9 C
Athens
Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η επαναστατική σκέψη του Λένιν και το έργο του, του Χρήστου Κεφαλή

Μέρος Ι. Από τις απαρχές του ρωσικού εργατικού κινήματος ως τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια διάλεξη του Χρήστου Κεφαλή στο Ανοικτό Φιλοσοφικό Σχολείο, Χατζίνειο, Καλλιθέα. Πραγματοποιήθηκε στις 31/10/2017, με αφορμή το προ μηνών εκδομένο βιβλίο του Λένιν. Η Διάνοια της Επανάστασης, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2017. Παρουσιάζεται σε δυο μέρη.

 

Το θέμα της ομιλίας μου θα είναι η σκέψη και το έργο του Λένιν. Από την αρχή πρέπει να πω ότι αυτά τα δυο στον Λένιν δεν είναι δυο διαφορετικά ή αποκλίνοντα πράγματα. Σε μερικούς στοχαστές, διανοούμενους, κ.λπ., υπάρχει όντως μια τέτοια απόκλιση. Ο Ένγκελς φέρνει το παράδειγμα του Μπαλζάκ, ο οποίος στην πολιτική του σκέψη ήταν ένας συντηρητικός αριστοκράτης, αλλά τα μυθιστορήματά του ήταν ρεαλιστικά και προοδευτικά.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Λένιν, αντίθετα, ήταν η ενότητα της θεωρίας με την πράξη, της σκέψης με τη δράση. Ο Λένιν είχε μια συνεπή μαρξιστική θεώρηση της πραγματικότητας και οι αναλύσεις του αυτής της πραγματικότητας καθόριζαν τη δράση του. Βέβαια, η μαρξιστική θεώρηση του Λένιν και η ενότητα της θεωρίας με την πράξη δεν ήταν κάτι στατικό, αναπτύσσονταν και εμπλουτίζονταν διαρκώς, δεν έπαυαν όμως ποτέ να υπάρχουν.

Θα αναφερθώ σε όλη την πορεία του Λένιν, από την έναρξη της επαναστατικής του δράσης ως το θάνατό του. Σχηματικά, η παρουσίαση χωρίζεται σε έξι ενότητες: Ως τη θεμελίωση του Κόμματος (1903) – η πρώτη ρωσική επανάσταση – η μεσοεπαναστατική περίοδος – ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος – η επανάσταση του 1917 – η ΝΕΠ και η σοσιαλιστική οικοδόμηση.

 

1. Η πάλη ενάντια στους ναρόντνικους και η θεμελίωση του κόμματος

 

Η εμφάνιση του Λένιν στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να ρίξουμε μια ματιά στις εξελίξεις στη ρωσική κοινωνία τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες. Εξελίξεις που σημαδεύονταν από την καταθλιπτική παρουσία της τσαρικής απολυταρχίας, με τα φεουδαρχικά και καταπιεστικά γνωρίσματά της, και την αναπτυσσόμενη πάλη του ρωσικού λαού για την ανατροπή της.

Στη Ρωσία το 1861 καταργείται η δουλοπαροικία, και αρχίζει η πραγματική καπιταλιστική ανάπτυξη, που είναι όμως βασανιστική λόγω της διατήρησης πολλών φεουδαρχικών δομών στην οικονομία και το εποικοδόμημα. Αυτή την περίοδο, από τη δεκαετία του 1850, εμφανίζεται η ριζοσπαστική επαναστατική ιδεολογία των ναρόντνικων, μια μορφή ουτοπικού σοσιαλισμού που εκφράζει τα συμφέροντα της αγροτιάς, κάτω από τη γενική έννοια του λαού. Κύριοι εκπρόσωποί του οι Τσερνισέφσκι –ο οποίος το 1863 παρουσιάζει το διάσημό μυθιστόρημά του Τι να Κάνουμε; από όπου αντλεί τον τίτλο του το ομώνυμο έργο του Λένιν– Χέρτσεν, Ντομπρολιούμποφ, Μπελίνσκι, κ.ά. Στη δεκαετία του 1870 εμφανίζονται οι οργανώσεις Γη και Ελευθερία (Ζέμλια ι Βόλια) και Λαϊκή Θέληση (Ναρόντναγια Βόλια). Η προσπάθειά τους να απλωθούν στο λαό αποτυχαίνει, καθώς οι αγροτικές μάζες είναι ακόμη σε ύπνωση, και στρέφονται αναπόφευκτα στην τρομοκρατία με την ελπίδα ότι αυτή μπορεί να συντελέσει στην αφύπνιση της μάζας. Αποκορύφωμα θα είναι η δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου του ΙΙ το 1881. Αυτό όχι μόνο δεν φέρνει καμιά επαναστατική αναταραχή αλλά οδηγεί στην κρίση και τη διάλυση της Ναρόντναγια Βόλια, με την εκτέλεση ή το θάνατο στη φυλακή των ηγετικών στελεχών της (Σοφία Περόφσκαγια, Ζελιάμποφ, κ.ά.)

Η αποσύνθεση του αρχικού ναροντνικισμού και η συντελούμενη καπιταλιστική ανάπτυξη θέτουν το σκηνικό για την ανεξάρτητη εμφάνιση της εργατικής τάξης και του μαρξισμού στο προσκήνιο από τη δεκαετία του 1880. Στα 1883 ο Γκεόργκι Πλεχάνοφ, μαζί με τους Βέρα Ζασούλιτς, Πάβελ Αξελρόντ, Βασίλι Ιγκνάτοφ και Λέο Ντόιτς, ιδρύει στην Ελβετία την Ομάδα Απελευθέρωση της Εργασίας. Την ίδια χρονιά, ο Πλεχάνοφ δημοσιεύει την μπροσούρα του Ο Σοσιαλισμός και ο Πολιτικός Αγώνας, ενώ στα 1885 βλέπει το φως το βιβλίο του Οι Διαφορές μας, όπου ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς με τον ναροντνικισμό-λαϊκισμό. Το έργο αυτό είναι το θεμελιωτικό έργο του ρωσικού μαρξισμού. Στα επόμενα χρόνια ο Πλεχάνοφ δημοσιεύει και άλλες αξιόλογες εργασίες, που τραβούν την προσοχή του Ένγκελς και δημιουργούν μια σοβαρή μαρξιστική παράδοση στο ρωσικό εργατικό κίνημα από τα πρώτα του κιόλας βήματα: Για την 60ή Επέτειο του Θανάτου του Χέγκελ (1891), Η Ανάπτυξη της Μονιστικής Αντίληψης της Ιστορίας (1895), κ.ά..

