1. Κεντρικό γνώρισμα της φιλοσοφικής σκέψης του Λένιν και της προσωπικότητάς του ως επαναστάτη είναι η ενότητα της θεωρίας με την πράξη. Αυτή η ενότητα διατηρείται και εμπλουτίζεται διαρκώς σε όλο το έργο του. Βρίσκεται πίσω όχι μόνο από την καθοδήγηση της επανάστασης του Οκτώβρη, αλλά από όλη την πολιτική του δράση και τις επεξεργασίες του: την προβληματική της δημοκρατικής επανάστασης το 1905, την πολεμική στον μενσεβικισμό και το ρεφορμισμό, την ανάλυση του ιμπεριαλισμού, την προβληματική της σοσιαλιστικής μετάβασης μέσω της ΝΕΠ, μετά το 1920, και τη θεωρία του για το κόμμα.
2. Η φιλοσοφική θέση του Λένιν, στην οποία παραμένει αδιάλειπτα συνεπής, είναι ο διαλεκτικός υλισμός. Δεν υπάρχει μια ασυνέχεια ανάμεσα σε ένα «μηχανικιστή» Λένιν, τον Λένιν του Υλισμός και Εμπεριοκριτικισμός, και έναν «διαλεκτικό» Λένιν, τον Λένιν των Φιλοσοφικών Τετραδίων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μετατοπίσεις στη θεώρησή του, με την έννοια της εξέλιξης και της εμβάθυνσης. Στον Υλισμό και Εμπεριοκριτικισμό η έμφαση πέφτει στον υλισμό, ενώ στα Φιλοσοφικά Τετράδια μετατοπίζεται στη διαλεκτική.
3. Η υπεράσπιση του υλισμού είναι ο πυρήνας του Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός και η διαρκής αξία του. Στο έργο του αυτό (1908) ο Λένιν θέτει το βασικό δίλημμα της φιλοσοφίας, την επιλογή ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ανάλογα με το αν τα πρωτεία αποδίδονται στην ύλη ή το πνεύμα. Υπογραμμίζει ότι ο μαρξισμός θεμελιώνεται σε μια συνεπή υλιστική κοσμοθεώρηση ασκώντας πολεμική στους μαχιστές, που νόθευαν ιδεαλιστικά τα θεμέλια του μαρξισμού.
Ο μαχισμός, δείχνει ο Λένιν, ήταν μια παραλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, μιας εκδοχής του ιδεαλισμού οι αφετηρίες της οποίας βρίσκονταν σε αστούς φιλοσόφους του 18ου και 19ου αιώνα, τους Μπέρκλεϊ και Φίχτε. Η θέση αυτών των φιλοσόφων και των συνεχιστών τους Μαχ και Αβενάριους ότι πρωταρχική πραγματικότητα είναι τα αισθήματα σήμαινε μια άρνηση της υλικότητας και της αντικειμενικής ύπαρξης της φύσης, τη μετατροπή της σε εξάρτημα της συνείδησης, που αναγνωριζόταν έτσι έμμεσα ως πρωταρχική. Μοιραία κατάληξη της είναι ο σολιψισμός, η αντίληψη ότι ο κόσμος και οι άλλοι άνθρωποι υπάρχουν στη φαντασία μας.
Αυτές οι υποκειμενιστικές τάσεις, επιχειρηματολογεί ο Λένιν, κυριαρχούσαν στην αστική φιλοσοφία στα τέλη του 19ου αιώνα, η οποία στον αντισοσιαλιστικό της αγώνα έπρεπε αυξανόμενα να αρνείται την υλικότητα και τη νομοειδή εξέλιξη του κόσμου. Η υιοθέτησή τους από τους Ρώσους μαχιστές (Μπογκντάνοφ, Μπαζάροφ, Λουνατσάρσκι) ήταν μέρος της υποχώρησης της ρωσικής διανόησης μετά την ήττα της επανάστασης του 1905, σηματοδοτώντας μια διαδικασία αποδιάρθρωσης του μαρξισμού. Στην πράξη ο μαχιστικός υποκειμενισμός οδηγούσε σε παραίτηση από τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου στην επανάσταση, έστω και αν αυτή εκφραζόταν με υπεραριστερές ρητορείες, στην αντίληψη ότι η οποιαδήποτε, αυθαίρετη δράση, αντί της μαρξιστικά θεμελιωμένης δράσης, μπορεί να οδηγήσει στον ιστορικό σκοπό.
