Το ζήτημα της πάλης για εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις – μεταρρυθμίσεις απασχολεί διαρκώς τις δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς που δρουν στο μαζικό κίνημα.
Είναι αναγκαίο, για παράδειγμα, το αίτημα για κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων, που έφερε στην επικαιρότητα το έγκλημα των Τεμπών; Ή μήπως, αντίστοιχα αιτήματα είναι ρεφορμιστικά και οφείλουμε να τα παραπέμπουμε για μετά την επανάσταση; Και εάν είναι έτσι, πώς την προσεγγίζουμε; Πώς (οφείλουν να) βλέπουν την πάλη για εργατικές και λαϊκές μεταρρυθμίσεις οι επαναστάτες στην εποχή μας; Και πώς τη βλέπουν οι ρεφορμιστές; Και η αστική τάξη;
Δημοσιεύσουμε σήμερα το κεφάλαιο «Για τη σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης στην εποχή μας» από το κείμενο διαλόγου του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου «Αναζητώντας μια Νέα Εργατική Τακτική συγκέντρωσης δυνάμεων για την αντιστροφή του ιστορικού βέλους», σαν μια συμβολή για να δοθούν επαρκείς απαντήσεις σε μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική.
Ε.1. Μια ενότητα και αντίθεση με υλική βάση
Η έννοια της μεταρρύθμισης αυτή καθ’ αυτή έχει κατασυκοφαντηθεί εξ αιτίας των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων του κεφαλαίου. Μπορεί εντούτοις να υπάρξουν εργατικές και λαϊκές μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις στο σκληρό σήμερα; Μπορεί να υπάρξουν δίχως την επανάσταση και μέχρι ποιο όριο; Πως τίθεται το ζήτημα «τακτική και μεταρρυθμίσεις»; Τελικά, ποια είναι η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης;
Εκτιμούμε ότι επιβάλλεται να διεκδικηθούν και μπορούν να επιβληθούν εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις – μεταρρυθμίσεις στο έδαφος και επί του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, υπό τον όρο ύπαρξης ενός ανεξάρτητου, μαζικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος που θα προωθεί την επανάσταση. Ο Βίσμαρκ, ο Βενιζέλος, ακόμη και ο Μεταξάς, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν μεταρρυθμίσεις λόγω αυτού του φόβου. Εξαιτίας του ο Κέινς πρότεινε τη γνωστή πολιτική του.
Ε.1.1. Η σχέση μεταρρύθμισης και επανάστασης απασχολούσε τη μαρξιστική θεωρία και το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα σε όλες τις περιόδους ανάπτυξής του. Ωστόσο, δεν είναι ίδια σε κάθε εποχή. Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε αυτή τη σχέση συγκεκριμένα, στην εποχή μας, στη χώρα μας και στο σημερινό, αδύναμο εργατικό κίνημα που διέρχεται μια βαθιά κρίση ως αποτέλεσμα των πρόσφατων ηττών, όχι σε ένα κίνημα των ονείρων μας.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο περίφημο έργο της Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση[i], από την εισαγωγή ήδη, υποστήριζε ότι για τους μαρξιστές δεν υπάρχει διαζευκτικό «ή» ανάμεσά τους και ότι απαιτείται ο συνδυασμός τους στην εργατική πάλη. Η επανάσταση είναι ο σκοπός, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υφίσταται επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι μέσο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να προσεγγιστεί μαζικά και υλικά η επανάσταση από την εργατική τάξη. Και κατηγορούσε τον Μπερνστάιν ότι αυτός θέτει ένα διαζευκτικό «ή» αποσυνδέοντας την πάλη για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις από την επανάσταση.
Ο Μπερνστάιν πίστευε ότι με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα περάσουμε ευκολότερα και γρηγορότερα στο σοσιαλισμό. Για αυτό υποστήριζε ότι «ο σκοπός είναι τίποτε – το κίνημα είναι το παν». Πάνω σε αυτή τη θεωρία αναπτύχθηκε ο οπορτουνισμός. Η ζωή απέδειξε πολλές φορές –πρόσφατα, με τον ΣΥΡΙΖΑ- ότι με αυτό τον δρόμο όχι μόνον δεν περνάμε στο σοσιαλισμό, αλλά και ότι η πάλη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υποτάσσεται στις αστικές αντι-μεταρρυθμίσεις.
