14.6 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα ζητήματα της Κυριαρχίας, της Εξουσίας, της Ηγεμονία και της Πλειοψηφίας, του Κώστα Τζιαντζή


 

Στο πλαίσιο της εκδήλωσης για τα 10 χρόνια από το θάνατο του Κώστα Τζιαντζή, που θα γίνει την Παρασκευή, το Kommon συμβάλλει στη γνωριμία των αναγνωστών του με τη θεωρητική του προσπάθεια αναρτώντας τέσσερα κείμενα που είχε γράψει και που συνιστούν μια ουσιαστική συμβολή στην αναζήτηση των κομμουνιστών για το επαναστατικό πρόγραμμα της εποχής μας. Σήμερα αναρτάται το τέταρτο και τελευταίο κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται για πρώτη φορά,  και ασχολείται με τα ζητήματα κυριαρχία, ηγεμονίας, εξουσίας και πλειοψηφίας στο επαναστατικό κίνημα.

 

Η κοινωνική τους βάση

   Η ταξική κυριαρχία και η ηγεμονία εξαρτώνται η μια από την άλλη αλλά δεν ταυτίζονται. 

Για την άρχουσα τάξη η ηγεμονία αποτελεί μια σχετικά αυτοτελή και αποφασιστική πλευρά για να οργανωθεί η κοινωνική συναίνεση και συνοχή γύρω απ’ τη βασική πλευρά της κοινωνικοπολιτικής της κυριαρχίας και εξουσίας. 

 

Για την καταπιεζόμενη τάξη, η αμφισβήτηση της ηγεμονίας της άρχουσας τάξης και, αντίστοιχα, η ηγεμονία των δικών της στρατηγικών συμφερόντων, μέσα στην ίδια την τάξη και τα εν δυνάμει σύμμαχα στρώματα, αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο για τη διεκδίκηση της ταξικής κυριαρχίας. Η διαπάλη γύρω απ’ την ηγεμονία και τις κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες είναι το μεγάλο πρόβλημα της τακτικής και της στρατηγικής του εργατικού κινήματος. Ανάλογα με την εξέλιξή του καθορίζονται οι ταξικοί συσχετισμοί στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα στις συνθήκες της επανάστασης.

 

Η ταξική κυριαρχία εκφράζει τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις απέναντι σε ανταγωνιστικά, αντίθετα συμφέροντα, απέναντι σε ανταγωνιστικά αντίθετες τάξεις ή σχέσεις. Ενώ η ταξική ηγεμονία προϋποθέτει μακροπρόθεσμα ή παροδικά κοινά ταξικά συμφέροντα ανάμεσα στις αντίθετες τάσεις ή μερίδες των ίδιων ταξικών δυνάμεων και σχέσεων (π.χ. η ηγεμονία της αστικής τάξης απέναντι στα μεσαία στρώματα) ή κάποια δευτερεύοντα, συγκυριακά και πάντα συγκεκριμένα «κοινά» ταξικά συμφέροντα ανάμεσα σε αντίπαλες τάξεις και σχέσεις (π.χ. η ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα στην συμμαχία της με την τάση εξάρτησης των εργαζομένων με βάση το νόμο της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης). Η ταξική ηγεμονία αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο και βάθος, διαφορετική σύνθεση και προοπτική ανάλογα με το ποια είναι η συγκεκριμένη κοινή ταξική βάση της, ανάλογα με το ποιος την ασκεί απέναντι σε ποιον και σε ποια ιστορική φάση. Αλλά σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει μια ορισμένη αντικειμενική (βασικά μακροπρόθεσμη ή δευτερευόντως συγκυριακή) βάση κοινών συμφερόντων. Η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη ασκείται με άμεσο τρόπο.

 

Ενώ η ηγεμονία απέναντι σε αντίπαλες τάξεις και στρώματα είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί συνολικά με άμεσο τρόπο. Προωθείται μόνο έμμεσα «χρησιμοποιώντας» διάφορες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες ανάμεσα σε τμήματα ή τάσεις των αντίπαλων τάξεων που διαθέτουν μια αντικειμενική κοινωνική βάση αποδοχής αυτών των συμμαχιών, σύμφωνα με τις δευτερεύουσες πλευρές των συμφερόντων τους. Έτσι οι συμμαχίες διαμορφώνονται κατά κανόνα ανάμεσα στις βασικές στρατηγικές πλευρές των συμφερόντων μιας τάξης και τις δευτερεύουσες πλευρές, τμήματα ή σχέσεις των αντίπαλων τάξεων και έχουν πάντα τακτικό παροδικό ή συγκυριακό χαρακτήρα. Αποτελούν μια ενότητα αντιθέσεων, ένα συμβιβασμό για τον περιορισμό αυτών των αντιθέσεων στα κοινά πλαίσια που βάζει η ηγεμονεύουσα πλευρά. Π.χ. η συμμαχία της επαναστατικής εργατικής τάξης με τη μικρομεσαία αγροτιά ή τους μικροαστούς της πόλης, μπορεί να διαμορφωθεί στη βάση της απαλλοτρίωσης της μεγάλης ιδιοκτησίας, αλλά θα «σκοντάψει» όταν  θιχτεί η ιδιοκτησία γενικά. Και η ταυτότητα της ηγεμονεύουσας πλευράς μιας συμμαχίας εξαρτάται απ’ την κύρια ταξική κατεύθυνση της «κοινής» κοινωνικής βάσης αυτής της συμμαχίας. Π.χ. μια συμμαχία κυρίως γύρω απ’ το «εθνικό ζήτημα» αναδεικνύει αντικειμενικά την αστική ηγεμονία.