Ο Λένιν εμφανίζεται στο προσκήνιο από τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίησή του και την ένταξή του στο επαναστατικό κίνημα παίζει η εκτέλεση του μεγάλου αδελφού του Αλέξανδρου που συμμετείχε σε μια ναρόντνικη επαναστατική ομάδα η οποία σχεδίαζε τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου του ΙΙΙ. Ωστόσο, ο Λένιν από τα πρώτα του βήματα απορρίπτει τη λαϊκιστική ιδεολογία και στρέφεται στο μαρξισμό, γεγονός που εκφράζεται με τον καθοριστικό του ρόλο στην ίδρυση στα 1895 στην Αγία Πετρούπολη της Ένωσης Αγώνα για την Απελευθέρωση της Εργατικής Τάξης.

Το πρώτο έργο του Λένιν Νέες Οικονομικές Αλλαγές στην Αγροτική Ζωή, γράφεται το 1893, αν και θα δημοσιευθεί στα 1923. Ακολουθεί στα 1894 το Τι Είναι οι «Φίλοι του λαού» και πώς Πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες, μια πολεμική του στους ναρόντνικους, που εκπροσωπούνταν τότε από τον δημοσιολόγο Νικολάι Μιχαϊλόφσκι.

Αυτή η εργασία συνεχίζει την κριτική του Πλεχάνοφ, με εστίαση στο ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ρωσίας. Οι ναρόντνικοι, ακολουθώντας τους προηγούμενους επαναστάτες δημοκράτες, Τσερνισέφσκι, Χέρτσεν, κ.ά., υποστήριζαν ότι η Ρωσία μπορούσε να αποφύγει την καπιταλιστική ανάπτυξη, γλιτώνοντας έτσι τα δεινά της, προς όφελος μιας λαϊκής, «σοσιαλιστικής» ανάπτυξης, βασισμένης στην πανάρχαια ρωσική αγροτική κοινότητα, την Ομπστσίνα, η οποία διατηρούνταν ακόμη στη Ρωσία.

Ο Πλεχάνοφ απαντά στις εργασίες του ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι ιστορικά αναγκαία και προοδευτική και ότι η Ρωσία έχει μπει για καλά σε αυτό το δρόμο και δεν μπορεί να τον αποφύγει. Αυτή είναι η γραμμή επιχειρηματολογίας και του Λένιν, ο οποίος δείχνει ότι η αντίθετη θέση των ναρόντνικων εκφράζει τους ευσεβείς πόθους των μικροαστών που καταστρέφονται από την καπιταλιστική ανάπτυξη και ξορκίζουν τα δεινά της. Πραγματικά συνεπής αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό, επιμένει ο Λένιν, μπορεί να διεξαχθεί μόνο από το προλεταριάτο, την επαναστατική τάξη που γεννά και δυναμώνει η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ωστόσο, ο Λένιν προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο που δεν θα βρούμε ξεκάθαρα στον Πλεχάνοφ. Αναγνωρίζει ότι το αίτημα των ναρόντνικων για δήμευση και μοίρασμα της τσιφλικάδικης γης στους αγρότες, που οι ναρόντνικοι εμφανίζουν σαν άρνηση του καπιταλισμού, οδηγεί στην πραγματικότητα στην πιο ελεύθερη από φεουδαρχικά δεσμά και πλατιά ανάπτυξη του καπιταλισμού. Έτσι τα αιτήματα των ναρόντνικων και κατ’ επέκταση το αγροτικό κίνημα, παρά την ουτοπική αμφίεσή τους, έχουν ένα προοδευτικό περιεχόμενο και πρέπει να υποστηριχθούν από το προλεταριάτο. Ο Λένιν αναγνωρίζει έτσι, σε αντίθεση με τους μετέπειτα Μενσεβίκους, εξαρχής τη μεγάλη σημασία του αγροτικού κινήματος και το ισχυρό επαναστατικό δυναμικό της αγροτιάς. Αυτή είναι μια κεντρική θέση που θα την αναπτύξει παραπέρα στις μετέπειτα επεξεργασίες του για τη ρωσική επανάσταση.

Στα 1897 ο Λένιν γράφει ένα σημαντικό έργο, Για το Χαρακτηρισμό του Οικονομικού Ρομαντισμού, όπου δείχνει τις ρίζες των θεωριών των ναρόντνικων στη μικροαστική οικονομική φιλολογία, ιδιαίτερα στον Σισμόντι, Ελβετό οικονομολόγο του 19ου αιώνα. Ο Σισμόντι και οι ναρόντνικοι υποστήριζαν ότι η υποκατανάλωση των μαζών κάνει τον καπιταλισμό ένα μη βιώσιμο σύστημα, βάζοντας αξεπέραστα εμπόδια στην πώληση των προϊόντων και στην ανάπτυξή του. Ο Λένιν τους απαντά ότι οι καπιταλιστές μπορεί να πραγματοποιούν το προϊόν με τις μεταξύ τους ανταλλαγές, αναπτύσσοντας την παραγωγή μέσων παραγωγής ακόμη και αν η κατανάλωση των μαζών μένει πίσω, κάτι που αποτελεί ένα διακριτικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Έτσι, αυτό που οι ρομαντικοί θεωρούν ως αδυναμία του καπιταλισμού, είναι στην πραγματικότητα η πηγή της δύναμής του, της ικανότητάς του να σπάει τις παλιότερες οικονομικές μορφές και να ανακαινίζει διαρκώς την παραγωγή.