Τέλος, σε αντίθεση με τον Πλεχάνοφ, ο Λένιν αναφέρεται εκτενώς στην επανάσταση στις φυσικές επιστήμες που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Δείχνει ότι αυτή η επανάσταση επιβεβαίωνε τη θέση της υλιστικής διαλεκτικής για την καθολική κίνηση και την ανυπαρξία απόλυτων ορίων στη φύση.
4. Στα Φιλοσοφικά Τετράδια, γραμμένα κυρίως στα 1914-16, ο Λένιν επεξεργάζεται τα θεμέλια της διαλεκτικής. Ορίζει την διαλεκτική ως μελέτη της αντίφασης ή ενότητας των αντιθέτων μέσα στην ίδια την ουσία των πραγμάτων. Αναδεικνύει τα κύρια στοιχεία της υλιστικής διαλεκτικής, όπως η υπεροχή της αντίθεσης απέναντι στην ενότητα και ο χωρισμός (διχοτόμηση) του ενιαίου. Εξετάζει τη διαλεκτική θεωρία της γνώσης, ορίζοντας τη γνώση ως αναγνώριση της ενότητας των αντιθέσεων, δίνει έμφαση στη ρευστότητα των εννοιών και αναφέρεται στις στιγμές της διαλεκτικής διαδικασίας: συνέχεια, ανάπτυξη και εμβάθυνση των αντιθέσεων, επαναστατικό άλμα, μετάβαση και ενδιάμεσες στιγμές.
Οι λενινιστικές έννοιες της αντίφασης και του χωρισμού του ενιαίου έλαβαν μια εντυπωσιακή κατάδειξη από την επιστημονική επανάσταση του 20ού αιώνα. Η κύρια αντίφαση που ανέδειξε στο μικρόκοσμο η σύγχρονη φυσική είναι η αντίφαση του σωματιδίου και του κύματος. Η θεμελιώδης έννοια του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού, την οποία επεξεργάστηκαν οι θεμελιωτές της κβαντικής μηχανικής, ο Μπορ και ο Χάιζενμπεργκ, εκφράζει το γεγονός ότι αυτές οι αντιφατικές όψεις συνυπάρχουν σε όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, που ανάλογα με τις συνθήκες μπορεί να εκδηλώνουν σωματιδιακή ή κυματική συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν μπορεί να εκδηλώνουν αυτές τις συμπεριφορές ταυτόχρονα, ένα γεγονός στο οποίο αποτυπώνεται η υπεροχή της αντίθεσης, η ύπαρξη πάντα μέσα στην αντιφατικότητα μιας κυρίαρχης όψης.
Η διχοτόμηση του ενιαίου συμπίπτει ουσιαστικά με τη θεμελιώδη στη σύγχρονη φυσική αρχή της ρήξης της συμμετρίας. Στην κοσμολογία της μεγάλης έκρηξης η αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας παίζει αυτόν ακριβώς το ρόλο στην κοσμική εξέλιξη. Σύμφωνα με τη μεγάλη έκρηξη, η καθολική ταυτότητα των αντιθέτων υφίσταται μόνο στην πρώτη στιγμή, τα 10-43 δευτερόλεπτα μετά την έκρηξη. Τότε όλα τα αντίθετα της φύσης συγχωνεύονται. Ωστόσο, στη συνέχεια, με την πτώση της θερμοκρασίας κατά την εκθετική επέκταση του Σύμπαντος, η συμμετρία σπάει αυθόρμητα και οι αντιθετικές δυνάμεις και οντότητες της φύσης διαχωρίζονται και οργανώνονται μέσα από διάφορα στάδια.
Η επιβεβαίωση της υλιστικής διαλεκτικής από την ανάπτυξη της επιστήμης γίνεται εμφανής στις ιδέες των μεγάλων φυσικών του 20ού αιώνα, που σχεδόν αδιάλειπτα είναι υλιστές και αθεϊστές. Ξεκάθαρα αθεϊστικές θέσεις έχουν πάρει οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της ανάπτυξης της κβαντικής θεωρίας και της μεγάλης έκρηξης όπως οι Ντιράκ, Φάινμαν, Γκελ Μαν, Γουάινμπεργκ, κ.ά. Ο Χόκινγκ έχει επίσης τονίσει την αυθυπαρξία της φύσης, ενώ οι Τούροκ και Στάινχαρντ έχουν αναπτύξει το μοντέλο του αέναου και άπειρου σύμπαντος, που αυτοανανεώνεται μέσα από κύκλους μεγάλους εκρήξεων. Τέλος, ο διαπρεπής φυσικός Μίτσιο Κάκου έχει αναφερθεί ρητά στην επιστημονική δικαίωση της πολεμικής του Λένιν ενάντια στους μαχιστές και στη σύμπτωση της αρχής της ρήξης της συμμετρίας με τη διαλεκτική φιλοσοφία.