Στην εποχή μας, από ορισμένα ρεύματα αναπτύσσεται μια αντίστροφη αποσύνδεση: της επανάστασης από τη μεταρρύθμιση. Σημαντικοί μαρξιστές εκτιμούν ότι «τα ελάχιστα πράγματα που θα θεωρούσαμε απαραίτητα […], δεν πρόκειται να τα πάρουμε εντός των πλαισίων του καπιταλισμού»[ii]. Και ακόμη πιο καθαρά: «Η εργατική τάξη έχει αντικειμενικούς λόγους να μην αναμένει καλυτέρευση της θέσης της μέσα σε ένα τέτοιο παρωχημένο σύστημα, ο χώρος για απλές διανεμητικές νίκες δεν υπάρχει, και ο μόνος δρόμος που της απομένει είναι να το ανατρέψει και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο, ορθολογικό, σχεδιασμένο, σοσιαλιστικό»[iii].
Οι απόψεις αυτές βάζουν επίσης ένα διαζευκτικό «ή», αλλά από την ανάποδη. Για αυτές, «ο σκοπός είναι το παν – το κίνημα τίποτε». Στην πράξη, ο σκοπός ταυτίζεται με το κόμμα. Πάνω σε ανάλογες απόψεις αναπτύχθηκε ο σύγχρονος αριστερισμός. Η ζωή έδειξε ότι με αυτόν το δρόμο η εργατική τάξη απομακρύνεται από την επαναστατική προοπτική και τα κόμματά της. Ο αγώνας για εργατικές και λαϊκές μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις, ιδιαίτερα σε συνθήκες όπως οι σημερινές όπου η επανάσταση σαν προοπτική έχει απομακρυνθεί, είναι ζωτικός για την εργατική τάξη, για να μην καταντήσει ένας «φτωχοδιάβολος» (Μαρξ), αλλά και για τη συγκρότησή της σαν αγωνιζόμενο ιστορικό υποκείμενο. Είναι ζωτικός και για τους επαναστάτες και τους κομμουνιστές, για να συνδεθούν με την εργατική τάξη και το λαό, για να βοηθήσουν ώστε να συγκροτηθεί το ανεξάρτητο, μαζικό και πολιτικό τους κίνημα, αλλά και για να δυναμώσει η επαναστατική προοπτική.
Ε.1.2. Οι διαρκείς αντι-μεταρρυθμίσεις του κεφαλαίου. Η ανάγκη για ανάταξη της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, σε συνθήκες που η «κανονική» εκμετάλλευση δεν αποδίδει, όπως οι σημερινές, κάνει τις γιγαντιαίες επενδύσεις «να τρέμουν» για την απόδοσή τους από το ολοένα και μικρότερο ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου, της ζωντανής εργασίας που κινεί τις επενδύσεις και γεννά την υπεραξία και το κέρδος. Κάθε εργατική διεκδίκηση, ακόμη και αυτή που επιδιώκει να πληρώνεται κανονικά η εργασία, ώστε να εργάζεται και να αναπαράγεται ομαλά, προκαλεί αλλεργικό σοκ στο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, η στρατηγική ήττα και η συνεχιζόμενη κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος αποχαλινώνουν το κεφάλαιο.
Σε αυτούς τους δυο παράγοντες βρίσκεται η ρίζα της μόνιμης τάσης του κεφαλαίου, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, για αντι-μεταρρύθμιση, η ρίζα της επικράτησης, των κανιβαλικών, αντικομμουνιστικών απόψεων του Χάγιεκ, του Φρίντμαν, του νεοσυντηρητισμού – νεοφιλελευθερισμού. Από εδώ γεννιέται η αντισυνδικαλιστική υστερία των υπερεθνικών επιχειρήσεων, του τραμπισμού και του νεοφασισμού. Εδώ βρίσκεται και η αιτία του ντελίριουμ για την «προάσπιση των επενδύσεων» με οποιοδήποτε τίμημα, μέχρι και την κήρυξη εκτός νόμου των διεκδικήσεων, ακόμη και των πιο συμβιβασμένων συνδικάτων, μέχρι τη μόνιμη καταστροφή δασών και θαλασσών.