 

Η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη, από μέρους της βασικής πλευράς των συμφερόντων της, (εκείνης της πλευράς που εκφράζει το μακροπρόθεσμο ιστορικό περιεχόμενό τους) έχει τον χαρακτήρα της στρατηγικής ηγεμονίας. Ενώ η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη της δευτερεύουσας πλευράς των συμφερόντων της έχει περισσότερο ή λιγότερο τακτικό συγκυριακό χαρακτήρα και σε κάθε περίπτωση εκφράζει μια κρίση ηγεμονίας μέσα στη συγκεκριμένη τάξη. Έτσι η ηγεμονία της τάσης εξάρτησης απ’ το κεφάλαιο μέσα στην εργατική τάξη, η ηγεμονία της πάλης για την εμπορευματική αξία της απέναντι στην πάλη για την υπεραξία έχει τακτικό συγκυριακό χαρακτήρα. Εκφράζει την αντικειμενική βάση της υποταγής της «στρατηγικής» στην «τακτική» και συνιστά κρίση στρατηγικής ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη. Απ’ την άλλη πλευρά η ηγεμονία της αστικής τάξης απέναντι στην τάση εξάρτησης των εργαζομένων πραγματοποιείται στα πλαίσια μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας ανάμεσά τους. Η ηγεμονία μέσα σ’ αυτή τη συμμαχία καθορίζεται αντικειμενικά απ’ το αστικό περιεχόμενο της κοινής ταξικής βάσης της συμμαχίας (νόμος της αξίας, διατήρηση της αξίας της εργατικής δύναμης) αλλά δεν συνιστά άμεση ηγεμονία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη και την ιστορική της κίνηση συνολικά. Για να πραγματοποιηθεί η αστική ηγεμονία πάνω στο σύνολο της τάξης χρειάζεται να μεσολαβήσει η ηγεμονία της τάσης εξάρτησης των εργατών απέναντι στην τάση της χειραφέτησής τους.

 

Με βάση τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας, δεν μπορεί να υπάρχει άμεση και στρατηγική ηγεμονία ανάμεσα στις καθοριστικές πλευρές των συμφερόντων των δύο βασικών αντιπάλων τάξεων για οποιοδήποτε ζήτημα. Ανάμεσά τους χωράει μόνο ο ανταγωνισμός και η άσκηση της ταξικής κυριαρχίαςεξουσίας. 

 

Γι’ αυτό ο αστικός έλεγχος πάνω στην εργατική τάξη συνολικά εξασφαλίζεται τελικά μέσω των βασικών σχέσεων και μοχλών της ταξικής κυριαρχίας – εξουσίας. Η στρατηγική ηγεμονία της αστικής τάξης στο εσωτερικό των κυρίαρχων σχέσεων, τάξεων και στρωμάτων (αστικών, μικροαστικών, μεσαίων κ.λπ.) και η ηγεμονία της μέσα στις τακτικές κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες της με την εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα απλό «εξάρτημα» – συμπλήρωμα της ταξικής κυριαρχίας – εξουσίας της αλλά είναι αποφασιστικό αντικειμενικό – υποκειμενικό στοιχείο για την αναπαραγωγή αυτής της κυριαρχίας. Αυτή η «διπλή» αστική ηγεμονία έρχεται σε σύγκρουση με την αντίστοιχη τάση για «στρατηγική ηγεμονία» της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων μέσα στην εργατική τάξη και για συγκρότηση τακτικών κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών της εργατικής τάξης συνολικά με δευτερεύουσες πλευρές και τμήματα των ευρύτερων αστικών δυνάμεων (π.χ. με τα ενδιάμεσα στρώματα). Η κρίση ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη αποτελεί την κύρια αντικειμενική – υποκειμενική βάση που διαιωνίζει την συναίνεση των εργαζομένων απέναντι στην αστική κυριαρχία. Ενώ αντίστροφα η προώθηση της «στρατηγικής» ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη, η ανάπτυξη των συμμαχιών της και η αντίστοιχη «κρίση ηγεμονίας» μέσα στην αστική τάξη αποτελούν την κύρια προϋπόθεση για να διαμορφωθεί μια επαναστατική κατάσταση και να προχωρήσει η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.

