24.3 C
Athens
Κυριακή, 17 Αυγούστου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εργατική τάξη: ένα φάντασμα του παρελθόντος ή μια ζωντανή πραγματικότητα; του Αποστόλη Παλιούρα

 

Α. ΓΕΝΙΚΑ.                                                                                                                                                                      1. Οι τάξεις, η εργατική τάξη και ο προσδιορισμός τους στον καπιταλισμό

Στην τρέχουσα δημόσια συζήτηση-η οποία, σημειωτέον, καθοδηγείται ασφυκτικά πλέον από τα κυρίαρχα αστικά ιδεολογήματα-διαπιστώνεται μια έντονη δυσανεξία ακόμα και στη διατύπωση του όρου «εργατική τάξη» ως στοιχείου μιας σύγχρονης επιστημονικής προσέγγισης∙ η εργατική τάξη, σύμφωνα με τους κυρίαρχους όρους, πρέπει να είναι αποκλειστικά και μόνο αντικείμενο της ιστορίας και μάλιστα μιας ιστορίας που εν πολλοίς ξαναγράφεται σύμφωνα με τους όρους του παρόντος.

Είναι, ωστόσο, φανερό πως δεν μπορεί να γραφτεί ένα άρθρο ή μια θεωρητική θέση γενικότερα για το προλεταριάτο, τον δυνάμει και θέσει φορέα της επαναστατικής αλλαγής του αστικού καθεστώτος και χειραφέτησης των εκμεταλλευόμενων τάξεων, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις καταρρεύσεις του 1990, να γράφουμε σα να είμαστε για παράδειγμα στα 1970 ή στα 1960.

Αυτό για αρκετούς λόγους. Αν και ποτέ δεν έλειψε η πολεμική της αστικής τάξης απέναντι στη μαρξιστική αντίληψη και πρακτική για τον ρόλο του προλεταριάτου είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε επί πλέον υπόψη τον εξής παράγοντα: Είναι γνωστό, συνοπτικά μιλώντας, ότι η συνείδηση του προλεταριάτου διαμορφώνεται ως συνδικαλιστική-οικονομίστικη (τρειντγιουνιονίστικη κατά την έκφραση του Λένιν) από την ίδια την θέση της εργατικής τάξης στην παραγωγή, η πολιτική της όμως συνείδηση, ως ολική ανατρεπτική του καπιταλιστικού συστήματος συνείδηση, διαμορφώνεται απέξω μέσω του πολιτικού κινήματος σε συνδυασμό βέβαια με τις εργασιακές εμπειρίες. Η ταξική πάλη βέβαια δεν σταματά και ούτε έχει σταματήσει εξαιτίας των γεγονότων του 1990, οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να διεκδικούν απέναντι στην ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης, είναι αισθητή όμως η έλλειψη μιας στρατηγικής σοσιαλιστικού περιεχομένου, που τα νέα φύτρα των κομμουνιστικών αριστερών οργανώσεων αδυνατούν να επεξεργαστούν και να προβάλουν. Για να είμαστε ειλικρινείς ο ταξικός αντίπαλος, σε συνδυασμό και με τα μέσα που διαθέτει, υπερέχει ημών στον τομέα της πολιτικής ζύμωσης και προπαγάνδας.

Θα προσπαθήσουμε παρακάτω, λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα που εκθέσαμε προηγουμένως, να θέσουμε τα ερωτήματα που σχετίζονται με την σημερινή εργατική τάξη, τον ρόλο της σε συνάρτηση με την παραγωγική διαδικασία, καθώς και το μεγάλο ζήτημα της συνείδησής της που αποτέλεσε αντικείμενο θεωρητικής διαμάχης, πολλές φορές σφοδρής, στο πεδίο της πολιτικής και στη σφαίρα της οικονομίας όχι μόνο με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης αλλά και ανάμεσα στους μαρξιστές. Θέλω να πιστεύω πως με βάση τα νέα δεδομένα η ανάπτυξη αυτή θα συμβάλλει με τον τρόπο της στην αναζήτηση και επαναθεμελίωση της στρατηγικής του προλεταριάτου και του επαναστατικού κόμματος.

 

  1. Γιατί το προλεταριάτο;   Όταν το προλεταριάτο διακηρύσσει τη διάλυση της μέχρι τώρα παγκόσμιας τάξης,εκφράζει απλώς το μυστικό της ύπαρξής του, γατί αυτό είναι η πραγματική διάλυση αυτής της παγκόσμιας τάξης                                                                             

Κ. Μαρξ

 

Όταν γράφονταν οι παραπάνω λέξεις, η εργατική τάξη, «αντικειμενικά» εξεταζόμενη, ήταν ένα «τίποτα», ένας συρφετός εξαθλιωμένων και αγράμματων φτωχών ανθρώπων που δεν διέθεταν παρά μόνο τα χέρια τους, αυτό που λίγα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε ως ένα ακόμη εμπόρευμα με το όνομα εργασιακή δύναμη. Αλλά και κάτι ακόμα∙ η μάζα αυτή των εργατών ήταν βασικά παρούσα σ’ ένα αρκετά περιορισμένο μέρος του λεγόμενου τότε «πολιτισμένου κόσμου», στην Αγγλία κυρίως, σε κάποιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία κ.λπ.) και σε κάποιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Εννοείται ότι για το πολύ μεγαλύτερο μέρος του κόσμου οι, κατά τον Έλληνα πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, χρήσιμοι βραχίονες, ήταν ένα άγνωστο είδος.

Γιατί, λοιπόν, ο φόβος απέναντι σ’ αυτό το φάντασμα;

Τι είναι, «αντικειμενικά» και πάλι, περισσότερο από τότε, σήμερα, η εργατική τάξη ή το προλεταριάτο; – για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που πάει να ξεχαστεί. Αρχικά, αν και αυτό δεν μπορεί να είναι η βασική αιτία, η εργατική τάξη σε πείσμα κάποιων θεωριών της δεκαετίας του 1980 είναι μια παγκόσμια τάξη, αριθμητικά κυρίαρχη- σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς της ILO (Διεθνής Οργανισμός Εργασίας)- κυμαίνεται γύρω στα τρία δισεκατομμύρια άτομα.

Αυτό φυσικά αποφεύγεται να λέγεται συχνά από επίσημα χείλη. Εκατοντάδες εκατομμύρια προλετάριοι στις αχανείς εργατουπόλεις της Ανατολικής και Νότιας Ασίας, στο νέο «παγκόσμιο εργοστάσιο» της υφηλίου είναι αόρατοι για τον αλλοτριωμένο μικροαστό (που επαγγελματικά μπορεί να είναι ακόμα και ο ίδιος εργάτης). Ιδιαίτερα στην Ελλάδα της ακραίας παρακμής του 21ου αιώνα η αστική «αντικειμενικότητα» σκεπάζει στα αδιαφανή πέπλα των στατιστικών θέσεων εργασίας τη ζοφερή κατάσταση της ανεργίας και επισφαλούς εργασίας της κυρίαρχης και αδιέξοδης ψευτοαπασχόλησης των ολιγόμηνων αλλά «αξιοπρεπών προγραμμάτων». Έτσι δεν βλέπουν τους σκουρόχρωμους εργάτες με τα κίτρινα γιλέκα που σκάβουν στον διπλανό δρόμο, ούτε πολύ περισσότερο τους χιλιάδες εργάτες γης που είναι κρυμμένοι στα χωράφια της φράουλας. Αυτοί είναι οι «άλλοι» και αυτός ο μικροαστός και οι γύρω από αυτόν, τα παιδιά του και η οικογένειά του δεν θα γίνουν ποτέ σαν «αυτούς».

Αυτή είναι η «αντικειμενικότητα» της αστικής τάξης∙ ωστόσο η ζωντανή αντικειμενική πραγματικότητα του υλικού κόσμου είναι τελείως διαφορετική. Δεν είναι του παρόντος η έκθεση των πλούσιων στοιχείων που υπάρχουν σχετικά με το ζήτημα αυτό, δηλαδή της ποσοτικής και της ποιοτικής ανέλιξης της εργατικής τάξης σε επίπεδα άγνωστα λίγες δεκαετίες πιο πριν. Η εργατική τάξη έχει κατακλύσει, εκτός από την Ευρώπη και την Αμερικανική ήπειρο, τις πολυάνθρωπες βιομηχανικές ζώνες της Ασίας, ενώ έχουν ανοίξει οι δρόμοι για την προλεταριοποίηση της Αφρικής. Είναι ζήτημα πλέον της πιο κοινής συνείδησης και γνώσης ότι η εργατική τάξη είναι ένας κοινωνικός γίγαντας∙ ποσοτικά έχει γίνει μεγαλύτερη παρά ποτέ, στέλνοντας στο περιθώριο πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς τις κοινωνιολογικές θεωρίες της δεκαετίας του 1980 για το τέλος ή την οριστική παρακμή του προλεταριάτου. Η εργατική τάξη έχει μεγαλώσει αριθμητικά, έχει γίνει, αυτό που δεν ήταν την εποχή του Marx, η παγκόσμια κυρίαρχη τάξη.

Όμως, όπως υπαινίχθηκα και λίγο παραπάνω, αυτό δεν είναι αρκετό. Για παράδειγμα, επί αιώνες η αγροτιά ήταν το πολυπληθέστερο κοινωνικό στρώμα στον κόσμο, ωστόσο ποτέ δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Επομένως, αν και αυτός ο παράγοντας έχει μια σημασία, αποτελεί ένα υπόβαθρο ίσως, χρειάζεται να αναζητηθούν και αλλού οι απαντήσεις στο ερώτημα που τέθηκε.

Για να ανακεφαλαιώσουμε, τελείως συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη απαιτούμενη απάντηση στο ερώτημα «γιατί το προλεταριάτο;» έχει δοθεί∙ το προλεταριάτο είναι η κυρίαρχη αριθμητικά και παραγωγικά κοινωνική τάξη και αντικειμενικά τα άμεσα και ζωτικά της συμφέροντα ταυτίζονται περισσότερο παρά ποτέ με την ανατροπή του παγκόσμιου καπιταλισμού και την παγκόσμια κοινωνική χειραφέτηση, όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά όλων των εκμεταλλευομένων και καταπιεζόμενων τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, τα ερωτήματα παραμένουν επίμονα και βασανιστικά:

Αν έτσι είναι τα πράγματα, είναι σε θέση το προλεταριάτο να επιτελέσει αυτό το κολοσσιαίο εγχείρημα; Η απάντηση στο ερώτημα συνδέεται με την διαδοχική απάντηση σε δύο άλλα επιμέρους ζητήματα, το πρώτο αφορά στη συνείδηση του προλεταριάτου, αν δηλαδή είναι συνειδητά σαν τάξη για τον εαυτό της έτοιμη ή μπορεί να ετοιμαστεί για να καταλάβει την πολιτική εξουσία, επικεφαλής ενός κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού. Με βάση το παραπάνω ερώτημα προκύπτει το επόμενο:

Η αστική τάξη σε παγκόσμιο επίπεδο είναι καθ’ όλα ανώτερη από κάθε πλευρά∙ διαθέτει ένα πλήθος εξουσιαστικά μέσα –από πρώτη ματιά ακαταμάχητα– είναι ανώτερη στο επίπεδο των γνώσεων, της μόρφωσης και των συνηθειών και, κυρίως, έχει πλούσια στρατηγική εμπειρία. Μπορεί το προλεταριάτο;

Αν το προλεταριάτο διδάσκεται από τις μέχρι τώρα κοινωνικές εμπειρίες, τότε θα πρέπει να δει με ποιο τρόπο θα αξιοποιήσει αυτό που μέχρι τώρα η μαρξιστική παράδοση παρουσιάζει ως πλεονέκτημα της αστικής τάξης, δηλαδή το γεγονός πως ήδη πριν αυτή κατακτήσει την εξουσία και επιβάλει την πολιτική ηγεμονία της είχε πλέον την οικονομική δύναμη να επιβάλει τους όρους της, με βίαιο ή όχι τρόπο. Η μαρξιστική παράδοση παρουσιάζει ως μειονέκτημα του προλεταριάτου το γεγονός ότι ήταν αναγκασμένο να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία όντας σε πλήρη οικονομική αδυναμία∙ αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά το ξεπέρασμά του μάλλον αφέθηκε στην κυριαρχία της ροής των πραγμάτων, κάθε άλλο παρά ανέφελης και ήρεμης.

Αν και το ζήτημα που θα θέσω φαίνεται ως πρωθύστερο, θα έπρεπε με βάση την πολιτική πείρα να χαραχθεί μια διαφορετική στρατηγική της εργατικής τάξης και του πολιτικού της κόμματος στο ζήτημα της διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας γιατί, όσο κι αν φαίνεται τώρα μακρινό και δύσκολο, το εγχείρημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από έναν συνασπισμό με επικεφαλής το προλεταριάτο έχει επιτευχθεί πολλές φορές στην ιστορία του καπιταλισμού, άλλες τόσες όμως μετά από ένα σύντομο ή και μεγάλο διάστημα η εξουσία αυτή έχει καταρρεύσει. Φαίνεται λοιπόν πως το ζήτημα της διαχείρισης και διατήρησης αυτής της εξουσίας δεν είναι λιγότερο φλέγον ούτε πιο εύκολο από αυτό της κατάκτησης.

Αν η αστική τάξη χρησιμοποίησε την οικονομική δύναμη και εξουσία για να καταλάβει την πολιτική εξουσία από την φεουδαρχία, το προλεταριάτο όταν καταλάβει την πολιτική εξουσία μπορεί να χρησιμοποιήσει τους καπιταλιστές όχι ως τάξη αλλά ως μεμονωμένα άτομα (καθαυτή τάξη και όχι τάξη για τον εαυτό της), για όσο καιρό χρειαστεί, προκειμένου να αποκτήσει το κράτος της εργατικής τάξης την απαραίτητη οικονομική δύναμη και τεχνογνωσία για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αυτό φαίνεται να ήταν το νόημα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που προσπάθησε να εφαρμόσει ο Λένιν για μικρό χρονικό διάστημα τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής εξουσίας και απ’ ότι φαίνεται και το νόημα της μεγάλης οικονομικής και πολιτικής μεταρρύθμισης του Τενγκ Χσιάο Πινγκ (Deng Xiaoping) στην Κίνα.