Ε.1.3. Η υποταγή της εργατικής τάξης στις αντι-μεταρρυθμίσεις. Στην εποχή μας, η κυριαρχία του κεφαλαίου μετατρέπεται σε καθολική, μέσα στα πεδία της παραγωγής, αλλά και της διανομής και της κατανάλωσης. Μέσα στον εργάσιμο, αλλά και στον ελεύθερο χρόνο. Χαρακτηριστικά είναι η ανάπτυξη του χρηματιστηριακού κεφαλαίου που απομυζά, πλέον, απευθείας κέρδος (όχι όμως υπεραξία) από την καταχρέωση της εργατικής οικογένειας, η λειτουργία των social media, τα συστήματα «δουλειάς στο σπίτι» που συγχωνεύουν τον εργάσιμο με τον ελεύθερο χρόνο, ενώ τα διάφορα do it yourself, που πέρασαν από τα διάφορα ΙΚΕΑ στις τραπεζικές εργασίες και στο κλείσιμο εισιτηρίων από το διαδίκτυο, μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε εξάρτημα των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου του.
Η εξάρτηση όλων των μορφών εργασίας και ζωής της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, σε συνδυασμό με την οικονομική και εξωοικονομική βία του σύγχρονου μονοπωλίου, του ιμπεριαλισμού και των κρατών τους, τροφοδοτούν την τάση του εργαζόμενου για «γλείψιμο», για παραμονή στη σχέση του με το κεφάλαιο, για διατήρηση του καπιταλισμού. Τελικά, για ατομική υποταγή στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις του κεφαλαίου.
Ε.1.4. Ο εργατικός ρεφορμισμός. Η πάλη για εργατική μεταρρύθμιση χωρίς ανατροπή των κυρίαρχων, αστικών σχέσεων εδράζεται στην τάση του εργάτη να διαπραγματεύεται την τιμή της εργατικής του δύναμης, μέσα στη σχέση κεφάλαιο – εργασία, έτσι ώστε να πληρώνεται σύμφωνα ή κοντά στην αξία τής εργασιακής του δύναμης. Η πληρωμή σύμφωνα με την αξία δεν ανατρέπει, αλλά διατηρεί και αναπαράγει την κλεμμένη υπεραξία. Στις εποχές ανόδου του καπιταλισμού, με την κυριαρχία των μορφών απόσπασης σύνθετης υπεραξίας, το κεφάλαιο είχε τη δυνατότητα να «επιτρέπει» στον εαυτό του την πληρωμή της εργασιακής δύναμης κοντά στην αξία της.
Τελικά, η κατάσταση αυτή επέτρεπε στο κεφάλαιο να «παραχωρεί» εργατικές μεταρρυθμίσεις. Όχι όμως «με ευχαρίστηση», αλλά πάντα «παρά τη θέλησή του», πάντα κάτω από την πίεση των μαζικών ταξικών αγώνων των εργαζομένων, της Κομμούνας ή των νικηφόρων επαναστάσεων στη Ρωσία και αλλού, πάντα με ταξικό «μαζικό εκβιασμό».
Η τάση αυτή, παράλληλα, επέτρεπε στην εργατική τάξη να «βολεύεται» με τις μεταρρυθμίσεις, να «βολεύεται» με τον καπιταλισμό. Από την ιστορική πορεία αυτών των σχέσεων γεννήθηκαν τόσο το μαζικό εργατικό, σοσιαλ-ρεφορμιστικό, όσο και το «κομμουν-ρεφορμιστικό» (κομμουνισμός στα λόγια – ρεφορμισμός στην πράξη) κίνημα, συνδικάτο και κόμμα, όπως και οι αστικές «φιλεργατικές» τάσεις, η συνταγματοποίηση του συνδικαλισμού ως «πυλώνα της δημοκρατίας», το Νιου Ντιλ, το Κράτος Πρόνοιας και η οικονομική θεωρία του κεϊνσιανισμού. Η δυνατότητα αυτή μπήκε σε κρίση από τις αρχές του 1970.