Στα 1896-99 ο Λένιν ολοκληρώνει στην εξορία το βασικό του έργο Η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού στη Ρωσία, όπου τεκμηριώνει τα σημαντικά βήματα εμπρός που έχει κάνει ο ρωσικός καπιταλισμός. Το νεαρό ρωσικό βιομηχανικό προλεταριάτο και η ευρύτερη εργατική τάξη, αν και αριθμητικά ασθενέστερο από το ευρωπαϊκό, δείχνει ο Λένιν, αντιπροσωπεύει μια υπολογίσιμη αναλογία του πληθυσμού. Η ανάπτυξή του θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια, με τη συγκέντρωση των εργατών σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, όπως τα εργοστάσια Πουτίλοφ στην Αγία Πετρούπολη, που απασχολούν περισσότερους εργάτες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.

Στο μεταξύ, στα 1898 διεξάγεται στο Μινσκ το 1ο, ιδρυτικό συνέδριο του ΡΣΔΕΚ, το οποίο αποφασίζει τον τίτλο του κόμματος, πριν διαλυθεί από την αστυνομία. Το 1900 κυκλοφορεί αρχικά στη Δρέσδη και το Μόναχο, και αργότερα στη Γενεύη και το Λονδίνο, η Ίσκρα, η πρώτη ρωσική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα. Στη συντακτική της επιτροπή, εκτός από τον Λένιν και τον αδελφό του Ντμίτρι, περιλαμβάνονται οι Πλεχάνοφ, Ζασούλιτς, Μάρτοφ, Αξελρόντ και Πότρεσοφ, δημοσιολόγοι που μετά τη διάσπαση της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας στα 1903 πέρασαν με τους Μενσεβίκους.

Σε αυτή την περίοδο, ο Λένιν διεξάγει συνεχή πολεμική ενάντια στους οικονομιστές, υποστηρικτές της άποψης ότι η ρωσική εργατική τάξη πρέπει να εστιάσει στους οικονομικούς, συνδικαλιστικούς αγώνες, που μπορεί, λένε, να αποφέρουν χειροπιαστά, άμεσα αποτελέσματα. Ο Λένιν αντιτείνει ότι η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στον πολιτικό αγώνα, ώστε το προλεταριάτο να κατακτήσει ηγετική θέση στο αναπτυσσόμενο επαναστατικό κίνημα, ενώ η άποψη των οικονομιστών σημαίνει παραχώρηση της ηγεσίας στη φιλελεύθερη αστική τάξη και υιοθέτηση μιας πολιτικής ουράς απέναντί της.

Το 1902 δημοσιεύεται το Τι να Κάνουμε;, όπου ο Λένιν συνοψίζει αυτή την πολεμική και εκθέτει θετικά τις απόψεις του για το κόμμα, ενόψει των διαδικασιών συγκρότησης του ΡΣΔΕΚ, που προχωρούν από τους εμιγκρέδες σοσιαλιστές.

Το 1903 συγκαλείται αρχικά στις Βρυξέλλες και μετά στο Λονδίνο το 2ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ. Το Συνέδριο ψηφίζει το πρόγραμμα του κόμματος, όμως δεν φτάνει σε συμφωνία στο θέμα του καταστατικού, σχετικά με τον ορισμό της ιδιότητας του μέλους του κόμματος. Σε αυτό το ζήτημα επέρχεται η διάσπαση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους υπό τον Λένιν και τους Μενσεβίκους υπό τον Μάρτοφ. Η διατύπωση του Λένιν συνδέει ισχυρά την ιδιότητα του μέλους με τη συμμετοχή στις παράνομες κομματικές οργανώσεις, ενώ ο Μάρτοφ προτείνει μια πιο χαλαρή διατύπωση. Αρχικά η πρόταση του Μάρτοφ πλειοψηφεί, σε συνέχεια όμως, με την αποχώρησης της εβραϊκής Μπουντ, ο Λένιν κερδίζει την πλειοψηφία, από όπου και οι όροι Μπολσεβίκοι, η ρωσική λέξη για την πλειοψηφία, και Μενσεβίκοι, μειοψηφία. Στο Συνέδριο ο Πλεχάνοφ υποστηρίζει ακόμη τον Λένιν, ενώ ο Τρότσκι τον Μάρτοφ.

Το 1904 ο Λένιν δημοσιεύει ένα άλλο βασικό έργο, το Ένα Βήμα Μπρος, Δυο Βήματα Πίσω, όπου προβαίνει στον απολογισμό των εργασιών του 2ου Συνεδρίου. Το βιβλίο αυτό θα δεχτεί την επίθεση της Λούξεμπουργκ που θα κατηγορήσει τον Λένιν για υπερσυγκεντρωτισμό και μπλανκιστική-γιακοβίνικη λογική. Ωστόσο, συνολικά, η αντίληψη του Λένιν για το κόμμα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης είναι μια συνεκτική αντίληψη, που βασίζεται σε δυο στοιχειώδεις μαρξιστικές προτάσεις:

1. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να επεξεργαστεί μόνη της μια σοσιαλιστική, αλλά μόνο μια συντεχνιακή, συνδικαλιστική συνείδηση. Είναι μια θέση που υποστηρίζει στην ίδια περίοδο ο Κάουτσκι και συνδέεται στενά με τη θέση των Μαρξ και Ένγκελς ότι οι κυρίαρχες ιδέες είναι πάντα οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, δηλαδή στον καπιταλισμό της αστικής τάξης.

2. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός εισάγεται στο εργατικό κίνημα από διανοούμενους που προέρχονται από την αστική τάξη. Τέτοιοι διανοούμενοι ήταν οι θεμελιωτές του μαρξισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς, και όλοι σχεδόν οι σημαντικοί μαρξιστές.