Εδώ μπορούμε να θέσουμε το επόμενο ερώτημα: Αν πράγματι, όπως προσπαθήσαμε να το ξεκαθαρίσουμε πριν, το προλεταριάτο είναι ο φορέας αυτής της εκ των έσω υπονόμευσης της αστικής κοινωνίας, είναι όμως, στη συνέχεια, υποκειμενικά σε θέση να φέρει σε πέρας και μέχρι «τέλους» αυτήν την αποστολή που η ίδια η κοινωνική εξέλιξη του έχει αναθέσει; Το ερώτημα τίθεται με τη δέουσα έμφαση γιατί το προλεταριάτο, όπως ήδη το έχει θέσει ο Marx, δεν αναλαμβάνει απλώς μια αλλαγή, έστω και βαθιά, ανάλογη αυτής της αστικής τάξης απέναντι στη φεουδαρχία∙ εδώ πρόκειται για την ολοκληρωτική ανατροπή μιας αδιέξοδης και καταστροφικής κοινωνίας που τείνει συνεχώς να υπερβεί τα ίδια της τα όρια –επικαιροποιώντας το τραγικό δίλημμα της Luxemburg, Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα∙ αυτή η ολιστική ανατροπή που τίθεται απέναντι στο προλεταριάτο δεν οδηγεί απλά σε μια δικαιότερη ταξική κυριαρχία της πολυπληθέστερης κοινωνικής τάξης ή μιας συμμαχίας κοινωνικών τάξεων, αλλά οδηγεί στην άρνηση και κατάργηση των ταξικών αντιφάσεων της αστικής κοινωνίας και στη διαλεκτική άνοδο της κοινωνικής εξέλιξης σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο κοινωνικής ποιότητας.

Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι μπορώ να απαντήσω θετικά σ’ αυτό το ερώτημα.   Αυτή η θεμιτή ή αθέμιτη αμφιβολία δεν προκύπτει από το βάρος της «αποτυχίας» των σοσιαλιστικών επαναστατικών εγχειρημάτων του 20ου αιώνα. Απεναντίας, αυτή η «αποτυχία» κατέδειξε πως η ενδεχομενικότητα των επαναστατικών σχεδίων των προηγούμενων ιστορικών περιόδων απέκτησε συγκεκριμένο περιεχόμενο και, μιλώντας εγελιανά, η αφηρημένη δυνατότητα μετατράπηκε με την οργανωμένη δράση του προλεταριάτου σε συγκεκριμένη πραγματικότητα. Δεν οδήγησε βέβαια, τελικά, σε μια χειραφετημένη και απελευθερωμένη κοινωνία όπως ονειρεύονταν οι πρωταγωνιστές αυτών των επαναστάσεων, καθώς η αναγκαστική μερικότητά τους περιόρισε σταδιακά το βάθος των επαναστατικών τομών, αφαίρεσε τα ολιστικά στοιχεία μιας ελπιδοφόρας επαναστατικής έκρηξης και στράφηκε μετά τις πρώτες επαναστατικές δεκαετίες, παρά την ήττα και την κατάργηση της αστικής τάξης, σε μια κοινωνία με οικονομικά και πολιτικά εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά.

Στην προκείμενη περίπτωση πάντως το ζητούμενο δεν είναι η κατάληξη των επαναστατικών εγχειρημάτων στην Ευρώπη σε συμβατικές πραγμοποιημένες μεταμορφώσεις της κοινωνικής αντικειμενικότητας∙ αυτός εξάλλου είναι ένας κίνδυνος που πάντα ελλοχεύει (Lenin: Ο κίνδυνος που μας απειλεί). Μας ενδιαφέρει εδώ η πλευρά που λέει, ό,τι αν το προλεταριάτο απέδειξε, και όχι μια φορά, πως είναι σε θέση να ανατρέψει την υποτιθέμενη παντοδυναμία της αστικής τάξης γιατί να μην μπορεί να το ξανακάνει και, μάλιστα, στη διάρκεια;

Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης η εξέλιξη της ερωτηματοθεσίας μάς οδηγεί στην ίδια την υποκειμενικότητα του προλεταριάτου και στη δυνατότητα που έχει να «ανέλθει» σε ποιοτικά ανώτερες μορφές οργάνωσης και δράσης, πέρα από τις ήδη μέχρι τώρα γνωστές∙ να λύσει προβλήματα που ξεπερνούν τη χρήσιμη, αλλά πεπερασμένη, πλέον εμπειρία «του κόμματος νέου τύπου»· ας το θέσουμε διαφορετικά: οδηγεί αναγκαστικά σε θεωρητικά εγχειρήματα και σε επεξεργασίες ανάλογου θεωρητικού διαμετρήματος αυτών του Lenin σχετικά με την οργάνωση του προλεταριάτου, πριν από έναν αιώνα περίπου. Δεν είμαστε σε θέση και ούτε είναι ο κατάλληλος χώρος εδώ για να τεθεί ένα τέτοιο ζήτημα προς συζήτηση.

Κλείνοντας αυτή την αναγκαστικά περιορισμένη εισαγωγή, ένα τελικό σύντομο σχόλιο. Σύμφωνα με τον Lukács η άρση των πραγμοποιημένων σχέσεων μπορεί να γίνει μόνο με την πραγματική άρση τους ως μορφών ζωής της κοινωνίας, αφού οι πραγμοποιημένες μορφές οργάνωσης δεν είναι μόνο απλώς μορφές σκέψης αλλά είναι μορφές αντικειμενικότητας της παρούσας αστικής κοινωνίας:

‘‘ … φορέας αυτής της συνειδησιακής διαδικασίας είναι […] το προλεταριάτο. Καθώς η συνείδηση του εμφανίζεται ως εμμενής συνέπεια της διαλεκτικής της ιστορίας εμφανίζεται και η ίδια ως διαλεκτική. Αυτό σημαίνει αφενός ότι αυτή η συνείδηση δεν είναι τίποτα άλλο από διατύπωση του ιστορικά αναγκαίου. Το προλεταριάτο «δεν έχει να πραγματώσει ιδεώδη». Μετατρεπόμενη σε πράξη η συνείδηση του προλεταριάτου μπορεί μόνο να φέρει στη ζωή ό,τι προωθεί προς απόφαση η διαλεκτική της ιστορίας, ποτέ όμως να τεθεί «προκλητικά» υπεράνω της πορείας της ιστορίας και να επιβάλλει απλές επιθυμίες ή γνώσεις. Γιατί αυτή η ίδια δεν είναι παρά η συνειδητοποιημένη αντίφαση της κοινωνικής εξέλιξης. Αφετέρου όμως μια διαλεκτική αναγκαιότητα δεν ταυτίζεται με κανένα τρόπο με μια μηχανική αιτιώδη […] Στην απλή αντίφαση –στο αυτόματο νομοτελειακά καθορισμένο προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης– θα πρέπει λοιπόν να προστεθεί κάτι νέο: η μετατρεπόμενη σε πράξη συνείδηση του προλεταριάτου’ (υπογράμμιση δική μας)[1] 

Αυτή η «πρόσθεση» –η συνάρθρωση καλύτερα– της επαναστατικής πράξης του προλεταριάτου «στην απλή αντίφαση – στο αυτόματο νομοτελειακά καθορισμένο προϊόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης» αποτελεί το πρόβλημα. Έχει γραφεί άπειρες φορές για την επαναστατική πολιτική οξύνοια του Lenin σχετικά με το περίφημο «χτες ήταν πολύ νωρίς, αύριο θα είναι πολύ αργά» και άλλες τόσες περί του αντιθέτου. Ωστόσο, η λουκατσιανή σκέψη θέτει ένα τεράστιο ζήτημα –αν και μέσα από μια, αυτοαναιρούμενη αργότερα, εγελειανή μεταφυσική – αυτό της συγχρονίας του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου με τις εξελικτικές κοινωνικές νόρμες∙ στην πραγματικότητα τίθενται τα ζητήματα της ασυμμετρίας των επειγόντων κοινωνικών αναγκών, των διάφορων μορφών και πλευρών της κοινωνικής δραστηριότητας , οι τοπικότητες, οι μερικότητες, οι τυχαιότητες, που διαμορφώνουν ένα timing αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό που υπολογίζουμε ή και φανταζόμαστε, καθώς η συνειδητοποιημένη ανθρώπινη (επαναστατική) πράξη και η αντιφατική νομοτελειακή κοινωνική (καπιταλιστική) εξέλιξη είναι διαφορετικής ποιότητας οντότητες για να συναρθρώνονται πάντα ή εύκολα σε μια μοναδική επαναστατική στιγμή.

Β. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

  1. Από τις θεωρίες για το τέλος της εργατικής τάξης σ’ αυτές του πρεκαριάτου και του τεχνοφεουδαλισμού

Οι διάφορες θεωρίες σχετικά με την εργατική τάξη και, κυρίως, με τον χαρακτήρα της ως τάξης και τον ρόλο της στην ταξική πάλη, η αμφισβήτηση του απελευθερωτικού κοινωνικού της ρόλου, εμφανίστηκαν πολύ νωρίς∙ ήδη τα πρώτα βήματα του προλεταριάτου μαζί με τις πρώτες διεκδικήσεις του συνοδεύτηκαν από τα απαξιωτικά σχόλια των εκπροσώπων της αστικής τάξης, κυρίως των τότε ακαδημαϊκών κύκλων της Βρετανίας αλλά και χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ο Α. Γιούρ, ο φιλόσοφος του εργοστασίου κατά τον 19ο αιώνα ‘‘ καταγγέλλει σαν ανεξάλειπτο όνειδος της αγγλικής εργατικής τάξης το γεγονός ότι έγραψε στη σημαία της «τη σκλαβιά των νόμων για τα εργοστάσια», σ΄ αντίθεση με το κεφάλαιο που μάχονταν με ανδρισμό για την «ολοκληρωτική ελευθερία της εργασίας»’’  [2]     

Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οι αστικές θεωρίες συμβαδίζουν  με τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του προλεταριάτου σαν αποτέλεσμα των κάθε φορά επαναστατικών εξελίξεων στην παραγωγική διαδικασία και των παραγωγικών μέσων. Βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν η ταύτιση των αναγκαίων εξελίξεων στο εσωτερικό της εργατικής τάξης με την δήθεν μετατροπή της ή μετάλλαξή της σε μεσαίο μισθωτό υπαλληλικό στρώμα, ένα εκτεταμένο στρώμα αυτοαπασχολούμενων, και η ταύτιση του προλετάριου αποκλειστικά με τον βιομηχανικό ή με τον χειρώνακτα εργάτη.

Πολλές απόψεις, επίσης, συνέκλιναν στην αποδοχή μεν της εργατικής τάξης ως τέτοιας αλλά στην απώλεια κάθε ίχνους επαναστατικής ή ακόμα και απλής διεκδικητικής συνείδησης εφόσον έχει  επιτύχει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο και μια εργασιακή εξασφάλιση. Αν και δεν χαρακτηρίζονται όλες οι σχετικές εργασίες από χοντροκοπιές και ξεφτισμένα ιδεολογήματα, ωστόσο κάθε φορά οι μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις σάρωναν τις σχετικές θεωρίες:  

Η μεγάλη κρίση του 1930 που ρίχνει στην ανεργία και στην απόλυτη φτώχεια το προλεταριάτο και στις δύο ακτές του Ατλαντικού γκρεμίζει το Αμερικάνικο Όνειρο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Με τη σειρά της η δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση του 2008 σήμανε το οριστικό τέλος των θεωριών για μια εργατική τάξη προορισμένη να συμμετέχει στα αγαθά του καπιταλιστικού Παραδείσου.

Ωστόσο ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να ξεφυτρώνουν οι θεωρίες που υποστηρίζουν με θέρμη την μεταλλαγή ή εξαφάνιση του προλεταριάτου, όπως αυτές των Χαρντ και Νέγκρι για το πλήθος αλλά και λίγο πιο πριν, αυτές του Γκορζ.