 

Η ηγεμονία της δευτερότερης πλευράς των συμφερόντων μιας τάξης μέσα στην ίδια τάξη συνδέεται αντικειμενικά με την κοινωνικοπολιτική συμμαχία της με την αντίπαλη τάξη και την ηγεμόνευσή της απ’ αυτή. Ωστόσο, αυτές οι δύο διαδικασίες δεν ταυτίζονται σε περιεχόμενο και μορφή. Π.χ. άλλη είναι η βάση και η μορφή της ηγεμονίας της αστικής τάξης μέσα στη συμμαχία με την τάση εξάρτησης της εργατικής τάξης κι άλλη η βάση και η μορφή ηγεμονίας της τελευταίας πάνω στην τάση της εργατικής χειραφέτησης. Στην πρώτη κυριαρχεί σαν περιεχόμενο ο νόμος της αξίας, το «κοινό συμφέρον» να διατηρηθεί η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης και κάθε αγοραπωλησίας, ανεξάρτητα απ’ το ποιος πουλάει και ποιος αγοράζει, ενώ σαν μορφή κυριαρχεί η «κοινωνική συμμαχία» δηλ. η οργάνωση του συμβιβασμού ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα των πωλητών αγοραστών. Στη δεύτερη σαν κοινό περιεχόμενο, κοινό συμφέρον εμφανίζεται η υπεράσπιση των συμφερόντων των πωλητών της εργατικής δύναμης, η υπεράσπιση των μισθών, η «βελτίωση» του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

 

Αντίστοιχα σαν μορφή κυριαρχεί η οργάνωση της αγωνιστικής ενότητας αυτών των πωλητών της εργατικής δύναμης, η αλληλοσυμπλήρωση και συγχώνευση των αντίθετων τάσεων των εργαζομένων, στα πλαίσια αυτής της πρωτολειακής «ταξικής ενότητας» γύρω απ’ τη δευτερεύουσα πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Αντίθετα, στην διεκδίκηση της ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη το «κοινό περιεχόμενο» είναι η υπεράσπιση της θέσης των εργατών όχι σαν πωλητών εργατικής δύναμης αλλά σα δημιουργών του πλούτου. Είναι το κοινό συμφέρον τους για ουσιαστική αλλαγή στη σχέση ιδιοποίησης αυτού του πλούτου σε βάρος του κεφαλαίου. Και αντίστοιχα η μορφή που κυριαρχεί είναι η «διάσπαση» της σημερινής αστικής βάσης της «ταξικής ενότητας» των εργαζομένων, ο διαχωρισμός των αντίθετων τάσεων των εργαζομένων και η επανένωση και αλληλοσυμπλήρωσή τους σε μια ανώτερη «ταξική ενότητα», γύρω απ’ τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Αυτή η διαδικασία σημαίνει και το σπάσιμο του ομφάλιου λώρου με την αστική τάξη και τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της.

Η κρίση της σημερινής ηγεμονίας

Η κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και την τάση της εργατικής ενσωμάτωσης εξαρτάται απ’ την αντικειμενική εξέλιξη της ταξικής βάσης της και την γενικότερη πάλη των τάξεων. Το ίδιο συμβαίνει, σε άλλο επίπεδο και με την ηγεμονία της τάσης της εργατικής εξάρτησης μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι διαδικασίες αυτές μπαίνουν σε κρίση και τείνουν να καταρρέουν, στο βαθμό που «λύνεται», υπονομεύεται ή καταστρέφεται η συγκεκριμένη αντικειμενική ταξική βάση συγκρότησής τους. Και κυρίως κλονίζονται και ξεπερνιόνται στο βαθμό που συγκρούονται με μια ανωτέρου επιπέδου «κοινή ταξική βάση», με μια κοινωνικοπολιτική ηγεμονία και συμμαχία γύρω απ’ τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Γενικά η πλευρά των «κοινών συμφερόντων» των αντίθετων τάξεων, που αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής όλων των ταξικών συστημάτων, διασπάται και υπερφαλαγγίζεται απ’ τους ασυμφιλίωτους ανταγωνισμούς αυτών των τάξεων.