5. Η επικαιρότητα της πολεμικής του Λένιν στους μαχιστές γίνεται έκδηλη από την αναπαραγωγή στη μετα-λενινική περίοδο της μαχιστικής τάσης, με παραλλαγμένη μορφή, τόσο στην επιστημολογία όσο και στο εσωτερικό του μαρξισμού.
Μερικοί σημαντικοί επιστήμονες, όπως οι Σρέντιγκερ, Μπομ κ.ά., συνέχισαν την υποκειμενιστική παράδοση του Μαχ, την οποία επένδυαν με μια «ρεαλιστική» δήθεν ορολογία, καταλήγοντας και αυτοί σε ακραία ιδεαλιστικά και μυστικιστικά συμπεράσματα. Ενώ οι παλιοί μαχιστές προσπαθούσαν γενικά να κρύβουν ή να αμφισβητούν τον σολιψισμό τους, ο Σρέντιγκερ συντάχθηκε σε φιλοσοφικά γραπτά του ανοικτά με τη σολιψιστική κοσμοθεώρηση, αναφερόμενος ρητά σε στοχαστές όπως οι Μαχ, Πέτζολντ και Σούπε, που είχε πολεμήσει ο Λένιν στο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός. Ο ίδιος διακήρυξε ανοικτά την προτίμησή του στη μεταφυσική και το μυστικισμό, αποδεχόμενος τις μυστικιστικές θεολογικές αντιλήψεις των Ουπανισάδ και την ιδέα της μετενσάρκωσης. Ανάλογους δρόμους ακολούθησε ο Μπομ, που επικαλούνταν αρχικά το μαρξισμό, αλλά στη συνέχεια πέρασε στον ανατολικό μυστικισμό. Οι υποθέσεις αυτού του ρεύματος, που βασιζόταν σε μια αντίληψη της ύλης ως καθαρά ταυτοτικής και χωρίς εσωτερική αντιφατικότητα, συστηματοποιήθηκαν αργότερα από τον Πόπερ, ο οποίος, εκπροσωπώντας την κύρια, νέο-θετικιστική τάση της αστικής αντιδραστικής ιδεολογίας επεξεργάστηκε έναν παθητικό, σοπενχαουερικού τύπου αντιιστορισμό.
Οι ίδιες κατευθύνσεις αναπαράχθηκαν στο εσωτερικό του μαρξισμού, αρχικά από τους Κορς, Πάνεκουκ, κ.ά., και μεταπολεμικά επίσης από τους σταλινικούς δογματιστές και εκπροσώπους του καθηγητικού μαρξισμού. Ο Αλτουσέρ ιδιαίτερα στο έργο του Ο Λένιν και η Φιλοσοφία δικαίωσε τη μαχιστική απόρριψη του διπόλου υλισμός-ιδεαλισμός, στο όνομα μάλιστα της παράδοσης του Λένιν. Επιθέσεις στη διαλεκτική, με επίκεντρο το παραμέρισμα της έννοιας της αντίφασης, έκαναν οι Κολέτι, Ντε λα Βόλπε, Μπασελάρ, Μπαλιμπάρ, Πρέβε και πολλοί άλλοι. Ο κοινός παρανομαστής των παραπάνω τάσεων ήταν η παρουσίαση της αντίθεσης ως καθαρής και απόλυτης. Με αυτό τον τρόπο η ύλη στερούνταν από το σύμφυτο δυναμισμό της –η κίνηση θεωρούνταν σαν ο αντίποδας και το λογικό αντίθετο της ύλης– και τα πρωτεία αποδίδονταν έμμεσα στο πνεύμα, ως τη μορφοποιητική, δυναμική αρχή. Σύγχρονοι εκπρόσωποι της ίδιας κατεύθυνσης είναι οι Μπαντιού, Ζίζεκ, κ.ά. Οι τελευταίοι αντικαθιστούν, ιδιαίτερα ο Ζίζεκ, τον παθητικό, σοπενχαουερικό ανορθολογισμό, με ένα νιτσεϊκού τύπου, ανορθολογικό ενεργητισμό.