Μια από τις τελευταίες εκδοχές τους είναι εργασίες όπως αυτή του Guy Standing: Το Πρεκαριάτο, η νέα επικίνδυνη τάξη. Κυκλοφόρησε το 2011 αλλά στην Ελλάδα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος το 2022. Η λέξη πρεκαριάτο προέρχεται από την αγγλική precarious που ανάλογα με ό,τι προσδιορίζει σημαίνει επισφαλής, αβέβαιος, πρόσκαιρος κ.ά.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα «Το 2011, με έναν χονδρικό υπολογισμό, κοντά στο ένα τέταρτο του ενήλικου πληθυσμού σε πολλές χώρες ανήκε στο πρεκαριάτο. Το 2020 πριν την πανδημία, αυτή η αναλογία ίσως να προσέγγιζε  το 50% του πληθυσμού, ιδίως μεταξύ των νέων.» [3]     

Ο συγγραφέας επιλέγει την «ελεύθερη αγορά» ως το γενικότερο οικονομικό και πολιτικό μοντέλο εντός του οποίου θα κινηθεί και, εννοείται ταυτόχρονα, επιθυμεί την δημοκρατική μεταρρύθμιση του σημερινού μοντέλου. Ένα δεύτερο γενικό  χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης εργασίας είναι η ασάφεια καθώς τα στοιχεία που θα ήταν καθοριστικά για το αντικείμενο «πρεκαριάτο» ή είναι ιδιότητες οι οποίες από παλιά συνόδευαν τα διάφορα στρώματα των εργαζομένων ή δεν προσδιορίζονται με μια σχετική έστω ακρίβεια και σύμφωνα με την ίδια εργασία δεν έχουν ακόμη μορφοποιηθεί ικανοποιητικά. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο να διευκρινίσουμε τα βασικά του χαρακτηριστικά:

Το πρεκαριάτο είναι δημιούργημα του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης που έχει επικρατήσει στον κόσμο και μετατοπίζει τους κινδύνους στους εργαζόμενους οι οποίοι ωθούνται στην ανασφάλεια και σταδιακά γίνονται μια επικίνδυνη τάξη. “Είναι επιρρεπείς στο να αφουγκράζονται άσχημες απόψεις και να χρησιμοποιούν την ψήφο τους και τα χρήματά τους για να προσφέρουν σε αυτές τις απόψεις μια πολιτική πλατφόρμα με αναπτυσσόμενη επιρροή.” [4]  

Ο συγγραφέας προσπαθεί να μας δώσει έναν ορισμό αυτής της νέας επικίνδυνης τάξης∙ η προσωρινή αμειβόμενη εργασία συνιστά ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά του πρεκαριάτου ωστόσο αυτή η νέα κοινωνική ομάδα δεν ταυτίζεται ούτε με τους φτωχούς εργαζόμενους ούτε με όσους έχουν ασταθή απασχόληση. Σύμφωνα με τον ίδιο στο πρεκαριάτο εντάσσονται όσοι δεν έχουν ευκαιρίες πλήρους απασχόλησης σε μακροχρόνιο επίπεδο, όσοι δεν προστατεύονται από αυθαίρετη απόλυση, από ατυχήματα ή ασθένεια στην εργασία, αντικοινωνικά ωράρια εργασίας, ανθυγιεινές συνθήκες δουλειάς κ.λπ. Η έλλειψη ασφάλειας και διατήρησης  του συγκεκριμένου πόστου απασχόλησης, η έλλειψη ευκαιριών απόκτησης επιπλέον δεξιοτήτων και επιμόρφωσης, η έλλειψη εξασφάλισης επαρκούς και σταθερού εισοδήματος μέσω μηχανισμών όπως η ύπαρξη κατώτατου μισθού, τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, πλήρους κοινωνικής ασφάλισης και προοδευτικής κλιμακωτής φορολόγησης καθώς και η μη κατοχύρωση συλλογικής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης συνθέτουν το προφίλ των πρεκάριων.[5]

Αν και τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όλα ή κάποια από αυτά, συναντώνται σε μεγάλα τμήματα της σημερινής εργατικής τάξης εδώ και πολλά χρόνια ή και διαχρονικά και το μόνο νέο στοιχείο είναι η συνεχόμενη έντασή τους στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού καθώς το προλεταριάτο δέχεται την επίθεση των αγορών και του κεφαλαίου στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλιστικού καθεστώτος, ο Στάντινγκ χαρακτηρίζει την εργατική τάξη και το προλεταριάτο ως «υπαινικτικά ταμπελάκια». Όσο για τις «παλιές τάξεις», αυτές κατά τον συγγραφέα «εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάποια μέρη του κόσμου…» (sic). Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκεται η ολιγάριθμη ομάδα των δισεκατομμυριούχων, αλλά αμέσως πιο κάτω – εδώ μας περιμένει η έκπληξη- φιγουράρει «το σώμα των μισθωτών» που έχουν σταθερή απασχόληση και αποδοχές, είναι δικαιούχοι συντάξεων και αδειών (διευκρινίζεται ότι αυτό συμπεριλαμβάνει τους μισθωτούς μεγάλων επιχειρήσεων και τους δημόσιους υπαλλήλους).

Στο ίδιο επίπεδο με τους μισθωτούς τοποθετούνται «οι επαγγελματο-τεχνίτες» ένα κοινωνικό στρώμα που εκτός από τις παραδοσιακές ιδέες του «επαγγελματία» και του «τεχνίτη» καλύπτει και “όσους κατέχουν μια δέσμη δεξιοτήτων που μπορούν να πουλήσουν, κερδίζοντας υψηλά εισοδήματα στη βάση συμβολαίων, ως σύμβουλοι ή ανεξάρτητοι αυτοαπασχολούμενοι εργαζόμενοι.”

“Κάτω από τους «επαγγελματο- τεχνίτες», από άποψη εισοδήματος είναι ένας συρρικνούμενος «πυρήνας» χειρώνακτων υπαλλήλων, η ουσία της παλιάς «εργατικής τάξης». Τα κράτη πρόνοιας δομήθηκαν με αυτούς κατά νου, το ίδιο και τα συστήματα εργατικής νομοθεσίας. Όμως τα τάγματα των βιομηχανικών χειρώνακτων που διαμόρφωσαν τα εργατικά κινήματα έχουν χάσει το σφρίγος και την αίσθηση της κοινωνικής αλληλεγγύης τους.” [6]

Φαίνεται πως αυτό το τελευταίο παράθεμα, το σχετικό με τους χειρώνακτες, και η ταύτιση ή καλύτερα ο περιορισμός της εργατικής τάξης στους χειρώνακτες – πολυχρησιμοποιημένο είναι αλήθεια το επιχείρημα πολλά χρόνια πριν από τον Standing – μπορεί μαζί με άλλα να μας βοηθήσει να καταλάβουμε συνολικότερα το σκεπτικό  του συγγραφέα. Ωστόσο:

“Κάτω από αυτές τις τέσσερις ομάδες υπάρχει το αναπτυσσόμενο «πρεκαριάτο», το οποίο έχει στο πλευρό του μια στρατιά από ανέργους και μια αποκομμένη ομάδα κοινωνικά απροσάρμοστων ατόμων που ζουν από τα απομεινάρια της κοινωνίας” [7]

Αν και ο ισχυρισμός πως το πρεκαριάτο έχει ταξικά χαρακτηριστικά, η δυσκολία ή και η αδυναμία να προσδιορίσει κανείς ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά σε μια σειρά από τελείως διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι έφηβοι που μπαινοβγαίνουν στο ίντερνετ και κάνουν κάποια περιστασιακή εργασία, οι μητέρες μονογονεΪκών οικογενειών, οι εξηντάρηδες που αναζητούν περιστασιακές δουλειές, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι φυλακισμένοι που εκτίουν ποινές φυλάκισης και οι μετανάστες, είναι εμφανής. Ούτε ο όρος «άτυπη εργασία» ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν  καλύπτει τέτοιες κατηγορίες σαν αυτές που αναφέραμε πιο πάνω. Ο Standing που προφανώς εντοπίζει το πρόβλημα διευκρινίζει λίγο πιο κάτω (σελ.60: “Όπως και να το προσδιορίσει κανείς, το πρεκαριάτο απέχει πολύ από το να είναι ομοιογενές.”  Αυτός όμως είναι ένας όρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί καν εδώ. Θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα ότι η κοινωνική ομάδα των αυτοαπασχολούμενων δεν είναι ομοιογενής, όπως πράγματι συμβαίνει∙ για όλα αυτά όμως που ο Standing ρίχνει στο τσουβάλι της νοητικής του κατασκευής δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να τα συνενώσει ούτε η ανομοιογένεια.

Ο συγγραφέας περισσότερο έχει στο μυαλό του την έννοια του πλήθους των Hardt και Negri, επίκαιρη ίσως στην αρχή της τρίτης χιλιετίας που διανύουμε παρά σήμερα.

Στην τελευταία επικαιροποιημένη, μετά Covid, έκδοση ο συγγραφέας επιχειρεί μέσω ενός νέου προλόγου να απαντήσει στις κριτικές που δέχθηκε η έκδοση του 2011 και να θέσει κάποια νέα ζητήματα που αναδείχθηκαν στη προηγούμενη δεκαετία.    Προσπαθεί, αντιφάσκοντας με το ίδιο του  το κείμενο, να αποδείξει πως το πρεκαριάτο έχει διακριτά χαρακτηριστικά∙ δεν νομίζω όμως πως απαντά στοιχειωδώς ικανοποιητικά στις κριτικές αυτές. Για να μην επεκταθώ πέραν των ορίων της συγκεκριμένης εργασίας παραπέμπω τον αναγνώστη στις σελίδες 12 έως 17 του βιβλίου του.

Ωστόσο, όπως γίνεται συνήθως στις εργασίες αυτού του είδους, στις οποίες η ανάλυση της πραγματικότητας υποκύπτει στον πειρασμό μιας δημοσιογραφικής ιδεολογικοποιημένης αμεσότητας και αναπόφευκτα τα πράγματα οδηγούνται στο αδιέξοδο, υπάρχει πάντα το μαγικό ραβδί. Στη προκειμένη περίπτωση το μαγικό ραβδί είναι το βασικό εισόδημα. Μια «ταπεινή μηνιαία αμοιβή», όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας, η οποία θα παρέχεται σε κάθε «νόμιμο κάτοικο» της χώρας ανεξάρτητα από ηλικία. Οι υψηλοί στόχοι του Standing να βοηθήσει το πρεκαριάτο να εξελιχθεί σε τάξη για τον εαυτό της τελικά εξατμίστηκαν σε μια παροχή-φιλοδώρημα, η οποία μάλιστα ήδη έχει θεσμοθετηθεί σε αρκετές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Το μαγικό ραβδί του βασικού εισοδήματος φαίνεται πως αποτελεί διέξοδο και για άλλες θεωρίες που αναπτύσσονται στο φόντο των αλλαγών της παραγωγικής διαδικασίας και των συνεπαγόμενων αλλαγών στην εργατική τάξη. Οι θεωρίες αυτές που αφορούν το μέλλον της εργασίας στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου αυτοματισμού στην παραγωγική διαδικασία έχουν προκαλέσει μια συζήτηση η οποία κάποιες φορές είναι γόνιμη, συνήθως όμως αδυνατεί να καταλήξει σε κάποιο αντίστοιχο συμπέρασμα καθώς η μέθοδος που χρησιμοποιεί στηριγμένη στον απλό εμπειρισμό των στατιστικοποιημένων στοιχείων, όπως έχουμε δείξει και αλλού, δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο σε συμπεράσματα τύπου βασικού εισοδήματος. Η συζήτηση για την οποία γίνεται λόγος αφορά στην διερεύνηση των συνεπειών των τεχνολογικών αλλαγών και ιδιαίτερα της αυτοματοποίησης στην κοινωνία.   Παρεμπιπτόντως πάντως να σχολιάσουμε πως αυτή καθεαυτή η συζήτηση δεν είναι καθόλου καινούργια, θα εξετάσουμε βέβαια το ενδεχόμενο αν γίνεται με νέους όρους.

Το όλο ζήτημα, με τις διάφορες εκδοχές του, αποκρυσταλλώνεται σε μια βασική θεωρία η οποία, σύμφωνα με τον A. Benanav [8] επικεντρώνεται σε τέσσερις βασικές προτάσεις:  Πρώτον, οι εργαζόμενοι ήδη εκτοπίζονται από ολοένα και πιο προηγμένες μηχανές, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα «τεχνολογικής ανεργίας». Δεύτερον, αυτή η μετατόπιση είναι ένα σημάδι ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της επίτευξης μιας σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένης κοινωνίας, στην οποία σχεδόν όλη η εργασία θα εκτελείται από αυτοκινούμενα μηχανήματα και ευφυείς υπολογιστές. Τρίτον, ο αυτοματισμός πρέπει να συνεπάγεται τη συλλογική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον μόχθο. Τέταρτον, επομένως, ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια καταστροφή εξαιτίας της μαζικής ανεργίας είναι η παροχή ενός καθολικού βασικού εισοδήματος, σπάζοντας τη σύνδεση μεταξύ των εισοδημάτων που κερδίζουν οι άνθρωποι και της εργασίας που κάνουν, ως ένας τρόπος για να εγκαινιαστεί μια νέα κοινωνία. Την όλη συζήτηση και την σχετική επιχειρηματολογία έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς ακαδημαϊκοί τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς του κυρίαρχου ρεύματος στις ΗΠΑ αλλά και ηγετικά πρόσωπα του επιχειρηματικού και του πολιτικού κόσμου.

Να διευκρινίσουμε πως ο Benanav στέκεται κριτικά απέναντι στις συγκεκριμένες θεωρίες και διευκρινίζει ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον αυτοματισμό που καταργεί την εργασία και στην εφαρμογή τεχνολογικών καινοτομιών που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και έχει επιπτώσεις στην συμμετοχή της ανθρώπινης εργασίας αλλά δεν την καταργεί. Αν και στην ιστορία του καπιταλισμού η εφαρμογή καινοτομιών αυτοματισμού και αντικατάστασης της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας είναι αδιαμφισβήτητα ένα πάγιο χαρακτηριστικό, ωστόσο, παρά τις κάθε φορά προβλέψεις, το τέλος της ανθρώπινης εργασίας δεν είναι ορατό ούτε προβλέψιμο.

Είναι απαραίτητο, ωστόσο, να διερευνήσουμε και να μελετήσουμε τις αλλαγές που προκαλούν ο αυτοματισμός και οι τεχνολογίες των διαδικτυακών πληροφοριακών υπηρεσιών στην εργατική τάξη, γιατί τέτοιες αδιαμφισβήτητα υπάρχουν και είναι βαθιές. Ο Benanav παρουσιάζει κάποιες πληροφορίες και κάποια στοιχεία στο ζήτημα αυτό αλλά όπως αποφαίνεται και ο ίδιος τα στοιχεία είναι αντιφατικά. Σύμφωνα μ’ αυτά “το 57% των εργασιών που έκαναν οι έκαναν οι εργαζόμενοι στη δεκαετία του 1960 δεν υπάρχουν πλέον σήμερα”. Μια άλλη μελέτη της σχολής Martin στην Οξφόρδη συμπεραίνει πως το 47% των θέσεων της εργασίας στις ΗΠΑ κινδυνεύει από τις συνέπειες του αυτοματισμού, ενώ δύο πιο πρόσφατες μελέτες του ΟΟΣΑ μας αποκαλύπτουν πως ένα 14% των θέσεων εργασίας στις χώρες του ΟΟΣΑ διατρέχουν αυτό τον κίνδυνο και ένα άλλο 32% διατρέχει κίνδυνο σοβαρών αλλαγών στην εργασία του λόγω της αύξησης της ζωντανής εργασίας αντί της υποκατάστασής της λόγω εφαρμογής τεχνολογικών καινοτομιών. Οπωσδήποτε όλα αυτά δεν μας οδηγούν σε κάποια σταθερά συμπεράσματα.

