Η στιγμή μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τις ίδιες τις δομές με τις οποίες διοικείται και χρηματοδοτείται η τέχνη. Να μιλήσουμε για το σκαιό ρόλο των Ιδρυμάτων και των Χορηγών.
Αν κάτι έχει διδάξει η πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας είναι πως σε στιγμές που ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώνεται επικίνδυνα, οι άνθρωποι δείχνουν στο δημόσιο λόγο και τη δημόσια παρέμβασή τους τις πραγματικές τους δυνατότητες (και αδυναμίες). To είδαμε καθαρά τις μέρες πριν από το δημοψήφισμα του Ιουλίου, όταν θετικές εκπλήξεις ανθρώπων που ύψωσαν ανάστημα και άρθρωσαν συγκροτημένο δημόσιο λόγο καθοδήγησαν, σε μεγάλο βαθμό, και ξεμπλόκαραν μάζες ανθρώπων. Από τη στιγμή που η περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου έγινε ηγεμονική σε μια μερίδα δημοσίων γραφιάδων, αναδείχθηκαν συγκεκριμένα ζητήματα.
Πρώτον, αποδεικνύεται περίτρανα πως ο προβληματισμός για το δημόσιο χαρακτήρα της τέχνης, για τον τροπο που πρέπει να διακινείται να παράγεται και να κοινοποιείται αφορά τελικά πολύ λίγους. Επομένως, μια υποχρεωση του λόγου και της δράσης της όποιας ριζοσπαστικής, επαναστατικής Αριστεράς είναι να διαχύσει αυτό τον προβληματισμό, να συνδέσει τα ζητήματα της δημόσιας διαχείρισης της τέχνης με την καπιταλιστική αντεπίθεση, να δείξει πως δεν είναι δυνατόν να διεκδικεί μια κοινωνία χειραφετημένων ανθρώπων, έναν οργασμό ανθρωπινότητας, ενώ θεωρεί το πεδίο της καλλιτεχνικής έκφρασης ως στίβο περιφερειακής δράσης.
Δεύτερον, αποδείχθηκε, και αποδεικνύεται συνεχώς, πως οι επεξεργασίες, το νοιάξιμο και η εμβάθυνση των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων της κοινωνικοπολιτικής σφαίρας σε ζητήματα Τέχνης και καλλιτεχνικής έκφρασης είναι κατώτερες των περιστάσεων. Όσο αντιμετωπίζουμε την Τέχνη με όρους event, όσο δηλαδή εξαντλούμε τον κριτικό μας λόγο μόνο σε κριτικές παραστάσεων, βιβλίων και εκθέσεων χωρίς ταυτόχρονα να αναδεικνύουμε την ανάγκη για έναν άλλο, προοδευτικό, εργατικό πολιτισμό με εντελώς άλλες δομές και στόχους, στην πραγματικότητα δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να «επιλέγουμε» τα πιο του γούστου μας προϊόντα του κυρίαρχου πολιτισμού που μας περιβάλλει.
