάσεων και πρακτικών του, θα ενισχύουν την «πολιτική βαρύτητα» του και θα συμβάλλουν στην επαναθεμελίωοη ενός συνολικού πολιτισμού του εργατικού αγώνα.
Σε διεθνή κλίμακα και στη χώρα μας ξεχωρίζει ήδη ένα μικρό αλλά αισθητό, κρίσιμο τμήμα εργαζομένων που κινείται στη συγκρότηση μιας νέας χειραφετητικής Αριστεράς, έξω από το «περιθώριο» του συστήματος.
Οι δυνάμεις αυτές δε βρίσκονται μόνο ή κυρίως στις όποιες πρωτοπορίες «επέζησαν» από τον κατακλυσμό που καταπόντισε την Αριστερά. Δεν στηρίζονται μόνο ή κυρίως στις επαναστατικές επεξεργασίες και τις πρακτικές που αυτές οι πρωτοπορίες καλούνται να επαναδιαμορφώσουν.
Οι δυνάμεις αυτές στηρίζονται στις νέες κοινωνικές πολιτικές τάσεις για την κατάργηση της αγοράς και της εκμετάλλευσης, που γεννιούνται στην καρδιά του συγχρόνου καπιταλισμού και αποτελούν «ισάριθμες νάρκες, ικανές να τον τινάξουν στον αέρα», όπως είπε ο ιδρυτής του «κόμματος» μας.
Η πολύμορφη οργάνωση αυτών των δυνάμεων σε μια νέα εργατική, επαναστατική ανεξάρτητη, μετωπική και αυτοδιοικούμενη Αριστερά αποτελεί αντικειμενικά το μεγάλο ζητούμενο για το εργατικό κίνημα και στη χώρα μας.
Και αυτό δεν είναι ούτε αργά, ούτε νωρίς, είναι αντικειμενικά αναγκαίο.