Ε.1.5. Ο μικροαστικός ρεφορμισμός. Εκτός από τις εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην εργατική τάξη, ο ρεφορμισμός γεννιέται, με άλλους όρους μέσα στα ενδιάμεσα στρώματα. Αυτά τα στρώματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα ακόμη, η επίδρασή τους παραμένει, αλλά βαίνει μειούμενη.
Δίνουμε εδώ έμφαση στα ημιδιευθυντικά και ημιδιευθυνόμενα μεσαία μισθωτά στρώματα, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά στην εποχή μας. Τα στρώματα αυτά τείνουν να λαμβάνουν μισθούς πάνω από ή κοντά στον ανώτερο εργατικό μισθό. Ωστόσο, η ουσία τους διχάζεται στα δυο: από τη μια, η κύρια, το «να διευθύνουν» και από την άλλη, η δευτερεύουσα, «να διευθύνονται». Η πρώτη, τα σπρώχνει σε συμμαχία με την αστική τάξη για «να ανέβουν στην ιεραρχία», η δεύτερη, σε συμμαχία με την εργατική τάξη «για το μισθό». Η πρώτη τα σπρώχνει σε συμβιβασμό και σε υποταγή, η δεύτερη σε απεξάρτηση. Η πρώτη, σε «ρεφορμισμό», η δεύτερη σε «επαναστατισμό». Η μια τάση συνυπάρχει με την άλλη και η μια μετασχηματίζεται στην άλλη, ανάλογα με την περίοδο, τους συσχετισμούς κ.λπ.
Όχι όμως ισότιμα: η πρώτη τάση δεσπόζει πάνω στη δεύτερη. Αυτό τους προσδίδει μια μόνιμη ταλάντευση, μια φύσει ρεφορμιστική συμπεριφορά, μια εργατική συμπεριφορά «με αστικό τρόπο». Η μισθωτή σχέση συσκοτίζει τη θέση τους, ενώ ο διευθυντικός ρόλος τους εξαρτά τον διευθυνόμενο εργάτη από αυτά τα στρώματα. Τα μεσαία μισθωτά στρώματα έχουν ανώτερους ορίζοντες και δυνατότητες οργάνωσης, λόγω της θέσης τους στη μαζική παραγωγή, σε σχέση με τα κατακερματισμένα στρώματα της μικροαστικής ιδιοκτησίας. «Παράγονται» μαζικά από το σύγχρονο πανεπιστήμιο, αναπτύσσονται στη δημόσια διοίκηση. Μπορούν να οργανώνονται σε κόμματα υπό την ηγεμονία τους (π.χ. Πράσινοι, κυρίως κόμμα των «επιστημόνων») ή να επηρεάζουν κόμματα υπό αστική ή μισο-εργατική ηγεμονία. Στην Ελλάδα, αυτά τα στρώματα βρήκαν στον Συνασπισμό, αρχικά και στον ΣΥΡΙΖΑ, μετέπειτα, τον καλύτερο πολιτικο-ιδεολογικό εκπρόσωπό τους. Ωστόσο, δεν είναι αμελητέα και η επίδρασή τους στις οργανώσεις της Αριστεράς με κομμουνιστική και επαναστατική αναφορά.
Τέλος, δεν μπορεί να υποτιμηθεί το γεγονός της μικρής ιδιοκτησίας των εργαζόμενων στρωμάτων, που ειδικά στην Ελλάδα είναι ακόμη μαζική. Εδώ, δεν εννοούμε την ιδιοκτησία προσωπικής χρήσης του εργαζόμενου (π.χ. «πρώτη κατοικία», ακόμη και το «σπίτι στο χωριό» ή το «εξοχικό» για προσωπική χρήση), αλλά την ιδιοκτησία για εκμετάλλευση, για πρόσθετο έσοδο πέρα από τον μισθό, όπως το χωράφι, οι ελιές, το ενοίκιο μαγαζιού ή σπιτιού, τo airbnb κ.α. Όμως, η γενικότερη τάση για απαλλοτρίωση από τις τράπεζες, τα real estate και το μεγάλο κεφάλαιο χτυπούν σε μαζική κλίμακα τη μικρή ιδιοκτησία, τείνουν προς μια κοινωνική μάζα «χωρίς ιδιοκτησία».