Τρίτον, ο δημόσιος λόγος μιας «προοδευτικής διανόησης» επικεντρώθηκε εμμονικά στο πρόσωπο του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, του Στάθη Λιβαθινού. Κανείς δεν αρνείται το μεγάλο μερίδιο ευθύνης του, τους πολλούς λάθος χειρισμούς, χειρισμούς που προήλθαν από ασφυκτική πίεση συντηρητικών κύκλων, του αμερικάνικου παράγοντα και κυρίως των χορηγών. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επικεφαλής της Πειραματικής Σκηνής έδειξαν οτι διαθέτουν ελαφρύ ιδεολογικό οπλισμό απέναντι στα θηρία της κυρίαρχης κουλτούρας. Όταν, όμως, «φωτισμένοι και προοδευτικοί» δημοσίως επιχειρηματολογούντες αναζητούν απλώς και μόνο αποδιοπομπαίους τράγους για μια πολύ πιο σημαντική υπόθεση, η οποία ξεπερνά προφανώς την περιπτωσιολογία της «Ισορροπίας του Νας» και του άστοχου και «μεταξικού» κατεβάσματός της, τότε δηλώνεται ξεκάθαρα πως οι μεγαλόσχημες, συχνά ευφυείς, διατυπώσεις και τα στομφώδη ποστ δεν καταφέρνουν να προσπεράσουν τη ματαιοδοξία του προσωπικού γούστου. Φαίνεται ξεκάθαρα η ένδεια και η αδυναμία κατανόησης της κοινωνικής, ταξικής διάστασης της Τέχνης και εμμονικά η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση των εργατών της. Όταν ασκείται, για παράδειγμα, πίεση από «συντρόφους» σε μελλοντικούς συνεργάτες του Εθνικού να μην ανεβάσουν τις παραστάσεις τους, αφού κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με προδοσία, νέα Βάρκιζα, βρώμικο μεροκάματο και άλλες ανοησίες, φαίνεται ολοκάθαρη η γύμνια του επιχειρήματος που συνδυάζεται και με την έπαρση του «θέλω να γίνω παράγοντας του δημόσιου λόγου». Οι εργάτες της Τέχνης είναι άνθρωποι που έχουν κι αυτοί υλικές ανάγκες, βιοπορίζονται σε ένα εξαιρετικά ζοφερό περιβάλλον εργασιακής επισφάλειας και ιδιαιτέρως ελαστικών σχέσεων. Η πλειοψηφία τους εξωθείται να κάνει δυο και τρεις δουλειές για να εξασφαλίσει τα μίνιμα για τη διαβίωση. Επιπλέον, το επιχείρημα πως η οποιαδήποτε μελλοντική εμπλοκή δημιουργικών, προοδευτικών καλλιτεχνών σε παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου σημαίνει απόδοχη της λογοκρισίας εμπεριέχει την ίδια του την κενότητα: ωθεί τον προοδευτικό καλλιτέχνη να εγκαταλείψει τη μάχη για ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση και μεροκάματο. Ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην εντελή ιδρυματοποίηση της τέχνης. Δεν την κάνει απλώς βορά στο Κεφάλαιο, τη μαρινάρει πρώτα.
Τέταρτον, αν μας δίνει μια ευκαιρία η στιγμή, είναι για να μιλήσουμε για τις ίδιες τις δομές με τις οποίες διοικείται και χρηματοδοτείται η τέχνη. Να μιλήσουμε για το σκαιό ρόλο των Ιδρυμάτων και των Χορηγών. Για το σύστημα ιδεολογικής απονεύρωσης της Τέχνης, που ξεκινά από το Κεφάλαιο, περνά στα Ιδρύματα και χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό περίπου ως μπάτλερ. Είναι ευκαιρία να αναδειχθεί πως το τρίπτυχο Κεφάλαιο-Ιδρύματα-Υπουργείο πιέζει προς τα κάτω τα καλλιτεχνικά μεροκάματα. Η ύπαρξη αξιοπρεπών και ασφαλών καλλιτεχνών, ανθρώπων που προλαβαίνουν να σκεφτούν, να δημιουργήσουν, να ανασάνουν, είναι το πρώτο βήμα για καλλιτέχνες κοφτερούς, αυθάδεις και τελικά επικίνδυνους. Αν δεν δούμε τη συγκυρία ως μια ευκαιρία να μιλήσουμε για αυτά, απλώς ομφαλοσκοπούμε μέσα στη ματαιοδοξία μας. Πρέπει, άμεσα, να ανοίξει η συζήτηση για τις δομές διοίκησης, για τον τρόπο χρηματοδότησης, για τη θέση και τις συνθήκες ζωής των καλλιτεχνών, για την ψευδαίσθηση ελευθερίας έκφρασης. Είναι η ευκαιρία να δεθούν τα προβλήματα των εργαζόμενων στην Τέχνη με τα προβλήματα των υπόλοιπων εργαζομένων, με την υποβάθμιση του ανθρώπου ως αξία, με το προσφυγικό και την συνολική αποκτήνωση. Είναι μια ευκαιρία…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΟΛΑΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
The Threepenny Opera (Die Dreigoschenoper), Robert Wilson, Berlin 2008 photo by Colya Kärcher (via Susan Berenofsky: The Berlin Blog)