Δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια η γερμανική κοινοβουλευτική αριστερά, δηλαδή το Die Linke, βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Όντας ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα που έχει προκύψει από την συσπείρωση πολλών ρευμάτων, οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν το κόμμα να εκφράζει μια αριστερή (κυβερνητική) σοσιαλδημοκρατία αυτούς που επιθυμούν έναν εκλογικό μηχανισμό αποδέκτη της ψήφου διαμαρτυρίας, εκείνους που επιδιώκουν να είναι ένα κινηματικό κόμμα που θα κινείται όμως εντός του συστήματος και μιας μειοψηφικής τάσης (ή μάλλον τάσεων) που αναζητούν μια εναλλακτική στον καπιταλισμό είναι συχνά ασυμβίβαστες, κάτι που οδηγεί σε εντάσεις.
Τελευταία όμως οι αντιφάσεις αυτές μοιάζουν να έχουν οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο, γεγονός που παραλύει το κόμμα και το βυθίζει στην αμηχανία. Ο αριθμός των μελών έχει μειωθεί από τις 78.000 το 2009 στις 60.681 το 2021, ενώ η κρίση αποτυπώνεται και εκλογικά τόσο σε ομοσπονδιακό (2017: 9,2%, 2021: 4,9%), όσο και κρατιδιακό επίπεδο. Ήδη από το 2019 η υποχώρηση των ποσοστών ιδίως στα προπύργια του κόμματος στα ανατολικά είναι εμφανής: το 2019 στο Βρανδεμβούργο από 18,5% σε 10,7% και στη Σαξωνία από το 18,9 στο 10,4%, το 2021 στη Σαξονία – Άνχαλτ από το 16,3% στο 11%, στο Βερολίνο από το 15,7% στο 14,1% και στο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία από το 13,1% στο 9,9%. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί εδώ η Θουριγγία όπου το Die Linke παραμένει πρώτη δύναμη, με το 31% που έλαβε στις εκλογές του 2019 (+2,8%).
Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στις δυτικές περιοχές. Στα μεγαλύτερα κρατίδια της χώρας, Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, Κάτω Σαξονία, Βαυαρία, Βάδη – Βυρτεμβέργη, κινείται κάτω από το όριο του 5%, διατηρώντας δυνάμεις μόνο στο Αμβούργο (2020 9,1% και +0,6%) και στο κρατίδιο της Έσης (2018 6,3% και +1,1%). Αντίθετα στο μικρό κρατίδιο του Σάαρλαντ τα ποσοστά του φέτος κατέρρευσαν από το 12,9% στο 2,6%, εξαιτίας κυρίως της αποχώρησης του ιδιαίτερα δημοφιλούς Oskar Lafontaine, συζύγου της Sara Wagenknecht, δέκα μέρες πριν τις εκλογές. Μια ακόμα αποτυχία ήρθε την περασμένη Κυριακή (9/10) όταν το κόμμα όχι μόνο απέτυχε στον προγραμματικό του στόχο να εισέλθει στο κοινοβούλιο της Κάτω Σαξονίας αλλά είδε και τα ποσοστά του να μειώνονται (από το 4,6 στο 2,7%).
Βεβαίως το ζήτημα δεν είναι μόνο εκλογικό, το βασικό πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το Die Linke είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ταυτίζουν πλέον το κόμμα με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη όπως συνέβαινε παλαιότερα. Σημαντική είναι επίσης η αλλαγή στην κοινωνική του σύνθεση που πλέον έχει μετατοπιστεί προς τα μεσαία στρώματα: σύμφωνα με έρευνα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 2017 τα μέλη του κόμματος ήταν κατά 19% εργάτες, 32% ιδιωτικοί υπάλληλοι, 34% απασχολούμενοι στο δημόσιο και 16% αυτοαπασχολούμενοι. Τα ιδιαίτερα στενά όρια του «επιτρεπτού» στην γερμανική πολιτική έχουν στρέψει το κόμμα προς τις συγκυβερνήσεις σε τοπικό επίπεδο, όπως στο κρατίδιο του Βερολίνου ή στην Θουριγγία και στην ανάληψη επίσημων αξιωμάτων: ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Θουριγγίας κατέχει αυτή τη στιγμή ως πρόεδρος του Bundesrat, του γερμανικού ομοσπονδιακού συμβουλίου, το 4ο υψηλότερο πολιτικό αξίωμα.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η πρόσφατη συμμετοχή εκπροσώπου του κόμματος στην αντιπροσωπεία βουλευτών – μελών του κύκλου φίλων Βερολίνου – Ταϊπέι στην Ταιβάν υπό τον Klaus – Peter Willsch της δεξιάς πτέρυγας των χριστιανοκοινωνιστών του CDU. Για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων αυτών έχει δημιουργηθεί ένας μεγάλος γραφειοκρατικός μηχανισμός ο οποίος πλέον ασκεί σημαντικό έλεγχο πάνω στο κόμμα και στις αποφάσεις που λαμβάνονται κινούμενος και βάσει του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης του ενώ και η εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση έχει παίξει τον ρόλο της στην μετατόπιση του κόμματος προς πιο «ρεαλιστικές» θέσεις.
Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στην πολιτική στάση του Die Linke στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία. Η πλειοψηφία της ηγεσίας υποστηρίζει τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία και έχει ταχθεί υπέρ του περιορισμού του ρωσικού αερίου ενώ αρνείται να αναγνωρίσει ότι οι κυρώσεις αυτές αποτελούν στην ουσία οικονομικό πόλεμο ούτε ασκεί κάποιου είδους κριτική στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και στις ευθύνες του ΝΑΤΟ στο ξέσπασμα της σύγκρουσης. Αντίθετα, οι κύκλοι αυτοί καταβάλουν προσπάθειες για την φίμωση και αποπομπή της Sara Wagenknecht, κατηγορώντας την ότι αγνοεί τις αποφάσεις του κόμματος ή ακόμα και ότι δουλεύει για την Μόσχα. Η στάση της σε πολλά θέματα μπορεί να είναι ως και προβληματική και η ίδια να μην διεκδικεί δάφνες «επαναστατικότητας», για τους «συντρόφους» της αυτούς όμως παραμένει μια «ενοχλητική» φωνή. Και χωρίς να αρνείται κανείς το γεγονός ότι και στο ζήτημα του πολέμου δεν μπορεί μια ριζοσπαστική αριστερή τοποθέτηση να ταυτιστεί με τις αναλύσεις της πρέπει να της αναγνωριστεί ότι είναι από τους λίγους πολιτικούς που με τις παρεμβάσεις τους επισημαίνουν τους κινδύνους που φέρνει η εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική και η σύμπλευση μαζί της.
Στις 10 Σεπτεμβρίου σε άρθρο της στην εφημερίδα junge Welt επισήμανε πως η κυβέρνηση οδηγεί την Γερμανία σε κοινωνική και οικονομική καταστροφή, με το 1/3 των επιχειρήσεων να απειλείται με λουκέτο και τη χώρα να κινδυνεύει από ενεργειακό μπλακάουτ. Επιπλέον κατά την γνώμη της δεν θα πρέπει να αφεθεί η αντίδραση στον πόλεμο στην ακροδεξιά. Σε νέο της άρθρο στην ίδια εφημερίδα στις αρχές Οκτωβρίου τόνισε πως η κυβέρνηση δεν έχει να προσφέρει καμία ελάφρυνση στους πολίτες, στηρίζοντας μόνο τους ομίλους της ενέργειας, μέσω της ανάληψης δανείων ύψους έως και 200 δις ευρώ και ότι ο οικονομικός πόλεμος βλάπτει περισσότερο τη Γερμανία οδηγώντας την στην αποβιομηχανοποίηση, αυξάνοντας τα κέρδη για την Gazprom, προωθεί τα αμερικανικά συμφέροντα, επηρεάζει αρνητικά τον παγκόσμιο νότο και επιταχύνει την κλιματική αλλαγή μέσω της αύξησης της χρήσης λιγνίτη και σχιστολιθικού αερίου. Κατά την γνώμη της οι πολιτικές αυτές δεν μπορούν να φέρουν την ειρήνη και μόνο η διπλωματία μπορεί να αποτρέψει μια περαιτέρω όξυνση, ενώ κάλεσε και σε διαμαρτυρίες για «θέρμανση, ψωμί και ειρήνη» (εφημερίδα junge Welt 01 Οκτωβρίου 2022).