Ε.2. Ο επαναστατικός αγώνας για μεταρρυθμίσεις
Ε.2.1. Οι αντίθετες τάσεις. Στην εποχή μας, οι αναπτυσσόμενες ιστορικές ανάγκες της εργατικής τάξης να ζει σύμφωνα με τον πλούτο και την παραγωγικότητα της εργασίας της και η προαναφερθείσα, αντίθετη ανάγκη του κεφαλαίου να τις καταπιέζει μέχρι και την παραβίαση των φυσικών ορίων, ενδυναμώνουν προοπτικά την τάση του εργαζόμενου να αμφισβητεί το νόμο της αξίας και την υπεραξία, την αγοραπωλησία της εργασιακής του δύναμης. Οι αντιθέσεις αυτές ενδυναμώνουν την τάση του εργαζόμενου να ξεβολεύεται, να απεξαρτάται από το κεφάλαιο, να εξεγείρεται, να αναζητά μια νέα κοινωνία. Να αναζητά θεωρίες και πολιτικές που ερμηνεύουν την κατάστασή του, που ταιριάζουν με την αμφισβήτησή του, που δίνουν το ιδεατό περίγραμμα μιας κοινωνίας η οποία ταιριάζει με τις ανάγκες του και με το φαντασιακό που γεννιέται από αυτές τις συνθήκες.
Θα ήταν ανόητο να πιστέψει κανείς, ότι αυτή η τάση αναπτύσσεται γραμμικά, ότι ολοκληρώνεται ομαλά, ότι αποκτά αυτόματα συνείδηση. Εάν ήταν έτσι, δεν θα ήταν κοινωνική τάση που ξεπηδά μέσα από κοινωνικές σχέσεις, αλλά φυσικός νόμος που θα είχε ήδη εκπληρωθεί.
Τέτοιες τάσεις αναπτύσσονται, σε κάποιο επίπεδο, πάντα σε περιόδους δομικών κρίσεων του καπιταλισμού, όπως το 1820 – ’40, στην Αγγλία ή το 1910 – ’45 στην Ευρώπη, με την αναγκαία, όμως, προϋπόθεση να έχουν αναπτυχθεί οι αντίστοιχες επαναστατικές θεωρίες και πολιτικές. Διαφορετικά, οι επαναστατικές τάσεις παραμένουν καθηλωμένες και ηγεμονευόμενες, είτε από τον εργατικό είτε από τον αστικό ρεφορμισμό, όπως το 1950 – ’80, είτε από την αστική αντι-μεταρρύθμιση, όπως από το 1990 μέχρι σήμερα.
Σε τέτοιες συνθήκες αναδεικνύεται η ανάγκη για «μη ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις» (όρος του Αντρέ Γκορζ[iv]), δηλαδή ο αγώνας για αντικαπιταλιστικές κοινωνικές και δημοκρατικές – πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Ε.2.2. Ο αναγκαίος διαχωρισμός. Ο εργατικός – λαϊκός μεταρρυθμισμός διχάζεται, παίρνει δυο αντιθετικές όψεις: του ρεφορμιστικού μεταρρυθμισμού και του επαναστατικού μεταρρυθμισμού. Οι διαφορές μεταξύ των δυο ρευμάτων αφορούν στο σκοπό, στο πρόγραμμα και στα μέσα.