Συνολικά παρμένα, αυτά τα ρεύματα αποσύνθεσαν το μαρξισμό από τα μέσα, προετοιμάζοντας την κρίση και τη διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος. Ακριβώς όπως ο μαχισμός στον καιρό του Λένιν, ενσάρκωσαν και εκπλήρωσαν, σε ένα ευρύτερο μάλιστα πλαίσιο, μια διαδικασία αποσύνθεσης του μαρξισμού σε μια φάση υποχώρησης του κινήματος. Χωρίς την συστηματική κριτική και το παραμέρισμά τους είναι αδύνατος κάθε σοβαρός αγώνας για το σοσιαλισμό.
6. Πώς συνδέονται οι γενικές φιλοσοφικές θέσεις του Λένιν με την ιστορική εμπειρία του Οκτώβρη και με τα καθήκοντα του αγώνα για το σοσιαλισμό στην εποχή μας; Πολλές συνδέσεις μπορεί να γίνουν εδώ, με αναμφισβήτητα πιο σημαντική την προβληματική του για τη σοσιαλιστική μετάβαση.
Οι θεμελιώδεις επεξεργασίες του Λένιν για το μεταβατικό πρόγραμμα και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω της ΝΕΠ, με την οποία απαντά στο ερώτημα για τους τρόπους προσέγγισης του σοσιαλισμού σε μια καθυστερημένη χώρα, συνδέονται άρρηκτα με τη διαλεκτική του κοσμοθεώρηση. Ειδικά η προβληματική της ΝΕΠ περιλάμβανε τρία κύρια σημεία.
Ι. Στην ΕΣΣΔ μπορούσε να τεθεί το θεμέλιο ή η βάση του σοσιαλισμού, δηλαδή μια επαρκής βαριά σοσιαλιστική βιομηχανία ικανή να ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες των αγροτών, εδραιώνοντας έτσι τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά.
ΙΙ. Αυτή η διαδικασία δεν μπορούσε να προωθηθεί με άμεσα σοσιαλιστικό τρόπο, αλλά μόνο μέσα από τις καπιταλιστικές υποχωρήσεις και τα μέτρα της ΝΕΠ (ελευθερία εμπορίου, κρατικός καπιταλισμός, κοκ). Οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί θα εισάγονταν βαθμιαία, στο βαθμό που θα προχωρούσε ο εξηλεκτρισμός και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
ΙΙΙ. Το τελικό αποτέλεσμα, μέσα από συνεχείς μεταρρυθμίσεις των μορφών και σχέσεων της ΝΕΠ (βαθμιαία εξάπλωση των συνεταιρισμών, πολιτιστική επανάσταση, κ.ά.), θα ήταν μια σοσιαλιστική κοινωνία με πολλές ατέλειες.
Σε αυτή την προβληματική του Λένιν αποτυπώνεται η γενικότερη κοσμοθεωρητική, φιλοσοφική θέση του για την υπεροχή της αντίθεσης, την ανάπτυξη ως μια διαδικασία όχι «καθαρή» και μονοσήμαντη, αλλά ως διακρινόμενη από μια διαρκή σύγκρουση, εναλλαγή και εναρμόνιση αντίθετων τάσεων. Ενώ η ίδια αντίληψη υπόκειται της ανάλυσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, κοκ, είναι το διακριτικό γνώρισμα της σκέψης του ότι η σοσιαλιστική μετάβαση δίνει για πρώτη φορά την έμπρακτη δυνατότητα για τον συνειδητό χειρισμό και την επίλυση των αντιθέσεων, πάνω στην κατεύθυνση που υπαγορεύει η ίδια η αντικειμενική διαδικασία ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, ο Λένιν τονίζει την εξαιρετική ιδιοτυπία της διαδικασίας μετάβασης στην ΕΣΣΔ, οφειλόμενη στην ιδιαιτερότητα των ιστορικών συνθηκών.
7. Ξεκινώντας από τη λενινιστική προβληματική για τη σοσιαλιστική μετάβαση μπορούμε να εκτιμήσουμε σωστά τα αίτια της αποτυχίας του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος και της διάλυσης της ΕΣΣΔ.