Ο συγγραφέας εντοπίζει με οξυδέρκεια το γεγονός πως ο ενθουσιασμός που επικρατεί στις γραμμές των οπαδών της τεχνολογικής υποκατάστασης της ζωντανής εργασίας δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Ήδη από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου  κάθε φορά που συνέβαιναν ριζικές και ποιοτικές τεχνολογικές αλλαγές στα πάγια στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου (μεγάλη εργοστασιακή βιομηχανία, επαναστατικές αλλαγές στην ενεργειακή και χημική βιομηχανία- ηλεκτρισμός, φορντισμός- τεηλορισμός, ατομική ενέργεια, πληροφορική επανάσταση στις τηλεπικοινωνίες, διαδίκτυο, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη) διακεκριμένοι οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και στοχαστές μιλούσαν με ενθουσιασμό ή με απαισιοδοξία, ανάλογα, για το μέλλον της υποκατάστασης της ζωντανής εργασίας από τις νέες επαναστατικές τεχνολογικές καινοτομίες.

Να σημειώσουμε εδώ πως η εργατική τάξη αντιμετώπιζε πάντα με σκεπτικισμό τουλάχιστον αυτές τις αλλαγές αφού γνώριζε με κάποιο τρόπο ή απλώς διαισθάνονταν ενστικτωδώς πως οι αλλαγές αυτές στα χέρια του κεφαλαίου δεν προμήνυαν τίποτα το καλό γι’ αυτήν.

Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Benanav, αν και οι οραματιστές του τεχνολογικού τέλους της ζωντανής εργασίας έπεφταν κάθε φορά έξω δεν σημαίνει υποχρεωτικά και απόλυτα πως κάθε φορά θα πέφτουν έξω. Εδώ, όμως, μπορούμε να παρατηρήσουμε την εξής αντινομία: Αν έστω υποθετικά συμβεί το τέλος της ζωντανής εργασίας, τίθεται το ερώτημα από πού θα προέρχεται ο νέος πλούτος και τα κέρδη του κεφαλαίου, αφού γνωρίζουμε – και σήμερα είναι αποδεκτό από ευρύτερους κύκλους όχι υποχρεωτικά μαρξιστικούς- πως η υπεραξία και κατ’ επέκταση το κέρδος προέρχονται από την ζωντανή εργασία και μόνο. Η Χρηματιστικοποίηση, η λεγόμενη νέα πρωταρχική συσσώρευση ή η απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων άλλων ή του πλανήτη γενικότερα, που σύμφωνα με τους θεωρητικούς ισχυρισμούς αρκετών από τους οραματιστές του τεχνολογικού παραδείσου αντικαθιστούν την παραγωγή (μεταποίηση, βιομηχανία κ.λπ.), απλώς αναδιανέμουν σε βάρος των κατώτερων τάξεων υπάρχοντα αγαθά ή πλασματικά κεφάλαια, χωρίς νέα κέρδη∙ αυτά κάποτε τελειώνουν όμως. Επομένως, αντί για το τέλος της σπανιότητας (ένα άλλο όνειρο αυτών των κύκλων που υποτίθεται θα επέλθει με την επικείμενη επαναστατική τεχνολογική αυτοματοποιημένη εργασιακή περίοδο) η ανθρωπότητα θα οδηγηθεί σε μια μετακαπιταλιστική περίοδο λεηλασίας και βαρβαρότητας αφού το κεφάλαιο για να υπάρξει ως τέτοιο χρειάζεται τη συσσώρευση και τα κέρδη. Είναι πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο;

Φυσικά η διαδικασία παραγωγής αγαθών απαραίτητων για τη διαβίωση, την αναπαραγωγή και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας με ή χωρίς ζωντανή ανθρώπινη εργασία δεν πρόκειται να σταματήσει, αφού κάτι τέτοιο θα σήμανε και το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Επομένως αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο είναι δυνατή η παραγωγική διαδικασία χωρίς την συμμετοχή της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως, αν και η παραγωγική διαδικασία χωρίς την συμμετοχή της ζωντανής ανθρώπινης εργασιακής δύναμης ουσιαστικά σημαίνει τον αποκλεισμό της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας από το προσκήνιο, ωστόσο δεν σημαίνει προφανώς υποχρεωτικά την ύπαρξη μιας μορφής κομμουνισμού. Υπάρχουν ανοιχτά πολλά άλλα ενδεχόμενα όπως σημειώσαμε λίγο πιο πριν. Ασφαλώς τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων. Ωστόσο, μπορεί να εξεταστεί και να ελεγχθεί αν είμαστε κοντά στον παραμερισμό της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας ή, μήπως, η κατάσταση παραπέμπει και πάλι στο παρελθόν όταν οι τεχνολογικές επαναστάσεις και αλλαγές αντικατέστησαν ένα σημαντικό μέρος της εργασιακής συμμετοχής στο παραγόμενο προϊόν αλλά άλλες σημαντικές αλλαγές όπως η εκτατική καπιταλιστική επέκταση στον κόσμο και η συνεχής δημιουργία νέων αναγκών όχι μόνο δεν εξοβέλισαν την εργατική τάξη αλλά αντίθετα έχουν εκθρέψει ένα γιγάντιο παγκόσμιο προλεταριάτο που σήμερα υπερβαίνει τα τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Ο συγγραφέας αναφέρει δύο βασικές εξελίξεις που ήδη συμβαίνουν, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, στον κόσμο της εργασίας και τα οποία, όπως αναφέρει, αποτελούν επιχειρήματα για τους τεχνολογικούς οραματιστές σχετικά με το τέλος της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας στην παραγωγή και την αντικατάστασή της από την αυτοματοποίηση, την ρομποτική, την τεχνητή νοημοσύνη κ.ά..

Το πρώτο από αυτά είναι το διευρυνόμενο χάσμα που παρατηρείται στην αγορά εργασίας ανάμεσα στην προσφορά και στην ζήτηση της εργασιακής δύναμης. Αμέσως πιο κάτω ο συγγραφέας παραθέτει ορισμένα στοιχεία που αφορούν στην μείωση του ποσοστού των εργαζομένων που απασχολούνται στη μεταποίηση σε σχέση με το σύνολο των μισθωτών.

«Η εκβιομηχάνιση έχει από καιρό δώσει τη θέση της στην αποβιομηχάνιση, και όχι μόνο σε κάποια γραμμή αλλά σε όλους τους μεταποιητικούς τομείς των περισσότερων χωρών.[9] Το μερίδιο των εργαζομένων που απασχολούνταν στη μεταποίηση έπεσε πρώτα στον κόσμο υψηλού εισοδήματος: η μεταποίηση απασχολούσε το 22%  του συνόλου των εργαζομένων στις ΗΠΑ το 1970, αυτό το μερίδιο μειώθηκε σε μόλις 8% το 2017. Την ίδια περίοδο, τα μερίδια απασχόλησης στη μεταποίηση μειώθηκαν από 23%  σε 9% στη Γαλλία και από 30% σε 8% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ιαπωνία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέστησαν μικρότερες αλλά και πάλι σημαντικές μειώσεις: στην Ιαπωνία από 25% σε 15%, στη Γερμανία από 29% σε 17% και στην Ιταλία από 25%  σε 15%. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι μειώσεις σχετίστηκαν τελικά με σημαντικές μειώσεις του συνολικού αριθμού των ατόμων που απασχολούνται στη μεταποίηση.» [10] 

Μπορούμε αρχικά να παρατηρήσουμε πως τα στοιχεία αφορούν στις χώρες της G7. Το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης όπως το αναφέρει και ο ίδιος αφορά σίγουρα αυτή την ομάδα των χωρών αλλά το ερώτημα είναι: αφορά όλο τον κόσμο ή μήπως χρειάζεται να το εξετάσουμε πιο αναλυτικά και συγκεκριμένα;

Έχει σημασία να δούμε πρώτα τι ακριβώς σημαίνει αποβιομηχάνιση σύμφωνα με τον συγγραφέα, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσο ο ίδιος συμφωνεί, γράφει: η αποβιομηχάνιση στη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία «ορίζεται συνήθως ως μείωση του μεριδίου της μεταποίησης στη συνολική απασχόληση, ανεξάρτητα από τις αντίστοιχες τάσεις στα επίπεδα της βιομηχανικής παραγωγής.»

Αν και οι επιφυλάξεις για έναν τέτοιο ορισμό είναι βάσιμες αφού είναι δυνατόν κάτω από ορισμένες συνθήκες να υπάρχει μείωση του μεριδίου της απασχόλησης στην μεταποίηση στη συνολική απασχόληση και ταυτόχρονα αύξηση του μεριδίου της μεταποίησης στο συνολικό παραγόμενο προϊόν μαζί με μια απόλυτη αύξηση αυτού του προϊόντος, οπότε δεν ξέρω πώς αυτή η καθόλου απίθανη εξέλιξη θα μπορούσε να ονομαστεί αποβιομηχάνιση, ας εξετάσουμε το όλο ζήτημα κάτω από το πρίσμα αυτού του ορισμού. Πάνω σε αυτή τη βάση λοιπόν θα εξετάσουμε το ζήτημα της αποβιομηχάνισης όπως αυτή συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Στη συνέχεια όμως πρέπει να εξεταστεί αν μια τέτοια εξέλιξη λαμβάνει χώρα και στις υπόλοιπες χώρες ιδιαίτερα στη νοτιοανατολική Ασία.

Στις χώρες του ΟΟΣΑ, και περισσότερο στις χώρες που σήμερα αποτελούν την ομάδα των G7, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ραγδαία πορεία αποβιομηχάνισης όχι μόνο με βάση τα κριτήρια του ορισμού που παραθέσαμε προηγουμένως αλλά από κάθε πλευρά. Αν μέχρι τώρα υπήρχαν εξαιρέσεις όπως ήταν η περίπτωση της Γερμανίας, καθώς η τελευταία έχει εισέλθει σε μια περίοδο καθαρής ύφεσης εδώ και σχεδόν τρία χρόνια ουσιαστικά δεν υπάρχουν πλέον εξαιρέσεις. Η αποβιομηχάνιση αφορά τους περισσότερους μεγάλους παραγωγικούς κλάδους της μεταποίησης, ενώ στους κλάδους που αφορούν τεχνολογίες αιχμής, όπως είναι η παραγωγή ημιαγωγών και των συνακόλουθων προϊόντων smartphones, πληροφοριακών συστημάτων πληροφορικής και τεχνολογίας, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία κ.λπ., οι ΗΠΑ προσπαθούν να ανακόψουν την άνοδο της Κίνας με εξωοικονομικούς τρόπους, δημιουργώντας συνεχώς κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία αλλά και ακόμα περισσότερο βάζοντας σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη. Ουσιαστικά σε μεγάλους παραγωγικούς κλάδους όπως η παραγωγή ατσαλιού και κραμάτων, αλουμινίου, παραγωγή εργαλειακών και μηχανολογικών συστημάτων, προϊόντων που στηρίζονται σε τεχνολογίες αιχμής, παραγωγή μέσων μεταφοράς, εκτός αυτών που προορίζονται για στρατιωτικούς σκοπούς (η απαρίθμηση θα γίνονταν πολύ κουραστική αν συνεχιζόταν) τα καμίνια στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σβήσει, σύμφωνα με την δήλωση του Τραμπ λίγο πριν την ανακοίνωση επιβολής προστατευτικού δασμολογίου στις εισαγωγές μιας σειράς βιομηχανικών προϊόντων στις ΗΠΑ .

Οι ζώνες σκουριάς έχουν γίνει πλέον χαρακτηριστικό της αποβιομηχάνισης που έχει συμβεί στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ισχυριζόμαστε, βάσιμα πιστεύω, πως στις χώρες αυτές συμβαίνει πραγματική από κάθε άποψη αποβιομηχανοποίηση∙ το επιχείρημα του Benanav ότι στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία η πραγματική προστιθέμενη αξία υπερδιπλασιάστηκε στην μεταποίηση κατά τη περίοδο 1970-2017 δεν ανατρέπει τον ισχυρισμό μας∙ μισός αιώνας είναι κάτι παραπάνω από μεγάλο διάστημα για να είναι κανείς ικανοποιημένος όταν τέτοιου είδους αυξήσεις έχουν σημειωθεί αλλού σε χρονικά διαστήματα μικρότερα της δεκαετίας.

Αν πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους της αποβιομηχάνισης στις ΗΠΑ και στις άλλες χώρες που προηγούμενα αναφέρθηκαν και όχι μόνον σ’ αυτές (σε μια σειρά μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης αλλά και αλλού στην Ευρώπη σημειώνεται η ίδια διαδικασία αποβιομηχάνισης ) θα πρέπει αρχικά να αναφερθούμε στην διαδικασία μετακίνησης ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων από τις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης- όπως αυτές ήταν  τουλάχιστον κατά την διάρκεια ολόκληρου του 20ου αιώνα – στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας (κυρίως στην Κίνα) αλλά εν μέρει και σε χώρες της αμερικανικής ηπείρου (Βραζιλία, Μεξικό).