 

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην περίοδο της παρακμής των κοινωνικών συστημάτων (με βάση την ανάπτυξη της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων) και ιδιαίτερα ισχύει στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού. Στο σημερινό στάδιο διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα προϋποθέσεις για την ταχύτερη, βαθύτερη και σε ανώτερο επίπεδο κρίση της αντικειμενικής κοινωνικής βάσης της ηγεμονίας της τάσης εξάρτησης των εργαζομένων καθώς και της «συμμαχικής βάσης» του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη.

 

Η «παλιά» βάση για κοινό αγώνα των «πωλητών της εργατικής δύναμης» γύρω απ’ τον καθορισμό της αξίας και της τιμής της που ν’ αγγίζει τα νέα ανερχόμενα ζωτικά ιστορικά όρια των αναγκών των εργαζομένων, αναιρείται απ’ τις ίδιες τις συνθήκες της καπιταλιστικής «ανάπτυξης». Ο σφετερισμός του αναγκαίου χρόνου εργασίας, οι νέες εντατικές μορφές εκμετάλλευσης που προωθεί το κεφάλαιο και που συχνά ρίχνουν τους μισθούς πίσω και απ’ το παλιό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας της εργασίας δυναμιτίζει τα κοινωνικά θεμέλια της ηγεμονίας της «παλιάς καλής αγοραίας πλευράς» μέσα στο εργατικό κίνημα. Στα πλαίσια των προηγούμενων σταδίων του καπιταλισμού το σύνολο της εργατικής τάξης, για μεγάλες περιόδους, «βολευόταν» (παρά τα μεγάλα περιοδικά σκαμπανεβάσματα που δημιουργούσαν σοβαρούς κλονισμούς) σε μια κατά προσέγγιση βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου και των μισθών του, γύρω από ένα πλασματικό σε μεγάλο βαθμό «ανερχόμενο» ζωτικό – ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης. Και αυτό άφηνε περιθώρια για αυταπάτες γύρω από μια εξελικτική πορεία ουσιαστικής αλλαγής της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων και ενίσχυε τη βάση της ηγεμονίας της εξαρτημένης τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα.

 

Αυτή η βάση σήμερα υπονομεύεται όχι μόνο ή κυρίως απ’ την τάση μόνιμης συμπίεσης των μισθών (πράγμα που μπορεί και να αλλάζει με σκληρούς αγώνες ή στα πλαίσια μιας νέας καπιταλιστικής συγκυρίας). Αλλά κυρίως υπονομεύεται απ’ το νέο ποιοτικό χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στο σύγχρονο ιστορικό όριο των αναγκών της εργατικής τάξης (που απογειώνει η παραγωγικότητα και η ποιοτική διάσταση του νέου κοινωνικού πλούτου) και στο όλο και πιο καθηλωμένο σχετικά ζωτικό – ιστορικό όριο των αναγκών που μπορεί να ικανοποιεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η αντίθεση, αυτό το χάσμα ανάμεσα στις νέες ιστορικές ανάγκες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και στο συμπιεσμένο απ’ τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας όριο της αξίας της υπήρχε πάντα αλλά ποτέ δεν είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο. Αυτή η διάσταση εκφράζεται με το διχασμό κυρίως του ιστορικού ορίου της αξίας της εργατικής δύναμης ανάμεσα σ’ ένα «πλασματικό» και σ’ ένα αντικειμενικό ιστορικό όριο. Το πρώτο το περιορίζει, σχετικά αυθαίρετα, η αστική ηγεμονία, σ’ ένα επίπεδο που πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις νέες φθορές απ’ την εντατικοποίηση της εργασίας, στις νέες μορφωτικές κυρίως ανάγκες απ’ την άνοδο της σύνθετης εργασίας και στις νέες συνθήκες καταμερισμού της εργασίας, επικοινωνίας και «ποιότητας ζωής» που επιβάλλει η καπιταλιστική κερδοφορία.

 

Ενώ το δεύτερο προσδιορίζεται αντικειμενικά απ’ την ποσότητα και κυρίως την ποιότητα των αναγκών που τείνει να διαμορφώνει η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η αύξηση και η ποιότητα του συνολικού κοινωνικού πλούτου. Από ένα σημείο και μετά η αυξανόμενη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στο συνολικό πλούτο, τα κέρδη κ.λ.π. και τις (σχετικά βελτιωμένες έστω) συνθήκες ζωής των εργατών συσσωρεύεται ποσοτικά και παίρνει τελικά μια νέα ποιότητα. Αυτή η νέα ποιότητα της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης είναι που βάζει κυρίως σε κρίση σήμερα την πάλη για την «εμπορευματική αξία» της εργατικής δύναμης και την ηγεμονία της απέναντι στην πάλη για την υπεραξία, για τον κλεμμένο χρόνο. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στο πλασματικό και το αντικειμενικό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης τείνει μακροπρόθεσμα να απογειώνεται στα πλαίσια του νέου σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού.