Ι. Στην ΕΣΣΔ συντελέστηκε μια διαδικασία γραφειοκρατικού εκφυλισμού με φορέα το σταλινισμό. Η πρόωρη κατάργηση της ΝΕΠ και οι καταστροφές που προκάλεσε, η μαζική τρομοκρατία του 1936-38, οι προδοσίες της επανάστασης στο εξωτερικό, δεν ήταν περιστασιακά φαινόμενα, αλλά όψεις αυτής της διαδικασίας. Ταυτόχρονα όμως διατηρήθηκαν οι κύριες κατακτήσεις του Οκτώβρη, που έδιναν μια ώθηση προς το ξεπέρασμά της.
ΙΙ. Το 20ό Συνέδριο και η Περεστρόικα ήταν θετικά βήματα μερικής ρήξης με το σταλινισμό. Οι υποχωρήσεις στον καπιταλισμό που εισήγαγαν ήταν ιστορικά αναγκαίες, τις επέβαλε η διατηρούμενη αδυναμία της σοσιαλιστικής οικονομικής βάσης της ΕΣΣΔ και οι συσσωρευμένες αντιθέσεις της περιόδου της στασιμότητας, που καλούσαν σε μια νέα υποχώρηση τύπου ΝΕΠ. Βασικά λάθη του Γκορμπατσόφ ήταν ότι δεν τόνισε, όπως είχε κάνει ο Λένιν, το χαρακτήρα της ως καπιταλιστικής υποχώρησης και τους εμπλεκόμενους κινδύνους, αλλά τους έκρυψε με το λαθεμένο σύνθημα «περισσότερος σοσιαλισμός», και η μη αποκατάσταση του Τρότσκι, με παράλληλη κριτική των λαθών του. Από αυτά τα λάθη πιάστηκε ο μηχανισμός για να υπονομεύσει την αναγκαία ιστορική κίνηση.
Η άποψη ότι η ρίζα της αποτυχίας θα βρεθεί στις υποχωρήσεις στον καπιταλισμό, στον «κρατικό καπιταλισμό», κοκ, υποστηριζόμενη σε διάφορες παραλλαγές από τη νεοσταλινική ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και εκπροσώπους της αριστερίστικης διανόησης –στο παρελθόν από τους Μπάρναμ και Σάχτμαν, αργότερα τους Κλιφ και Χάρμαν, στη χώρα μας πολύ ισχυρά σήμερα από τους Μηνακάκη και Μαυροειδή, Χλιουνάκη, Μπελαντή, κ.ά.– είναι ριζικά λαθεμένη. Οι φορείς της, προφασιζόμενοι την καθαρότητα του σοσιαλιστικού οράματος, πολεμούν στην πράξη τον πραγματικό δρόμο προσέγγισης του σοσιαλισμού. Αναπαράγουν έτσι την ίδια θετικιστική απολυτοποίηση της αντίθεσης που παρουσίασε κοσμοθεωρητικά ο καθηγητισμός, αλτουσεριανισμός, κ.ά., στο επίπεδο της ιστορικής πράξης.
8. Ένα σημαντικό ερώτημα αφορά τον προσδιορισμό της σύγχρονης μαρξιστικής ορθοδοξίας.
Μια σειρά θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει ότι ο κλασικός μαρξισμός τελειώνει στη δεκαετία του 1930 με τους Τρότσκι και Γκράμσι και μετά ξεκινά κάποιος δυτικός, επιστημονικός είτε ανθρωπιστικός, μαρξισμός. Πρόκειται για απόψεις ριζικά λαθεμένες, με τις οποίες επιχειρείται στην ουσία να παραμεριστεί η μαρξιστική παράδοση για να ανοίξει ο δρόμος σε σχολαστικές, καθηγητικές παραχαράξεις του μαρξισμού. Ο κλασικός μαρξισμός, ο μαρξισμός των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, ήταν, είναι και θα είναι η αναγκαία και μόνη υπαρκτή και επαρκής θεωρητική βάση για το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα.