Η έμφαση του Λένιν στην παρανομία και η ιδέα της σφιχτής οργάνωσης των επαγγελματιών επαναστατών συνδέονται με τις ιδιαίτερες συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, όπου δεν υπάρχει κοινοβουλευτική νομιμότητα ούτε δυνατότητα νόμιμης δράσης για κανένα κόμμα. Οι κριτικές της Λούξεμπουργκ και άλλων όπως η Έλλη Παππά για μπλανκισμό, γιακοβινισμό, κοκ, χάνουν το στόχο, μεγαλοποιώντας αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο, που ο ίδιος ο Λένιν τόνιζε ότι αφορούσε τις ρωσικές συνθήκες, για όσο διατηρούνταν ο τσαρισμός. Επιπρόσθετα, οι θετικές αναφορές του Λένιν στους Γιακοβίνους, τους οποίους συγκρίνει ως συνεπείς επαναστάτες με τους Μπολσεβίκους, δεν έχουν κάτι αντιμαρξιστικό· εντελώς ανάλογες εκτιμήσεις θα βρούμε στους Μαρξ και Ένγκελς.

 

2. Η επανάσταση του 1905: δημοκρατική δικτατορία και σοβιέτ

 

Στο μεταξύ στη Ρωσία βρισκόμαστε στις παραμονές της επανάστασης του 1905, η έλευση της οποίας επιταχύνεται από τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο.

Ο πόλεμος ξεκινά το 1904 και θα εξελιχθεί σε μια καταστροφή για την τσαρική Ρωσία. Αυτό οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις στη χώρα και οδηγεί, τον Ιανουάριο του 1905, στο ξέσπασμα της πρώτης ρωσικής επανάστασης. Η αφορμή θα δοθεί από τη βίαιη κατάπνιξη της πορείας των χωρικών στα Χειμερινά Ανάκτορα για να υποβάλουν τα αιτήματά τους στον τσάρο, στο περιστατικό που θα αποκληθεί η Ματωμένη Κυριακή. Αν και οι αγρότες κρατούν εικόνες του τσάρου, πυροβολούνται με εκατοντάδες θύματα. Σύντομα μαζικές απεργίες, ταραχές στο στρατό, αγροτικές και εθνικές εξεγέρσεις ξεσπούν σε μεγάλες περιοχές της χώρας, σε μια επανάσταση που διαρκεί όλο το 1905 και θα έχει αναλαμπές και το 1906.

Η επανάσταση του 1905 είναι μια μεγάλη επανάσταση, παρότι δεν φτάνει εκείνη του 1917, τόσο από άποψη της συμμετοχής των μαζών όσο και στο χαρακτήρα των στόχων της, που το 1917 θα είναι πιο προωθημένοι. Οι Ρώσοι μαρξιστές, ο Πλεχάνοφ, ο Λένιν, κ.ά., έχουν προβλέψει το ξέσπασμά της και συμφωνούν γενικά για το δημοκρατικό χαρακτήρα της. Τα καθήκοντα της επανάστασης είναι το γκρέμισμα του τσαρισμού και η διανομή της γης στους αγρότες, και τα δυο καθήκοντα δημοκρατικά και όχι σοσιαλιστικά. Αλλά και τα αιτήματα των εργατών, όπως το οκτάωρο, είναι δημοκρατικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, εδώ εμφανίστηκε πάλι μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους Μενσεβίκους και τους Μπολσεβίκους. Οι Μενσεβίκοι έτειναν να θεωρούν ότι επειδή η επανάσταση ήταν δημοκρατική, θα έπρεπε να ηγηθεί αυτής η φιλελεύθερη αστική τάξη, που εκπροσωπούνταν στη Ρωσία από το κόμμα των Καντέτων, των Συνταγματικών Δημοκρατών. Ο δε ρόλος της εργατικής τάξης θα ήταν να αγωνιστεί για τα ιδιαίτερα αιτήματά της και να λειτουργεί ως η άκρα αριστερή πτέρυγα της επαναστατικής δημοκρατίας, πιέζοντας την αστική τάξη για να εκπληρώσει τα αιτήματα της επανάστασης.

Ο Λένιν αντιτάχθηκε αποφασιστικά σε αυτές τις αντιλήψεις. Υποστήριξε ότι η ρωσική αστική τάξη, επειδή είχε έρθει καθυστερημένα στο προσκήνιο, φοβόταν την εργατική τάξη περισσότερο από ό,τι τον τσαρισμό, με τον οποίο επεδίωκε να συμβιβαστεί. Αν η ηγεσία αφηνόταν σε αυτή, το αποτέλεσμα θα ήταν η διαστροφή και η ήττα της επανάστασης. Γι’ αυτό, έλεγε ο Λένιν, η ρωσική επανάσταση δεν θα ακολουθούσε το μοντέλο των παλιών αστικών επαναστάσεων όπως η γαλλική του 1789. Θα ήταν μια νέου τύπου δημοκρατική επανάσταση, στην οποία ο ηγετικός ρόλος θα ανήκε στην εργατική τάξη.

Ο Λένιν θα συνοψίσει αυτή τη θέση, στο ζήτημα της εξουσίας, με τη φόρμουλά του για τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Αυτή η φόρμουλα σημαίνει δυο πράγματα. Πρώτο ότι οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να επιδιώκουν το σχηματισμό μια επαναστατικής προσωρινής κυβέρνησης που θα εκπλήρωνε τα αιτήματα της επανάστασης και θα κατέπνιγε βίαια την τσαρική αντεπανάσταση (εξ ου και όρος δικτατορία). Και δεύτερο ότι αυτή η κυβέρνηση θα αποτελούνταν από εκπροσώπους των εργατών και των αγροτών, δηλαδή σοσιαλδημοκράτες και αγροτιστές, ναρόντνικους και Εσέρους (το νέο αγροτικό κόμμα, διάδοχο των ναρόντνικων, που εμφανίζεται στην επανάσταση του 1905), αποκλείοντας τη φιλελεύθερη αστική τάξη. Αυτές οι θέσεις αναπτύσσονται διεξοδικά από τον Λένιν στο βασικό έργο του Οι Δυο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση (1905).