 

Έτσι η κοινή πάλη των «πωλητών της εργατικής δύναμης» υπονομεύεται σα βάση ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και τείνει να αντικατασταθεί απ’ την κοινή πάλη των «δημιουργών του συνολικού πλούτου». Η πάλη για καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης τείνει να δώσει τη θέση της στην πάλη για τη ριζική αλλαγή της σχέσης ιδιοποίησης αυτού του συνολικού πλούτου από μέρους των άμεσων παραγωγών. Η εργατική πάλη στα πλαίσια του «αστικού δικαίου» τείνει ν’ αντικατασταθεί απ’ την αντικαπιταλιστική εργατική πάλη. Αντίστοιχα υπονομεύεται αντικειμενικά όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και η μορφή της εργατικής πάλης που εκφράζει την ηγεμονία της εξαρτημένης τάσης μέσα στην εργατική τάξη. Οι κοινοί εργατικοί αγώνες για διαπραγμάτευση και διεκδίκηση της εμπορευματικής αξίας της εργατικής δύναμης, οι μορφές οργάνωσης αυτής της εργατικής ενότητας πάνω σε αστική βάση και η αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοσυγχώνευση των αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη μπαίνουν υπό αίρεση. Τη θέση τους τείνουν να πάρουν οι παρατεταμένοι αγώνες για μαζικό εκβιασμό του κεφαλαίου και του κράτους απ’ την πλευρά του εργατικού κινήματος, νέες μορφές οργάνωσης της ταξικής πάλης και ο διαχωρισμός των αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη, σαν βάση για μια νέα, ανώτερη εργατική ενότητα.

 

Επιπλέον στις νέες συνθήκες «υπονομεύεται» η κοινή ταξική βάση της συμμαχίας της αστικής τάξης με την τάση της εργατικής ενσωμάτωσης και σε περιεχόμενο και σε μορφή. Ο σφετερισμός του αναγκαίου χρόνου εργασίας, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και ιδιαίτερα η ολοκληρωτική «απαλλοτρίωση» των παραγωγών απ΄ την «ιδιοκτησία» της εργατικής τους δύναμης, με βάση τις νέες πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευσης και ενίσχυσης του «εφεδρικού στρατού», αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της κρίσης των αστικών συμμαχιών με την εργατική τάξη. Αντίστοιχα, η τάση για ανατροπή της σημερινής ισχύουσας ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και για αυτοτελή συγκρότηση του επαναστατικού ρεύματος του επιτρέπει να βάζει το ζήτημα της στρατηγικής ηγεμονίας και της συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, με δευτερότερες πλευρές και σχέσεις των αστικών τάξεων και στρωμάτων, ιδιαίτερα με τα ενδιάμεσα στρώματα.

 

Από την ανατροπή της παλιάς στη νέα ηγεμονία

Μια νέα στρατηγική ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μηχανικά κι αυτόματα, χωρίς ρήξη και με απλή αλλαγή φρουράς, χωρίς προηγουμένως να καταλυθεί η υπάρχουσα ηγεμονία. Η ηγεμονία μέσα σε μια τάξη ή μέσα σε μια συμμαχία δεν σημαίνει ότι καταργείται η ηγεμονευομένη πλευρά, ότι καταργούνται τα αντίθετα συμφέροντα και οι διεκδικήσεις της. Ωστόσο, το βασικό περιεχόμενο και αποτέλεσμα της «ηγεμονίας» είναι πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι «απαγορεύεται», καταργείται η αυτοτελής ανάπτυξη της ηγεμονευομένης πλευράς, η αυτοτελής και ουσιαστική προάσπιση των «ιδιαίτερων» διεκδικήσεών της. Και πολύ περισσότερο ότι «απαγορεύεται» να διεκδικεί μια νέα ηγεμονία μέσα στην τάξη ή μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες, πράγμα που μπορεί να κάνει μόνο μέσα από την ανατροπή της προηγούμενης «κοινής βάσης».