Αφήνοντας κατά μέρος τις διάφορες απόψεις σχετικά με τις αιτίες αυτού του γεγονότος εμείς ισχυριζόμαστε πως το κεφάλαιο είναι πρωτίστως μια οντότητα με οικονομικά χαρακτηριστικά, αν και αδιαμφισβήτητα περικλείει και άλλα επιμέρους στοιχεία. Όπως έχω γράψει και αλλού το κεφάλαιο είναι σαν το τρεχούμενο νερό και θα κυλίσει προς τα εκεί όπου το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο∙ αν αυτό είναι το οικονομικό του συμφέρον δεν θα το συγκρατήσει κανείς εθνοπατριωτισμός προς τη μητέρα πατρίδα ή ο,τιδήποτε άλλο.

Μια σημαντική ομάδα ερευνητών ισχυρίζονται πως η εφαρμογή των αυτοματισμών που επιβάλλουν οι νέες τεχνολογίες είναι η αιτία της αποβιομηχάνισης καθώς μειώνουν ραγδαία την απασχόληση στη μεταποίηση. Αν και κοιτάζοντας τα επιμέρους στοιχεία η αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, όπου εφαρμόζεται μια νέα τεχνολογική μέθοδος στην παραγωγική διαδικασία, αδιαμφισβήτητα «πετάει» έξω από την παραγωγή σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης – αυτό εξάλλου όπως έχουμε αναφέρει και προηγούμενα είναι σταθερό χαρακτηριστικό της ιστορίας της καπιταλιστικής παραγωγής – συνολικά και μεσοπρόθεσμα δεν μειώνει απαραίτητα την απασχόληση, καθώς οι νέες τεχνολογικές παραγωγικές μέθοδοι ακόμα και αν εξαφανίσουν την ζωντανή ανθρώπινη εργασία από έναν βιομηχανικό κλάδο το πιο πιθανό είναι  η άνοδος της παραγωγικότητας να δημιουργήσει επιπλέον κέρδη, συσσώρευση κεφαλαίου και επενδύσεις με αποτέλεσμα τη δημιουργία αναγκών για νέο εργατικό δυναμικό.

Ωστόσο φαίνεται πως το πρόβλημα της χαμηλής ζήτησης στην παγκόσμια αγορά εργασίας – με εξαίρεση την Κίνα – είναι υπαρκτό, σ’ αυτό συμφωνεί και ο Benanav. Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταθέτει ο ίδιος, μεταξύ του 1991 και του 2014 η παγκόσμια απασχόληση στη μεταποίηση αυξήθηκε σε απόλυτους αριθμούς κατά 0,4% ετησίως, αλλά ως ποσοστό στο σύνολο του εργατικού δυναμικού το οποίο αυξάνονταν ταχύτερα μειώθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες συνολικά  την περίοδο αυτή.

Στο δεύτερο μέρος της εργασίας του ο Benanav διερευνά την σχέση της ανεργίας με την υποαπασχόληση. Ισχυρίζεται πως ο κόσμος στην πραγματικότητα δεν κινδυνεύει από μαζική ανεργία αλλά από την μεγάλη αύξηση της υποαπασχόλησης και της ανασφαλούς εργασίας.

Ο συγγραφέας φέρνει το παράδειγμα της μεγάλης συρρίκνωσης της απασχόλησης στη γεωργία κατά τον 20ο αιώνα και, όπως γράφει, «ο μεγαλύτερος καταστροφέας των θέσεων εργασίας στην παγκόσμια απασχόληση δεν ήταν ο καπιταλισμός του πυριτίου αλλά ο καπιταλισμός του αζώτου».

Εξετάζοντας τα καταγραμμένα ποσοστά ανεργίας στις ΗΠΑ, Γερμανία και Ιαπωνία για την περίοδο 1960-2017 μπορούμε να διαπιστώσουμε μια καθαρή αύξηση των ποσοστών ανεργίας για τις δεκαετίες του 1980, του 1990 και μετά την οικονομική κρίση του 2008, ωστόσο στη συνέχεια τα ποσοστά πέφτουν σε σχετικά φυσιολογικά επίπεδα∙ ο Benanav ισχυρίζεται πως παρ’ όλες τις αιτίες που αναφέρονται από τις διάφορες πλευρές δεν έχουμε κάποια δραματική και πρωτοφανή αύξηση της ανεργίας.  Σημειώνεται, όμως, μια συνεχής μείωση της ζήτησης για εργασία με αποτέλεσμα ο κόσμος να ωθείται σε προσωρινές και ανασφαλείς εργασίες και στη λεγόμενη άτυπη εργασία. Αυτό συμβαίνει βασικά στις χώρες του ΟΟΣΑ και ακόμα περισσότερο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, στην οποία οι κυβερνήσεις σταδιακά καταργούν ή μειώνουν τα διάφορα επιδόματα προστασίας των εργαζομένων από την ανεργία, οπότε όσοι για διάφορους λόγους χάνουν την δουλειά τους δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα σχετικά καλό επίδομα και σε μια χαμηλόμισθη θέση ή σε μερική απασχόληση∙ με τον τρόπο αυτόν αγνοώντας προϋπηρεσία και εργατική εμπειρία επιλέγουν υποχρεωτικά να μπουν σε έναν κόσμο εργασιακής ανασφάλειας, προσωρινής και χαμηλόμισθης εργασίας.     Αυτός ο κόσμος σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία και τα κέντρα έρευνας της εργασίας είναι ο κόσμος της άτυπης εργασίας. Θα δούμε παρακάτω αν αυτή η άτυπη εργασία είναι κάτι νέο για την εργατική τάξη και τι διαφορές υπάρχουν σε σχέση με το παρελθόν.

Σύμφωνα τώρα με τις στατιστικές της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας:

«Μεταξύ 1985 και 2013, το μερίδιο της «μη τυπικής απασχόλησης» στη συνολική απασχόληση αυξήθηκε: από 21% σε 34% στη Γαλλία. από 25 έως 39%  στη Γερμανία· και από 29 έως 40% στην Ιταλία. Στην Ιαπωνία, το μερίδιο της «μη τακτικής απασχόλησης» αυξήθηκε από 17% το 1986 σε 34% το 2008, με παρόμοιες τάσεις να εκτυλίσσονται στη Νότια Κορέα. Αυτές οι αλλαγές στη σύνθεση της απασχόλησης είναι ακόμη πιο δραματικές στις νέες προσφορές εργασίας: το 60% των θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν  στις χώρες του ΟΟΣΑ τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ήταν μη τυπικές. [11] Οι αγορές εργασίας σε αυτές τις χώρες διχάζονται μεταξύ των εργαζομένων που εξακολουθούν να βρίσκονται σε «τυπική» απασχόληση, με σχετική ασφάλεια εργασίας, και μιας αυξανόμενης μάζας τυπικά νεότερων ξένων ατόμων που δεν έχουν αυτά τα οφέλη.»

Το ζήτημα της άτυπης εργασίας μας έχει απασχολήσει και στο παρελθόν στην μελέτη μας για το ελληνικό καπιταλισμό κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όταν αυτός αναδύθηκε από προκαπιταλιστικά παραγωγικά σχήματα που ήταν κυρίαρχα στην Ελλάδα των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ωστόσο εδώ το ζήτημα είναι περισσότερο πολύπλοκο λόγω του μεγέθους του και της ποικιλίας των διάφορων εκδοχών που συναντάμε στις διάφορες χώρες εξαιτίας των διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης. Είναι δύσκολο να υπάρξει μια ενιαία εκτίμηση για το σύνολο των περιπτώσεων όταν η άτυπη εργασία με την μορφή που τίθεται από τον συγγραφέα συναντάται για παράδειγμα στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στην Ελλάδα, στην Ινδία αλλά και στη Νιγηρία. Είναι σίγουρο πως κάθε περίπτωση απαιτεί τη δική της ξεχωριστή μελέτη.

Ωστόσο αν για τις ανάγκες της έρευνας και μόνο θεωρήσουμε πως αυτό το μεγάλο στρώμα των εργαζομένων έχει σαφή όρια από την εργατική τάξη – πράγμα που δεν συμβαίνει στην πραγματική ζωή αφού ουδέποτε υπήρξε καθαρή εργατική τάξη, καθώς αυτή χαρακτηρίζονταν πάντα από μια κινητικότητα και ώσμωση με άλλα τμήματα εργαζομένων και κυρίως με ανέργους που αναζητούν εργασία όχι υποχρεωτικά ως μισθωτοί – πρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε πως το γεγονός αυτό υπήρξε μόνιμο παρακολούθημα του προλεταριάτου κυρίως με την μορφή του εφεδρικού στρατού εργασίας όπως το περιέγραψε ο Μαρξ. Αν και τα πράγματα προφανώς δεν είναι πανομοιότυπα, η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τεράστιας ποικιλίας του σύγχρονου εφεδρικού στρατού εργασίας, της άτυπης εργασίας, δεν διαφέρουν ποιοτικά από το παρελθόν αν λάβει κανείς υπόψιν του την αλλαγή των ιστορικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής. Ούτε η προσωρινή απασχόληση, ούτε η μερική απασχόληση και ούτε βέβαια η επισφάλεια της εργασίας και η ανεργία αποτελούν κάτι καινούργιο, σήμερα όμως όλα αυτά έχουν αποκτήσει τα δικά τους ιδιαίτερα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά κάτι που είναι απόλυτα φυσικό καθώς το κεφάλαιο μηχανεύεται συνεχώς νέους τρόπους για αυξήσει την εκμετάλλευση των εργαζομένων και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποδιοργανώσει την εργατική τάξη.

Ο Benanav ισχυρίζεται και εδώ πως ο αυτοματισμός της παραγωγικής διαδικασίας και η αύξηση της παραγωγικότητας  αποτελούν μια δευτερεύουσα αιτία για την συρρίκνωση της απασχόλησης, καθώς οι βασικοί λόγοι είναι η μείωση των ρυθμών αύξησης της παραγωγής συνολικά  «λόγω του πολλαπλασιασμού των βιομηχανικών δυνατοτήτων σε όλο τον κόσμο, της σχετικής υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και της συνακόλουθης μείωσης στους ρυθμούς επέκτασης της μεταποίησης και της οικονομικής ανάπτυξης συνολικά.»

Αυτό το τελευταίο αποτελεί ίσως ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που θέτει αυτό το δοκίμιο και στο οποίο πρέπει να δοθούν κάποιες απαντήσεις οι οποίες, όμως, ξεφεύγουν από τα όρια της παρούσας εργασίας.

Αναφέρει ο Benanav μια σειρά παραγωγικούς κλάδους όπως η ένδυση, η υποδηματοποιία και η παραγωγή μικροεπεξεργαστών στην ηλεκτρονική βιομηχανία οι οποίοι αποτελούν ακόμη ένα δύσβατο δρόμο για τον αυτοματισμό καθώς απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί στην εργασία που μέχρι στιγμής μπορούν να γίνουν μόνον από το ανθρώπινο χέρι.

Στη συνέχεια μας δίνει κάποια χρήσιμα στοιχεία για την μετακίνηση εργαζομένων από την μεταποίηση στις υπηρεσίες. Η αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών αποδίδεται στην χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στις υπηρεσίες και στην μεγάλη διαφορά ή την απόσταση που χωρίζει το σύνολο της παραγωγής, που αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς, και στους χαμηλούς έως και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας στις υπηρεσίες∙ το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες.

«Αντί της ταχέως αυξανόμενης ανεργίας που σχετίζεται με μια σημαντική πρόοδο σε ένα αυτοματοποιημένο μέλλον, βλέπουμε αχαλίνωτη υποαπασχόληση λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής στασιμότητας. Αντί να μένουν εκτός εργασίας λόγω της χαμηλής ζήτησης για την εργασία τους, οι άνθρωποι αναγκάζονται να εργάζονται με χαμηλότερους από τους κανονικούς μισθούς και σε χειρότερες από τις κανονικές συνθήκες εργασίας. Όσοι δεν μπορούν να το κάνουν εγκαταλείπουν το εργατικό δυναμικό. Έτσι, η ζωή σε στάσιμες οικονομίες ορίζεται από την έντονη εργασιακή ανασφάλεια, που αντιπροσωπεύεται σε μια πληθώρα δυστοπιών επιστημονικής φαντασίας η οποία κατοικείται από μια περιττή  ανθρωπότητα. Η υποαπασχόληση γίνεται ένα τυπικό χαρακτηριστικό των αγορών εργασίας, αλλά ένα χαρακτηριστικό που στερείται τυπικής μορφής έκφρασης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά, καθώς τα πλεονάσματα εργασίας διευρύνθηκαν παγκοσμίως, οι πολυεθνικές εταιρείες άρχισαν να επιδίδονται σε αρμπιτράζ στην αγορά εργασίας, παίζοντας τους προμηθευτές μεταξύ τους για να αποκτήσουν παραγωγική εργασία σε χαμηλές τιμές, την οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησαν για να ανταγωνιστούν σε υπερπροσφορές στις παγκόσμιες αγορές. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν εκμεταλλευτεί την ανασφάλεια στην απασχόληση όχι μόνο σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, αλλά και στον κόσμο υψηλού εισοδήματος, μετριάζοντας τις μισθολογικές απαιτήσεις των εργαζομένων, δημιουργώντας πολυεπίπεδες συμβάσεις ή προσλαμβάνοντας εργαζομένους εκτός των ορίων της τυπικής εργατικής νομοθεσίας.