Γεγονός είναι πως η γερμανική εμπλοκή στο ουκρανικό ήδη έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο λαϊκό εισόδημα. Ποτέ ξανά από το 1951, χρονιά που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε ανακτήσει ακόμα πλήρως την κυριαρχία της, ο πληθωρισμός δεν ήταν τόσο υψηλός, αγγίζοντας το 10% τον περασμένο Σεπτέμβρη (4,1% τον Σεπτέμβρη του 2021, 3,1% συνολικά για το 2021) με τις τιμές των βασικών αγαθών τραβούν την ανηφόρα. Έξοδα για νοίκι και ενέργεια +32,5%, για μεταφορές +12,5%, για άλευρα +34,2%, γαλακτοκομικά και αυγά +26,8%, για μαγειρικά λίπη και έλαια +44,5% (για φυτικά έλαια μάλιστα +81,2%), για προϊόντα κρέατος 18,6%. Η τιμή της βενζίνης σούπερ ανέβηκε τον Αύγουστο στα 192,86 λεπτά/λίτρο από 157,9 λεπτά τον αντίστοιχο μήνα του 2021 ενώ ήδη στις αρχές Σεπτέμβρη τα έξοδα για θέρμανση είχαν τριπλασιαστεί, την ίδια ώρα που οι όμιλοι της ενέργειας σημείωναν υπερκέρδη ύψους 113 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Και ενώ πλειοψηφικά κομμάτια της γερμανικής κοινωνίας αναρωτιούνται για το πώς θα βγάλουν το χειμώνα ένα κομμάτι του Die Linke δεν δείχνει καν πρόθυμο να υποστηρίξει κοινωνικές διαμαρτυρίες ενώ ένα άλλο το μόνο που κάνει είναι να ζητά από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα ενάντια στην ακρίβεια. Χαρακτηριστική είναι εδώ η δήλωση του πρωθυπουργού της Θουριγγίας Bodo Ramelow [ˈboːdo ˈʁaməlo] αναφορικά με την 3η Οκτωβρίου, την ημέρα της γερμανικής ενοποίησης, ότι «σε τέτοιους καιρούς πρέπει να είμαστε σε θέση και να γιορτάζουμε», εκθειάζοντας παράλληλα τα πλεονεκτήματα των περιοχών της πάλαι ποτέ Λαϊκής Δημοκρατίας ως έδρας μεγάλων επιχειρήσεων. Τα κομμάτια αυτά δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να κατηγορηθούν για εγγύτητα προς την Ρωσία, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι αν καλεστούν κινητοποιήσεις, αυτές ενδέχεται να υπερφαλαγγιστούν από την ακροδεξιά. Η ιδρυτική διακήρυξη του 2007 για ένα κόμμα δημοκρατικό και κοινωνικό, οικολογικό, φεμινιστικό και αντιπατριαρχικό, ανοιχτό και πλουραλιστικό, αντιρατσιστικό, αντιφασιστικό και συνεπές φιλειρηνικό μοιάζει να ανήκει πλέον σε μια άλλη εποχή.
Οι δυνάμεις που επιδιώκουν μέσω κινητοποιήσεων να στραφούν ενάντια στον πόλεμο και την ακρίβεια είναι μικρές και αντιφατικές, αποτελούμενες από αριστερές συλλογικότητες είτε εντός είτε εκτός του Die Linke, σωματεία, επιτροπές εργαζομένων και ειρήνης κοκ. με διαφορετικές αναλύσεις και στοχοθεσίες, και για την ώρα με δυσκολία συγκεντρώνουν πάνω από 1.000 συμμετέχοντες ακόμα και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Και μπορεί ο χειμώνας να αναμένεται ιδιαίτερα δύσκολος, αυτό όμως δεν συνεπάγεται και αυτόματα ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια θα εκδηλωθεί και στους δρόμους ή ότι μια αριστερά σε βαθιά κρίση θα καταφέρει να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική, ιδιαίτερα από την στιγμή που δεν θίγει τις πραγματικές αιτίες της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης.
Στην τελική, το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η γερμανική αριστερά δεν είναι μόνο το «μεταρρύθμιση» ή «επανάσταση». Είναι και το αν αντιλαμβάνεσαι την πολιτική μόνο ως υπόθεση του κοινοβουλίου ή και των ίδιων των μαζών που δεν αποτελούνται απλά από ψηφοφόρους αλλά από ενεργούς πολίτες, αν είναι σε θέση να προτάξει μια πολιτική ανεξάρτητη από το αστικό κράτος και τα ιδιαίτερα συμφέροντα του. Για την ώρα πάντως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσει κανείς μια πρόβλεψη για το αν τελικά το Die Linke θα οδηγηθεί στην διάσπαση ή αν μέσα από αυτήν την ενδεχομενικότητα προκύψει ένας νέος μαζικός και μαχητικός αριστερός σχηματισμός.
Αυτό σε σημαντικό βαθμό θα καθοριστεί και από το εάν οι δυνάμεις που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα αυτή καταφέρουν να οργανώσουν ένα πλατύ και μαζικό κινηματικό μέτωπο. Κάτι που θα βαθύνει παράλληλα και την ίδια την κρίση των ρεφορμιστικών δυνάμεων ή αν η αριστερά συνεχίσει, στο «καλό» σενάριο την πορεία μετατροπής της σε ένα δεκανίκι του SPD ή αν ακόμα οδηγηθεί και στην πλήρη οργανωτική εξαφάνιση.