Στην ίδια περίοδο, ο Τρότσκι διατυπώνει μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας φόρμουλας, κάνοντας λόγο για «Δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου που στηρίζεται στην αγροτιά». Η διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι ο Λένιν με τη φόρμουλά του άφηνε ανοικτό το ζήτημα του ποιος θα είχε την πρωτοκαθεδρία μέσα στην επαναστατική κυβέρνηση, οι εργάτες ή οι αγρότες. Ο Τρότσκι, αντίθετα, θεωρούσε ότι η εργατική τάξη θα είχε την πλειοψηφία, και θα ήταν έτσι δυνατό, από το 1905 κιόλας, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, να προχωρήσει σε σοσιαλιστικά μέτρα, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές. Αυτή η πρόβλεψη, η βάση της αντίληψης του Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση, εκπληρώθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Σε υποστήριξή της ο Τρότσκι επικαλούνταν τη μαρξιστική θέση ότι μόνο το προλεταριάτο είναι μια συμπαγής επαναστατική τάξη, ενώ η αγροτιά χαρακτηρίζεται από αστάθεια και διασκορπισμό.

Ενώ όμως ο Τρότσκι πρόβλεψε ακριβέστερα τη δυναμική της επανάστασης του 1917, δεν συνάγεται από αυτό ότι η θέση του ήταν σωστή για το 1905. Το 1905 οι αντιθέσεις της ρωσικής κοινωνίας ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες και ο ηγετικός ρόλος του εργατικού κόμματος στην επαναστατική κυβέρνηση δεν ήταν καθόλου δεδομένος. Αργότερα σε άλλες επαναστάσεις, π.χ. στην μεξικανική επανάσταση του 1910-1940 και στις μέρες μας στην τσαβική επανάσταση, τις αραβικές επαναστάσεις, κ.ά., ο ηγετικός ρόλος αναλήφθηκε για ένα διάστημα από τους μικροαστούς. Αυτό έδειξε ότι η αγροτιά και πιο γενικά οι μικροαστοί μπορούν να παίζουν προσωρινά ένα σχετικά ανεξάρτητο επαναστατικό ρόλο, δυνατότητα που δεν περιλαμβάνει η φόρμουλα του Τρότσκι.

Αργότερα στο Το Αγροτικό Πρόγραμμα της Σοσιαλδημοκρατίας στην Πρώτη Ρωσική Επανάσταση (1908), και σε μερικά προηγούμενα άρθρα του, ο Λένιν θα αναλύσει τους οικονομικούς μετασχηματισμούς που θα επέφερε η δημοκρατική επανάσταση. Εδώ κάνει τη βασική διάκριση ανάμεσα στον πρωσικό ή γαιοκτημονικό και τον αμερικάνικο ή αγροτικό τύπο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη γεωργία. Ο Λένιν υπογραμμίζει ότι ο τσαρισμός ακολουθούσε τον πρωσικό τύπο, που βασιζόταν σε ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην απολυταρχία και την αστική τάξη και στη διατήρηση πολλών φεουδαρχικών καταλοίπων. Ο αμερικάνικος τύπος, αντίθετα, θα παραμέριζε, με τη νίκη της επανάστασης, κάθε φεουδαρχικό θεσμό, κάνοντας δυνατή την ελεύθερη, ανεμπόδιστη από φεουδαρχικά κατάλοιπα, ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ο δεύτερος αυτός τύπος ήταν έτσι πιο προοδευτικός και έπρεπε να υποστηρίζεται από την εργατική τάξη. Ανάλογες ιδέες, που περιλαμβάνουν την αναγνώριση ότι το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να αδιαφορεί για τις εναλλακτικές δυνατότητες που παρουσιάζονται στο εσωτερικό του καπιταλισμού, θα υποστηριχθούν από τον Λένιν και μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα αντιτάξει στη ληστρική Ειρήνη των Βερσαλλιών τη διεκδίκηση ενός άλλου, δημοκρατικού τύπου καπιταλιστικής εξέλιξης στην Ευρώπη.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Λένιν προσέβλεπε μετά τη νίκη της επανάστασης σε μια απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία στα πρότυπα της Δύσης. Υπογράμμιζε στα κείμενά του ότι η αστική τάξη μαζί με τους τσαρικούς θα οργάνωναν αντεπανάσταση και ότι εκεί θα δινόταν η δυνατότητα για συμμαχία των εργατών όχι πια με τους αγρότες γενικά για την κατάκτηση της δημοκρατίας, αλλά με τους φτωχούς αγρότες, που θα μπορούσε να ωθήσει την επανάσταση παραπέρα, σε σοσιαλιστικά καθήκοντα. Αυτό όμως, σύμφωνα με τον Λένιν, θα περνούσε από μια σειρά ενδιάμεσες στιγμές, δεν θα ήταν μια άμεση εξέλιξη, όπως προσέβλεπε ο Τρότσκι.

Βασική ιδιομορφία της ρωσικής επανάστασης του 1905 ήταν η δημιουργία από τους ίδιους τους εργάτες, των συμβουλίων ή σοβιέτ. Ο Λένιν, όπως και ο Τρότσκι, θα δουν σε αυτά τα έμβρυα της μελλοντικής επαναστατικής κυβέρνησης. Βέβαια, το 1905 σχηματίστηκαν μόνο εργατικά σοβιέτ στην Αγία Πετρούπολη και μερικές άλλες πόλεις, όχι όμως και σοβιέτ στρατιωτών και αγροτών, όπως το 1917. Σε μια σημαντική ανάλυση ο Λένιν καλούσε από το 1905 στο σχηματισμό και τέτοιων σοβιέτ, ορίζοντας έτσι τα σοβιέτ ως μια μορφή του ενιαίου μετώπου των επαναστατικών τάξεων, άποψη κομβική για τις μετά το 1917 αντιλήψεις του για το ενιαίο μέτωπο.