Ωστόσο, μόνο το 17% περίπου του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού εργάζεται στη μεταποίηση, με ένα επιπλέον 5% στα ορυχεία, τις μεταφορές και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. [12] Η συντριπτική πλειονότητα των υποαπασχολούμενων εργαζομένων στον κόσμο καταλήγουν επομένως να βρίσκουν θέσεις εργασίας στον εξαιρετικά ετερογενή τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος αντιπροσωπεύει μεταξύ 70 και 80 τοις εκατό της συνολικής απασχόλησης σε χώρες υψηλού εισοδήματος, και την πλειοψηφία των εργαζομένων στο Ιράν, τη Νιγηρία , Τουρκία, Φιλιππίνες, Μεξικό, Βραζιλία και Νότια Αφρική.[13]  [Η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών καλύπτει το 52% της συνολικής απασχόλησης στον κόσμο] Η μεταβιομηχανική οικονομία που κληρονομήσαμε – τώρα επιτέλους σε παγκόσμια κλίμακα – είναι, ωστόσο, μάλλον αντίθετη με αυτήν της οποίας την εμφάνιση ο Daniel Bell προέβλεψε για πρώτη φορά το 1973: αντί για μια οικονομία ερευνητών, εκπαιδευτών τένις και σεφ με βαθμολογία Michelin, η δική μας είναι κυρίως ένας κόσμος από κουρείς, οικιακούς υπηρέτες, πωλητές σε καρότσια φρούτων και σε στοίβες ραφιών Walmart.»

Η συρρίκνωση της απασχόλησης λόγω της μειωμένης ζήτησης στις αγορές εργασίας οδηγεί στην συμπίεση των μισθών και στην πτώση τους κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Σύμφωνα με τον Benanav στα τελευταία πενήντα χρόνια στις χώρες της G20 το 9% του εισοδήματος των εργαζομένων μετατοπίστηκε προς το κεφάλαιο ενώ σε παγκόσμια κλίμακα στην εικοσαετία 1980-2000 το μερίδιο της εργασίας στο εισόδημα μειώθηκε κατά 5% (αυτό το ποσοστό είναι ακόμα υψηλότερο καθώς στο εισόδημα της εργασίας περιλαμβάνονται τα τεράστια εισοδήματα των CEO και άλλων διευθυντικών στελεχών οι οποίοι προφανώς δεν ανήκουν ή τυπικά μόνο ανήκουν στον κόσμο της εργασίας ).

Σύμφωνα με τους οραματιστές του αυτοματισμού η εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα που δημιουργούνται από την συνεχή μείωση της απασχόλησης λόγω των εφαρμογών του αυτοματισμού και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είναι το καθολικό βασικό εισόδημα που θα πρέπει να καταβάλλεται σε κάθε πολίτη. Σύμφωνα με τους οπαδούς του βασικού εισοδήματος αυτό θα έδινε τέλος στην φτώχεια και θα παρείχε στους εργαζόμενους σε επισφαλή εργασία ένα σημαντικό τόνο ασφάλειας που είναι απαραίτητος την εποχή της υποαπασχόλησης.

Η λύση του βασικού εισοδήματος σύμφωνα με τον Benanav προέρχεται περισσότερο από τις φιλελεύθερες θεωρίες και λιγότερο από την αριστερά∙ σήμερα πολλοί νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι είναι υποστηρικτές αυτής της λύσης. Ο συγγραφέας φοβάται πως τυχόν εφαρμογή της παροχής του βασικού εισοδήματος περισσότερο θα έκλινε προς την δεξιά εκδοχή του, καθώς η αριστερή εναλλακτική του είναι πολύ ακριβότερη. Είναι αντίθετος με την άποψη πως η παροχή του βασικού εισοδήματος θα λύσει ή θα μετριάσει αποτελεσματικά τα προβλήματα της ανασφάλειας και της φτώχειας για πολλούς λόγους∙ ανάμεσα σ’ αυτούς και το ότι οι προτάσεις για το βασικό εισόδημα λένε λίγα για το πώς θα μειωθεί η επιρροή του κεφαλαίου στην παραγωγή.

Κλείνοντας ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί ενάντια στην θέση «των οραματιστών του αυτοματισμού», όπως τους ονομάζει. Σωστά ισχυρίζεται πως ακόμα και αν οι προβλέψεις τους για την εξέλιξη της αντικατάστασης της σημερινής παραγωγικής διαδικασίας από ένα αυτοματοποιημένο μέλλον χωρίς την συμμετοχή της ζωντανής εργασιακής δύναμης και την εναλλακτική της παροχής ενός βασικού εισοδήματος πραγματοποιηθούν κανείς δεν εγγυάται πως ο κόσμος θα στραφεί προς την εξέλιξη που αυτοί οραματίζονται ή προς κάτι πολύ χειρότερο.

Γ. Η ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

  1. Στοιχεία για τους μισθωτούς και την εργατική τάξη στην Ελλάδα                                                                                                                                 

Αν και όλα τα προηγούμενα αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα εμείς εκ των πραγμάτων είμαστε υποχρεωμένοι να ερευνήσουμε, από την σκοπιά αυτή, μια μικρή συνολικά γωνιά του κόσμου, την Ελλάδα∙ θα δούμε πως και εδώ, παρά το γεγονός ότι η χώρα εδώ και καιρό βρίσκεται σε μια διαδικασία προϊούσας αποβιομηχανοποίησης και φτωχοποίησης της κοινωνίας – ιδίως μετά την κρίση του 2010 – τα στοιχεία κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν την αντεπιστημονική και ατεκμηρίωτη θέση περί ιστορικού τέλους του προλεταριάτου.

Θα εξετάσουμε, συνοπτικά και μέσα στα όρια ενός άρθρου, την εξέλιξη της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα από το 1991 μέχρι το 2021 και ακόμα πιο συγκεκριμένα θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε αυτή την εξέλιξη στην εργατική τάξη, καθώς όπως είναι γνωστό μισθωτή εργασία και εργατική τάξη δεν είναι όροι και έννοιες ταυτόσημοι.

Ας παρακολουθήσουμε πρώτα την εξέλιξη της μισθωτής εργασίας, με βάση τα στοιχεία των απογραφών, τα έτη 1991, 2001, 2011 και 2021:

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι  Απασχολούμενοι                       Μισθωτοί                                %

1991                3.571.913                                     1.945.913                       54,40

2001                4.102.089                                     2.628.571                       64,01

2011                3.727.633                                     2.544.507                       68,20

2017                3.752.700                                     2.474.100                       65,90

2021                3.928.000                                     2.677.900                       68,20  [14]

Σχολιάζοντας τα στοιχεία του Πίνακα Ι παρατηρούμε αβίαστα την μεγάλη αύξηση της μισθωτής εργασίας στη διάρκεια της τριακονταετίας τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ποσοστιαία. Η μισθωτή εργασία δεν αποτελεί απλά την μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα, όπως ήταν το 1991, αλλά το απόλυτα κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα από αριθμητική άποψη. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι υπολογισμοί έχουν γίνει στη βάση των απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της απογραφής. Με τον τρόπο αυτό δεν υπολογίζονται οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι όπως και οι νέοι που αναζητούν εργασία, η πολύ μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι δυνάμει ενταγμένοι στη μισθωτή εργασία. Αν συνυπολογιστούν και αυτές οι κοινωνικές ομάδες τότε οι μισθωτοί πρέπει να ξεπερνούν τα ¾ του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού. Παραμένουμε όμως στα στοιχεία στη βάση των απασχολουμένων προκειμένου να αποφύγουμε ενστάσεις σχετικά με τους τρόπους υπολογισμού.

Παρατήρηση δεύτερη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2011-2021 καταγράφεται μια στασιμότητα στους ρυθμούς αύξησης των μισθωτών οι οποίοι φαίνεται να ανακάμπτουν προς το τέλος της δεκαετίας. Υπάρχουν προφανείς λόγοι για το γεγονός αυτό. Η συγκεκριμένη δεκαετία είναι η δεκαετία της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που οι συνέπειές της ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα. Η ανεργία ήταν μια απ’ αυτές. Γύρω στο 1,5 εκατομμύριο άνεργοι στο αποκορύφωμα της κρίσης, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προέρχονταν από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, είναι απολύτως φυσιολογικό να φρενάρουν τους ρυθμούς αύξησης των μισθωτών. Προς το τέλος της δεκαετίας καθώς η κρίση δίνει τη θέση της σε μια αναιμική ανάπτυξη «η τάξη αποκαθίσταται» σταδιακά.

Οι μισθωτοί εργαζόμενοι όμως δεν συμπίπτουν με το προλεταριάτο, αποτελούν όπως είναι γνωστό μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα που κατά το μεγαλύτερο μέρος της συγκροτείται από μισθωτούς εργάτες, και κατά κανόνα η αύξηση της μισθωτής εργασίας συνεπάγεται και την αντίστοιχη αύξηση της εργατικής τάξης, ωστόσο αυτό το τελευταίο δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να ξεχωρίσουμε μέσα στο σύνολο των μισθωτών τους εργάτες από τους μισθωτούς που ανήκουν στα μεσαία στρώματα ή και στην αστική τάξη.  Τα κριτήρια για το φιλτράρισμα αυτό είναι αρκετά με κυριότερα τη συμβολή του μισθωτού εργαζόμενου στην παραγωγή, κυκλοφορία και διανομή της υπεραξίας, το ύψος του μισθού και τη θέση του στην οργάνωση της διαδικασίας της παραγωγής, της κυκλοφορίας και της διανομής. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν ακόμη και έμμεσες διαδικασίες συμβολής στην παραγωγή της υπεραξίας και στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης όπως η εκπαίδευση των εργατών, η υγειονομική προστασία και περίθαλψη κ.ά. Συνήθως απαιτείται συνδυασμός όλων των παραπάνω κριτηρίων και συγκεκριμένη εξέταση των επιμέρους ομάδων των μισθωτών.

Τα όρια της εργασίας μας καθώς και η περιορισμένη διαθεσιμότητα των στοιχείων για το 2021 περιορίζουν την έρευνά μας στις απογραφές του 2001 και του 2011.  Ωστόσο, είναι αρκετά τα στοιχεία που θα παραθέσουμε, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην μισθωτή εργασία όπως αυτές εκτίθενται στον πίνακα Ι, ώστε να μας δώσουν μια αρκετά σαφή εικόνα για ένα μοτίβο αριθμητικής  κυριαρχίας του προλεταριάτου στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας μας στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Επίσης, αν και το χρονικό εύρος  μιας δεκαετίας είναι μικρό, ωστόσο καταγράφουν εντυπωσιακές εσωτερικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις που είναι αναγκαίο να λάβουμε υπόψη μας κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων.

Στην απογραφή του 2001 με βάση τα στοιχεία του πίνακα Ι καταγράφονται 2.628.571 μισθωτοί σε ένα σύνολο 4.102.089 απασχολουμένων, το 64,01 % δηλαδή. Μεθοδολογικά η στατιστική έρευνα χώρισε τους μισθωτούς σε εννέα γενικές επαγγελματικές ομάδες: στα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, στα πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά, καλλιτεχνικά και συναφή επαγγέλματα, στους τεχνικούς, στους απασχολούμενους στη παροχή υπηρεσιών και στους πωλητές, στους υπαλλήλους γραφείου, στους απασχολούμενους μισθωτούς στη γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία και αλιεία, στους ειδικευμένους τεχνίτες και τα συναφή, στους χειριστές μηχανημάτων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μονταδόρους και τέλος στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες. Οι γενικές αυτές επαγγελματικές ομάδες επιμερίζονται σε μικρότερες και πιο συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα στον τομέα των επιστημονικών επαγγελμάτων της υγείας καταγράφονται μισθωτοί γιατροί και μισθωτοί νοσηλευτές κλπ.∙ οι μεν γιατροί δεν κατατάσσονται στην εργατική τάξη ενώ οι νοσηλευτές αντίθετα- με βάση κριτήρια όπως η θέση τους στο ιστορικά καθορισμένο σημερινό σύστημα κοινωνικής παραγωγής ( ο ρόλος τους στον καταμερισμό και στην οργάνωση της εργασίας), η σχέση τους με τα μέσα παραγωγής και τέλος τη φύση και το μέγεθος του εισοδήματός τους ( του μισθού τους δηλαδή) – τους κατατάσσουν στην εργατική τάξη. Με τον τρόπο αυτό φιλτράρω τις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες των μισθωτών καθώς ένα σημαντικό μέρος τους κατά προσέγγιση γύρω στο 15 με 20 % εντάσσεται στα νέα μεσαία στρώματα ή ακόμα και στην αστική τάξη.

Με βάση τα παραπάνω είναι αυτονόητο πως στην πρώτη ομάδα των διευθυντικών και υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών δεν υπάρχουν μισθωτοί που να μπορούν να ενταχθούν στην εργατική τάξη, ενώ στις αμέσως επόμενες τρεις επαγγελματικές κατηγορίες ( επιστημονικά επαγγέλματα, τεχνικά και τεχνολογικά επαγγέλματα και επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών) ένα ποσοστό της τάξης 70-75% του συνόλου των μισθωτών ανήκει στην εργατική τάξη. Στις υπόλοιπες πέντε επαγγελματικές κατηγορίες (υπάλληλοι γραφείου, μισθωτοί απασχολούμενοι στη γεωργία, κτηνοτροφία κλ.π., μισθωτοί τεχνίτες, χειριστές μηχανημάτων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και ανειδίκευτοι χειρώνακτες), οπωσδήποτε πάλι με μια σχετική προσέγγιση, οι καταγραμμένοι μισθωτοί μπορούν να καταταχθούν κατά 100% στο προλεταριάτο.

Με βάση αυτή τη μεθοδολογία, το 2001, υπολογίσαμε ότι περίπου 2.130.000 μισθωτοί ανήκουν στην εργατική τάξη∙ σ΄ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε 439.000 άνεργους και νέους που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία, οι οποίοι κατά κανόνα και κατά τη μεγάλη τους πλειονότητα εντάσσονται στη εργατική τάξη. Συνολικά, 2.569.000 άνθρωποι ή το 55% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αποτελούσαν κατά το 2001 την εργατική τάξη. Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Μαρξ, πρόκειται συνολικά για τον ενεργό και τον εφεδρικό στρατό εργασίας, δηλαδή το προλεταριάτο.