 

Η ηγεμονευόμενη πλευρά, στο βαθμό που διατηρείται η συγκεκριμένη ηγεμονία, επιδιώκει την ικανοποίηση των ιδιαίτερων «στόχων της» λίγο πολύ στα πλαίσια που της επιτρέπει η κοινή ταξική βάση και μορφή πάνω στην οποία συγκροτείται αυτή η ηγεμονία ή συμμαχία. Έτσι η τάση χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, στο βαθμό που ηγεμονεύεται απ’ την τάση εξάρτησης, μπορεί να παλεύει για αναλογικό μισθό, για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, μόνο «στα λόγια» και όχι πρακτικά, μόνο δηλαδή στο βαθμό που της επιτρέπει το ασφυκτικό πλαίσιο των επίσημων εργατικών «θεσμών» και η ηγεμονεύουσα τάση της πάλης για καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης με βάση τους νόμους της αγοράς. Αλλά βέβαια αυτή η ηγεμόνευσή της τελικά ακυρώνει και υπονομεύει την ουσιαστική συνολική έκφραση της τάσης χειραφέτησης μέσα στην ταξική πάλη, η οποία καθηλώνεται στα αστικά «πλαίσια».

 

Το ίδιο συμβαίνει και με την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης μέσα στην κοινωνική συμμαχία της με την ηγεμονεύουσα αστική τάξη. Οι διεκδικητικοί αγώνες της για τον καθορισμό της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης μπορούν να αναπτυχθούν μόνο μέσα στα κοινά αποδεκτά «συμμαχικά» όρια του αστικού συστήματος. Ενώ μια αυτοτελή τους ανάπτυξη θα έτεινε να αμφισβητεί αυτά τα όρια και κυρίως θα έτεινε να «επικοινωνεί» και να «συνενώνεται» με το ρεύμα της σύγκρουσης απέναντι στο κεφάλαιο. Τελικά η σημερινή ηγεμονία της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, η ηγεμονία της δευτερότερης πλευράς πάνω στη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων δεν σημαίνει απλά μια ενότητα και αντίθεση αυτών των δύο αντίπαλων εργατικών τάσεων αλλά σημαίνει ενότητα και αντίθεση που κινείται ακριβώς στα πλαίσια της ηγεμονεύουσας πλευράς, στα πλαίσια μιας αστικής τελικά ταξικής βάσης. Σημαίνει όχι κατάργηση αλλά ακρωτηριασμό ουσιαστικά της τάσης χειραφέτησης των εργαζομένων, υπονόμευση της στρατηγικής ενότητας της εργατικής τάξης γενικότερα.

 

Η κρίση ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης διαμορφώνει σήμερα προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της ιστορικής κρίσης στρατηγικής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα. Αλλά αυτές οι τάσεις δεν πραγματοποιούνται με αυτόματο τρόπο. Και όποιος έχει το «πάνω χέρι» σε μια «ενότητα» είναι γνωστό ότι μπορεί να μετατρέπει και την ενίσχυση των αντίθετων τάσεων που εμφανίζονται, στα πλαίσιά της, σε δική του τελικά ανώτερη δύναμη. Αυτό συμβαίνει άλλωστε και με την αστική ηγεμονία απέναντι στην τάση εξάρτησης της εργατικής τάξης. Οι εργατικοί αγώνες για την αξία της εργατικής δύναμης, στα πλαίσια της ηγεμόνευσής τους απ’ την αστική τάξη, ενισχύουν τελικά την κοινωνική συναίνεση γύρω απ’ την αστική ηγεμονία και κυριαρχία. Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, και με τη γενικότερη κυριαρχία των στοιχείων ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στις τάσεις ανατροπής των κοινωνικών σχέσεων.

 

Η έκρηξη της νέας φτώχειας, της ανεργίας κλπ. σε συνθήκες ηγεμόνευσής τους από το νέο πλούτο δεν αποσταθεροποιεί αλλά ενισχύει το σύστημα. Οι νέες τάσεις ανάπτυξης της επιστήμης σαν γενικευμένη παραγωγική δύναμη, στα ίδια πλαίσια, δεν υπερβαίνουν αλλά ενισχύουν σε νέα πιο αντιδραστική κατεύθυνση τον κοινωνικοπολιτικό καταμερισμό της εργασίας. Η κρίση της πολιτικής δεν αποσταθεροποιεί την αστική πολιτική αλλά ενισχύει τις πιο αντιδραστικές τάσεις της κ.λ.π. Γενικότερα, οι αντίθετες τάσεις που αναπτύσσονται και ενισχύονται αντικειμενικά, μέσα στο σημερινό σύστημα, στο βαθμό που εξακολουθούν και παραμένουν, με διάφορες μορφές, στα πλαίσια μιας ενότητας υπό αστική ηγεμονία, μετατρέπονται τελικά σε λίπασμα για τη στερέωση της αστικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό πάντα η πλευρά που έχει το πάνω χέρι, η πλευρά που ηγεμονεύει επιδιώκει να ενισχύει, σε περιεχόμενο και μορφή, την ενωτική βάση και τα αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία της αντίθεσης που κινείται στα όρια της ηγεμονίας της.