Στην επανάσταση του 1905 ο σχηματισμός σοβιέτ των στρατιωτών και των αγροτών δεν έγινε δυνατός. Ο τσαρισμός διατήρησε τον έλεγχο στο στρατό και μπόρεσε έτσι να πνίξει την επανάσταση πριν προχωρήσει ως αυτό το σημείο.

 

3. Από το 1905 ως το 1914: ηγεμονία, κομματική οικοδόμηση και φιλοσοφικές διαμάχες

 

Η ήττα της επανάστασης του 1905 και η υποχώρηση του κινήματος στη Ρωσία προκάλεσε μια συντηρητική στροφή της διανόησης και μαζική αποχώρησή της από το κίνημα. Αυτό είχε σοβαρές συνέπειες και στη Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία. Οι περισσότεροι Μενσεβίκοι διανοούμενοι, που το 1905 είχαν υποστηρίξει την επανάσταση, πέρασαν σε μια συντηρητική θέση. Η επανάσταση, έλεγαν, είχε ηττηθεί και το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν πλέον να διεκδικεί την ηγεσία του επαναστατικού κινήματος, αλλά να στραφεί στην πάλη για μεταρρυθμίσεις εφικτές υπό το τσαρικό καθεστώς. Αυτή η θέση εκφράστηκε από το λικβινταριστικό ρεύμα, που ονομάστηκε έτσι από τον Λένιν επειδή ήταν υπέρ της εξάλειψης των παράνομων κομματικών οργανώσεων, η οποία σήμαινε τον περιορισμό σε μια φιλελεύθερη, νόμιμη εργατική πολιτική.

Από την άλλη μεριά, στον αντίποδα, μια μερίδα των Μπολσεβίκων, υπό τους Μπογκντάνοφ, Μπαζάροφ, Λουνατσάρσκι, κ.ά., αρνούνταν να πάρει υπόψη την αλλαγή των συνθηκών που είχε επιφέρει η ήττα. Οι Μπολσεβίκοι αυτοί υποστήριζαν την αποχή από τις εκλογές της Δούμας και την απόσυρση των Μπολσεβίκων αντιπροσώπων από αυτή και από τις μαζικές οργανώσεις αν δεν δέχονταν εξαρχής την μπολσεβίκικη ηγεσία. Αποκλήθηκαν από τον Λένιν γι’ αυτό το λόγο τελεσιγραφιστές ή οτζοβιστές, από τη ρωσική λέξη για το αποσύρω, οτζοβάτ. Αυτή η τακτική τους, όπως έδειξε αργότερα ο Τρότσκι στα κείμενά του για τη γερμανική κρίση του 1930-33, ήταν ένα πρόπλασμα των σταλινικών λογικών, σύμφωνα με τις οποίες κάθε κίνημα πρέπει να υποτάσσεται εκ των προτέρων στο κόμμα, αλλιώς είναι ανώριμο, ποδηγετούμενο από την αντίδραση, ή ακόμη και αντιδραστικό και εχθρικό.

Οι οτζοβιστές υποστήριζαν στο φιλοσοφικό πεδίο ιδεαλιστικές θέσεις. Υιοθετούσαν την εμπειριοκριτικιστική φιλοσοφία των Ερνστ Μαχ και Αβενάριους, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι το σύνολο των αισθημάτων μας, χωρίς ένα ανεξάρτητο από τη συνείδηση υλικό υπόβαθρο. Και, στην περίπτωση του Λουνατσάρσκι και του Γκόρκι, πρόβαλλαν την ιδέα της θεοπλασίας. Η ήττα της επανάστασης, έλεγαν, είχε αποδείξει ότι οι μάζες δεν ήταν ώριμες για τον επιστημονικό σοσιαλισμό και έπρεπε να απευθυνθεί κανείς σε αυτές με τη γλώσσα της θρησκείας.

Αυτά ήταν τα θέματα στα οποία στράφηκε στη συγκεκριμένη περίοδο η προσοχή του Λένιν, ταυτόχρονα με τη θετική οικοδόμηση του κόμματος.

Ο Λένιν θεωρούσε ότι καθώς κανένα από τα ζητήματα της επανάστασης δεν είχε λυθεί, η ήττα του 1905 ήταν προσωρινή και θα ακολουθούσε σύντομα μια νέα επαναστατική άνοδος. Καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας ήταν να προετοιμαστεί για να ηγηθεί και της νέας επανάστασης, παλεύοντας ενάντια στους φιλελεύθερους και τους οπορτουνιστές διανοούμενους για τη διατήρηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου. Ο Λένιν το εξέφρασε αυτό με την έννοια της ηγεμονίας, την απαίτηση, δηλαδή, ακόμη και όταν η κατάσταση δεν είναι επαναστατική, το προλεταριάτο να διεκδικεί τον ηγετικό ρόλο σε κάθε επιμέρους δημοκρατικό κίνημα, όσο μικρό και αν είναι. Αυτή η έννοια αναπτύχθηκε και συστηματοποιήθηκε αργότερα από τον Ιταλό μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι, σε μια αντίληψη που τονίζει τη σημασία των προκαταρκτικών, επιμέρους μαχών στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, όπου ο καπιταλισμός είναι πολύ πιο ισχυρός από ό,τι στη Ρωσία και η επαναστατική ανατροπή περιλαμβάνει πολύ περισσότερες δυσκολίες.

Από την άλλη, οι δυσκολίες στην περίοδο της υποχώρησης έκαναν αναγκαία την αξιοποίηση των νόμιμων μέσων και τη συμμετοχή στις εκλογές για τη Δούμα, το αδύναμο κοινοβούλιο που είχε παραχωρήσει ο τσάρος Νικόλαος ο Ι. Μετά την αποχή από τις εκλογές για την 1η Δούμα, ο Λένιν υποστήριξε αποφασιστικά τη συμμετοχή των Μπολσεβίκων στις εκλογές για τη 2η Δούμα. Σε αυτή τη βάση συμμάχησε με τη μερίδα των κομματικών Μενσεβίκων υπό τον Πλεχάνοφ, οι οποίοι στέκονταν επίσης στην άποψη της ηγεμονίας, ενάντια στους υπεραριστερούς Μπολσεβίκους.