Για το 2011, όπως έχουμε ήδη καταγράψει στον πίνακα Ι, σε ένα σύνολο 3.727.633 απασχολουμένων (15 ετών και άνω) οι μισθωτοί ανέρχονται σε 2.547.507 ήτοι το 68,2%. Στο σύνολο των απασχολουμένων καταγράφονται 218.437 μισθωτοί οι οποίοι επαγγελματικά κατατάσσονται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη∙ από αυτούς οι 71.465 είναι μισθωτοί αλλά προφανώς δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Με την ίδια μέθοδο συνεχίζουμε για τις υπόλοιπες οκτώ επαγγελματικές κατηγορίες μισθωτών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι 2.080.687 μισθωτοί απασχολούμενοι οι οποίοι ανήκουν στην εργατική τάξη, αθροίζοντας και 859.003 ανέργους (βρισκόμαστε ήδη στην περίοδο της οικονομικής κρίσης) συνολικά το προλεταριάτο αριθμεί περί τα 2.940.000 εργάτες ή το 64% του ΟΕΠ.

Δυστυχώς τα στοιχεία που τη στιγμή αυτή έχουμε στη διάθεσή μας δεν επιτρέπουν ανάλογους λεπτομερειακούς υπολογισμούς για το 2021 και ως εκ τούτου δεν είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό της εργατικής τάξης. Τα δημοσιευμένα στοιχεία για τους μισθωτούς, όπως αυτά καταγράφονται στον πίνακα Ι μας επιτρέπουν να πιστεύουμε πως η ανοδική τάση για το ελληνικό προλεταριάτο δεν έχει μεταβληθεί.

Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε μια σημαντική παρατήρηση που η λεπτομερειακή καταγραφή και ερμηνεία θα μας έβγαζε έξω από τα όρια και το κυρίως θέμα του άρθρου: μελετώντας και συγκρίνοντας τον αριθμό των εργατών στις επιμέρους εννέα επαγγελματικές κατηγορίες παρατηρούμε την αισθητή μείωση του αριθμού των εργατών στις τρεις τελευταίες επαγγελματικές κατηγορίες ( Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, Χειριστές μηχανημάτων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και μονταδόρων, Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες) κατά το 2011 σε σχέση με τις αντίστοιχες κατηγορίες εργατών το 2001. Ταυτόχρονα το 2011 έχουμε αύξηση, σε σχέση με το 2001, σε κατηγορίες όπως η παροχή υπηρεσιών και πωλητές, οι επαγγελματίες στον τομέα των επιστημονικών καλλιτεχνικών και συναφών επαγγελμάτων κλ.π. Αν δε ανατρέξουμε και στα στοιχεία της απογραφής του 1991 τότε οι διαφορές είναι πολύ μεγαλύτερες.

Επομένως συμπερασματικά για την κατάσταση στην Ελλάδα μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής: Η εργατική τάξη αυξάνει τόσο απόλυτα όσο και ποσοστιαία ως τμήμα του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού – το 2011 άγγιζε τα 2/3 του ΟΕΠ-, ωστόσο είναι ταυτόχρονα προφανής η μεγάλη μείωση εκείνου του τμήματός της που παράγει υπεραξία ενώ αυξάνονται εκείνα τα τμήματα που εργάζονται στη κυκλοφορία και στη διανομή της υπεραξίας ή συμμετέχουν έμμεσα στη παραγωγή της, όπως οι εκπαιδευτικοί, οι υγειονομικοί κ.ά. Αυξάνεται επίσης το τμήμα της εργατικής τάξης που μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρασιτικό, το οποίο μαζί με το μεγάλο μέρος που ενδημεί, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή, στην ανεργία αποτελούν έναν εφεδρικό στρατό για την άρχουσα τάξη πρόθυμο και καθόλου εφεκτικό σε προσωρινές εργασίες με χαμηλό μισθό κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης. [15]

5.Οι αλλαγές στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Μετακίνηση της εργασίας από την άμεση παραγωγή υπεραξίας σε άλλες κατηγορίες, όπως η κυκλοφορία και διανομή του κέρδους

 Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ακόμα και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα στην οποία η αποβιομηχανοποίηση έχει προχωρήσει και ο τουρισμός ανακηρύσσεται από την πολιτική ηγεσία της χώρας ως η «βαριά μας βιομηχανία», το προλεταριάτο είναι η υπαρκτή σημερινή ηγετική κοινωνική δύναμη με έντονα αυξητικές τάσεις. Ωστόσο η μείωση των τμημάτων της εργατικής τάξης που ασχολούνται άμεσα στην παραγωγή υπεραξίας και η αντίστοιχη αύξηση εκείνων των εργατικών στρωμάτων που χαρακτηρίζονται ως μη παραγωγικά ενέχει σημαντικές συνέπειες στην διαμόρφωση της ταξικής εργατικής συνείδησης και κατά συνέπεια και στις πολιτικές θέσεις της.

Σε κάθε περίπτωση δηλαδή έχουμε ένα προλεταριάτο το οποίο αποτελείται από βιομηχανικούς εργάτες (ειδικευμένους και ανειδίκευτους), υπαλλήλους γραφείου, εμποροϋπαλλήλους, εργαζόμενους στην πώληση υπηρεσιών εστίασης, διαφήμισης και τουρισμού, υπαλλήλους του τομέα της υγείας (κυρίως νοσηλευτές και γραφιάδες), εκπαιδευτικούς στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, υπαλλήλους στον χρηματοοικονομικό τομέα (τράπεζες, ασφάλειες και πιο εξειδικευμένους οργανισμούς), κατώτερους και μεσαίους υπαλλήλους του Δημόσιου τομέα, μισθωτούς της αγροτικής οικονομίας (κυρίως εργάτες γης) και απλούς μεροκαματιάρηδες. Γύρω απ’ αυτόν τον βασικό πυρήνα κινείται ένα «νέφος» εργατών με μερική και επισφαλή απασχόληση (χωρίς αυτό το τελευταίο να σημαίνει πως όλες οι προηγούμενες κατηγορίες που αναφέραμε έχουν σαν χαρακτηριστικό την ασφάλεια εργασίας και απασχόλησης). Είναι κυρίως νέοι εργαζόμενοι που εντάσσονται σε προγράμματα ορισμένου και σύντομου χρόνου εργασίας, εποχικοί εργάτες στη γεωργία και στον τουρισμό και άλλες κατηγορίες. Όλοι αυτοί συμβιώνουν με ένα μεγάλο και ανομοιογενές πλήθος ανέργων (που αριθμεί ανάλογα με την περίσταση από μισό έως ενάμιση εκατομμύριο).

Αυτή η τελευταία κατηγορία, οι άνεργοι και όσοι έχουν μια προσωρινή και επισφαλή εργασία, αποτελούν τον κατά Μαρξ εφεδρικό στρατό εργασίας, αναπόσπαστο κομμάτι του προλεταριάτου.

Με βάση τα στοιχεία των γενικών απογραφών πληθυσμού του 2001 και 2011 και τις σχετικές επεξεργασίες αυτών των στοιχείων, οι μισθωτοί αυξάνονται από 64,01% των απασχολουμένων το 2001 σε 68,20% το 2011. Αντίστοιχα η εργατική τάξη (ενεργός και εφεδρικός στρατός εργασίας μαζί) από 2.569.000 άτομα περίπου ή 55% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ) αυξήθηκε σε 2.939.000 άτομα ή 64% του ΟΕΠ. Να σημειώσουμε χωρίς άλλα σχόλια πως στη Δυτική Ευρώπη, στη Γαλλία για παράδειγμα, ήδη από τη δεκαετία του 1970, το προλεταριάτο καλύπτει τα 2/3 του ενεργού πληθυσμού.

Παρότι χρειάζεται να απαλλαγούμε από την φορτισμένη ιδεολογικά σχηματική εικόνα του εργάτη που ταυτίζεται με αυτή του κλωστοϋφαντουργού, του σιδηροδρομικού ή του μεταλλωρύχου η οποία δεν ανταποκρίνεται στην σημερινή πραγματικότητα, έχει ωστόσο καίρια σημασία να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στο εσωτερικό του προλεταριάτου.

Πριν όμως προχωρήσουμε σ’ αυτή την έρευνα είναι απαραίτητο να εξασφαλίσουμε κάτι άλλο: Αν και με βάση τα σημερινά δεδομένα είναι φυσιολογικό ο ορισμός που δίνει ο Λένιν για τις τάξεις να φαντάζει ανεπαρκής, ωστόσο είναι μια μεθοδολογική κατηγοριοποίηση που αν επικαιροποιηθεί έχει αξία για έναν έλεγχο σχετικά με το αν οι κατηγορίες των μισθωτών που εντάξαμε στην εργατική τάξη πληρούν τα παραπάνω κριτήρια και σε ποιο βαθμό. Σύμφωνα μ’ αυτόν λοιπόν, η σχέση ιδιοκτησίας ή όχι με τα μέσα παραγωγής αποτελεί το πρώτο κριτήριο, στη συνέχεια ο ρόλος του εργαζόμενου στην οργάνωση και στον καταμερισμό της εργασίας και τέλος η φύση αλλά και το μέγεθος του εισοδήματος.

Οι κατηγορίες εργαζομένων που πιο πριν αναφέραμε πως συνθέτουν το σύγχρονο προλεταριάτο αδιαμφισβήτητα πληρούν το πρώτο κριτήριο, αν και κάποιοι απ’ αυτούς είναι πιθανό να κατέχουν κάποια μέσα παραγωγής για επιπλέον ατομική επαγγελματική χρήση. Αν και το βασικό μέσο συντήρησης είναι η πώληση της εργασιακής τους δύναμης ως εμπόρευμα είναι δυνατό – σε κάποιες περιπτώσεις (ειδικευμένοι τεχνίτες) σε συνδυασμό με το ύψος του συνολικού εισοδήματος (μισθός συν εισόδημα από αυτοαπασχόληση) – ορισμένοι απ’ αυτούς να ανήκουν στα μεσαία στρώματα.

Λιγότερο διαφανή και καθαρά είναι τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έρευνα με βάση την χρήση του δεύτερου και τρίτου κριτηρίου. Πράγματι η θέση  πολλών εργαζομένων στην οργάνωση και τον καταμερισμό εργασίας σε τομείς όπως ο δημοσιοϋπαλληλικός και χρηματοοικονομικός δεν είναι απλώς εκτελεστικός (γι’ αυτό άλλωστε ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών στους τομείς αυτούς- γύρω στο 1/3 του συνόλου- τους έχουμε εντάξει στα μεσαία στρώματα)∙ ανάλογα προβλήματα συναντάμε και σε σχέση με το εισόδημα σε αρκετές κατηγορίες εργαζομένων που έχουμε εντάξει στην εργατική τάξη. Τα προβλήματα αυτά δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη φύση του βασικού εισοδήματος (μισθός), ούτε με το ύψος του (ο μισθός τους κυμαίνεται γύρω από την αξία των απαραίτητων για τη συντήρηση και αναπαραγωγή της εργασιακής τους δύναμης), αλλά με την ύπαρξη και άλλων παράλληλων μικρότερων εισοδημάτων. Δεν εξετάζουμε εδώ το ζήτημα του δανειακού χρήματος που ρίχνεται στη κατανάλωση καθώς στις τελευταίες δεκαετίες το σύνολο των καταναλωτικών δαπανών υπερβαίνουν σταθερά τα εισοδήματα.

Θα συνεχίσουμε την έρευνά μας με τον υπολογισμό των αλλαγών που συνέβησαν στις εννέα αυτές επαγγελματικές κατηγορίες στο μικρό έστω διάστημα μιας δεκαετίας 2001-2011. Προφανώς η πρώτη κατηγορία των διευθυντικών και ανώτερων στελεχών δεν παρουσιάζει καμμία αλλαγή ή εξέλιξη αφού δεν υπάρχουν εργάτες, μπορούμε όμως να σημειώσουμε μια μείωση των μισθωτών διευθυντικών στελεχών στη δεκαετία από 89.252 το 2001 σε 71.465 το 2011. Στη δεύτερη κατηγορία των επιστημονικών, καλλιτεχνικών και συναφών επαγγελματιών στην εργατική τάξη κατά το 2001 εντάσσονταν 271.631 μισθωτοί ενώ το 2011 αυξάνονται σε 353.853. Στη κατηγορία τεχνικοί, τεχνολόγοι και τα συναφή οι 219.714 εργάτες που καταγράφονται το 2001 μειώνονται ελαφρώς το 2011 σε 210.474. Ακολουθεί η τέταρτη κατηγορία των υπαλλήλων γραφείου και συναφών επαγγελμάτων, το 2001 398.455 μισθωτοί εντάσσονται στο προλεταριάτο ενώ το 2011 μειώνονται αισθητά σε 275.419 άτομα. Στη κατηγορία των απασχολουμένων στη παροχή υπηρεσιών και πωλητές το 2001 έχουμε 344.658 εργαζόμενους οι οποίοι αυξάνονται κατά το 2011 σε 433.314. Στη κατηγορία των ειδικευμένων γεωργών, κτηνοτρόφων, δασοκόμων και αλιέων οι 40.601 το 2001 αυξάνονται σε 44.632 κατά το 2011. Στη κατηγορία των ειδικευμένων τεχνικών και συναφών το 2001 καταγράφονται 468.043 εργάτες, κατά το 2011 σημειώνεται μια σημαντική μείωση αφού καταγράφονται 278.284 εργάτες. Στους χειριστές μηχανημάτων σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και συναρμολογητές οι 233.086 εργάτες που καταγράφηκαν το 2001 μειώνονται σε 166.163 κατά το 2011.Τέλος στην ένατη κατηγορία των ανειδίκευτων εργατών και χειρώνακτων το 2001 είχαμε 358.932 εργάτες οι οποίοι κατά το 2011 μειώνονται σε 318.548.