 

Για να μετατραπούν επόμενα η νέα φτώχεια, η ανεργία, η τάση των εργαζομένων για κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας, για αμφισβήτηση της πολιτικής κλπ. από νέα «δύναμη» σε ανώτερη «αδυναμία» για την άρχουσα τάξη πρέπει όλες αυτές οι σχέσεις να διαχωριστούν απ’ την ηγεμονία της τελευταίας, όσο και αν δεν μπορούν να απαλλαγούν άμεσα απ’ την κυριαρχία της.

 Και το θεμελιακό αυτό ζήτημα, που καθορίζει τη σημερινή ιστορική φάση της ταξικής πάλης, δεν κρίνεται μέσα στις αφηρημένες έννοιες αλλά στην πρακτική πάλη των εργατών και στα πεδία των ταξικών αγώνων. Ο διαχωρισμός όλων των τάσεων ανατροπής και επαναστατικής αναμόρφωσης των κυρίαρχων σχέσεων απ’ την ηγεμονία της νέας αστικής ανάπτυξης κρίνεται τελικά στους εργατικούς αγώνες απέναντι στο κεφάλαιο και «περνάει» πρώτα απ’ όλα μέσα απ’ το πεδίο του ακήρυκτου «εμφυλίου πολέμου» της εργατικής τάξης. Η ενίσχυση των αυτοτελών «διαχωριστικών» τάσεων, η ανεξαρτησία της εργατικής χειραφέτησης, σε περιεχόμενο και μορφή, αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση για τη διαδικασία ανατροπής της ηγεμονίας της εξαρτημένης απ’ το κεφάλαιο τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα.

 

Η ανεξαρτησία της χειραφέτησης αποτελεί το κλειδί για την ποιοτική αντιστροφή της ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και για την αποκατάσταση της ενότητας της εργασίας. Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται σε κατάσταση εσωστρέφειας και δεν εξαντλείται στις «εσωτερικές» διαμάχες. Αλλά προωθείται σε άμεση σύγκρουση με το κεφάλαιο για ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, εκπροσωπώντας την ενότητα όλων των πλευρών των εργατικών διεκδικήσεων και την πλειονότητα των εργαζομένων πάνω σε ανώτερη αντικαπιταλιστική βάση. Την μόνη δηλαδή βάση που μπορεί να αποσπά σήμερα υποχωρήσεις και γύρω απ’ το ζήτημα της «εμπορευματικής» αξίας της εργατικής δύναμης.

– Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται αρνητικά αλλά μόνο θετικά, με την προβολή ενός νέου προγραμματικού περιεχομένου και νέων μορφών οργάνωσης της αυτοτελούς παρέμβασης της εργατικής χειραφέτησης.

– Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται «διασπαστικά» αλλά μόνο ενωτικά, πάνω σε νέα βάση. Γιατί ο διαχωρισμός απ’ την «πλειοψηφία» της ηγεμονεύουσας εξαρτημένης τάσης πραγματοποιείται με αναφορά στην «πλειοψηφία» της αντικαπιταλιστικής ηγεμονευμένης πλευράς που συνυπάρχει υποταγμένη και με «κομμένα φτερά» μέσα στις ίδιες σχεδόν ποσοτικά μάζες των εργαζομένων. Γιατί ο διαχωρισμός απ’ την σημερινή «πλειοψηφία» της ενσωμάτωσης πραγματοποιείται με αναφορά στην ανάγκη αποδέσμευσης αυτής της πλειοψηφίας απ’ την κοινωνική συμμαχία ηγεμονία της αστικής «μειοψηφίας». Γιατί τελικά η συνολική σχέση ηγεμονίας – πλειοψηφίας καθορίζεται απ’ το γεγονός ότι δεν είναι η πλειοψηφία που επιβάλλει την ηγεμονία αλλά αντίθετα είναι η ηγεμονία που επιβάλλει την πλειοψηφία.

– Η κατάλυση της σημερινής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα προωθείται, πάνω απ’ όλα, με τη διεκδίκηση της ηγεμονίας, απ’ τη μεριά της εργατικής χειραφέτησης, σε μικρές ή μεγαλύτερες μάχες, στο ένα ή το άλλο τμήμα, στην μια ή την άλλη πλευρά των κοινωνικών αντιθέσεων και των ταξικών αγώνων και συνολικά στην κοινωνική και πολιτική πάλη της εργατικής τάξης. Η διεκδίκηση αυτής της ηγεμονίας στηρίζεται αντικειμενικά όχι κυρίως στην «πλειοψηφία» που «διαθέτουν» τα τμήματα που εκπροσωπούν κάθε φορά τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων όσο στον ποιοτικό ρόλο και στις σχέσεις που «έχουν» και πολύ περισσότερο τείνουν και μπορούν να αποκτήσουν τα τμήματα αυτά μέσα στην παραγωγή.