Η συνεισφορά των Μαρξ-Ένγκελς και του Λένιν είναι ασφαλώς θεμελιώδης. Ο Λένιν ιδιαίτερα ανυψώνει σε ένα νέο επίπεδο τον μαρξισμό, δίνοντάς του την κατάλληλη μορφή που αντιστοιχεί στα καθήκοντα της εποχής του ιμπεριαλισμού. Ο μαρξισμός όμως δεν τελειώνει εκεί. Μετά το θάνατο του Λένιν, ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Γκράμσι και ο Λούκατς συνεχίζουν το κύριο ρεύμα του μαρξισμού και προωθούν παραπέρα τη μαρξιστική θεωρία.
Αυτή η προώθηση γίνεται, βέβαια, σε ένα επίπεδο κατώτερο εκείνου των κλασικών. Ιδιαίτερα η προσέγγιση του Τρότσκι, όπως και του Μπουχάριν με μια διαφορετική έννοια, είναι διαισθητική και υστερεί από την άποψη της μεθοδολογίας. Ο Τρότσκι κριτικάρει τις σταλινικές προδοσίες στην Κίνα, τη Γερμανία και αλλού, προωθώντας τις μαρξιστικές αναλύσεις για το ενιαίο μέτωπο και το μεταβατικό πρόγραμμα. Μια σειρά θέσεις του όμως, όπως η ασάφειά του στο θέμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, η απόρριψη της αντίληψης του Λένιν για τη δημοκρατική δικτατορία, η θέση του ότι το ενιαίο μέτωπο έχει εφαρμογή μόνο στο μαζικό επίπεδο και όχι στο κοινοβουλευτικό, η υποτίμησή του της ικανότητας αντίστασης της αστικής τάξης, έχουν προβληματικό χαρακτήρα. Γενικά ο Τρότσκι ενσωματώνει ένα στοιχείο ακαμψίας στη θεώρησή του και στενεύει σε κάποιο βαθμό τη λενινιστική μεθοδολογία. Στον Μπουχάριν από την άλλη υπάρχει ένα στοιχείο σχολαστικισμού και πλαδαρότητας, που ο Λένιν όχι μόνο επισήμανε αλλά και απέδωσε στην επίδραση του Μπογκντάνοφ. Το ξεπέρασε στο τελευταίο του φιλοσοφικό έργο, γραμμένο στη φυλακή και πολύ παρόμοιο με τα Τετράδια της Φυλακής του Γκράμσι, αλλά πολύ αργά για να έχει ένα πρακτικό αντίκτυπο.
Ο Γκράμσι εξάγει τα διδάγματα της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στο Μεσοπόλεμο, επισημαίνοντας τις ρίζες τους στο ρομαντικό υποκειμενισμό της εποχής. Εντοπίζοντας κενά και αδυναμίες, προσανατολίζει έτσι παραπέρα σε μια μελέτη του πολιτικού και ιδεολογικού οικοδομήματος, ώστε να δοθεί μια πιο στέρεη θεμελίωση στην επαναστατική πράξη. Αυτή την τάση συνεχίζει και βαθαίνει ο Λούκατς στα πεδία της φιλοσοφίας και της αισθητικής, ανανεώνοντας τη μαρξιστική μεθοδολογία.
Φυσικά στη μετα-λενινική περίοδο παρουσιάζονται και αρκετοί άλλοι αξιόλογοι μαρξιστές, όπως ο Ιλιένκοφ, ο Μαντέλ, ο Ερνστ Φίσερ, ο Ψυχοπαίδης, κ.ά., που έχουν μια μερικότερη συνεισφορά.
Ξεκινώντας από τη φιλοσοφική κληρονομιά του Λένιν καλούμαστε σήμερα να αφομοιώσουμε όλη αυτή την ανάπτυξη στο σύνολό της και να τη συνδέσουμε με τα πορίσματα της επιστημονικής επανάστασης. Μόνο με μια τέτοια δημιουργική συνέχιση της φιλοσοφικής σκέψης του Λένιν θα γίνει δυνατό να φωτίσουμε τα σύνθετα καθήκοντα του αγώνα για το σοσιαλισμό στην εποχή μας.
Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Το παρόν είναι η εισήγησή του στην εκδήλωση που διοργάνωσαν στις 7 Δεκέμβρη 2017 ο Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, ο Σύλλογος Διάδοσης Μαρξιστικής Σκέψης Γ. Κορδάτος, το ΜΑΧΩΜΕ, ο Όμιλος Επαναστατικής Θεωρίας και τα περιοδικά Ουτοπία και Μαρξιστική Σκέψη.