Οι αιτίες των σημαντικών αυτών ποιοτικών εσωτερικών αλλαγών στη σύνθεση της εργατικής τάξης μέσα σε μόλις μια δεκαετία δεν είναι απόλυτα καθαρές και επίσης δεν είναι καθόλου σίγουρο πως έχουν γενικό χαρακτήρα. Προσπαθώντας να τις εντοπίσουμε θα ξεκινούσαμε από τα εργαλεία της κάθε φορά μέτρησης, τις ενδεχόμενες αλλαγές των κριτηρίων ένταξης σε μια επαγγελματική κατηγορία και άλλες διαφοροποιήσεις που συχνά συμβαίνουν πηγαίνοντας από τη μια γενική απογραφή στην επόμενη∙ είναι γνωστό ότι οι συνθήκες καταμέτρησης και τα αντίστοιχα κάθε φορά εργαλεία παίζουν σημαντικό ρόλο στις επιστημονικές μετρήσεις και γι’ αυτό χρειάζονται επαναληπτικές μετρήσεις και συγκρίσεις, κάτι το οποίο δεν είμαι σε θέση να πραγματοποιήσω. Σε κάθε περίπτωση πάντως υπάρχουν ταξινομικές αλλαγές οι οποίες δυσχεραίνουν τις συγκρίσεις.

Το σημαντικότερο πάντως είναι πως οι δύο απογραφές συντελούνται σε τελείως διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, καθώς το 2011 η παγκόσμια οικονομική κρίση βρίσκεται στο απόγειό της και σαρώνει την ελληνική κοινωνία σε αντίθεση με το 2001 όταν έχουμε συνθήκες άνθισης. Είναι δυνατόν λοιπόν οι συνέπειες της κρίσης να μην ήταν οριζόντιες στους διάφορους εργασιακούς κλάδους και έτσι κάποιοι κλάδοι να χτυπήθηκαν περισσότερο, με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση του εργατικού δυναμικού στους κλάδους αυτούς (παράδειγμα οι οικοδομικές εργασίες που καλύπτονται επαγγελματικά από την έβδομη κατηγορία)∙ ωστόσο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα υπάρξει μια αποκατάσταση μετά το τέλος της ύφεσης, πολύ περισσότερο όταν η προσδοκώμενη ανάπτυξη ήταν αναιμική, όπως συνέβη στην ελληνική περίπτωση.

Μέσα από όλα αυτά όμως διαφαίνεται με μια ορισμένη σιγουριά μια τάση, για την οποία, αν εξετάσει κανείς σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα, θα βεβαιωθεί περισσότερο. Η τάση αυτή σκιαγραφεί μια αύξηση της εργασίας και της αντίστοιχης εργασιακής απασχόλησης σε μη παραγωγικούς κλάδους, όπως αυτόν της παροχής υπηρεσιών και πωλήσεων (εδώ κυριαρχούν οι κάθε είδους τουριστικές υπηρεσίες) και μια μείωση σε κλάδους όπως αυτοί που καλύπτονται από την έβδομη και όγδοη επαγγελματική κατηγορία (ειδικευμένοι τεχνίτες και συναφή, χειριστές μηχανημάτων σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις). Εδώ και καιρό έχουμε απόλυτη και σχετική μείωση του βιομηχανικού προλεταριάτου αλλά και άλλων κλάδων παραγωγικής εργασίας (όπως οι κατασκευές) και αύξηση της εργατικής τάξης σε κλάδους που δεν συμμετέχουν ή συμμετέχουν μόνον έμμεσα στην παραγωγή υπεραξίας.

Η ελαστική αναδιοργάνωση της εργασίας, η αποβιομηχάνιση, η σταδιακή επικράτηση επισφαλών μορφών απασχόλησης (ιδιαίτερα στη νεολαία) ενώ λογικά θα έπρεπε να οδηγούν σε μια πολιτικοποίηση απόσταγμα των συγκεκριμένων κοινωνικών και ταξικών σχέσεων, ωστόσο συσκοτίζουν την ταξική συνείδηση και συγκροτούν εγκεφαλικά μοτίβα μιας ανύπαρκτης ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Βρισκόμαστε, μήπως, μπροστά στο τέλος της συγκροτημένης και, ατελώς έστω, ταξικά συνειδητοποιημένης ελληνικής εργατικής τάξης;

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, πολύ περισσότερο όταν τα δεδομένα είναι σε σημαντικό βαθμό αντιφατικά. Δεν υπάρχει χώρος για κατηγορηματικότητα και  σιγουριά προς την μια ή την άλλη πλευρά. Μπορούμε, ωστόσο, να θέσουμε κάποια ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως είναι σε θέση να βοηθήσουν. Για παράδειγμα, υπάρχει κάποια εντελώς τεκμηριωμένη άποψη για τον ιδιαίτερα πρωτοποριακό ρόλο των εργατών που παράγουν υπεραξία και κατά συνέπεια των εργοστασιακών και ευρύτερα των βιομηχανικών εργατών; Ή η συνείδησή μας είναι δέσμια ενός ιδεολογικού φορτίου του εργάτη και της εργασίας του προηγούμενου αιώνα – για να το θέσω με τα ελληνικά δεδομένα, του μηχανουργού, του υφαντουργού, του οικοδόμου κ.ο.κ. – που έχει παρέλθει; Ασφαλώς στον προηγούμενο αιώνα, στον αιώνα της μεγάλης εργοστασιακής βιομηχανίας, ο ρόλος του εργάτη της μεγάλης εργοστασιακής βιομηχανίας ήταν ιδιαίτερος, δεν νομίζω πως χρειάζονται επιχειρήματα γι’ αυτό πέρα από όσα έχουν κατά καιρούς ειπωθεί και γραφεί. Επίσης το ίδιο ισχύει στα σημερινά μεγάλα εργοστάσια του κόσμου στις χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ασίας και ίσως σε μια κατάσταση παρακμής στα απομεινάρια των παλιών βιομηχανιών της Ευρώπης και της Αμερικής.

Όμως, αν χρειάζεται να υπερασπίσουμε την θέση και τον ρόλο του προλεταριάτου είναι αναγκαίο να αποφύγουμε τον δαίμονα της αγιοποίησης, τον κούφιο εργατισμό και οικονομισμό σε τελευταία ανάλυση. Το Κεφάλαιο δεν είναι μόνο το πρώτο Βιβλίο αλλά  αποτελείται από τρία Βιβλία. Για τους περισσότερους ο βασικός προσδιορισμός της εργατικής τάξης είναι η σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στον βιομηχανικό καπιταλιστή και στον εργάτη όπως αυτή εμφανίζεται στο πρώτο Βιβλίο του Κεφαλαίου, στον ανταγωνισμό για το μοίρασμα ανάμεσα σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία: όλο αυτό προϋποθέτει τον χωρισμό του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής και την αναγκαστική πορεία προς την πώληση της εργασιακής δύναμης στον κάτοχο των μέσων παραγωγής, δηλαδή στην διελκυστίνδα για την τιμή της εργασιακής δύναμης, στην πάλη για τον μισθό εργασίας, την εργάσιμη ημέρα.

Αυτό, όμως, απαιτεί την γνώση της σφαίρας της κυκλοφορίας, αγορά και πώληση του εμπορεύματος, εδώ ειδικά αυτού του ιδιόμορφου εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης, όπως γίνεται στο δεύτερο Βιβλίο.

Και πάλι όμως δεν φτάνουμε στο τέλος, όχι πριν μιλήσουμε για το προτσές της συνολικής αναπαραγωγής αυτό γίνεται στο τρίτο Βιβλίο. Προκειμένου για την συνολική παραγωγή και την αναπαραγωγή, οι τάξεις δεν προσδιορίζονται πλέον μόνο από την απόσπαση υπεραξίας ή από τις κατηγορίες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας αλλά από τον συνδυασμό της σχέσης εκμετάλλευσης στην παραγωγή, της μισθωτής σχέσης και της παραγωγικότητας ή μη παραγωγικότητας της εργασίας στην κυκλοφορία, της κατανομής του εισοδήματος στη συνολική αναπαραγωγή και στη διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους. [16]

Στις δύο τελευταίες παραγράφους, όπου αντλούμε από τον Μπενσαΐντ, εκτίθεται ένας οξυδερκής προσδιορισμός των τάξεων και της εργατικής τάξης μέσα από τον κύκλο του κεφαλαίου Είναι σαφές βέβαια πως όλα τα μέρη του κύκλου του κεφαλαίου είναι εξίσου απαραίτητα στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, έτσι για παράδειγμα η απόσπαση της υπεραξίας ή η εκμετάλλευση του εργάτη δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κυκλοφορία ή την διανομή των κερδών κ.ο.κ. Δεν βγαίνει επομένως από κάπου ως conditio sine qua non η πρωτοποριακή θέση κάποιων τμημάτων της εργατικής τάξης όπως αυτά για παράδειγμα του εργοστασιακού προλεταριάτου.  Υπήρχαν, ωστόσο, την περίοδο εκείνη κάποιοι παράγοντες που καθόριζαν όχι τόσο την πρωτοπόρα θέση αυτών των τμημάτων της εργατικής τάξης όσο κυρίως την τάση των εργατοϋπαλλήλων που εργάζονταν σε τομείς εκτός άμεσης παραγωγής να είναι περισσότερο επιρρεπείς  στις σειρήνες της κοινωνικής κινητικότητας απ’ ότι οι συνάδελφοί τους στην παραγωγή.

Μεθοδολογικά είναι απαραίτητη, μετά την καταγραφή των δεδομένων, μια ολιστική εξέταση του φαινομένου όπως αυτό παρουσιάζεται μπροστά μας με τις αντιφάσεις του∙ αυτό το τελευταίο σημαίνει πως η έρευνα για την εργατική τάξη δεν μπορεί να περιορίζεται στα στενά όρια της ελληνικής κοινωνίας για να βγάλουμε γενικότερα συμπεράσματα. Η διαλεκτική της ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, η μελέτη της εξόρυξης υπεραξίας, του ποσοστού του κέρδους, της αξίας και της τιμής της εργασιακής δύναμης και ως συνέχεια των στοιχείων για το προλεταριάτο που αποτελεί τον φυσικό χώρο της αγοράς του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη σε συνθήκες διεθνοποίησης, δεν μπορεί να περικλεισθεί σε ένα χώρο εξαιρετικά μικρών διαστάσεων∙ έχει ενδεχομένως μια τοπική αξία αλλά από την άποψη γενικότερων συμπερασμάτων δεν μας λέει απολύτως τίποτα. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν –για παράδειγμα στον 19ο και 20ο αιώνα- συναντά κανείς περιπτώσεις πολύ ευρύτερων γεωγραφικών χώρων (εθνικών κρατών ή άλλων μεγαλύτερων ακόμα ενοτήτων) που ενώ σε πολλές χώρες σημειώνονταν επαναστάσεις και εξεγέρσεις εκεί για διάφορους λόγους υπήρχε μια κοινωνική και πολιτική στασιμότητα. Στον κόσμο πάντα υπήρχε ανισομέρεια, ανομοιογένεια ή πολυχρωμία- όπως θέλει μπορεί να το ονομάσει κάποιος- αυτό που πρέπει να διακρίνουμε πάντα είναι η κυρίαρχη τάση στο φαινόμενο ή στο σύστημα που εξετάζουμε∙ η κυρίαρχη τάση στο κόσμο σήμερα, όποιο φαινόμενο και αν εξετάσουμε, σίγουρα δεν προκύπτει μονοσήμαντα από την ελληνική περίπτωση.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη περίοδο. Η οικονομική κρίση του 2008 χτύπησε τη χώρα με ιδιαίτερη σφοδρότητα και ολοκλήρωσε αυτό που ήδη είχε ξεκινήσει από την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το φάντασμα, ωστόσο, πλανάται και εδώ, φόβητρο γι΄αυτούς που πρέπει να φοβούνται, ελπίδα για τους μη έχοντες.

[1] Γ. Λούκατς, Η Πραγμοποίηση και η συνείδηση του προλεταριάτου, μτφ. Κ. Καβουλάκος, εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα 2006, σελ. 262, 263

[2] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, μτφ. Π. Μαυρομάτης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, τόμος 1ος, σελ. 313

[3] G. Standing, Το Πρεκαριάτο, μτφ. Μ. Τουλγαρίδου, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα, 2022, σελ. 12

[4] ό.π. σελ.39

[5] ό.π. σελ.55

[6] ό.π. σελ. 50

[7] ό.π. σελ. 50

[8] Aaron Benanav, Αυτοματισμός και το, μέλλον της εργασίας, Περιοδικό New Left Review, Μέρος Ι, τεύχος 119 και Μέρος ΙΙ, τεύχος 120

[9] ό.π. υποσημείωση 30

[10] ό.π. υποσημείωση 31

[11] ό.π. υποσημείωση 17

[12] ό.π. υποσημείωση 23

[13] ό.π. υποσημείωση 24

[14] ΕΛΣΤΑΤ: Γενικές απογραφές πληθυσμού 1991,2001,2011. Για τα έτη 2017 και 2021 τα στοιχεία προέρχονται από την έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ: Η Ελλάδα με αριθμούς (Ιούνιος- Σεπτέμβριος 2022, σελ.106, Αγορά Εργασίας)

[15] Να διευκρινίσουμε εδώ πως στους υπολογισμούς μας δεν έχουμε συμπεριλάβει στην αριθμητική δύναμη της εργατικής τάξης κατηγορίες μισθωτών όπως αυτές που ανήκουν στις δυνάμεις καταστολής (δημόσιες και ιδιωτικές), τους κληρικούς όλων των βαθμίδων και κάποιες νέες κατηγορίες μισθωτών, όπως αυτούς που εργάζονται σε εταιρείες οι οποίες εκβιάζουν και απειλούν οφειλέτες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Αυτό, παρά το γεγονός ότι το ύψος των αμοιβών τους θα τους κατέτασσε στην εργατική τάξη.

[16] Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της εποχής μας, μτφ. Γ. Καυκιάς, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2013, σελ. 138-141

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