 

Ωστόσο, η κατάλυση της υπάρχουσας ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα δεν σημαίνει και δεν επιβάλλει αυτόματα το άμεσο πέρασμα της ηγεμονίας στην επαναστατική τάση της τάξης. Το πέρασμα της μιας ηγεμονίας στην άλλη δεν πραγματοποιείται ευθύγραμμα και μηχανικά. Χρειάζεται να μεσολαβήσει ένα άλμα, μια ρήξη, μια ποιοτικά ανώτερη μεταβατική κατάσταση και μια νέα μεταβατική μορφή που μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό το ριζικό μετασχηματισμό. Αυτό το άλμα, αυτή τη μορφή εκπροσωπεί η συγκρότηση ενός αισθητού αυτοτελούς πανεργατικού πανκοινωνικού εθνικού και διεθνικού Μετώπου εργατικής πολιτικής. Η ανατροπή της ηγεμονίας της ενσωμάτωσης μέσα στο εργατικό κίνημα εξαρτάται απ’ την πολιτική διαμόρφωση και την «υλική μαζική» ύπαρξη ενός τέτοιου Μετώπου εργατικής πολιτικής που θα εκφράζει με νέο ανώτερο περιεχόμενο και μορφή την τάση χειραφέτησης των εργαζομένων σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής πολιτικής πάλης.

 

Η συγκρότηση και ανάπτυξη του Μετώπου της εργατικής πολιτικής δεν κρίνεται υποκειμενικά ή απ’ την απλή διακήρυξη των σκοπών του είτε, πολύ περισσότερο, απ’ τα κοινοβουλευτικά ποσοστά του. Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια και όρια για ένα τέτοιο άλμα. Και αυτά έχουν κυρίως σχέση με τα πρακτικά δείγματα γραφής μιας «ξεχωριστής» και ταυτόχρονα «ενωτικής» αντικαπιταλιστικής «γραμμής» σ’ όλες τις σφαίρες της πάλης για τα εργατικά συμφέροντα, την «πολιτική» και τις ιδέες. Η συγκρότηση ενός τέτοιου αισθητού Μετωπικού ρεύματος θα σημάνει την «κατάλυση » της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης, γιατί αυτή η ηγεμονία δεν στηρίζεται στην «πλειοψηφία», δεν στηρίζεται στην ποσοτική υπεροχή της. Αλλά καθορίζεται απ’ το ποιοτικό στοιχείο αυτής της υπεροχής που συνίσταται πάνω απ’ όλα στον εξαναγκασμό των τάσεων της εργατικής χειραφέτησης να κινούνται μέσα στα κοινά ανεκτά όρια και μορφές διεκδίκησης της εμπορευματικής αξίας της εργατικής δύναμης. Επόμενα, η κατάλυση της ηγεμονίας της εξαρτημένης τάσης μέσα στην εργατική τάξη δεν σημαίνει απώλεια από μέρους της «πλειοψηφίας» της εργατικής τάξης αλλά απώλεια της ποιοτικής «μονοκρατορίας» της. Σημαίνει μια αρχική ποιοτική τομή για τη συνολική αντιστροφή της κατάστασης.

 

Στη μακρόχρονη πορεία του εργατικού κινήματος, τα επαναστατικά εργατικά ρεύματα ασκούσαν ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη μόνο σε περιόδους επαναστατικής κατάστασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επέτρεπαν την ηγεμονία της αντίθετης τάσης, σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ανεξάρτητα απ’ το ότι οι ποσοτικοί συσχετισμοί έκλιναν, κατά κανόνα, υπέρ της εργατικής ενσωμάτωσης, η αυτοτελής συγκρότηση και ανάπτυξη των επαναστατικών ρευμάτων εξουδετέρωνε την ηγεμονία της εξαρτημένης τάσης και αντίστοιχα τους επέτρεπε να την διεκδικούν τα ίδια και να την κατακτούν στις μεγάλες στροφές της ταξικής πάλης. Το βασικό χαρακτηριστικό της τελικής διαδρομής του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα δεν είναι το ότι η αστική τάξη έχει συγκροτήσει, όπως πάντα υπό την ηγεμονία της, μια κοινωνική συμμαχία με την τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων αλλά είναι ακριβώς η κατάκτηση της απόλυτης σχεδόν ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στο εργατικό κίνημα και ο ουσιαστικός ακρωτηριασμός των τάσεων εργατικής χειραφέτησης. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια ποιοτικά αρνητική αντικειμενική – υποκειμενική διαδικασία που σημάδεψε την ιστορία τουλάχιστον του τελευταίου μισού του αιώνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις σε εθνικό επίπεδο.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