Έτσι στην περίοδο αυτή η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία χωρίστηκε από τη μια στις ομάδες των κομματικών Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων, που συνεργάζονταν μεταξύ τους, και από την άλλη τους λικβινταριστές και τους οτζοβιστές. Μια ενδιάμεση, συμφιλιωτική θέση κράτησε ο Τρότσκι, ο οποίος θεωρούσε ότι παρά τις διαφορές τους οι διάφορες ομάδες ήταν δυνατό να ενωθούν σε κάποια συγκεκριμένα τρέχοντα καθήκοντα. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερε ο Τρότσκι ήταν τελικά να ενώσει τις αντικομματικές ομάδες των λικβινταριστών και των οτζοβιστών, στη Συνδιάσκεψη του Αυγούστου του 1912. Αργότερα ο ίδιος αναγνώρισε πως αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του.

Η νέα άνοδος του κινήματος που προέβλεπε ο Λένιν ξεκίνησε μετά το 1910 με μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις, κ.ά. Οι Μπολσεβίκοι το 1912, με τη Συνδιάσκεψη της Πράγας, αποσπάστηκαν οριστικά από τους Μενσεβίκους. Η κυκλοφορία της Πράβντα, που συχνά έφτανε τα 60.000 φύλλα και κάποτε ξεπερνούσε τις 100.000, τους επέτρεψε να αποκτήσουν στενούς δεσμούς με το λαό, κυριαρχώντας πλέον στη ρωσική αριστερά. Αυτή η εργασία υπήρξε μια από τις προϋποθέσεις της γρήγορης ανόδου της επιρροής των Μπολσεβίκων το 1917.

Πολύ βασική στην περίοδο αυτή για τον Λένιν ήταν η ενασχόληση με τα φιλοσοφικά ζητήματα του μαρξισμού. Εκφράστηκε με το έργο του Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός (1908), την πολεμική του στις ιδεαλιστικές απόψεις των μαχιστών, και αργότερα, μετά την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου στα 1914, με τα Φιλοσοφικά Τετράδια, όπου σχολιάζει τη διαλεκτική του Χέγκελ. Τα κείμενα αυτά αποτελούν τη συμβολή του Λένιν στη μαρξιστική φιλοσοφία, όντας ταυτόχρονα θεμελιώδη για τη σωστή προσέγγιση της πολιτικής σκέψης του.

Ο Λένιν έγραψε το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός το Φλεβάρη-Οκτώβρη του 1908 στη Γενεύη και το Λονδίνο, όπου μελέτησε για ένα μήνα στο Βρετανικό Μουσείο τη σύγχρονη φιλολογία για τις φυσικές επιστήμες. Η πολεμική στο μαχισμό και τους υποστηρικτές του μεταξύ των Μπολσεβίκων, στην οποία συνεισέφερε τότε και ο Πλεχάνοφ, ήταν η άμεση αφορμή του έργου. Αυτή έδωσε όμως στον Λένιν το έναυσμα για να αντιπαραθέσει παραπέρα συνολικά το μαρξιστικό υλισμό στην ιδεαλιστική αστική φιλοσοφία, που κυριαρχούσε τότε στην αστική διανόηση με τη μορφή ρευμάτων όπως ο νέο-καντιανισμός, η εμμονοκρατία, κοκ. Ταυτόχρονα, πράγμα που δεν έκανε ο Πλεχάνοφ, ο Λένιν ασχολήθηκε με τα ζητήματα της επιστημονικής επανάστασης, τα πορίσματα της οποίας εμφάνιζαν οι μαχιστές ως μια διάψευση του υλισμού.

Στο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός ο Λένιν τεκμηρίωσε τα εξής σημεία:

1. Η κεντρική θέση της μαχιστικής φιλοσοφίας πως το αίσθημα είναι το θεμέλιο της πραγματικότητας αποτελεί μια παραλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Υιοθετώντας τη, οι μαχιστές αναπαρήγαγαν με νέα ορολογία τον υποκειμενικό ιδεαλισμό των Μπέρκλεϊ και Φίχτε, σύμφωνα με τον οποίο το υποκείμενο είναι πρωταρχικό και η ύλη, ο υλικός κόσμος, ανήκουν στη συνείδηση. Ή, όταν ταλαντεύονταν στον ιδεαλισμό τους και εισήγαγαν εκλεκτικιστικά κάποια υλιστικά στοιχεία, περνούσαν στον αγνωστικισμό του Χιουμ, τη θέση ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την πηγή των αισθημάτων.

2. Η μοιραία κατάληξη της μαχιστικής φιλοσοφίας και του υποκειμενικού ιδεαλισμού γενικά ήταν ο σολιψισμός, η αντίληψη ότι εκείνο που υπάρχει πραγματικά είναι το υποκείμενο, και ο κόσμος και οι άλλοι άνθρωποι βρίσκονται στη φαντασία μας.

3. Οι φιλοσοφικές θέσεις των μαχιστών ήταν μια κρυφή πολεμική στον υλισμό, τυπική για τα τότε μοντέρνα αστικά φιλοσοφικά ρεύματα. Αυτή η επίθεση ανταποκρινόταν στις ανάγκες της αντιδραστικής αστικής τάξης, που δεν μπορούσε πλέον να ανέχεται τον υλισμό, ούτε τις ιδέες για μια αντικειμενική αναγκαιότητα στη φύση και την ιστορία, και είχε ανάγκη από ιδεαλιστικές και μυστικιστικές κατασκευές για να μάχεται την εξέλιξη. Ο μαχισμός και τα άλλα ιδεαλιστικά ρεύματα ήταν εκλεπτυσμένες μορφές θεολογίας.