Ο ρεφορμιστικός μεταρρυθμισμός σαν σκοπό έχει τη βελτίωση του καπιταλισμού. Ο αντικαπιταλιστικός – επαναστατικός μεταρρυθμισμός σαν σκοπό έχει την επαναστατική ανατροπή του. Ο ρεφορμιστικός μεταρρυθμισμός σαν ουσία του πολιτικού προγράμματός του έχει την προώθηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που του επιτρέπει το κεφάλαιο. Ο επαναστατικός μεταρρυθμισμός, την προώθηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να βελτιώσουν ουσιαστικά τη θέση τους. Ο πρώτος επιχειρεί την προώθηση των μεταρρυθμίσεων βασικά «από τα πάνω», μέσω των συμβιβασμών με το κεφάλαιο, μέσω της Βουλής και του κράτους. Ο δεύτερος, βασικά «από τα κάτω», μέσω της ταξικής πάλης, μέσω των εργατικών και λαϊκών οργάνων.
Δηλαδή, με επαναστατικό τρόπο. Σπέρματα τέτοιων τάσεων εμφανίζονται σε ορισμένες «άγριες» και νικηφόρες απεργίες, όπως των εργαζόμενων στην British Airways, στην Ryanair, στην Amazon Ευρώπης, των εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ κ.α. Αλλά και πολιτικά, έστω και μερικώς, σε Γαλλία, Χιλή, Βολιβία κ.α.
Ε.2.3. Ποιος έχει την ηγεμονία. Οι τάσεις για ανάπτυξη του «επαναστατισμού» με μεγαλύτερο δυναμισμό σε σχέση με τις τάσεις «μεταρρυθμισμού», δεν οδηγούν στην κατάργηση των ρεφορμιστικών τάσεων μέσα στην εργατική τάξη.
Στην κοινωνία, στην πολιτική, στη ζωή οι δυο τάσεις συνυπάρχουν και αυτό θα συνεχίζεται για μακρύ χρόνο, ακόμη και μετά την έναρξη των επαναστάσεων. Μειώνεται όμως δραστικά η δυνατότητα του κεφαλαίου «να δώσει» και του ρεφορμισμού «να κατακτήσει». Απαιτείται όλο και περισσότερο, να διεξάγεται ο αγώνας «για το μεροκάματο», «για το ψωμί», για την τιμή της αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης από τη σκοπιά της κατάργησης του νόμου της αξίας, από τη σκοπιά της υπέρβασης της σχέσης κεφάλαιο – εργασίας.
Ο ρεφορμιστικός αγώνας για εργατικές μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδει αλλά και δεν καταργείται. Απαιτείται να ηγεμονευθεί και να αντικατασταθεί από τον επαναστατικό αγώνα για εργατικές μεταρρυθμίσεις.
Και αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί μια σύνθετη διαδικασία διαχωρισμού και αυτοτέλειας των εργατικών επαναστατικών τάσεων που δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην ιδεολογία και στα συνεδριακά εικονίσματα, αλλά σε όλα τα πεδία. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε «γυάλα», αλλά μέσα στο κοινωνικό μέτωπο της εκμεταλλευόμενης και διευθυνόμενης μισθωτής εργασίας και στο μέτωπο επαναστατών και μεταρρυθμιστών, όπου θα διεξάγεται διαρκής πάλη για την ηγεμονία.
Ε.2.4. Μια πολύ «σκληρή» ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Στην εποχή μας, και ιδιαίτερα στο σημερινό, «κορεσμένο» και «καταστροφικό» καπιταλισμό, οξύνεται στο έπακρο η αντίθεση ανάμεσα στην μεταρρύθμιση και την επανάσταση και ταυτόχρονα ισχυροποιείται βαθιά η ενότητά τους. Οι υλικές συνθήκες απαιτούν την υπέρβαση του κεφαλαίου και ταυτόχρονα, οι ίδιες υλικές συνθήκες της εργατικής τάξης, μέρος των οποίων είναι και η σημερινή κρίση του εργατικού κινήματος, απαιτούν την πάλη για εργατικές αντικαπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις.