4. Ο υλισμός γενικά και ο μαρξιστικός υλισμός ιδιαίτερα ξεκινά από τη θέση για την πρωταρχικότητα και την ανεξάρτητη ύπαρξη της ύλης από τη συνείδηση. Τα αισθήματά μας αποτελούν εικόνες της αντικειμενικής πραγματικότητας, του υλικού κόσμου που υπάρχει ανεξάρτητα από μας (αυτή είναι η θεωρία του Λένιν για την αντανάκλαση). Ο χώρος και ο χρόνος επίσης είναι αντικειμενικές μορφές ύπαρξης της ύλης, και όχι a priori συνειδησιακές φόρμες της εμπειρίας, όπως έλεγε ο Καντ.

5. Η επίκληση της επιστημονικής επανάστασης από τους μαχιστές σε υποστήριξη της άποψής τους ήταν παραπλανητική. Οι μαχιστές συνέχεαν σοφιστικά το περιεχόμενο των νέων επιστημονικών θεωριών. Εμφάνιζαν σαν διάψευση του υλισμού και σαν αναίρεση ή ξεπέρασμα των βασικών φιλοσοφικών θέσεων, αυτό που ήταν στην πραγματικότητα μια επιβεβαίωση του διαλεκτικού υλισμού, της αντίληψης ότι δεν υπάρχει τίποτα αμετάβλητο και αμετακίνητο στη φύση.

Από τους αντιπάλους του μαρξισμού έχει υποστηριχθεί συχνά ότι το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός είναι ένα απλοϊκό έργο, γραμμένο για ανάγκες πολεμικής, το οποίο δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, κοκ. Πρόκειται κατά κανόνα για αστήρικτες και συχνά κακόβουλες πολεμικές. Το Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός είναι ένα σοβαρό έργο, στο οποίο ο Λένιν παραθέτει εκατοντάδες πηγές και σχολιάζει όλη την υφιστάμενη φιλολογία για το θέμα. Την αξία του έργου έχουν, άλλωστε, αναγνωρίσει κορυφαίοι φυσικοί επιστήμονες, όπως ο σοβιετικός Βλαντιμίρ Φοκ και, τα πρόσφατα χρόνια, ο διακεκριμένος Ιαπωνο-αμερικανός φυσικός Μίτσιο Κάκου.

Μετά το 1914 ο Λένιν θα γράψει αρχικά ένα εκτενές λήμμα για τον Μαρξ και τη θεωρία του στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Γκρανάτ. Με αυτή την αφορμή θα στραφεί στη μελέτη της διαλεκτικής ως οντολογίας και μεθόδου της γνώσης.

Ο Λένιν εκπληρώνει αυτή τη μελέτη στα Φιλοσοφικά Τετράδια, γραμμένα κυρίως το 1915, που περιλαμβάνουν σχολιασμούς έργων του Χέγκελ, όπως η Λογική, η Ιστορία της Φιλοσοφίας και η Φιλοσοφία της Ιστορίας, κ.ά. Εκεί αναγνωρίζει την έννοια της αντίφασης ως θεμελιώδη έννοια της διαλεκτικής, ορίζοντας τη διαλεκτική ως τη μελέτη της αντίφασης μέσα στην ίδια την ουσία των πραγμάτων. Η αντίφαση συνίσταται στην ενότητα των αντιθέτων, τη συνύπαρξη αντιθετικών, αμοιβαία αποκλειόμενων όψεων σε κάθε φαινόμενο και οντότητα της φύσης. Βέβαια, λέει ο Λένιν, στο πολύ σημαντικό απόσπασμα «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής», η αντίθεση είναι πιο ισχυρή από την ενότητα: η αντίθεση είναι απόλυτη ενώ η ενότητα προσωρινή και συμβατική. Έτσι τα αντίθετα διαχωρίζονται, μια στιγμή που αποκαλείται από τον Λένιν «η διχοτόμηση του ενιαίου στα αντιφατικά του μέρη», αλλά όχι πλήρως. Τα στοιχεία ενότητας των αντιθέσεων διατηρούνται και η ουσία της γνωστικής διαδικασίας συνίσταται στην αναγνώρισή τους.

Αυτές οι πλευρές της διαλεκτικής σκέψης του Λένιν έχουν βρει ισχυρή επιβεβαίωση από την ανάπτυξη της σύγχρονης φυσικής, ιδιαίτερα της κβαντικής μηχανικής και της κοσμολογίας της μεγάλης έκρηξης. Η έννοια του κυματοσωματιδιακού δυισμού, της συνύπαρξης σωματιδιακών και κυματικών ιδιοτήτων σε κάθε οντότητα της φύσης, και της κοσμολογικής ρήξης της συμμετρίας, αποτελεί ουσιαστικά μια επιστημολογική αποκρυστάλλωση της διαλεκτικής αντιφατικότητας. Ο Μίτσιο Κάκου έχει επίσης αναφερθεί ρητά στη σύμπτωση της αρχής της ρήξης της συμμετρίας, ουσιαστικά ταυτόσημης με τη λενινιστική «διχοτόμηση του ενιαίου», με τη διαλεκτική φιλοσοφία.

Η διαλεκτική συνδέεται ισχυρά με την αντίληψη του μαρξισμού για την επαναστατική εξέλιξη στη φύση και την κοινωνία. Έτσι έχει σωστά υποστηριχθεί ότι η ενασχόληση με τη διαλεκτική όξυνε τη σκέψη του Λένιν σε σχέση με τα πρακτικά προβλήματα της επανάστασης που τέθηκαν το 1917. Είναι όμως λάθος να υποστηρίζεται ότι η ενασχόληση αυτή ξεκίνησε μόνο το 1914 και να αντιπαρατίθενται τα Φιλοσοφικά Τετράδιά του στο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, με το τελευταίο να καταδικάζεται ως ένα μηχανιστικό έργο. Και στα δυο έργα ο Λένιν στέκει στην άποψη του διαλεκτικού υλισμού, με την έμφαση απλά να μετακινείται από τον υλισμό στο πρώτο στη διαλεκτική στο δεύτερο.

 

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