Η εργατική μεταρρύθμιση απαιτεί περισσότερο από ποτέ την επανάσταση για να ολοκληρωθεί και η επανάσταση απαιτεί περισσότερο από ποτέ τη μεταρρύθμιση για να προσεγγιστεί. Θα λέγαμε, η μεταρρύθμιση και η επανάσταση χωρίζονται από μια λεπτή, αλλά πολύ σκληρή «μεσοτοιχία», που απαιτεί αντίστοιχα σκληρό αγώνα, θεωρητικό, πολιτικό και μαζικό, για να διατρηθεί. Απαιτεί ένα προωθητικό και «αποτελεσματικό» πολιτικό σχέδιο πάλης για σύγχρονες αντικαπιταλιστικές, κοινωνικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που θα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, βαθύτερο και μακροπρόθεσμο επαναστατικό – κομμουνιστικό σχέδιο.
Στην έλλειψη ή υποτίμηση ενός τέτοιου μακροπρόθεσμου σχεδίου, που χαρακτηρίζει όλα τα αριστερά ρεφορμιστικά ρεύματα, όπως του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, εδράζεται η αποτυχία τους να επιβάλλουν φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις σπάζοντας τη διαρκή αντι-μεταρρύθμιση του κεφαλαίου. Στην έλλειψη ή υποτίμηση ενός πολιτικού σχεδίου πάλης για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σήμερα, εδράζεται η απομόνωση του αριστερισμού.
Η άρνηση του αριστερισμού να αγωνιστεί για εργατικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, στο όνομα της επανάστασης και της «φύσης του σύγχρονου καπιταλισμού», αποτελεί μη συνειδητή συνθηκολόγηση απέναντι τόσο στη διαρκή αντιμεταρρύθμιση του κεφαλαίου, όσο και στην ατομική υποταγή των εργαζόμενων σε αυτήν. Οι ελλείψεις και των δυο ρευμάτων δεν οφείλονται σε υποκειμενικά ή γνωσιολογικά αίτια, αλλά σε ταξικά αίτια. Τα ρεύματα αυτά, από την ταξική τους φύση, δεν μπορούν αντικειμενικά να εκπονήσουν ένα τέτοιο συνολικό σχέδιο.
Ε.2.5. Τα σύγχρονα εργατικά, ταξικά και επαναστατικά κομμουνιστικά ρεύματα είναι εκείνοι οι πολιτικοί φορείς που οφείλουν και μπορούν να αναλάβουν και να διεξάγουν συνειδητά και αποτελεσματικά την πάλη για αντικαπιταλιστικές κατακτήσεις – μεταρρυθμίσεις, επειδή ακριβώς οφείλουν και μπορούν να εκπονήσουν ένα γενικότερο σχέδιο επαναστατικής κοινωνικής χειραφέτησης.
Μια νέα εργατική τακτική οφείλει να συναρθρώνεται σε μια κατεύθυνση «αντικαπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων» που κλονίζουν και προκαλούν τακτικά ρήγματα στους νόμους – τάσεις του κεφαλαίου, ανατρέπουν τις αστικές αντι-μεταρρυθμίσεις και μέτρα στα βασικά πεδία.
Η εκπόνηση μιας τακτικής στην παραπάνω βάση, αποτελεί δρόμο για τη γενικότερη ανασυγκρότηση του κινήματος της μισθωτής εργασίας. Αλλά και όρο για την επανένωσή του με την επαγγελία και την επαναθεμελίωση μιας σύγχρονης, επαναστατικής κομμουνιστικής εναλλακτικής.
Και αντίστροφα: μια νέα κομμουνιστική εναλλακτική και η αντίστοιχη επαναστατική προοπτική αποτελεί προϋπόθεση για να ξαναγεννηθεί ένα μαχόμενο μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που θα απαιτεί σύγχρονες κοινωνικές, οικολογικές και πολιτικές κατακτήσεις, για να μετατρέπεται η εργατική τάξη σε τάξη για τον εαυτό της.
[i] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, εκδ. Κοροντζή, 1984
[ii] Μάικλ Ρόμπερτς, Πριν, 2 Σεπτεμβρίου 2019
[iii] Θανάσης Μανιάτης, Ριζοσπάστης, 3 Ιουλίου 2019
[iv] Αντρέ Γκορζ, Μεταρρύθμιση και Επανάσταση, εκδ. Γράμματα, 1979